Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φώτης Αγγουλές, ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Τη νύχτα 26 προς 27 Μάρ­τη του 1964 βρί­σκε­ται νεκρός στο κατά­στρω­μα του επι­βα­τη­γού πλοί­ου «Κολο­κο­τρώ­νης», που έκα­νε το δρο­μο­λό­γιο από Χίο προς Πει­ραιά, ο προ­λε­τά­ριος ποι­η­τής — λαϊ­κός αγω­νι­στής Φώτης Αγγου­λές. Πέθα­νε μόλις 52 χρό­νων και πάμ­φτω­χος· στις τσέ­πες του βρέ­θη­καν μόλις είκο­σι δραχμές…

Τέσ­σε­ρις λέξεις είναι αρκε­τές για να περι­γρά­ψουν ολό­κλη­ρη τη ζωή του Αγγου­λέ: «προ­λε­τά­ριος με ταξι­κή συνεί­δη­ση». Από μικρό παι­δί στη βιο­πά­λη, στο μόχθο του μερο­κά­μα­του, ένιω­σε τον πόνο και γεύ­τη­κε όλες τις στε­ρή­σεις του σκλη­ρού αγώ­να για την επι­βί­ω­ση. Τότε φώλια­σε στο πετσί του η αδι­κία που ξεπη­δά από τις κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες και μαζί τα πρώ­τα σπέρ­μα­τα της ταξι­κής συνεί­δη­σης που θα τον οπλί­σει με απα­ρά­μιλ­λη δύνα­μη για να αντι­με­τω­πί­σει τις ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρες δυσκο­λί­ες που θα ακολουθήσουν.

Αν το λέμε…

Οι φτω­χές μας καλύ­βες σηκώ­νου­νε τις μεγά­λες Πατρίδες.
Κι οι καλοί πατριώτες
τεχνουρ­γούν για τα χέρια μας δυνα­τές αλυσίδες.

Αν πονού­με, μας δεί­ρα­νε όμοια οχτροί κι όμοια φίλοι,
κι αν το λέμε, αν το ξέρου­με της ζωής το τραγούδι,
το μάθα­με απ’ του χάρου τα χείλη.

Φ. Αγγου­λές

[«ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ποι­ή­μα­τα», Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 2011]

Από τη Μικρά Ασία όπου γεν­νή­θη­κε το 1911, θα βρε­θούν πρό­σφυ­γες με την οικο­γέ­νειά του, κυνη­γη­μέ­νοι από τους Τούρ­κους (1914), στα παρά­λια της Χίου. Το ακρι­τι­κό νησί του Αιγαί­ου θα γίνει η δεύ­τε­ρη πατρί­δα του, και ο ίδιος θα την αγα­πή­σει και θα την τιμή­σει με τη στά­ση ζωής και το έργο του.

Ανυ­πό­τα­χτο πνεύ­μα, αν και «τα ’παιρ­νε» τα γράμ­μα­τα, θα παρα­τή­σει το σχο­λείο μόλις στη δεύ­τε­ρη τάξη και θα ριχτεί στο μερο­κά­μα­το για να βοη­θή­σει την πολυ­με­λή οικο­γέ­νειά του. Θα ψαρεύ­ει με τον ψαρά πατέ­ρα του και στη συνέ­χεια θα γυρί­ζει στους δρό­μους του νησιού για να που­λή­σει τον ιδρώ­τα του. Το πόσο σημα­ντι­κό ρόλο έπαι­ξε η οικο­γέ­νειά του στη δια­μόρ­φω­ση του ψυχι­κού κόσμου του Αγγου­λέ και στην αγά­πη του για τον άνθρω­πο αντα­να­κλά­ται στον χαρα­κτή­ρα του, στην αγω­νι­στι­κή του στά­ση και στα ποι­ή­μα­τά του.

“Όσον και­ρό ήτα­νε άρρω­στος (σ.σ. ένα χρό­νο πριν πεθά­νει νοση­λεύ­ε­ται σε ψυχια­τρι­κή κλι­νι­κή) καθι­σμέ­νη δίπλα του μια αδελ­φή του (σ.σ. ο Αγγου­λές είχε τρεις αδελ­φές), αφή­να­νε τα σπί­τια τους, σύμ­φω­νοι κι οι άντρες και τα παι­διά τους χάρη του Φώτη, άμε­τρη, ασυ­ζή­τη­τη αφο­σί­ω­ση, ανα­το­λί­τι­κη. Έλε­γε κάπο­τε ο ίδιος πως αν ο ένας του σπι­τιού δεν είχε ύπνο, κι οι άλλοι αγρυ­πνού­σα­νε «…για συντρο­φιά…».” [Έλλη Παπα­δη­μη­τρί­ου, «Φώτης Αγγου­λές», εκδ. Κέδρος, 1975]

Σύντο­μα θα αφή­σει τα δίχτυα και θα βρε­θεί παι­δί για όλες τις δου­λειές σ’ ένα τυπο­γρα­φείο. Εκεί θα μάθει την τέχνη του τυπο­γρά­φου και, αργό­τε­ρα, θα τυπώ­σει ο ίδιος με τα χέρια του τα πρώ­τα του ποιήματα.

Φώτης Αγγουλές Σχέδιο: Γ. Γ. Δήμου Πηγή: «ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ποιήματα», Σύγχρονη Εποχή, 2011

Φώτης Αγγου­λές
Σχέ­διο: Γ. Γ. Δήμου
Πηγή: «ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ποι­ή­μα­τα», Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 2011

Ο Αγγου­λές αν και εγκα­τέ­λει­ψε το σχο­λείο αγα­πά τα γράμ­μα­τα. Θα κατα­φέ­ρει να απο­σπά­σει από τους υπεύ­θυ­νους της βιβλιο­θή­κης της Χίου την άδεια να κοι­μά­ται τις νύχτες μέσα στη βιβλιο­θή­κη, για να μπο­ρεί να δια­βά­ζει τα αγα­πη­μέ­να του βιβλία, ενώ θα αξιο­ποιεί τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο του μετά τη δου­λειά δια­βά­ζο­ντας και «σκα­λί­ζο­ντας» σε κομ­μά­τια χαρ­τί δικούς του στίχους.

Γρα­φτό του θα δημο­σιευ­τεί για πρώ­τη φορά σε μια σατι­ρι­κή εφη­με­ρι­δού­λα που εκδί­δει ο ίδιος μαζί με άλλους συνο­μή­λι­κους συντο­πί­τες του. Από τις τοπι­κές αρχές θα θεω­ρη­θεί υβρι­στι­κό, ο Αγγου­λές θα συλ­λη­φθεί, θα στα­μπα­ρι­στεί ως «επι­κίν­δυ­νος» και θα μπει στο μάτι της κρα­τι­κής εξου­σί­ας που στη συνέ­χεια δεν θα τον αφή­σει ούτε λεπτό σε χλω­ρό κλαρί.

Καί­γου­νται

Αυτούς εγώ που τρα­γου­δώ, δεν έχου­νε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τρα­βούν τ’ αστέρια,
έχου­νε μια ζεστή καρ­διά, δυο ροζια­σμέ­να χέρια
κι είναι δεμέ­νοι με τη γη.
Απ’ της αυγής το χάραγ­μα, ως του βρα­διού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές και μια μπου­κιά ψωμί,
ιδρώ­νουν κι απ’ τον ίδρο τους ανθο­βο­λού­νε οι κάμποι,
καί­γου­νται κι απ’ τις φλό­γες τους φωτί­ζε­ται η ζωή.

Φ. Αγγου­λές

[«ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ποι­ή­μα­τα», Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 2011]

Το ταλέ­ντο του στην ποί­η­ση είναι πηγαίο. Δεν προ­έρ­χε­ται από μια ιδε­α­λι­στι­κή αντί­λη­ψη για τη ζωή, εμπλου­τι­σμέ­νη με αγνά αισθή­μα­τα ―που κάθε άλλο παρά του λεί­πουν― ή απλά από δια­βά­σμα­τα που τον συγκι­νούν. Η ανά­γκη του να εκφρα­στεί ανα­βλύ­ζει όπως ο ιδρώ­τας στη διάρ­κεια μιας κοπια­στι­κής μέρας, σαν την αγα­νά­χτη­ση για την κοι­νω­νι­κή αδι­κία που αρχί­ζει να τον κυριεύ­ει· όπως το όρα­μα για μια καλύ­τε­ρη ζωή που αρχί­ζει από νωρίς κι αυτό να απο­χτά δια­στά­σεις στη σκέ­ψη του και περι­μέ­νει από τον Αγγου­λέ να το χρω­μα­τί­σει με το πινέ­λο του.

Στη διάρ­κεια της Κατο­χής θα κατα­φύ­γει μαζί με άλλους συμπα­τριώ­τες του στη Μέση Ανα­το­λή. Εκεί θα πολε­μή­σει το φασι­σμό με του του­φέ­κι στο χέρι και το στί­χο στα χεί­λη. Οι στί­χοι του θα «αφή­σουν» το χαρ­τί και θα γίνουν σκο­πός στα χεί­λη των στρα­τιω­τών συνα­δέλ­φων του· θα τρα­γου­δή­σουν την πάλη ενά­ντια στο φασι­σμό και τη δίψα για λευ­τε­ριά και καλύ­τε­ρη ζωή σε μια δίκαιη κοι­νω­νία. Η «επι­κίν­δυ­νη» πένα του Αγγου­λέ δεν θα περά­σει απα­ρα­τή­ρη­τη από τους Έλλη­νες βαστά­ζους των Αγγλι­κών συμφερόντων.

“(…)Η ομά­δα μας ελι­γό­στε­ψε. Τον τέταρ­το φίλο μας τον θάψα­με κάτω από έναν αμμό­λο­φο. Τα τρό­φι­μά μας λιγό­στε­ψαν. Το νερό μας τελειώ­νει. Αύριο, αν θα ζού­με, οι σιδη­ρό­δρο­μοι θα ακο­λου­θού­νε το συντο­μό­τε­ρο δρό­μο από το σημείο Α ως το σημείο Λ… Εχτές καθυ­στε­ρή­σα­με από τον Σιμούν. Έβρε­χε όλη μέρα άμμο και μικρο­μά­μου­να που είχαν ένα σκλη­ρό όστρα­κο. Οι αμμό­λο­φοι μετα­το­πι­στή­κα­νε. Τα καρα­βά­νια εδώ είναι σπά­νια. Θα προ­χω­ρή­σο­με μόνο με τη βοή­θεια της πυξί­δας μας προς το Νότο.” [Χια­κός λαός, 19/10/1960 – πηγή: Απλω­τα­ριά]

Εξο­ρί­ζε­ται και φυλα­κί­ζε­ται για μεγά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα μαζί με άλλους αντι­φα­σί­στες σε διά­φο­ρες περιο­χές της αχα­νούς αφρι­κα­νι­κής ερή­μου. Ο ήδη ταλαι­πω­ρη­μέ­νος από τις κακου­χί­ες οργα­νι­σμός του αρρω­σταί­νει βαριά. Απο­λύ­ε­ται και επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα, όπου από το επί­ση­μο κρά­τος, με την αμέ­ρι­στη συν­δρο­μή των δοσί­λο­γων, των ταγ­μά­των ασφα­λεί­ας και άλλων δυνά­με­ων που ανέ­χτη­καν ή συνερ­γά­στη­καν με τους κατα­χτη­τές, έχει εξα­πο­λυ­θεί ένα ανη­λε­ές δολο­φο­νι­κό κυνη­γη­τό ενα­ντί­ον των χιλιά­δων κομ­μου­νι­στών, προ­ο­δευ­τι­κών και δημο­κρα­τών αγω­νι­στών της εαμι­κής αντί­στα­σης, που θα οδη­γή­σει στον εμφύ­λιο πόλεμο.

Ο Φώτης Αγγουλές πίσω από τα κάγκελα της φυλακής Φωτογραφία: Αρχείο Τρ. Μυλωνά Πηγή: Απλωταριά

Ο Φώτης Αγγου­λές πίσω από τα κάγκε­λα της φυλα­κής
Φωτο­γρα­φία: Αρχείο Τρ. Μυλω­νά
Πηγή: Απλω­τα­ριά

Ο «επι­κίν­δυ­νος» Αγγου­λές συλ­λαμ­βά­νε­ται στη Χίο και κιν­δυ­νεύ­ει να κατα­δι­κα­στεί σε θάνα­το. Με την πάν­δη­μη δια­μαρ­τυ­ρία και συμπα­ρά­στα­ση του νησιού η ποι­νή του γίνε­ται φυλά­κι­ση και αρχί­ζει τότε η περι­πλά­νη­σή του σε διά­φο­ρες φυλα­κές της χώρας που θα κρα­τή­σει πολ­λά χρό­νια. Η ακλό­νη­τη πίστη του στον άνθρω­πο, στη δύνα­μή του που βγαί­νει από το δίκιο, και τα ιδα­νι­κά του θα τον κρα­τή­σουν όρθιο απέ­να­ντι στην πολύ άσχη­μη κατά­στα­ση της υγεί­ας του που γίνε­ται ακό­μα χει­ρό­τε­ρη από τις κακου­χί­ες και τα βασα­νι­στή­ρια για να υπο­γρά­ψει «δήλω­ση». Δεν λύγισε.

Μην καρ­τε­ρά­τε

Μην καρ­τε­ρά­τε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχου­με τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.

Φ. Αγγου­λές

[«ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ποι­ή­μα­τα», Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 2011]

Απο­λύ­ε­ται και από αυτή τη φυλα­κή. Για να επι­βιώ­σει ξανα­πιά­νει περι­στα­σια­κά τα δίχτυα, όταν δεν έχει μερο­κά­μα­το στο τυπο­γρα­φείο. Παράλ­λη­λα γρά­φει αστα­μά­τη­τα. Το 1958 κυκλο­φο­ρεί η ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή «Πορεία μέσα στη νύχτα», μια επι­λο­γή ποι­η­μά­των του που θα στοι­χειο­θε­τή­σει ο ίδιος στο τυπο­γρα­φείο όπου έκα­νε μερο­κά­μα­τα. Το 1963 θα κυκλο­φο­ρή­σει η συλ­λο­γή «Φου­τσι­γιά­μα», που θα είναι και η τελευ­ταία του.

“Καλο­καί­ρι του ’63 τον φέρα­νε σε κλι­νι­κή στα Μελίσ­σια, είχε πάθει μολυ­βδί­α­ση, την ασθέ­νεια των τυπο­γρά­φων. Αλλά και το μυα­λό του είχε πάθει. Δεν έβγα­λε μιλιά όταν με είδε, αν γνώ­ρι­ζε αν δε γνώ­ρι­ζε δεν κατά­λα­βα, το μάτι του όμως μας παρα­κο­λου­θού­σε, θαρ­ρείς μας έκρι­νε. Μια στιγ­μή σηκώ­θη­κε, πήγε ως το παρά­θυ­ρο, ίδια η περ­πα­τη­σιά του πηδη­χτή σαν έτοι­μος για χορό. Το κεφά­λι του τώρα κάτα­σπρο.” [Έλλη Παπα­δη­μη­τρί­ου, «Φώτης Αγγου­λές», εκδ. Κέδρος, 1975]

Το αντι­μό­νιο που τόσα χρό­νια φωλιά­ζει στα πνευ­μό­νια του του προ­κα­λεί μολυ­βδί­α­ση, τον κατα­βά­λει. Παράλ­λη­λα, ζώντας διαρ­κώς στα όρια, το νευ­ρι­κό του σύστη­μα καταρ­ρέ­ει. Από τη μια κλι­νι­κή στην άλλη, επου­λώ­νει όπως όπως τις πλη­γές του και κατα­φέρ­νει να γυρί­σει να ζήσει στο αγα­πη­μέ­νο του νησί. Όμως όχι για πολύ. Το νήμα της τόσο ατσά­λι­νης και εύθραυ­στης ταυ­τό­χρο­να ζωής του θα κοπεί πρό­ω­ρα στην «οικο­νο­μι­κή θέση» του πλοί­ου της γραμ­μής σε κάποιο ταξί­δι προς Πειραιά.

Ο Φώτης Αγγουλές Φωτογραφία του φωτογράφου-φωτορεπόρτερ της ΑΥΓΗΣ Στέλιου Κασιμάτη Πηγή: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ

Ο Φώτης Αγγου­λές
Φωτο­γρα­φία του φωτο­γρά­φου-φωτο­ρε­πόρ­τερ της ΑΥΓΗΣ Στέ­λιου Κασι­μά­τη
Πηγή: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ

Ο Φώτης Αγγου­λές έκλει­σε τα μάτια του νέος, μα πρό­λα­βε να ζήσει δυο και τρεις ζωές, περισ­σό­τε­ρο από άλλους που έζη­σαν γερά­μα­τα. Άφη­σε για κλη­ρο­νο­μιά ένα υπέ­ρο­χο παρά­δειγ­μα αγω­νι­στι­κής στά­σης απέ­να­ντι στις μεγα­λύ­τε­ρες φουρ­τού­νες της ζωής και ένα έργο φωτει­νό σαν φάρο να σκί­ζει τα σκο­τά­δια που ακο­λού­θη­σαν το μεγα­λείο της ανά­τα­σης του λαού μας στα χρό­νια της αντίστασης.

Ο Αγγου­λές αγά­πη­σε τον άνθρω­πο για­τί αγά­πη­σε τη ζωή, για­τί μίση­σε την εκμε­τάλ­λευ­ση και κάθε τι που μπο­ρεί να κατα­πιέ­σει το δικαί­ω­μά του να ζήσει σαν άνθρω­πος. Γι’ αυτό μισή­θη­κε ο ίδιος από τους διώ­κτες του, γι’ αυτό κυνη­γή­θη­κε, φυλα­κί­στη­κε και βασα­νί­στη­κε χωρίς έλε­ος. Μα και γι’ αυτό δε λύγισε.

“(…)Καθώς περ­νού­σα­νε τα χρό­νια, με διδά­σκα­νε… Είδα καρ­διές λερω­μέ­νες και χέρια μουρ­ντά­ρι­κα. Οι άρρω­στοι που πέθα­ναν χωρίς για­τρό ήταν φίλοι μου. Για τους απελ­πι­σμέ­νους που χάθη­καν, χωρίς υπε­ρά­σπι­ση, έκλα­ψα. Έβρε­ξα τα χεί­λη ενός διψα­σμέ­νου, κρά­τη­σα συντρο­φιά ενός μελ­λο­θά­να­του… Τώρα μ’ αρέ­σει ν’ ακούω τους πεύ­κους να λένε το πεζο­τρά­γου­δο του και­ρού: «εμάς το αύριο θα μας βρει. Και θα μας ανα­γνω­ρί­σει από τα τατουάζ. Εμάς που δεν το κατα­δε­χτή­κα­με να κεντή­σο­με απά­νω στα στή­θη μας καμιά από τις παλιαν­θρω­πιές του και­ρού μας.” [Φώτης Αγγου­λές – πηγή: Απλω­τα­ριά]

Άξιος γιος της εργα­τι­κής τάξης ο Αγγου­λές αγα­πή­θη­κε από το λαό ο ίδιος και αγα­πή­θη­κε και το έργο του. Οι στί­χοι του έγι­ναν τρα­γού­δι στα χεί­λη των προ­λε­τά­ριων της Χίου και της Ελλά­δας ολό­κλη­ρης. Το έργο του όσο περ­νά­ει ο χρό­νος κατα­ξιώ­νε­ται, απο­χτά λόγο ύπαρ­ξης όλο και περισ­σό­τε­ρο. Η ποί­η­ση του Αγγου­λέ συνε­γεί­ρει τον σημε­ρι­νό άνθρω­πο της βιο­πά­λης, μιλά­ει τη γλώσ­σα του, αφυ­πνί­ζει τη σκέ­ψη του, γιο­μί­ζει και τα πιο από­με­ρα της ψυχής του με πολύ­τι­μα συναι­σθή­μα­τα και ταξι­κό κου­ρά­γιο. Χρω­μα­τί­ζει το όρα­μα για ζωή δίκαιη, χωρίς εκμετάλλευση.

ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ

Οι νεκροί θα γυρί­σουν στους τάφους τους
όταν ο ήλιος φανεί,
κι οι σκιές θα χαθούνε…

Στις βαθιές φυλ­λω­σιές θα ξυπνή­σουν τ’ αηδόνια,
στις καρ­διές των ανθρώ­πων, θ’ ανθίσ’ η χαρά,
κι οι εχθροί των λαών ξεχασμένοι
αψη­λά, στις κρεμάλες,
θα κοι­τά­ζουν με μάτια, τρο­μά­ρα γιομάτα,
των φτω­χών τους θυμά­των τις στερ­νές αιμοστάλες,
που θα λάμπουν στο φως, σαν ρου­μπί­νια φλογάτα.

Φ. Αγγου­λές

[Γιώρ­γης Σιδέ­ρης, «ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ», Κέδρος, 1981]

Όποιος δέχε­ται ότι χρέ­ος των ποι­η­τών είναι με το έργο τους να οδη­γούν προς τα μπρος το λαό, δεν μπο­ρεί να μην δεχτεί ότι ο Αγγου­λές στά­θη­κε στην πρώ­τη γραμ­μή, ανά­με­σα στους σημα­ντι­κό­τε­ρους. Μέσα από αμέ­τρη­τες δυσκο­λί­ες, διωγ­μούς και κατα­τρεγ­μούς, μέσα από ποτά­μια αίμα και ανεί­πω­το πόνο ξεπη­δούν τα πιο φωτει­νά χρώ­μα­τα της ζωής που ανα­τέλ­λει. Της ζωής που γι’ αυτήν ονει­ρεύ­τη­κε και αγω­νί­στη­κε ο Φώτης Αγγου­λές. Της ζωής που τίπο­τα δεν θα την εμπο­δί­σει ν’ ανα­τεί­λει, τη μέρα που τα όνει­ρα και οι αγώ­νες των προ­λε­τά­ριων θα δικαιωθούν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο