Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φώτης Κόντογλου: « Μικρός το δέμας, αλλά…»

της Έλλης Αλεξίου

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

kondoglou8Το 2015 ορί­στη­κε Έτος Φώτη Κόντο­γλου με αφορ­μή τα 50 χρό­νια από το θάνα­τό του, τον Ιού­λιο του 1965. Η Έλλη Αλε­ξί­ου παρου­σιά­ζει με ζωντα­νό και γλα­φυ­ρό τρό­πο στοι­χεία της ζωής του και στιγ­μές από την προ­σω­πι­κή της γνω­ρι­μία με αυτόν. Κρί­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έργο του, συγ­γρα­φι­κό και ζωγρα­φι­κό, εκφρά­ζο­ντας  όχι μόνο τη δική της άπο­ψη αλλά και άλλων κρι­τι­κών και τον αξιο­λο­γεί επι­πλέ­ον με κρι­τή­ριο  τη συμ­με­το­χή του στους αγώ­νες της γενιάς του και της επο­χής του.

Το κεί­με­νο είναι δημο­σιευ­μέ­νο στον 20ο τόμο των Απά­ντων της Έλλης Αλε­ξί­ου με τίτλο Έλλη­νες λογο­τέ­χνες, Δοκί­μια Ι, που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη το 1982.

Η ζωή του

Ο  Φώτης Κόντο­γλου ανή­κει σε κεί­νη την προ­νο­μιού­χα κατη­γο­ρία των δημιουρ­γών, που κανέ­νας κρι­τι­κός δεν έθε­σε υπό αμφι­σβή­τη­ση τα πλού­σια ταλέ­ντα του. Κι όχι μόνο δεν αμφι­σβη­τή­θη­καν τα ταλέ­ντα του, αλλά πολ­λοί υπάρ­χουν θαυ­μα­στές του, που ερί­ζουν μετα­ξύ τους υπο­στη­ρί­ζο­ντας άλλοι πως στον Κόντο­γλου υπε­ρέ­χει ο συγ­γρα­φέ­ας και άλλοι πως στον Κόντο­γλου υπε­ρέ­χει ο ζωγρά­φος. Η τέτοια διχο­γνω­μία τι απο­δει­κνύ­ει; Πως ο Φώτης Κόντο­γλου υπήρ­ξε και δυνα­τός συγ­γρα­φέ­ας και δυνα­τός ζωγράφος.

Παι­δί του Αϊβα­λιού, ανα­θρά­φη­κε και ωρί­μα­σε σε χώρους που απά­νω τους δέσπο­ζε ο Τούρ­κος δυνά­στης. Ίσως η συναί­σθη­ση μιας ελλη­νι­κής συνεί­δη­σης, κατα­πιε­σμέ­νης από αλλό­θρη­σκο και αλλό­φυ­λο εξου­σια­στή, συντέ­λε­σε στη δια­μόρ­φω­ση της ψυχο­σύν­θε­σής του σε φανα­τι­κό θρη­σκευό­με­νο και σε ζωγρά­φο – αγιο­γρά­φο. Ενώ το πατρι­κό του κτή­μα της Αγί­ας Παρα­σκευ­ής, με το ομώ­νυ­μο εξω­κλή­σι, σ’ ένα ξεμο­να­χε­μέ­νο νησά­κι ανά­με­σα στα Μοσχο­νή­σια, τον εξοι­κεί­ω­σε στη μονα­χι­κή ζωή μέσα στη φύση κι ιδιαί­τε­ρα στη θάλασ­σα, μέσα σε αέρη­δες να φυσο­μα­νούν, σε κύμα­τα ανα­στα­τω­μέ­να, πλε­ού­με­να και αφρούς. Δια­μορ­φώ­θη­κε έτσι ο Κόντο­γλου σε τύπο εξω­κοι­νω­νι­κό, που η ζωή των πόλε­ων με τα κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά της ενδια­φέ­ρο­ντα τον άφη­νε σχε­δόν αδιάφορο.

Το Αϊβα­λί ωστό­σο ήταν πόλη με όνο­μα, με βαθιές ρίζες παρα­δο­σια­κής φημι­σμέ­νης ελλη­νι­κής καλ­λιέρ­γειας, που, στα χρό­νια της σκλα­βιάς στους Τούρ­κους, η Ακα­δη­μία της είχε γίνει πηγή σοφί­ας για τους υπό­δου­λους. Σ’ αυτήν εδί­δα­ξαν οι Μεγά­λοι Δάσκα­λοι του Γένους Γρη­γό­ριος Σαρά­φης, Βενια­μίν Λέσβιος, Θεό­φι­λος Καΐ­ρης και Ευστρά­τιος Πετρίδης…

Εκεί εφοί­τη­σε και τελεί­ω­σε το Γυμνά­σιο το 1912 και ο Κόντο­γλου. Στο Γυμνά­σιο ήταν εγγε­γραμ­μέ­νος με το πατρι­κό του όνο­μα, Φώτιος Απο­στο­λέλ­λης, που ποιος ξέρει για­τί το αντι­κα­τέ­στη­σε με το Κόντο­γλου. Πάντως , όταν ήρθε στην Αθή­να, μας είπε μια μέρα πως το όνο­μά του δεν είναι από το κοντός μα από το κόντες, και ούτε που μας ανέ­φε­ρε ότι το όνο­μα του πατέ­ρα του ήταν Αποστολέλλης.

Μετά το Γυμνά­σιο, ο Κόντο­γλου έφυ­γε για την Αθή­να και το 1912 εγγρά­φε­ται στη Σχο­λή Καλών Τεχνών και μάλι­στα κατα­τάσ­σε­ται αμέ­σως στην τρί­τη τάξη. Εδί­δα­σκαν τότε στη Σχο­λή οι περιώ­νυ­μοι ζωγρά­φοι  μας: Ιακω­βί­δης, Βικά­τος, Ροϊ­λός , και με τον Κόντο­γλου το Πάν­θε­ον συμπληρώνεται…

kondoglou2Έτσι οι διωγ­μοί του 1914, οι τρα­γι­κές περι­πέ­τειες των Ελλή­νων της Μικράς Ασί­ας με τα χωριά και τις πόλεις να ερη­μώ­νου­νται και να λεη­λα­τού­νται. Σε κεί­νες τις συνε­χι­ζό­με­νες εξο­ρί­ες και παλ­λι­νο­στή­σεις , ο Κόντο­γλου βρί­σκε­ται στην Αθή­να. Φοι­τά στο Πολυ­τε­χνείο, αλλά δεν απο­φοι­τά. Μετά δύο χρό­νια φεύ­γει για το Παρί­σι. Ίσως επη­ρε­α­σμέ­νος από δια­βά­σμα­τα περί­ερ­γα με ταξί­δια και παρα­δαρ­μούς, ίσως στην ίδια τη φύση του υπο­ταγ­μέ­νος. Πάντως στο Παρί­σι θα πλού­τι­σε τις εμπει­ρί­ες του, για­τί ανα­γκά­στη­κε να δου­λέ­ψει , φαί­νε­ται, και ως εργά­της και ως ανθρα­κω­ρύ­χος στα νότια της Γαλ­λί­ας. Απ’ αυτήν τη δύσκο­λη ξεμο­να­χε­μέ­νη ζωή, με τα δια­βά­σμα­τα του Πόε, του Ροβιν­σώ­να του Ντεφόε…ξεπήδησε, σε μια ευτυ­χι­σμέ­νη στιγ­μή της ζωής του, το βιβλίο που τον επέ­βα­λε, ο Πέντρο Καζάς . Για­τί σήμε­ρα ξέρο­με πως το βιβλίο αυτό γρά­φτη­κε στη Γαλ­λία. Όταν το 1918 επι­στρέ­φει στο Αϊβα­λί , φέρ­νει μαζί του σε χει­ρό­γρα­φο τον Πέντρο Καζάς. Και στο Αϊβα­λί τυπώ­νε­ται σε πρώ­τη έκδο­ση, σε 250 αντί­τυ­πα, προς πέντε δραχ­μές το ένα με έξο­δά του, όπως μας λέει ο ίδιος ο δωρη­τής, φίλος και συμ­μα­θη­τής, Στρα­τής Δούκας.

Μέσα στο 1919 σημειώ­νε­ται στο Αϊβα­λί και η μονα­δι­κή του ίσως κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Φτιά­χνει σύλ­λο­γο με την επω­νυ­μία « Νέοι Άνθρω­ποι», του οποί­ου προ­ε­δρεύ­ει. Φτιά­χνει ο ίδιος και τη σφρα­γί­δα του Συλ­λό­γου με κατα­με­σής ορθό ένα τσε­κού­ρι, και συγκε­ντρώ­νει γύρω του τα ζωντα­νά και φιλο­πρό­ο­δα τέκνα του Αϊβα­λιού. Λεπτο­μέ­ρειες για τις δρα­στη­ριό­τη­τες του Συλ­λό­γου δεν γνω­ρί­ζο­με. Μάλ­λον θα ατό­νι­σε, για­τί τα δυο χρό­νια που ακο­λου­θούν, συγκε­κρι­μέ­να από το 1920 και ως το 1922, έτος της Μικρα­σια­τι­κής κατα­στρο­φής, ο Κόντο­γλου είναι καθη­γη­τής στο Παρ­θε­να­γω­γείο του Αϊβα­λιού, όπου διδά­σκει γαλ­λι­κά και τεχνι­κά. Το 1922 απο­τε­λεί σταθ­μό όχι μόνο για τη γραμ­μή της πορεί­ας του Κόντο­γλου , μα τερά­στιας σημα­σί­ας σταθ­μό για το Ελλη­νι­κό έθνος. Είναι μια χρο­νο­λο­γία αδερ­φή του 1453. Ο Κόντο­γλου ακο­λου­θεί κι αυτός τότε το γενι­κό ξεσπι­τω­μό του ελλη­νι­κού μικρα­σια­τι­κού στοι­χεί­ου. Εγκα­τα­λεί­πει τα πολυα­γα­πη­μέ­να πατρι­κά χώμα­τα και διεκ­πε­ραιώ­νε­ται στη Λέσβο, στη Μυτιλήνη.

Προ­σω­πι­κή γνωριμία

Το καλο­καί­ρι του 1922 το είχα­με περά­σει με τον άντρα μου, τον Βάσο Δασκα­λά­κη , στην Κρή­τη. Εκεί ένα από­γευ­μα πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με την τρα­γι­κή έκβα­ση της Μικρα­σια­τι­κής εκστρα­τεί­ας, την υπο­χώ­ρη­ση και τα επα­κό­λου­θά της. Γυρί­σα­με σκο­τει­νια­σμέ­νοι στην Αθή­να, όπου το θέα­μα σε κάθε βήμα των προ­σφύ­γων επαύ­ξα­νε την απελ­πι­σία μας. Η Γαλά­τεια, η αδερ­φή μου, που είχε ζήσει παρό­μοιες κρη­τι­κές προ­σφυ­γιές, μας διη­γό­τα­νε χαρα­κτη­ρι­στι­κές λεπτο­μέ­ρειες, πως γυρί­ζο­ντας μια φορά από τη Σμύρ­νη έβλε­πε ο πατέ­ρας μας τους δρό­μους του Ηρα­κλεί­ου γεμά­τους από τα στοι­χεία του τυπο­γρα­φεί­ου μας, κι έκλαι­γε βλέ­πο­ντας τους ανθρώ­πους να τα τσα­λα­πα­τού­νε. « Ασέ­βεια», έλε­γε μέσα στα δάκριά του, « ασέ­βεια, για­τί τσα­λα­πα­τά­νε το ψωμί της γνώ­σης τους»…Κι έπαιρ­νε το θέα­μα της νέας κατα­στρο­φής τη μορ­φή εθνι­κού κατα­τρεγ­μού, προ­αιώ­νιας ελλη­νι­κής μοί­ρας. Και μέσα σ’ αυτή την ατμό­σφαι­ρα ήρθε ένα βρα­δά­κι και μας επι­σκέ­φτη­κε ο Αντώ­νης ο Πρω­το­πά­τσης. Ανοι­χτό­καρ­δο παι­δί, γελα­στό, πολι­τι­σμέ­νο. Μας έλε­γε , μας έλε­γε, για τις αξί­ες που είχαν συγκε­ντρω­θεί στη Μυτι­λή­νη. Για Μυρι­βή­λη και για Βενέζη…και για Κόντογλου…Για το άτο­μό του δεν είπε λέξη. Μόνο όταν έβγα­λε το μπλοκ και μας σκι­τσά­ρι­ζε, τότε τα εξαί­σια σχέ­διά του μίλη­σαν και για τον ίδιο τόσο και πόσο εύγλωτ­τα. Σε κάποια στιγ­μή τρά­βη­ξε από την τσέ­πη του κι ένα μικρό στο σχή­μα βιβλια­ρά­κι με σεμνό εξώ­φυλ­λο και, δίδο­ντάς το στον άντρα μου , του έπλε­κε το εγκώ­μιο: « Θα το δια­βά­σε­τε και θα δείτε…»

Λαοκόων (1938) Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων

Λαο­κό­ων (1938) Πινα­κο­θή­κη Δήμου Αθηναίων

Κεί­νο τον και­ρό ζού­σα­με κι εμείς στην Αθή­να, μόλις εγκα­τε­στη­μέ­νοι εκεί. Τα οικο­νο­μι­κά μας ήσαν πολύ περιο­ρι­σμέ­να. Τι να πρω­το­πλη­ρώ­σεις μ’ ένα μισθό υπαλ­λή­λου σε υπουρ­γείο. Το λεγό­με­νο «σπί­τι μας» ήταν δυο δωμα­τιά­κια, με κοι­νή κου­ζί­να με τη σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά. Οδός Δει­νο­κρά­τους 2. Κι απέ­να­ντί μας κάθου­νταν οι Καζαν­τζά­κη­δες , η Γαλά­τεια με τον άντρα της, κι αυτοί σε δυο δωμά­τια συνε­χό­με­να, πρώ­ην μαγα­ζιά. Και τα δυο δίνα­νε στο δρό­μο. Μα τα νιά­τα φτιά­χνουν όνει­ρα χωρίς υπο­λο­γι­σμούς. Στο πιο μικρό δωμα­τιά­κι μας μαζε­φτή­κα­με  την επαύ­ριο η Γαλά­τεια κι ο Νίκος ο Καζαν­τζά­κης, ο άντρας μου, ο Αυγέ­ρης κι εγώ και δια­βά­σα­με εις επή­κοο το βιβλια­ρά­κι του Κόντο­γλου. Σε ολο­νυ­κτία. Ο Βάσος διά­βα­ζε και μεις οι άλλοι ακού­γα­με. Κάνα­με μικρές δια­κο­πές για κανέ­να καφε­δά­κι που τους έφτια­χνα, και συνε­χί­ζα­με  μέχρι τις μετα­με­σο­νύ­χτιες ώρες που τον τελειώ­σα­με τον Πέντρο Καζάς. Όλοι ενθου­σιά­στη­καν. Εγώ ακό­μη δεν έγρα­φα και γνώ­μη δεν είχα, μα θυμού­μαι εντυ­πω­σιά­στη­κα. Όλοι βρή­καν πως ένα τέτοιο ταλέ­ντο δεν έπρε­πε να μεί­νει απρο­στά­τευ­το να παρα­δέρ­νει στην προ­σφυ­γιά. Πως κάτι πρέ­πει να γίνει το ταχύ­τε­ρο. Ο άντρας μου τότε, χώρια από το Υπουρ­γείο της Γεωρ­γί­ας , εργα­ζό­τα­νε και στο λεξι­κό του Ελευ­θε­ρου­δά­κη , όπου εργά­ζου­νταν κι άλλοι αξιό­λο­γοι από τότε , ακό­μα νέοι, ο Γιώρ­γος Λυδά­κης, ο Παντε­λής Πρε­βε­λά­κης. Εκεί θα μπο­ρού­σε να πιά­σει δου­λειά  κι ο Κόντο­γλου σαν ζωγρά­φος. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Την επαύ­ριο πήγα­με ο Βάσος, η Γαλά­τεια κι εγώ σ’ ένα μαγα­ζί που που­λού­σαν κρα­σιά, στην οδό Φιλελ­λή­νων, όπου αντα­μώ­σα­με κάποιον Τρι­γκέ­τα. Όλα αυτά καθ’ υπό­δει­ξη του Πρω­το­πά­τση. Δια του κ. Τρι­γκέ­τα αλλη­λο­γρα­φή­σα­με με τον Κόντο­γλου και σε λίγες μέρες μάς ήρθε από τη Μυτι­λή­νη. Ο ενθου­σια­σμός μας ήταν απε­ρί­γρα­πτος. Ήρθε γελα­στός, κεφά­τος και αστειο­λό­γος. Προ­σέ­ξα­με που ήταν πολύ κοντός. Πολύ λίγος. Αλλιώς τον περι­μέ­να­με από τα γρα­ψί­μα­τά του. Είχε χερά­κια και ποδα­ρά­κια μικρο­σκο­πι­κά και φόρα­γε στο πρώ­το δάχτυ­λο του δεξιού του χεριού ένα χοντρό δαχτυ­λί­δι. Αλλά σε πεί­σμα του μικρού του μπο­γιού, είχε ξαν­θά και άγρια μαλ­λιά, που τρα­βού­σαν κατά πάνω, σαν να θέλα­νε να φέρουν κάποιο ισο­ζύ­γιο στο μικρό του ανάστημα.

Ο ενθου­σια­στι­κός όμως ερχο­μός του, αντι­λη­φθή­κα­με σε λίγες μέρες πως μας δημιουρ­γού­σε τερά­στια  και αξε­πέ­ρα­στα προ­βλή­μα­τα. Δεν ήρθε μόνος. Έφτα­σε στα φτω­χι­κά καμα­ρά­κια μας με πέντε γυναί­κες! Αριθ­μός πέντε! Μπαί­να­νε, μπαίνανε…φορτωμένες μπό­γους και πελώ­ρια δέμα­τα, ενώ ο Κόντο­γλου μάς τις σύσται­νε… «Σεμέ­λη Στρογ­γύ­λη, αρρα­βω­νια­στι­κιά μου, Παλ­λάς Στρογ­γύ­λη, αδελ­φή της, κυρά Βασι­λι­κή, ντα­ντά της Σεμέ­λης, Παρα­σκευή και Πόπη, κόρες της κυρά Βασι­λι­κής», με άλλα λόγια εξαρ­τή­μα­τα του Κόντο­γλου στε­νά δεμέ­να μαζί του. Σε λίγο, ο στε­νός δια­δρο­μά­κος της εξώ­πορ­τας είχε φρά­ξει από τα «ντέ­γκια», όπως λέγα­νε τα δέμα­τα, ενώ το καμα­ρά­κι που θα φιλο­ξε­νού­σα­με τον Κόντο­γλου είχε πλημ­μυ­ρί­σει από πρό­σω­πα. Αρχί­σα­με με τη Γαλά­τεια να σκε­πτό­μα­στε τι θα απο­γί­νου­με. Εγώ είχα χάσει τη φωνή μου. Τι θα ετοι­μά­ζα­με για να θρέ­ψου­με τόσο κόσμο και με τι λεπτά; Δεν είχα χρή­μα­τα να αγο­ρά­σω ούτε ψωμί. Κι ήσαν άνθρω­ποι βασα­νι­σμέ­νοι, ταλαι­πω­ρη­μέ­νοι από τόσο ταξί­δι. Εμείς με τον Βάσο είχα­με πει πως, άμα έρθει ο Κόντο­γλου , θα τον πάρου­με να πάμε να φάμε στου μπάρ­μπα Κώστα, που ήταν ο προ­στά­της άγιος όλης της δεξα­με­νί­τι­κης δια­νό­η­σης. – Όλοι κεί­νο τον και­ρό εκεί τρώ­γα­με μεση­μέ­ρι βρά­δυ επί πιστώ­σει.- Μα για τόσο κόσμο , δε φτά­να­νε τα φόντα μας. Είχα και την αγω­νία τι θα γίνει με την σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά, που ήταν πολύ ζόρι­κη, όταν έρθει το μεση­μέ­ρι – δού­λευε υπάλ­λη­λος σε υπουρ­γείο ονο­μα­ζό­με­νο Εθνι­κής Οικο­νο­μί­ας – και αντι­κρί­σει αυτόν τον ντου­νιά. Και το πολύ ωραίο ήταν που τόσο η κυρά Βασι­λι­κή όσο και η κ. Σεμέ­λη με ρωτού­σαν κάθε τόσο: « Πού θέλε­τε να μετα­κο­μί­σου­με τα δέμα­τα; Μην κου­ρα­στεί­τε σεις, δεί­ξε­τέ μας το μέρος και τα μετα­κο­μί­ζου­με εμείς…» Νομί­ζα­νε, φαί­νε­ται , πως το δια­μέ­ρι­σμα ήταν όλο δικό μας. Μα θα είχαν και κάποιο δίκιο  να το νομί­ζουν. Άμα είδαν την πρό­σκλη­ση που κάνα­με στον Κόντο­γλου έτσι απλό­χε­ρα, θα μας πήρα­νε για πλού­σιους. Πού να ξέρα­νε τη φοβε­ρή ανέ­χεια που μας έδερ­νε. Αλη­σμό­νη­τη έμει­νε στη μνή­μη μου η αγω­νία κεί­νες της μέρας. « Θα φύγω, Γαλά­τεια, από το σπί­τι», λέω στην αδερ­φή μου, «και θα πάω στην Ειρή­νη ( μια ξαδέρ­φη μας), κι όταν έρθει η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά και ο Βάσος, ας κάμουν ό,τι κατα­λα­βαί­νουν…» Η Γαλά­τεια υπό­φερ­νε βλέ­πο­ντας την από­γνω­σή μου και τα είχε βάλει με τον Κόντο­γλου. Του έσουρ­νε, και τι δεν του έσουρνε.

Ο Άγιος Χριστόφορος (1946) Τοιχογραφία Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής, Παιανία

Ο Άγιος Χρι­στό­φο­ρος (1946) Τοι­χο­γρα­φία Ι.Ν. Ζωο­δό­χου Πηγής, Παιανία

«Χωριά­της, βάρ­βα­ρος, ακούς εκεί να κου­βα­λή­σει σε ένα ξένο σπί­τι τόσο κόσμο…χωριάτης, απο­λί­τι­στος…» Εγώ, θυμού­μαι, βασα­νι­ζό­μουν μόνο με το τι θα φάνε και πού θα μείνουν…Τι θα γίνει με την σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά, που ζού­σε σε διαρ­κή επί­θε­ση και μέσα στην πιο ομα­λή διαβίωση…Σ’ αυτό το αδιέ­ξο­δο βρή­κε διέ­ξο­δο η Γαλά­τεια: « Άκου , τι θα κάμω. Θα τις πάρω και τις πέντε και θα τις πάω στο δωμά­τιο του Ραδά­μαν­θυ. – Ο αδερ­φός μας ήταν τότε φοι­τη­τής στο Πολυ­τε­χνείο και κρα­τού­σε δωμά­τιο κι αυτός λίγα μέτρα πιο πέρα από μας. – Και τον Ραδά­μαν­θυ θα τον πάρω εγώ μαζί μου.»

Έτσι και έγι­νε. Ο άγιος Ραδά­μαν­θυς πλή­ρω­σε τη νύφη. Και το καθε­στώς αυτό έμει­νε μόνι­μο και  αμε­τά­βλη­το εις το διη­νε­κές. Και το διη­νε­κές τελειώ­νει για τους ανθρώ­πους με το θάνα­τό τους. Αυτήν τη στιγ­μή που γρά­φω , απ’ όλο τον κόσμο που ανα­φέ­ρω ζωντα­νοί είναι ακό­μη μόνο οι κόρες της κυρά Βασι­λι­κής, γριές πολύ, κι εγώ, ακό­μη πιο γριά.

Φύγα­νε λοι­πόν οι γυναί­κες και ο Κόντο­γλου έμει­νε σε μας. Αμέ­σως έπια­σε δου­λιά στου Ελευ­θε­ρου­δά­κη και έλυ­σε έτσι και το οικο­νο­μι­κό του. Κοι­μό­τα­νε σε μας, τρώ­γα­με τις περισ­σό­τε­ρες φορές στον μπάρ­μπα Κώστα και εργα­ζό­τα­νε απέ­να­ντι, στης Γαλά­τειας, για­τί τα δωμά­τια της ήταν ζεστά, ευή­λια και πολύ φωτε­ρά. Πρωί πρωί στρω­νό­τα­νε στη δου­λιά και δού­λευε αστα­μά­τη­τα ως το μεσημέρι.

Τότε μας δόθη­κε η ευκαι­ρία να δια­πι­στώ­σου­με πως και οι ζωγρα­φι­κές του ικα­νό­τη­τες ήσαν το ίδιο εξαι­ρε­τι­κές όσο και οι συγ­γρα­φι­κές. Τα σχέ­δια που βγαί­να­νε από τα χέρια του ήταν καλ­λι­τε­χνι­κές μινια­τού­ρες. Τα βρα­δι­νά τα περ­νού­σα­με σε μας. Η συζή­τη­ση περι­στρε­φό­ταν γύρω από θέμα­τα λογο­τε­χνί­ας ή τέχνης. Σε επί­πε­δο πάντα ανε­βα­σμέ­νο, για­τί ο καθέ­νας της συντρο­φιάς ήταν βαθύς γνώ­στης, ειδι­κευ­μέ­νος σε κάποιον κλά­δο. Ο Κώστας Σφα­κια­νά­κης, ο μετέ­πει­τα διευ­θυ­ντής του Ελλη­νι­κού Ωδεί­ου, διπλω­μα­τού­χος μαθη­μα­τι­κών και αστρο­νο­μί­ας του Πανε­πι­στη­μί­ου της Γενεύ­ης ή Λωζάν­νης, και διπλω­μα­τού­χος επί­σης του Κον­σερ­βα­τουάρ της ίδιας πόλης, πότε έπαι­ζε πιά­νο και πότε ικα­νο­ποιού­σε τις απο­ρί­ες μας σε ζητή­μα­τα αστρο­νο­μί­ας, ή της ζωής των μεγά­λων συν­θε­τών και του έργου τους. Ο Κόντο­γλου μιλού­σε για τη βυζα­ντι­νή μου­σι­κή και αγιο­γρα­φία, η Γαλά­τεια ήταν κάτο­χος της ευρω­παϊ­κής και αμε­ρι­κά­νι­κης λογο­τε­χνί­ας, ο Βάσος εγνώ­ρι­ζε την ελλη­νι­κή πανί­δα και τους Σκαν­δι­να­βούς, ο Αυγέ­ρης τον ελλα­δι­κό χώρο και τα θέμα­τα ιατρι­κής. Για τον Καζαν­τζά­κη τον πάν­σο­φο, τι πια να πού­με. Ο Ραδά­μαν­θυς, δυνα­τός στην επι­στή­μη του, άκουε πολύ και μιλού­σε λίγο.

Σε κεί­νες τις αλη­σμό­νη­τες βρα­διές ζωντα­νού λεξι­κού γνώ­σε­ων, δια­τη­ρώ ζωη­ρή στη μνή­μη μου την εικό­να του Κόντο­γλου μπρο­στά στο ζωγρα­φι­κό τελά­ρο, να ζωγρα­φί­ζει  κάποιον εκ του φυσι­κού με κάρ­βου­νο. Εμείς, μια φορά, απο­χτή­σα­με από τότε μερι­κά έργα του Κόντο­γλου αξια­γά­πη­τα. Ένα έργο του από μονα­στή­ρι και κάστρο, ωραία κορ­νι­ζω­μέ­νο, που το χάρι­σα κάπο­τε στο ζεύ­γος Μιλ­λιέξ, θα το έχουν δίχως άλλο, μια μεγά­λη προ­σω­πο­γρα­φία του Βάσου Δασκα­λά­κη, μια επί­σης μεγά­λη προ­σω­πο­γρα­φία του Αυγέ­ρη που, επι­στρέ­φο­ντας από το εξω­τε­ρι­κό το 1962, ύστε­ρα από 17χρονο εκπα­τρι­σμό, δε βρή­κα πια στο ταλαί­πω­ρο από τις τόσες αστυ­νο­μι­κές έρευ­νες σπί­τι μου της Καλ­λι­θέ­ας. Έχω ακό­μη ένα έγχρω­μο τοπίο με βου­νο­κορ­φές, κάτι άλλα μικρό­τε­ρα, καθώς και ένα μεγά­λο αυτό­γρα­φό του με σκέ­ψεις του για την τέχνη, και κάτι πιο πολύ­τι­μο και πιο αγα­πη­τό, δυο αυτό­γρα­φες σελί­δες του Πέντρο Καζάς, στη μια αυτό­γρα­φο κεί­με­νο και στην άλλη σχε­δί­α­σμα από τον Κόντο­γλου της μορ­φής του Πέντρο Καζάς, όπως τον βλέ­πει με τη φαντα­σία του.

Όταν τελεί­ω­νε μια εργα­σία και την έβλε­πες, δεν πίστευ­ες πως είχε βγει από χέρια ανθρώ­πι­να. Όταν εκδό­θη­κε το περιο­δι­κό Φιλι­κή Εται­ρεία από τον άντρα μου και τον Κώστα Σφα­κια­νά­κη με επι­με­λη­τή τον Κόντο­γλου, είχε δώσει μια συνερ­γα­σία ο Κόντο­γλου, μια Πανα­γία, που την έλε­γε « Αχει­ρο­ποί­η­τη». Όταν έπαιρ­να το περιο­δι­κό στα χέρια μου, έμε­να με τις ώρες να προ­ση­λώ­νο­μαι και να θαυ­μά­ζω αυτήν τη θεία μορ­φή κι όλο να μονολογώ:

« Πραγ­μα­τι­κά αχειροποίητη!»…

Ο Κόντο­γλου έμει­νε κοντά μας αρκε­τούς μήνες. Έφυ­γε με το γάμο του. Δεν πήρε όμως γυναί­κα του τη Σεμέ­λη Στρογ­γύ­λη, αλλά τη Μαρία Χατζη­κα­μπού­ρη. Η Σεμέ­λη απο­δεί­χτη­κε πολύ γρή­γο­ρα πως δεν ήταν το κατάλ­λη­λο πρό­σω­πο για τον Κόντο­γλου. Έβλε­πε τον εαυ­τό της, νομί­ζω εντε­λώς αδι­καιο­λό­γη­τα, ανώ­τε­ρο του Κόντο­γλου. Όταν ο Φώτης έψελ­νε, και έψελ­νε πολύ συχνά, η Σεμέ­λη τον έβλε­πε με έκδη­λη περι­φρό­νη­ση και ειρω­νεία, εκφρα­ζό­με­νη επί­τη­δες κατά της εκκλη­σια­στι­κής μου­σι­κής και παι­νεύ­ο­ντας τις ιτα­λι­κές όπε­ρες. Με κάθε ευκαι­ρία πάσκι­ζε να τον μειώ­σει . Ο άντρας μου κι εγώ είχα­με πολύ ενο­χλη­θεί. Μιλή­σα­με και στους δύο, ότι παρό­μοια φερ­σί­μα­τα είναι ανε­πί­τρε­πτα για ανθρώ­πους που πάνε να συν­δέ­σουν τη ζωή τους. Τελι­κά χώρι­σαν, και καλά έκα­μαν. Ο Φώτης κοντά στη Μαρία βρή­κε έναν άνθρω­πο απλό, ειλι­κρι­νή, αφο­σιω­μέ­νο , που του χάρι­σε μια γαλή­νια και αξιο­ζή­λευ­τη οικο­γε­νεια­κή ζωή. Με τη γέν­νη­ση δε και του κορι­τσιού τους, συμπλη­ρώ­θη­κε ένα ομοί­ω­μα « Αγί­ας Οικογένειας».

Ο Πελοπίδας...Επαμεινώνδας...Δημοσθένης...Αριστοτέλης

Ο Πελοπίδας…Επαμεινώνδας…Δημοσθένης…Αριστοτέλης

Στις δεκα­ε­τί­ες που ακο­λού­θη­σαν, ο Κόντο­γλου ταξί­δε­ψε επα­νει­λημ­μέ­να στο Άγιον Όρος, όπου εργά­στη­κε αντι­γρά­φο­ντας εικο­νί­σμα­τα, έργα μεγά­λων και γνω­στών αγιο­γρά­φων, ή ζωγρα­φί­ζο­ντας δικά του. Οι παραγ­γε­λί­ες ακο­λου­θού­σαν η μία την άλλη, καθώς η φήμη του αύξαι­νε μέρα με τη μέρα. Συχνά οι παραγ­γε­λί­ες για δια­κο­σμή­σεις εκκλη­σιών ή κρα­τι­κών ιδρυ­μά­των ήσαν εκτός των Αθη­νών, οπό­τε ο Κόντο­γλου έφευ­γε για μήνες από την Αθή­να. Καθώς δε ήτα­νε και μονα­δι­κός στις απο­κα­τα­στά­σεις παλαιών τοι­χο­γρα­φιών, ζωγρα­φι­κών έργων φθαρ­μέ­νων από το χρό­νο, από επι­δρά­σεις της υγρα­σί­ας, του καπνού, ή και από άμα­θα, βέβη­λα χέρια, ο Κόντο­γλου έσπευ­δε σαν θεία Πρό­νοια να θερα­πεύ­σει, να επου­λώ­σει τη φθο­ρά και να βγά­λει στο φως τους κρυμ­μέ­νους θησαυ­ρούς. Ο Καζαν­τζά­κης μάλι­στα, θερ­μός θαυ­μα­στής της δου­λιάς του Κόντο­γλου, τον περι­γρά­φει, όπως τον βρή­κε να εργά­ζε­ται ψηλά στις σκα­λω­σιές της Περι­βλέ­πτου, στον Μυστρά. Τι θεία σύμ­πτω­ση! Εχά­ρι­σε ο Κόντο­γλου  στον Καζαν­τζά­κη τη δυνα­τό­τη­τα να γρά­ψει ένα κεί­με­νο από τα καλύ­τε­ρά του, κι ο Καζαν­τζά­κης να παρου­σιά­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Κόντο­γλου με την πιο εξι­δα­νι­κευ­μέ­νη απο­τύ­πω­σή της. Επι­θυ­μώ κάτι να αντι­γρά­ψω από το κεί­με­νο αυτό και με δεσμεύ­ει η αμη­χα­νία της εκλογής.

…ανά­ε­ρα κρε­μα­σμέ­νος σαν πολυ­έ­λαιος της εκκλησιάς…με την παλέ­τα και το πινέ­λο στα χέρια, στρογ­γυ­λο­πρό­σω­πος κι εκστα­τι­κός, σαν τα λιο­ντά­ρια, που σε κοι­τά­ζουν ανθρώ­πι­να μέσα από τα παλιά περ­σά­νι­κα χαλιά…ποτέ δεν είδα αυτόν τον άνθρω­πο, χωρίς να σκιρ­τή­σει η καρ­διά μου. Βλέ­πεις χιλιά­δες ανθρώ­πους και λες: Νεκρο­τα­φείο κινού­με­νο είναι ο δρό­μος. Όλοι τού­τοι πέθα­ναν ή θα πεθά­νουν. Σαν τα πρό­βα­τα, σαν τις όρνι­θες, κατα­χτυ­πούν μια στιγ­μή τις σκό­νες και τα πεζο­δρό­μια κι ύστε­ρα θα χαθούν, σαν να μην υπήρ­ξαν ποτέ τους. Και ξάφ­νου βλέ­πεις έναν και τινά­ζε­σαι χαρού­με­νος . Λες τού­τος δε θα πεθά­νει. Τού­τος έχει ψυχή. Πιά­νει την ύλη και την κάνει πνεύ­μα, του δόθη­κε μια στά­λα ζωή και την κάνει αθανασία…Ο Κόντο­γλου θαρ­ρώ πως το ξέρει ( πως θα μεί­νει αθά­να­τος). Γι’ αυτό τα μάτια του λάμπουν. Κι είναι τα χέρια του γεμά­τα ανυ­πο­μο­νη­σία και δύνα­μη. Κι όταν τον παρα­σφί­ξει η πίκρα, αρχι­νά­ει και ψέλ­νει ένα τρο­πά­ρι: « Τη Υπερ­μά­χω στρα­τη­γώ τα νικη­τή­ρια…» Ή « Σιγη­σά­τω πάσα σαρξ βρο­τεία». Κι η πίκρα ξορ­κί­ζε­ται , κι η γης μετα­το­πί­ζε­ται, κι ο Κόντο­γλου με τα σγου­ρά μαλ­λιά του, με τα μεγά­λα του μάτια μπαί­νει ολά­κε­ρος στον Παράδεισο…

Μα το κεί­με­νο όλο θα πρέ­πει να το χαρούν όλοι όσοι αγά­πη­σαν και εκτί­μη­σαν τον Κόντογλου.

Ο Δημιουρ­γός

kondoglou9Ο Κόντο­γλου , παρό­λη τη θριαμ­βι­κή του είσο­δο στον κόσμο της λογο­τε­χνί­ας, δε θα απο­χτού­σε τη φήμη που είχε φεύ­γο­ντας από τη ζωή, αν είχε παρα­μεί­νει μόνο συγ­γρα­φέ­ας. Το καθαυ­τό συγ­γρα­φι­κό του έργο είναι λίγο και, όπως χαρα­κτη­ρί­στη­κε στα κατο­πι­νά χρό­νια, είναι μάλ­λον ξενο­κί­νη­το. οι πηγές του δεν είναι ελλη­νι­κές. Ο πολυα­γά­πη­τος Πέντρο Καζάς δεν είναι Ρωμιός. Ούτε οι τύποι που συγκρο­τούν τη Βασά­ντα είναι κατά κύριο λόγο Ρωμιοί. Αν γίνει απο­δε­κτή αυτή η άπο­ψη, τότε δίνε­ται εξή­γη­ση και για τη λίγη σε ποσό­τη­τα συγ­γρα­φι­κή του παρα­γω­γή. Και το αναμ­φι­σβή­τη­τα νέο που έφερ­νε στην τέχνη ο Φ.Κ. και ήταν εντε­λώς δικό του, ήταν η γλώσ­σα και το ύφος.

Αυτό εντυ­πω­σί­α­σε ευτύς από την αρχή και δημιούρ­γη­σε ρεύ­μα φίλων και μιμη­τών. Λέμε πως το συγ­γρα­φι­κό του έργο είναι λίγο, για­τί όλη η υπό­λοι­πη λογο­τε­χνι­κή εργα­σία του, αν και μεγά­λη σε όγκο, περ­νά­ει στην περιο­χή της βιο­γρα­φί­ας προ­σω­πι­κο­τή­των, από τον κόσμο της Ιστο­ρί­ας και της Χρι­στια­νο­σύ­νης, του δοκι­μί­ου, πάνω σε θέμα­τα θρη­σκευ­τι­κά ή ζωγρα­φι­κά, είναι μελε­τή­μα­τα ποι­κί­λα συγ­γε­νι­κών προς τα παρα­πά­νω θεμά­των, ή άρθρα, που βρί­σκο­νται δημο­σιευ­μέ­να στην εφη­με­ρί­δα Ελευ­θε­ρία, τα τελευ­ταία χρό­νια προ του θανά­του του, το καλο­καί­ρι του 1965.

Ωστό­σο, στις σύντο­μες αυτές εργα­σί­ες, που δε χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από τη γραμ­μα­το­λο­γία συγ­γράμ­μα­τα, υπάρ­χουν κεί­με­να του Φ.Κ. που δικαιο­λο­γούν τα πλέ­ον ενθου­σιώ­δη εγκώ­μια. Περι­γρα­φές μονα­δι­κές της θάλασ­σάς μας και ξανα­ζω­ντα­νέ­μα­τα ηρώ­ων και μαρ­τύ­ρων, όλα γραμ­μέ­να με πάθος και ποίηση.

Τόσο τα αυτο­τε­λή έργα του Φ.Κ., μυθι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα, δοκί­μια, μελε­τή­μα­τα, μονο­γρα­φί­ες, άρθρα – και είναι τού­το άξιο ιδιαί­τε­ρης προ­σο­χής – ανή­κου­νε σε κόσμους παρω­χη­μέ­νους. Αν και ο Φ.Κ. έζη­σε πολέ­μους, εκπα­τρι­σμούς, επα­νά­στα­σες, μικρα­σια­τι­κό δρά­μα, χιτλε­ρι­κή Κατο­χή, Εμφύ­λιο πόλε­μο, εξο­ρί­ες ομα­δι­κές και εκτε­λέ­σεις « κατά συρ­ρο­ήν», στο έργο του δε συνα­ντού­με ούτε φρά­ση εκ του κόσμου τούτου.

Ποια εξή­γη­ση θα μπο­ρού­σα­με να δώσου­με στο περί­ερ­γο αυτό φαι­νό­με­νο;. Οι κρι­τι­κές των μεγά­λων μας (Ξενό­που­λος, Καζαν­τζά­κης, Μυρι­βή­λης, Λαπα­θιώ­της, Βενέ­ζης, Παπα­τσώ­νης, Καρα­γά­τσης, Θεο­το­κάς, Καστα­νά­κης, Ρώτας, Ελύ­της, Βαλέ­τας, Σικε­λια­νός…), γραμ­μέ­νες κατά παρά­κλη­ση του ίδιου του Κόντο­γλου και με δοσμέ­νο θέμα: Να πουν τη γνώ­μη τους για τον Πέντρο Καζάς , είναι όλες υμνη­τι­κές και δεν ανοί­γου­νται σε γενι­κό­τε­ρη αξιο­λό­γη­ση. Ο Φ.Κ. εξάλ­λου δεν έχει τότε το 1944, που γίνε­ται η τρί­τη έκδο­ση του Πέντρο Καζάς και ζητού­νται οι σχε­τι­κές κρι­τι­κές, ολο­κλη­ρώ­σει το συγ­γρα­φι­κό του έργο, πολ­λά δε από τα συντα­ρα­κτι­κά γεγο­νό­τα που ανα­φέ­ρου­με επα­κο­λού­θη­σαν των κρι­τι­κών εκεί­νων. Έτσι, μόνο σε κρι­τι­κές που έχουν γρα­φεί το 1971, μετά το θάνα­το του Φ.Κ., βλέ­πο­με τους κρι­τι­κούς Μάρ­κο Αυγέ­ρη, Στρα­τή Δού­κα, Χρή­στο Λεβά­ντα, να συμπί­πτουν στο επί­μα­χο αυτό σημείο.

Τον βλέ­πουν και οι τρεις σαν ένα συγ­γρα­φέα « …που ζού­σε – γρά­φει ο Χρή­στος Λεβά­ντας (Αιο­λι­κά Γράμ­μα­τα, τεύ­χος 6, Δεκέμ­βριος 1971) – περισ­σό­τε­ρο με το παρελ­θόν και τις επι­βιώ­σεις του στον ψυχι­κό του κόσμο, παρά με το παρόν…έτσι ποτέ δεν τον είδα­με να μετέ­χει στα αγω­νι­στι­κά στά­δια που έζη­σε η Ελλά­δα από την αυγή του μεσο­πο­λέ­μου μέχρι και των σύγ­χρο­νων και­ρών και μάλι­στα σ’ αυτά που συν­δέ­ο­νταν με τις κοι­νω­νι­κές μεταλ­λα­γές και διαφοροποιήσεις…Ήταν η επο­χή που στην πνευ­μα­τι­κή μας ζωή ολο­έ­να και πιο έκδη­λα δια­γρά­φο­νταν οι επι­δρά­σεις από την Οχτω­βρια­νή Ρωσι­κή Επα­νά­στα­ση και τον πόλε­μο που συνε­χι­ζό­ταν ατε­λεί­ω­τα στη Μ. Ασία για να απο­κο­ρυ­φω­θεί στη βαρειά συμ­φο­ρά του Αυγού­στου του 1922… Κανέ­να σημά­δι λοι­πόν από τις μεγά­λες αυτές ώρες , που ζού­σε τότε η Ελλά­δα, δεν υπάρ­χει στα κεί­με­να του Φώτη Κόντο­γλου. Κι έμει­ναν ορφα­νά, μονα­χι­κά, όπως και εκεί­νος έζη­σε το περισ­σό­τε­ρο σαν μονα­χι­κό άτο­μο, στις εξε­λί­ξεις της πεζογραφίας…Ιδιότυπα και αυτό­νο­μα απο­δί­δο­ντας το περισ­σό­τε­ρο τη χρω­μα­τι­κή του ευαισθησία».

Βασίλειος ο Μακεδών κοιμώμενος

Βασί­λειος ο Μακε­δών κοιμώμενος

Ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης είναι πιο αυστη­ρός: « Όσα έγρα­ψε αργό­τε­ρα( μετά τον Πέντρο Καζάς και τη Βασά­ντα) ήταν κατώ­τε­ρα. Και τα τελευ­ταία δημο­σιο­γρα­φή­μα­τά του, μ’ όλο το αδρό ύφος τους, ήταν μάλ­λον μετριό­τη­τες κι οπωσ­δή­πο­τε ανια­ρά, μύρι­ζαν κονι­σα­λέα συνα­ξά­ρια, όπου δεν κατόρ­θω­νε να δώσει ζωή στο νεκρό κόσμο. Ούτε το ύφος τους, ούτε η πεζο­γρα­φι­κή τέχνη τους τρα­βούν πια τον ανα­γνώ­στη. Ο Κόντο­γλου είχε εξα­ντλη­θεί‘ δεν είχε να δώσει τίπο­τε άλλο».

Ο Στρα­τή Δού­κας, φίλος και συμ­μα­θη­τής του, λέει, επι­βε­βαιώ­νο­ντας τα παρα­πά­νω: «…Από δω και πέρα ( μετά τη συνερ­γα­σί­ας τους λίγον και­ρό σε μικρή καλ­λι­τε­χνι­κή Εται­ρεία) οι δρό­μοι μας με τον Κόντο­γλου χωρί­ζουν. Εκεί­νος τρα­βού­σε στο παλιό κι εγώ στο νέο. Μια τάση στη λαϊ­κή θρήσκευση…τον έφερ­νε ασυ­ναί­σθη­τα σ’ ένα υπερ­συ­ντη­ρη­τι­σμό, που πει­σμα­τι­κά προ­σκολ­λή­θη­κε μη μπο­ρώ­ντας να ξεχω­ρί­σει τα ζωντα­νά από τα νεκρά στοι­χεία της παρά­δο­σης…» Κι ο Μυρι­βή­λης λέει πως ο Κόντο­γλου εξε­λί­χτη­κε από προ­ο­δευ­τι­κό σε συντηρητικό.

Φαί­νε­ται πως ο Κόντο­γλου κάτι οσφραι­νό­τα­νε για τις μεταλ­λα­γές που είχαν επέλ­θιε στις κρί­σεις των ανα­γνω­στών για τη συγ­γρα­φι­κή του αξία. Το ομο­λό­γη­σε ο ίδιος. « Εμάς τους άλλους», έλε­γε ( εννο­ού­σε όσους δεν είναι δυτι­κο­θρεμ­μέ­νοι), « μας έχου­νε για οπι­σθο­δρο­μι­κούς και για θρησκόληπτους».

Ο Κόντο­γλου έπα­σχε, νομί­ζω, από παθο­λο­γι­κή φοβία. Ήταν η τυπι­κή μορ­φή του ανθρώ­που που υπέ­κυ­ψε στη συστη­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια, επί είκο­σι πέντε και πλέ­ον χρό­νια, ως επι­κίν­δυ­νων και αξιο­μί­ση­των των προ­ο­δευ­τι­κών ιδεών.

« Η πλύ­σις του εγκε­φά­λου» τον είχε εμπο­τί­σει και δια­βρώ­σει. Και η πλέ­ον ανώ­δυ­νη προ­ο­δευ­τι­κή εκδή­λω­ση, όχι όμως και η υπέρ της δημο­τι­κής, είχε μέσα του τελεί­ως ατο­νί­σει. Αν δε προ­σθέ­σου­με σ’ αυτό και την έντο­νη διά­θε­ση του προς ανά­δει­ξη και επι­βο­λή, τότε έχο­με την εξή­γη­ση για­τί προ­σα­να­το­λί­στη­καν οι συγ­γρα­φι­κές του δρα­στη­ριό­τη­τες σε νεκρά θέμα­τα. Βέβαια , ίσως και ο ίδιος ασυ­ναί­σθη­τα υπέ­στη αυτήν τη μετα­βο­λή και από το

« τσε­κού­ρι» των « Νέων Ανθρώ­πων» από­που ξεκί­νη­σε, κατέ­λη­ξε στους

« Βίους των Αγί­ων». Ίσως να είχε και συνεί­δη­ση της μετα­στρο­φής του και κατέ­φευ­γε σε διά­φο­ρα επι­χει­ρή­μα­τα, ελπί­ζο­ντας να αυτο­πε­ρι­φρου­ρη­θεί και να αυτο­δι­καιω­θεί. Γρά­φει λ.χ. στο αυτό­γρα­φο που έχω στα χέρια μου – το είχε δώσει στον Γιώρ­γο Πολί­τη που μου το χάρι­σε. Ο Γιώρ­γος Πολί­της, όπως μου είχε πει, τον ρώτη­σε μια φορά να του γρά­ψει πάνω σε ποια γραμ­μή έχει στη­ρί­ξει την έμπνευ­σή του, πώς γρά­φει – « Ό,τι έκα­νε ο Σολω­μός απ’ το δημο­τι­κό τρα­γού­δι θέλει να  κάνει κι ο Κόντο­γλους απ’ τη λαϊ­κή και τη βυζα­ντι­νή τέχνη», του απα­ντά­ει. Και πιο κάτω: « Ο Κόντο­γλους παίρ­νει τα μέσα απ’ τους Έλλη­νες, που ζωγρα­φί­σα­νε πριν απ’ αυτόν, για να κάνει σημε­ρι­νή τέχνη, για­τί τα μέσα είναι μόνι­μα για κάθε λαό, αφού είναι μόνι­μοι στις μεγά­λες γραμ­μές οι τρό­ποι που εκδη­λώ­νε­ται μια φυλή…» Όλο το αρκε­τά μεγά­λο κεί­με­νο περι­στρέ­φε­ται γύρω από τη μορ­φή και τα μέσα που χρη­σι­μο­ποιεί. Για περιε­χό­με­νο λέξη δε λέει. Ως εάν τέχνη είναι το πώς θα κρα­τάς το μολύ­βι κι αν θα γρά­φεις με μελά­νη ή με στι­λό ή με μπικ. Κι αρχί­ζει από τον Σολω­μό, τον παθια­σμέ­νο αυτόν πατριώ­τη και φανα­τι­κό αντιάγ­γλο – στέλ­νει συλ­λυ­πη­τή­ριο γράμ­μα στον αδερ­φό του τον Δημή­τρη, όταν δέχτη­κε διο­ρι­σμό από την ξενο­κρα­τία – που όλο το έργο του είναι κραυ­γή και σάλ­πι­σμα για λευ­τε­ριά. Κι ο Μακρυ­γιάν­νης γρά­φει στην πιο κοντι­νή στο λαό γλώσ­σα, μα γι’ αυτό εκτιμήθηκε;

Αρματωλοί και κλέφτες (1948)

Αρμα­τω­λοί και κλέ­φτες (1948)

Ο Κόντο­γλου έζη­σε μια ζωή γαλή­νια και ακύ­μα­ντη μέσα σε μια κοι­νω­νία που παρά­δερ­νε μέσα στις θανα­τε­ρές θύελ­λες, που οι άνθρω­ποί της παρά­δερ­ναν συντρίμ­μια παλεύ­ο­ντας να περι­σω­θούν. Δύσκο­λα θα βρεις άνθρω­πο που να μην κιν­δύ­νε­ψε επί Κατο­χής, που να μην ενο­χλή­θη­κε μετέ­πει­τα, έστω και μόνο να μην του χτύ­πη­σαν την πόρ­τα τάχα για έρευ­να ταυτοτήτων…Ο Φ.Κ. κάτω από τη σκιά των αγί­ων είχε εξα­σφα­λί­σει το ανε­νό­χλη­το. Ο Κώστας Βαλέ­τας ανα­φέ­ρει πως μια φορά υπέ­γρα­ψε μια έκκλη­ση υπέρ της Ειρή­νης και την επαύ­ριο έσπευ­σε να την ανα­κα­λέ­σει δημο­σία στην Ελευ­θε­ρία με το δικαιο­λο­γη­τι­κό πως τον παρέ­συ­ρε ο διά­βο­λος  υπό μορ­φή γυναί­κας. Επί Κατο­χής, του’ δωσα να μου γρά­ψει στο λεύ­κω­μά μου μια σκέ­ψη του για την πεί­να ή τη χιτλε­ρι­κή κακο­δαι­μο­νία και το κεί­με­νό του απο­τε­λεί κραυ­γα­λέα αντί­θε­ση με τα κεί­με­να των κορυ­φαί­ων συνα­δέλ­φων του. Γρά­φει με σινι­κή, ένα ανα­το­λί­τι­κο παρα­μύ­θι για ένα πανόλ­βιο αντρό­γυ­νο και υπο­γρά­φο­ντας το βάζει παλιά ημε­ρο­μη­νία, 20 Αυγού­στου του 1920!

Αντί­θε­τα , η ζωγρα­φι­κή του συγκε­ντρώ­νει και θα συγκε­ντρώ­νει την εκτί­μη­ση και το γενι­κό θαυ­μα­σμό. Για­τί οι θρη­σκεί­ες και η χρι­στια­νι­κή θρη­σκεία δεν εξε­λίσ­σε­ται με και­νούρ­για μαρ­τυ­ρο­λό­για. Όπως στην αρχαιό­τη­τα οι αιώ­νες δια­δέ­χο­νταν ο ένας τον άλλο, μα ο Ζευς και η Ήρα, η Αθη­νά και ο Απόλ­λων μένα­νε αμε­τα­κού­νη­τοι στα βάθρα τους, έτσι και στη χρι­στια­νο­σύ­νη. Όσο θα υπάρ­χει χρι­στια­νι­κή θρη­σκεία και οπα­δοί του Χρι­στού, θα φτιά­χνου­με τον Άγιο Νικό­λαο προ­στά­τη των θαλασ­σι­νών, και την Αγία Βαρ­βά­ρα προ­στά­τρια των ματιών. Και ο Φώτης Κόντο­γλου με τα θεία χερά­κια του ζωγρά­φι­ζε Πανα­γί­ες και εσταυ­ρω­μέ­νους χωρίς να του γεν­νιέ­ται πρό­βλη­μα – στην αγιο­γρα­φία πρό­βλη­μα δεν υπάρ­χει – εξε­λί­ξε­ως ιδε­ών ή καθιέ­ρω­σης νέων μαρ­τύ­ρων. Ο ακα­τα­πό­νη­τος Φ.Κ. ψηλά στις σκα­λω­σιές των ναών επε­ξερ­γα­ζό­ταν μέσα σε ευδία ψυχι­κή τα παλιά θρη­σκευ­τι­κά ινδάλ­μα­τα των οσί­ων και μαρ­τύ­ρων του χρι­στια­νι­σμού, και η τέχνη του θα μεί­νει αθά­να­τη, όπως αθά­να­τες μένουν στα μαρ­τυ­ρο­λό­για της ιστο­ρί­ας οι μορ­φές που σταυ­ρώ­θη­καν και μαρ­τύ­ρη­σαν για το καλό της ανθρω­πό­τη­τας. Οι θρη­σκεί­ες απο­τε­λούν ένα κατ’ εξο­χήν αξιο­σέ­βα­στο κατε­στη­μέ­νο, κι όποιος δεν απο­μα­κρύ­νε­ται από την περιο­χή της πίστης, ζει μέσα σε γαλή­νη απρό­σβλη­τος από των εξε­λί­ξε­ων τους προβληματισμούς.

Ο Φώτης Κόντο­γλου είναι ανα­ντίρ­ρη­τα ο άρι­στος εκπρό­σω­πος της αγιο­γρα­φί­ας στην Ελλά­δα. Η αξε­πέ­ρα­στη ζωγρα­φι­κή του ιδιο­φυ­ΐα, αλλά και η απα­ρά­μιλ­λη εργα­τι­κό­τη­τά του, η αφο­σί­ω­σή του στο ζωγρα­φι­κό έργο ήταν τόση, που σήμε­ρα πολ­λά μονα­στή­ρια, πολ­λές εκκλη­σί­ες, πολ­λά δημό­σια ιδρύ­μα­τα, πολ­λοί ιδιώ­τες σ’ όλο τον ελλη­νι­κό χώρο μάς παρέ­χουν τη δυνα­τό­τη­τα να απο­λαύ­σου­με την υψη­λή ποιό­τη­τα του χρω­στή­ρα του ανε­πα­νά­λη­πτου τεχνί­τη, του « αθά­να­του», κατά τον Νίκο Καζαν­τζά­κη , Φώτη Κόντογλου.

Αθή­να, 27 Οκτω­βρί­ου 1974

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο