Γράφει ο Οικοδόμος //
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τότε (22 Μάη 2005) που έφυγε από τη ζωή ο αντάρτης του ΕΛΑΣ, ο καπετάνιος του ΔΣΕ, ο κομμουνιστής, ο λαϊκός ηγέτης Χαρίλαος Φλωράκης.
Ο Χαρίλαος, όπως τον αποκαλούν οι περισσότεροι ―οι δικοί του, οι σύντροφοί του και όσοι τον έζησαν από κοντά, αλλά και ο λαός μας, άνθρωποι ανεξαρτήτως ηλικίας και ιδεολογικού προσανατολισμού― αντιπροσώπευε μια ολόκληρη γενιά κομμουνιστών που με την προσφορά τους σφράγισαν ανεξίτηλα την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και του τόπου γενικότερα. Αυτή η προσφορά παραμένει αστείρευτη πηγή έμπνευσης και διδαγμάτων για τις νεότερες γενιές.
Στο πρόσωπο του Χαρίλαου κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ· τιμούμε όσους έζησαν και πάλεψαν για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, σοσιαλιστική· για το μέλλον που αξίζουν και δικαιούνται οι άνθρωποι απ’ άκρη σ’ άκρη τη γης.
Σε τούτο το μικρό αφιέρωμα παρουσιάζουμε μερικά στιγμιότυπα από τη ζωή-δράση (ζωή και δράση στο κίνημα ένα και το αυτό σε ό,τι αφορά στον Χαρίλαο) του Χαρίλαου Φλωράκη στο κίνημα, όπως καταγράφηκαν σε δυο βιβλία που κυκλοφόρησαν και τα δυο πριν το θάνατό του και είναι βασισμένα σε αφηγήσεις του. Ο Χαρίλαος, με τον ορμητικό σαν φουσκωμένο ποτάμι λόγο του, την αστείρευτη λαϊκή σοφία που ξεχείλιζε σε κάθε του φράση, συνεπικουρούμενος από τη βαθιά γνώση της ιστορίας και μια δυνατή μνήμη, είχε το χάρισμα να συναρπάζει, να παρασέρνει τον συνομιλητή του και το ακροατήριό του. Αυτό το χάρισμα πέρασε (τηρουμένων των αναλογιών) και στις σελίδες των δυο βιβλίων.
Τα περιστατικά που περιγράφονται είναι ενδεικτικά του κλίματος και των συνθηκών της εποχής τους, αλλά και του επιπέδου των ανθρώπων που διαδραμάτισαν, από το πόστο του ο καθένας, κάποιον ρόλο στη νεώτερη ιστορία αυτού του τόπου. Οι δικές μας παρεμβάσεις (με πλάγια γραφή), όπου γίνονται, έχουν σκοπό να συνδέσουν τα γεγονότα με τον χρόνο και τον τόπο που αυτά διαδραματίστηκαν.
Όμως ας «πάρει» καλύτερα το λόγο ο ίδιος ο Χαρίλαος…
«Κοίταξε να φυλαχτείς γιατί φαίνεσαι»![1]
Φλεβάρης 1943. Το ΚΚΕ οργανώνει ομάδες αντίστασης κάτω από τη μύτη των Γερμανών καταχτητών. Ο Χαρίλαος παίρνει εντολή από το Κόμμα και βγαίνει στο βουνό, στην Πάρνηθα και συνδέεται με την ομάδα του Ορέστη Μούντριχα. Εκείνες τις μέρες ο Άρης Βελουχιώτης κατεβαίνει στην Αθήνα για επαφές με την ηγεσία του Κόμματος. Ανταμώνει με το τμήμα του Μούντριχα στην Πάρνηθα. Οι μετακινήσεις των ανταρτών είναι συχνό φαινόμενο. Σε μια από αυτές…
[Περάσαμε από την Πάρνηθα στον Κιθαιρώνα. Αλλά στη συνοδεία του Άρη ήτανε κι ένα ομορφόπαιδο. Πότε πρόλαβε και τα ΄φτιάξε με μια κοπέλα από την παρέα του Ορειβατικού, πότε τα μίλησαν, δεν καταλάβαμε. Και δώκανε ραντεβού να συναντηθούν σε δυο μέρες στην Αθήνα. Καθώς εμείς διαβήκαμε νύχτα από το ένα βουνό στο άλλο, αυτός έμεινε πίσω και τον χάσαμε. Τι να κάνουμε; Είχε έρθει μαζί με την ομάδα του Άρη, κι εμείς τον θεωρήσαμε λιποτάκτη. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι είχε δημιουργηθεί αίσθημα. Είπαμε μπορεί να πάει να παρουσιαστεί και να κάνει πολύ κακό σε όλους μας, και στον Άρη. Πήραμε απόφαση να πάει κάποιος να ειδοποιήσει την οργάνωση της Αθήνας για να πάρει μέτρα για το Κόμμα. Ήμουν ο μόνος που ήξερα πού να βρω την οργάνωση, να πάρω επαφή και να τους ειδοποιήσω.«Άντε, Χαρίλαε».
Ξεκινώ από την Αγία Τριάδα που ήμασταν και πάω στο Καπαρέλι, στο σπίτι του υπεύθυνου για το ΕΑΜ και το Κόμμα. Είχα και γενάκι και φορούσα και στρατιωτικά. Έπρεπε να ξυριστώ και κάπως ν’ αλλάξω. Μου έφεραν μια μηχανή να ξυριστώ, που το ξυραφάκι της θα ήταν από τον καιρό του Μεσοπολέμου — σκουριασμένο. Πελεκήθηκα κυριολεκτικά· κι όπως ήμουν ηλιοκαμένος, όπου ήταν τα γένια και το μουστάκι βγήκε το πρόσωπο μου τόπους τόπους άσπρο. Μου δώκανε και ρούχα που μου ήτανε όλα βαφτιστικά. Το σακάκι ήταν σαν γιλέκο· το παντελόνι σαν σχολικό. Πριν ξημερώσει ξεκίνησα με τα πόδια από το Καπαρέλι για το Κριεκούκι, για να προλάβω να πάρω το γκαζοζέν. Κάθισα σε μια θέση πίσω πίσω και δίπλα μου κάθισε ένας Κριεκουκιώτης που με κοίταζε επίμονα.
«Τι κάνεις απ’ εδώ στα μέρη μας;» μου λέει.
«Παραμονές Πάσχα είναι», του λέω, «κι ήρθα, μπάρμπα, γι αβγά».
«Βρήκες;» μου λέει.
«Βρήκα», του λέω, «αλλά μου φαίνονται ακριβά».
«Δηλαδή, πόσο;» με ρωτάει.
Του λέω κι εγώ:
«Διακόσιες το ζευγάρι».
Και τότε αυτός βάζει κάτι γέλια, ασταμάτητα.
«Κοίταξε να φυλαχτείς», μου λέει, «γιατί φαίνεσαι».
Τώρα εγώ γιατί «φαινόμουνα»; Γιατί δεν ήταν μόνο το πρόσωπό μου, που ήταν παρδαλό από τον ήλιο, και τα ρούχα τα βαφτιστικά, ήταν πως και τα αβγά είχαν ξεπεράσει τις χίλιες διακόσιες δραχμές το ζευγάρι, εξαιτίας του πληθωρισμού, που ήταν άλλο πράγμα μέσα στην Κατοχή. Μας είχε τσακίσει. Όμως εγώ είχα κάνει τέσσερις μήνες στο βουνό και πώς να το ξέρω…]
«Τώρα κάτσε και πλήρωνε»… [2]
Απρίλης 1960. Αίθουσα στρατοδικείου στα δικαστήρια της οδού Αρσάκη. Ο Χαρίλαος μαζί με άλλα ―42 συνολικά― στελέχη δικάζονται με την κατηγορία της «κατασκοπίας». Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας το σκηνοθετημένο κατηγορητήριο καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Παρ’ όλ’ αυτά η αγωνία πριν το άκουσμα των ποινών κορυφώνεται. Ο Βασιλικός Επίτροπος προτείνει για τους Φλωράκη, Λουλέ και Δάλα θάνατο. Για τους άλλους ισόβια. Υπουργοί, βουλευτές, δικαστές στέλνουν υπομνήματα και εκκλήσεις όπου είναι δυνατό. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε ισόβια. Το κλίμα είναι πανηγυρικό. Με τα ισόβια είχαν την ελπίδα πως κάποτε θα βγουν…
[Σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια από κείνη τη δίκη, ο Χαρίλαος λέει «Για τους ίδιους λόγους που άργησαν να μας δικάσουν, δηλαδή για τις σχέσεις τους με τη Σοβιετική Ένωση, δε μας έβαλαν θανατική ποινή. Διαφορετικά θα μας είχαν πάρει το κεφάλι. Και να σκεφθείς ότι με αυτόν το νόμο που δικαστήκαμε, νόμο του Μεταξά, δικάστηκαν μόνο μια υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών σαν κατάσκοπος και ο Μπελογιάννης. Ήταν ένας νόμος που δίκαζε τη σκέψη, δε χρειαζόταν να έχεις κάνει πράξεις. Έτσι έγινε και με μας».Ο πρόεδρος ρώτησε το Ρακιτζή, αρχηγό τότε της αστυνομίας και μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη: «Τι στοιχείο έχετε για το Φλωράκη;»
«Ουδέν στοιχείο, κύριε πρόεδρε, αλλά ο Μαρξ, ο Ένγκελς τι ήταν; Αυτούς ενστερνίζεται ο Φλωράκης και όλοι οι άλλοι».
Και τότε ήταν που ο Ηλίας Ηλιού στην αγόρευσή του είπε: «Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει!»
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ανδρεόπουλος ρωτά τους μάρτυρες:
«Για ποιο λόγο πολεμούσαν στην κατοχή;»
«Για να πάρουν την εξουσία, κύριε πρόεδρε».
Ο Φλωράκης πετάγεται πάνω.
«Την εξουσία την είχαμε».
«Ας μη τη δίνατε».
«Αυτό ήταν το λάθος μας».
«Τώρα κάτσε και πλήρωνε».
«Πάντως, πρέπει να δεχτούμε ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έπαιξε τότε ρόλο στις ποινές που τελικά επιβλήθηκαν. Είχε συστήσει με δημόσια δήλωσή του να είναι προσεκτικοί για να μην επιδεινωθεί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με την πτώση του κατασκοπευτικού αμερικανικού αεροπλάνου Υ2 στη Σοβιετική Ένωση και είχε ματαιωθεί εκείνες τις μέρες η συνάντηση κορυφής Χρουστσόφ-Αϊζενχάουερ».
Η δίκη τελείωσε το μήνα Μάη του ’60 και οι καταδικασθέντες μοιράστηκαν στις φυλακές. Ο Χαρίλαος έφυγε για την Κέρκυρα, μετά πειθαρχική μεταγωγή στα Γιούρα και στη συνέχεια στην Αίγινα με τους παλιούς του φίλους, Κώστα Λουλέ και Γιώργο Τρικαλινό, για να μείνει εκεί άλλα έξι χρόνια μέχρι το καλοκαίρι του ’66. Ήταν η τρίτη κατά σειρά φυλακή που πήγαινε μετά την Κέρκυρα και τα Γιούρα…]
«…ήτανε αδύνατον να πεις ότι ο Μπέιβιν ήτανε καθίκι» [3]
Τις φυλακές της Κέρκυρας ο Χαρίλαος δεν τις «επισκέφτηκε» μόνο μια φορά. Μια από τις «επισκέψεις» του εκεί κράτησε τέσσερα χρόνια, από το χειμώνα του 1954 έως το 1958. Ο Χαρίλαος είχε συλληφθεί ως «επικίνδυνος εχθρός» της πατρίδας, μετά την είσοδό του στη χώρα, κατόπιν εντολής του Κόμματος, από το Βουκουρέστι της Ρουμανίας όπου βρισκόταν εξόριστος. Το περιστατικό που αφηγείται εδώ, αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο.
[Στην Κέρκυρα, στις φυλακές, οι συνθήκες κράτησής μας ήταν τραγικές. Κελιά που ήτανε προορισμένα για έναν, με ένα τσιμεντένιο κρεβάτι που έπρεπε να το μοιραστούμε δυο και τρεις. Τα κρεβάτια, για να εξηγούμαστε, δύο επιπλέον ράντσα, σχημάτιζαν ένα Π. Κεφαλή το τσιμεντένιο, παράλληλα με τον τοίχο το ένα ράντσο και κολλητά το δεύτερο. Για να βγεις έξω έπρεπε να περάσεις πάνω από το ένα ράντσο. Και το δράμα ήτανε το βράδυ, όταν με το βασίλεμα του ήλιου κλείνανε τα κελιά και άνοιγαν το πρωί. Να σε πιάνει κόψιμο, να θέλεις να πας για κατούρημα στο ουροδοχείο και να μην μπορείς. Ζούσαμε ένα δράμα.Το ουροδοχείο το αποκαλούσαμε «μπέιβιν». Το ωραίο ήταν ότι είχε πλέον καθιερωθεί η ονομασία του ως μπέιβιν και φώναζαν οι φύλακες όταν έσπαγε σε κάνα κελί και χρειαζόταν να αντικατασταθεί: «Ένα μπέιβιν στην τάδε ακτίνα, τάδε κελί». Αλλά Μπέιβιν ονομαζότανε ο τότε υπουργός της Αγγλίας! Οι Άγγλοι συμμετείχαν ενεργά στην τρομοκρατία που ασκούνταν σε βάρος του κινήματος. Αλλά ήτανε αδύνατον να πεις ότι ο Μπέιβιν ήτανε καθίκι. Είπαμε κι εμείς το καθίκι Μπέιβιν και του έμεινε. Οι φύλακες θεώρησαν ότι είχε πάρει μια εντελώς τεχνική σημασία. Κι έτσι δεν έλεγαν ένα ουροδοχείο, αλλά ένα μπέιβιν, όπως είχε καθιερωθεί η ονομασία του…]
«Ακόμα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προσευχή δε θα ’κανα»! [4] […Αλλά υπάρχει και μια αστεία ιστορία. Με πήγαν για πρώτη φορά στη Λάρισα, στις 25 Μάρτη του 1954, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Η Λάρισα είχε αγροτικές φυλακές, επανορθωτικές τις λέγανε, όπου πήγαιναν όσους είχαν καταδικαστεί μέχρι πέντε χρόνια. Υπήρχαν και οι εγκληματικές φυλακές, που ήταν για τους καταδικασμένους από πέντε και πάνω. Εμένα τι να με κάνουν; Με έβαλαν στις επανορθωτικές, αφού δεν υπήρχαν άλλες, και η δίκη έπρεπε να γίνει στη Λάρισα. Το πρωί λοιπόν μας δίνανε το τσάι. Έμπαιναν όλοι στη γραμμή για να το πάρουν. Έμπαινα κι εγώ. Όμως προηγουμένως ένας κρατούμενος έκανε την προσευχή κι έλεγε το «Πιστεύω…» Μετά κατευθείαν στη σειρά και στο καζάνι για το τσάι.
Εγώ δεν έκανα το σταυρό μου. Όμως στεκόμουνα σε στάση προσοχής σεβόμενος την πίστη των άλλων. Όταν το πρόσεξαν, με φώναξε ο φύλακας και μου έκανε παρατήρηση. Εγώ συνέχισα. Οπότε με πήγε στον αρχιφύλακα.
«Κοίταξε εδώ», του λέω, «δεν θέλω να κοροϊδέψω κανέναν. Ποιος θα με πιστέψει, αφού ξέρουν ότι είμαι κομμουνιστής, αν κάνω το σταυρό μου και λέω προσευχή; Να σας κοροϊδέψω δεν θέλω. Επομένως, ξεχάστε το! Προσευχή δεν κάνω».
Στις φυλακές πάντα προΐσταται ο εισαγγελέας της πόλης όπου βρίσκονται. Ερχόταν κι εκεί ο εισαγγελέας, μια φορά τη βδομάδα, κι έπαιρνε αναφορά για τους κρατούμενους, για τα ζητήματα που δημιουργούσαν. Τότε ο αρχιφύλακας μ’ έβγαλε στην αναφορά. Ο εισαγγελέας γνώριζε τον αδελφό μου και με ρώτησε τι κάνει. Κι ενώ κατά κάποιο τρόπο ήταν αυστηρός μαζί μου, ούτε σε τιμωρία με υπέβαλε ούτε τίποτα. Εγώ, επειδή με ρώτησε για τον αδελφό μου, ξεθάρρεψα περισσότερο και του λέω:
«Άκουσε μωρέ, ακόμα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προσευχή δεν θα ‘κανα».
«Γιατί;» μου λέει.
«Γιατί εδώ βάζουν και κάνει προσευχή ο Κασσαβέτης. Αυτός λέει το “Πιστεύω”».
Τότε γυρίζει ο εισαγγελέας και λέει στον αρχιφύλακα:
«Αυτόν βάζετε; Τότε έσει δίκιο…»
Ποιος ήταν ο Κασσαβέτης; Όταν περνούσα το πρώτο δικαστήριο στη Λάρισα, είχα διαβάσει όλα τα πρακτικά της δίκης του στην Ελευθερία. Ο Κασσαβέτης, λοιπόν, ήταν τμηματάρχης του Δημόσιου Ταμείου της Λάρισας…]
(Η αφήγηση του Χαρίλαου συνεχίζεται με την εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας του Κασσαβέτη…).
Ο… μπάρμπας μου ο Μαρξ! [5]
Φθινόπωρο του 1985. Ο Χαρίλαος, ο Κώστας Λουλές και άλλοι, καταλήγουν στο σπίτι του Λουλέ στην Αθήνα, μετά την προβολή της ταινίας του Βούλγαρη «Πέτρινα χρόνια», που παρακολούθησαν. Οι μνήμες ζωντανές, η συγκίνηση έκδηλη. Η παρέα δεν αργεί να «πιάσει» τα παλιά. Οι διηγήσεις δίνουν και παίρνουν. Ο Χαρίλαος θυμάται ένα περιστατικό με το τρανζιστοράκι στις φυλακές της Αίγινας, όπου βρισκόταν με τον αχώριστο φίλο του Κώστα Λουλέ, τον Γιώργη Τρικαλινό και άλλους. Το ένα περιστατικό φέρνει το άλλο και η συζήτηση έχει ανάψει…
[«Η ιστορία με το τρανζίστορ κράτησε γύρω στα δυο χρόνια, μέχρι να αποφυλακιστούμε. Το ήξεραν μόνο ο πατέρας σου (σ.σ. Ο Χαρίλαος απευθύνεται εδώ στη Νίτσα Λουλέ, κόρη του Κώστα Λουλέ και συγγραφέα του βιβλίου, που είναι παρούσα στη συζήτηση), ο Τρικαλινός κι εγώ. Ζητούσα να φυλάω τσίλιες κάθε φορά που κάναμε μάθημα (αν μας έπιαναν πάνω στο μάθημα, μας στέλνανε δικαστήριο), μόνο και μόνο για να ακούω τις ειδήσεις. Έβαζα τα ακουστικά στο αυτί και καθόμουν στην πόρτα. Σε κατάλληλη ευκαιρία τους έλεγα τα νέα. Εκείνοι που δεν ήξεραν την ύπαρξη του τρανζίστορ αναρωτιόνταν από που τα μάθαινα. Ώσπου, ένα βράδυ, τους το αποκάλυψα. Ήταν το ’66. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έκανε δηλώσεις για μας. “Ντροπή για την πολιτεία, έλεγε ανάμεσα στα άλλα, να φοβάται εξήντα κρατουμένους (τόσοι είχαμε απομείνει πια) και να τους κρατάει στη φυλακή σαν επικίνδυνους για το κράτος”. Κάπως έτσι ήταν οι δηλώσεις του Κανελλόπουλου. Μόλις το άκουσα, τους είπα. “Παιδιά βγαίνουμε”. Και τους αποκάλυψα την ύπαρξη του τρανζίστορ».(Κώστας Λουλές): «Θυμάσαι, βρε Χαριλιό, το “ντου” που μας έκαναν και πήραν ό,τι χαρτικό είχαμε πάνω μας;»
(Χαρίλαος): «Εγώ θυμάμαι, εσύ τη λουλέικη φασαρία που έκανες, τη θυμάσαι; Που λέτε, σε κείνο το γιουρούσι ‑γιατί για γιουρούσι επρόκειτο- μας πήραν όλα τα βιβλία, όλες τις φωτογραφίες, σημειώματα, τα πάντα. Ο πατέρας σου έχασε σε κείνο το πλιάτσικο όλα τα τεύχη του Οικονομικού Ταχυδρόμου που φύλαγε. Έκανε καβγά που δε λέγεται, μα ποιος τον άκουγε! Το νόστιμο, όμως, ήταν άλλο. Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.
“Μη, σε παρακαλώ”, του λέει.
“Γιατί, ποιος είναι;”
“Ο μπάρμπας μου, ο παπάς”.
“Έχεις, μωρέ, μπάρμπα παπά και είσαι φυλακή;”
“Μα, αυτός με έφερε εδώ μέσα”.
»Και γλίτωσε η φωτογραφία του Μαρξ, γιατί ο φύλακας νόμισε πως ο μπάρμπας του ο παπάς ήταν αντίθετος από τον ανιψιό του και τον έστειλε φυλακή!»
(Νίτσα Λουλέ) Έκατσε μαζί μας ο Χαρίλαος εκείνη την Κυριακή μέχρι αργά το απόγευμα, με ιστορίες, πειράγματα και αστεία…]
«Αν σε κόλλαγε αυτός ο πουτσαράς στα χέρια δε γλίτωνες!» [6]
Το συγκεκριμένο περιστατικό τοποθετείται μάλλον στο 1959. Μετά την τετράχρονη φυλάκιση στην Κέρκυρα και πριν τη μεγάλη δίκη στην Αθήνα την Άνοιξη του ΄60.
[Εκείνη την εποχή τίποτα δεν έκανε εντύπωση. Μέχρι που είδαμε να νοικιάζουν ακόμα και πουτάνες που παρίσταναν τις χήρες και κάθονταν έξω από τα δικαστήρια σε δίκες αγωνιστών και μαδιόντουσαν κι έδειχναν τον κατηγορούμενο ότι δήθεν τον αναγνώριζαν και πως ήταν αυτός που σκότωσε τον… άντρα τους. Τρομερά πράγματα έγιναν τότε.Πέρασα και δύο δικαστήρια στη Λευκάδα Το ένα ήταν για το φόνο ενός δασκάλου, του Ροκόφυλλου. Μου φαίνεται πως ήταν μπάρμπας του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, του δικηγόρου. Η αλήθεια είναι ότι κάτι συνεργάτες του Μάρκου βρήκαν την ευκαιρία να ξεθάψουν κάποιες παλιές ιστορίες με τον Παλιούρα. Ο Παλιούρας ήταν μόνιμος αξιωματικός, που είχε βγει στο βουνό με μια ομάδα ‑ανάμεσα τους και ο Ροκόφυλλος- και κυνηγούσε τον ΕΛΑΣ στην περιοχή. Κάπου στην Άρτα τον πιάσανε και τον σκοτώσανε, καθώς περνούσε ο Μάρκος προς τα πάνω. Αλλά εγώ δεν είχα καμιά σχέση. Δεν ήμουνα στο Επιτελείο του Μάρκου, είχα τη φύλαξή τους και έπρεπε να τους περάσω, οδηγώντας τους μέσα από τους βάλτους.
Μόκα λέγανε το μάρτυρα κατηγορίας που εμφανίστηκε εναντίον μου, και ήταν από ένα χωριό του δήμου Απεραντίων, τρομοκράτης ο ίδιος της περιοχής από Τέτρακο έως Εδεσσό και Βάλτο. Να φανταστείς ότι οι δικηγόροι έφεραν στο δικαστήριο αντίγραφο από το ποινικό του μητρώο και ήταν καταδικασμένος τρεις τέσσερις φορές για τυμβωρυχία.
Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο φορώντας στρατιωτικό χιτώνιο, με μαλλιά μακριά, γενειάδα ως το στήθος, και στα πόδια του είχε τσαρούχια με φούντες. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο δικηγόρος μου, απευθυνόμενος προς το δικαστήριο, είπε δείχνοντάς τον: «Ο απίθανος αυτός τύπος με την πλουσίαν βλάστησιν από τους πόδας έως της κορυφής…»
Του λέει ο πρόεδρος:
«Πες μας εσύ τι ξέρεις».
«Ο κατηγορούμενος», του απαντά ‑και δείχνει εμένα- «κρατούσε, κύριε πρόεδρε, στο ένα χέρι το χαρτί, στο άλλο το μαχαίρι, κι έτσι τον έσφαξε τον Ροκόφυλλο».
Παραξενεύτηκε ο πρόεδρος. Εγώ ήμουν διοικητής μιας μονάδας πέντε χιλιάδων ανταρτών και συνόδευα τον Μάρκο. Θα κατέβαινα ποτέ εγώ ο ίδιος μ’ ένα χαρτί στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μαχαίρι να σφάξω ποιον;
«Είσαι βέβαιος», τον ξαναρωτά ο πρόεδρος, «ότι ήταν ο κατηγορούμενος;»
«Τι λες, κύριε πρόεδρε. Αν σε κόλλαγε αυτός ο πουτσαράς στα χέρια, δεν γλίτωνες».
Έμεινε το δικαστήριο. Πρόεδρος και δικαστές και ακροατήριο λύθηκαν από τα γέλια. Το ζήτημα δεν ήταν η κουβέντα «πουτσαράς» που είπε για μένα. Γιατί στις δικές μας περιοχές, Ευρυτανία και Ρούμελη, η λέξη είχε εντελώς άλλη έννοια. Όταν κάποιος δείχνει μεγάλο ανδρισμό, γενναιότητα, παλικαριά — ακόμα και γυναίκες άκουγες να λέει η μια στην άλλη, «Μπράβο, ρε πουτσαρίνα», αν κάποια έδειχνε ιδιαίτερο δυναμισμό. Αυτήν την έννοια είχε. Αλλά φυσικά σε ανθρώπους που δεν προέρχονταν από τις περιοχές μας η λέξη προκάλεσε γέλια και έκπληξη.]
1,3,4,6: «Άννα Παναγιωταρέα, Κι σέν, πώς σ’ λεν; Χαρίλαος Φλωράκης», εκδόσεις Καστανιώτη (τέταρτη έκδοση), 2001
2,5: «Νίτσα Λουλέ –Θεοδωράκη, Χαρίλαος Φλωράκης», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1995.
Οι φωτογραφίες (και λεζάντες) από το βιβλίο της Νίτσας Λουλέ –Θεοδωράκη.