Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χαρίλαος Φλωράκης, Μασκαριλίκια και ευτράπελα της φυλακής και των στρατοδικείων

1 049

Ο Χαρί­λα­ος στη βερά­ντα του σπι­τιού του

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Αυτές τις μέρες συμπλη­ρώ­νο­νται δέκα χρό­νια από τότε (22 Μάη 2005) που έφυ­γε από τη ζωή ο αντάρ­της του ΕΛΑΣ, ο καπε­τά­νιος του ΔΣΕ, ο κομ­μου­νι­στής, ο λαϊ­κός ηγέ­της Χαρί­λα­ος Φλωράκης.

Ο Χαρί­λα­ος, όπως τον απο­κα­λούν οι περισ­σό­τε­ροι ―οι δικοί του, οι σύντρο­φοί του και όσοι τον έζη­σαν από κοντά, αλλά και ο λαός μας, άνθρω­ποι ανε­ξαρ­τή­τως ηλι­κί­ας και ιδε­ο­λο­γι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού― αντι­προ­σώ­πευε μια ολό­κλη­ρη γενιά κομ­μου­νι­στών που με την προ­σφο­ρά τους σφρά­γι­σαν ανε­ξί­τη­λα την ιστο­ρία του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και του τόπου γενι­κό­τε­ρα. Αυτή η προ­σφο­ρά παρα­μέ­νει αστεί­ρευ­τη πηγή έμπνευ­σης και διδαγ­μά­των για τις νεό­τε­ρες γενιές.

Στο πρό­σω­πο του Χαρί­λα­ου κλί­νου­με ευλα­βι­κά το γόνυ· τιμού­με όσους έζη­σαν και πάλε­ψαν για μια Ελλά­δα λεύ­τε­ρη και ανε­ξάρ­τη­τη, για μια κοι­νω­νία χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση, σοσια­λι­στι­κή· για το μέλ­λον που αξί­ζουν και δικαιού­νται οι άνθρω­ποι απ’ άκρη σ’ άκρη τη γης.

Σε τού­το το μικρό αφιέ­ρω­μα παρου­σιά­ζου­με μερι­κά στιγ­μιό­τυ­πα από τη ζωή-δρά­ση (ζωή και δρά­ση στο κίνη­μα ένα και το αυτό σε ό,τι αφο­ρά στον Χαρί­λαο) του Χαρί­λα­ου Φλω­ρά­κη στο κίνη­μα, όπως κατα­γρά­φη­καν σε δυο βιβλία που κυκλο­φό­ρη­σαν και τα δυο πριν το θάνα­τό του και είναι βασι­σμέ­να σε αφη­γή­σεις του. Ο Χαρί­λα­ος, με τον ορμη­τι­κό σαν φου­σκω­μέ­νο ποτά­μι λόγο του, την αστεί­ρευ­τη λαϊ­κή σοφία που ξεχεί­λι­ζε σε κάθε του φρά­ση, συνε­πι­κου­ρού­με­νος από τη βαθιά γνώ­ση της ιστο­ρί­ας και μια δυνα­τή μνή­μη, είχε το χάρι­σμα να συναρ­πά­ζει, να παρα­σέρ­νει τον συνο­μι­λη­τή του και το ακρο­α­τή­ριό του. Αυτό το χάρι­σμα πέρα­σε (τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών) και στις σελί­δες των δυο βιβλίων.

Τα περι­στα­τι­κά που περι­γρά­φο­νται είναι ενδει­κτι­κά του κλί­μα­τος και των συν­θη­κών της επο­χής τους, αλλά και του επι­πέ­δου των ανθρώ­πων που δια­δρα­μά­τι­σαν, από το πόστο του ο καθέ­νας, κάποιον ρόλο στη νεώ­τε­ρη ιστο­ρία αυτού του τόπου. Οι δικές μας παρεμ­βά­σεις (με πλά­για γρα­φή), όπου γίνο­νται, έχουν σκο­πό να συν­δέ­σουν τα γεγο­νό­τα με τον χρό­νο και τον τόπο που αυτά διαδραματίστηκαν.

Όμως ας «πάρει» καλύ­τε­ρα το λόγο ο ίδιος ο Χαρίλαος…

"Έτσι τον θυμούνται όσοι τον έζησαν στο αντάρτικο"

“Έτσι τον θυμού­νται όσοι τον έζη­σαν στο αντάρτικο”

«Κοί­τα­ξε να φυλα­χτείς για­τί φαί­νε­σαι»![1]

Φλε­βά­ρης 1943. Το ΚΚΕ οργα­νώ­νει ομά­δες αντί­στα­σης κάτω από τη μύτη των Γερ­μα­νών κατα­χτη­τών. Ο Χαρί­λα­ος παίρ­νει εντο­λή από το Κόμ­μα και βγαί­νει στο βου­νό, στην Πάρ­νη­θα και συν­δέ­ε­ται με την ομά­δα του Ορέ­στη Μού­ντρι­χα. Εκεί­νες τις μέρες ο Άρης Βελου­χιώ­της κατε­βαί­νει στην Αθή­να για επα­φές με την ηγε­σία του Κόμ­μα­τος. Αντα­μώ­νει με το τμή­μα του Μού­ντρι­χα στην Πάρ­νη­θα. Οι μετα­κι­νή­σεις των ανταρ­τών είναι συχνό φαι­νό­με­νο. Σε μια από αυτές…

[Περά­σα­με από την Πάρ­νη­θα στον Κιθαι­ρώ­να. Αλλά στη συνο­δεία του Άρη ήτα­νε κι ένα ομορ­φό­παι­δο. Πότε πρό­λα­βε και τα ΄φτιά­ξε με μια κοπέ­λα από την παρέα του Ορει­βα­τι­κού, πότε τα μίλη­σαν, δεν κατα­λά­βα­με. Και δώκα­νε ραντε­βού να συνα­ντη­θούν σε δυο μέρες στην Αθή­να. Καθώς εμείς δια­βή­κα­με νύχτα από το ένα βου­νό στο άλλο, αυτός έμει­νε πίσω και τον χάσα­με. Τι να κάνου­με; Είχε έρθει μαζί με την ομά­δα του Άρη, κι εμείς τον θεω­ρή­σα­με λιπο­τά­κτη. Δεν μπο­ρού­σα­με να φαντα­στού­με ότι είχε δημιουρ­γη­θεί αίσθη­μα. Είπα­με μπο­ρεί να πάει να παρου­σια­στεί και να κάνει πολύ κακό σε όλους μας, και στον Άρη. Πήρα­με από­φα­ση να πάει κάποιος να ειδο­ποι­ή­σει την οργά­νω­ση της Αθή­νας για να πάρει μέτρα για το Κόμ­μα. Ήμουν ο μόνος που ήξε­ρα πού να βρω την οργά­νω­ση, να πάρω επα­φή και να τους ειδοποιήσω.
«Άντε, Χαρίλαε».

Ξεκι­νώ από την Αγία Τριά­δα που ήμα­σταν και πάω στο Καπα­ρέ­λι, στο σπί­τι του υπεύ­θυ­νου για το ΕΑΜ και το Κόμ­μα. Είχα και γενά­κι και φορού­σα και στρα­τιω­τι­κά. Έπρε­πε να ξυρι­στώ και κάπως ν’ αλλά­ξω. Μου έφε­ραν μια μηχα­νή να ξυρι­στώ, που το ξυρα­φά­κι της θα ήταν από τον και­ρό του Μεσο­πο­λέ­μου — σκου­ρια­σμέ­νο. Πελε­κή­θη­κα κυριο­λε­κτι­κά· κι όπως ήμουν ηλιο­κα­μέ­νος, όπου ήταν τα γένια και το μου­στά­κι βγή­κε το πρό­σω­πο μου τόπους τόπους άσπρο. Μου δώκα­νε και ρού­χα που μου ήτα­νε όλα βαφτι­στι­κά. Το σακά­κι ήταν σαν γιλέ­κο· το παντε­λό­νι σαν σχο­λι­κό. Πριν ξημε­ρώ­σει ξεκί­νη­σα με τα πόδια από το Καπα­ρέ­λι για το Κριε­κού­κι, για να προ­λά­βω να πάρω το γκα­ζο­ζέν. Κάθι­σα σε μια θέση πίσω πίσω και δίπλα μου κάθι­σε ένας Κριε­κου­κιώ­της που με κοί­τα­ζε επίμονα.

«Τι κάνεις απ’ εδώ στα μέρη μας;» μου λέει.
«Παρα­μο­νές Πάσχα είναι», του λέω, «κι ήρθα, μπάρ­μπα, γι αβγά».
«Βρή­κες;» μου λέει.
«Βρή­κα», του λέω, «αλλά μου φαί­νο­νται ακριβά».
«Δηλα­δή, πόσο;» με ρωτάει.
Του λέω κι εγώ:
«Δια­κό­σιες το ζευγάρι».
Και τότε αυτός βάζει κάτι γέλια, ασταμάτητα.
«Κοί­τα­ξε να φυλα­χτείς», μου λέει, «για­τί φαίνεσαι».

Τώρα εγώ για­τί «φαι­νό­μου­να»; Για­τί δεν ήταν μόνο το πρό­σω­πό μου, που ήταν παρ­δα­λό από τον ήλιο, και τα ρού­χα τα βαφτι­στι­κά, ήταν πως και τα αβγά είχαν ξεπε­ρά­σει τις χίλιες δια­κό­σιες δραχ­μές το ζευ­γά­ρι, εξαι­τί­ας του πλη­θω­ρι­σμού, που ήταν άλλο πράγ­μα μέσα στην Κατο­χή. Μας είχε τσα­κί­σει. Όμως εγώ είχα κάνει τέσ­σε­ρις μήνες στο βου­νό και πώς να το ξέρω…] 

"Στην αίθουσα του στρατοδικείου το 1960, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε σαν κατάσκοπος με το νόμο 375"

“Στην αίθου­σα του στρα­το­δι­κεί­ου το 1960, όπου δικά­στη­κε και κατα­δι­κά­στη­κε σαν κατά­σκο­πος με το νόμο 375”

«Τώρα κάτσε και πλή­ρω­νε»… [2]

Απρί­λης 1960. Αίθου­σα στρα­το­δι­κεί­ου στα δικα­στή­ρια της οδού Αρσά­κη. Ο Χαρί­λα­ος μαζί με άλλα ―42 συνο­λι­κά― στε­λέ­χη δικά­ζο­νται με την κατη­γο­ρία της «κατα­σκο­πί­ας». Κατά τη διάρ­κεια της ακρο­α­μα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας το σκη­νο­θε­τη­μέ­νο κατη­γο­ρη­τή­ριο καταρ­ρέ­ει σαν πύρ­γος από τρα­που­λό­χαρ­τα. Παρ’ όλ’ αυτά η αγω­νία πριν το άκου­σμα των ποι­νών κορυ­φώ­νε­ται. Ο Βασι­λι­κός Επί­τρο­πος προ­τεί­νει για τους Φλω­ρά­κη, Λου­λέ και Δάλα θάνα­το. Για τους άλλους ισό­βια. Υπουρ­γοί, βου­λευ­τές, δικα­στές στέλ­νουν υπο­μνή­μα­τα και εκκλή­σεις όπου είναι δυνα­τό. Η ποι­νή του θανά­του μετα­τρέ­πε­ται σε ισό­βια. Το κλί­μα είναι πανη­γυ­ρι­κό. Με τα ισό­βια είχαν την ελπί­δα πως κάπο­τε θα βγουν…

[Σήμε­ρα, τριά­ντα πέντε χρό­νια από κεί­νη τη δίκη, ο Χαρί­λα­ος λέει «Για τους ίδιους λόγους που άργη­σαν να μας δικά­σουν, δηλα­δή για τις σχέ­σεις τους με τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, δε μας έβα­λαν θανα­τι­κή ποι­νή. Δια­φο­ρε­τι­κά θα μας είχαν πάρει το κεφά­λι. Και να σκε­φθείς ότι με αυτόν το νόμο που δικα­στή­κα­με, νόμο του Μετα­ξά, δικά­στη­καν μόνο μια υπάλ­λη­λος του Υπουρ­γεί­ου Εξω­τε­ρι­κών σαν κατά­σκο­πος και ο Μπε­λο­γιάν­νης. Ήταν ένας νόμος που δίκα­ζε τη σκέ­ψη, δε χρεια­ζό­ταν να έχεις κάνει πρά­ξεις. Έτσι έγι­νε και με μας».

Ο πρό­ε­δρος ρώτη­σε το Ρακι­τζή, αρχη­γό τότε της αστυ­νο­μί­ας και μάρ­τυ­ρα κατη­γο­ρί­ας στη δίκη: «Τι στοι­χείο έχε­τε για το Φλωράκη;»

«Ουδέν στοι­χείο, κύριε πρό­ε­δρε, αλλά ο Μαρξ, ο Ένγκελς τι ήταν; Αυτούς ενστερ­νί­ζε­ται ο Φλω­ρά­κης και όλοι οι άλλοι».

Και τότε ήταν που ο Ηλί­ας Ηλιού στην αγό­ρευ­σή του είπε: «Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει!»

Ο πρό­ε­δρος του δικα­στη­ρί­ου Ανδρε­ό­που­λος ρωτά τους μάρτυρες:

«Για ποιο λόγο πολε­μού­σαν στην κατοχή;»
«Για να πάρουν την εξου­σία, κύριε πρόεδρε».
Ο Φλω­ρά­κης πετά­γε­ται πάνω.
«Την εξου­σία την είχαμε».
«Ας μη τη δίνατε».
«Αυτό ήταν το λάθος μας».
«Τώρα κάτσε και πλήρωνε».
«Πάντως, πρέ­πει να δεχτού­με ότι ο Πανα­γιώ­της Κανελ­λό­που­λος έπαι­ξε τότε ρόλο στις ποι­νές που τελι­κά επι­βλή­θη­καν. Είχε συστή­σει με δημό­σια δήλω­σή του να είναι προ­σε­κτι­κοί για να μην επι­δει­νω­θεί η κατά­στα­ση που είχε δημιουρ­γη­θεί με την πτώ­ση του κατα­σκο­πευ­τι­κού αμε­ρι­κα­νι­κού αερο­πλά­νου Υ2 στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και είχε ματαιω­θεί εκεί­νες τις μέρες η συνά­ντη­ση κορυ­φής Χρουστσόφ-Αϊζενχάουερ».

Η δίκη τελεί­ω­σε το μήνα Μάη του ’60 και οι κατα­δι­κα­σθέ­ντες μοι­ρά­στη­καν στις φυλα­κές. Ο Χαρί­λα­ος έφυ­γε για την Κέρ­κυ­ρα, μετά πει­θαρ­χι­κή μετα­γω­γή στα Γιού­ρα και στη συνέ­χεια στην Αίγι­να με τους παλιούς του φίλους, Κώστα Λου­λέ και Γιώρ­γο Τρι­κα­λι­νό, για να μεί­νει εκεί άλλα έξι χρό­νια μέχρι το καλο­καί­ρι του ’66. Ήταν η τρί­τη κατά σει­ρά φυλα­κή που πήγαι­νε μετά την Κέρ­κυ­ρα και τα Γιούρα…] 

"Δεκαετία του ΄60. Αναμνηστική φωτογραφία των πολιτικών κρατουμένων από τη φυλακή της Αίγινας"

“Δεκα­ε­τία του ΄60. Ανα­μνη­στι­κή φωτο­γρα­φία των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων από τη φυλα­κή της Αίγινας”

«…ήτα­νε αδύ­να­τον να πεις ότι ο Μπέι­βιν ήτα­νε καθί­κι» [3]

Τις φυλα­κές της Κέρ­κυ­ρας ο Χαρί­λα­ος δεν τις «επι­σκέ­φτη­κε» μόνο μια φορά. Μια από τις «επι­σκέ­ψεις» του εκεί κρά­τη­σε τέσ­σε­ρα χρό­νια, από το χει­μώ­να του 1954 έως το 1958. Ο Χαρί­λα­ος είχε συλ­λη­φθεί ως «επι­κίν­δυ­νος εχθρός» της πατρί­δας, μετά την είσο­δό του στη χώρα, κατό­πιν εντο­λής του Κόμ­μα­τος, από το Βου­κου­ρέ­στι της Ρου­μα­νί­ας όπου βρι­σκό­ταν εξό­ρι­στος. Το περι­στα­τι­κό που αφη­γεί­ται εδώ, ανα­φέ­ρε­ται σε εκεί­νη την περίοδο.

[Στην Κέρ­κυ­ρα, στις φυλα­κές, οι συν­θή­κες κρά­τη­σής μας ήταν τρα­γι­κές. Κελιά που ήτα­νε προ­ο­ρι­σμέ­να για έναν, με ένα τσι­με­ντέ­νιο κρε­βά­τι που έπρε­πε να το μοι­ρα­στού­με δυο και τρεις. Τα κρε­βά­τια, για να εξη­γού­μα­στε, δύο επι­πλέ­ον ράν­τσα, σχη­μά­τι­ζαν ένα Π. Κεφα­λή το τσι­με­ντέ­νιο, παράλ­λη­λα με τον τοί­χο το ένα ράν­τσο και κολ­λη­τά το δεύ­τε­ρο. Για να βγεις έξω έπρε­πε να περά­σεις πάνω από το ένα ράν­τσο. Και το δρά­μα ήτα­νε το βρά­δυ, όταν με το βασί­λε­μα του ήλιου κλεί­να­νε τα κελιά και άνοι­γαν το πρωί. Να σε πιά­νει κόψι­μο, να θέλεις να πας για κατού­ρη­μα στο ουρο­δο­χείο και να μην μπο­ρείς. Ζού­σα­με ένα δράμα.

Το ουρο­δο­χείο το απο­κα­λού­σα­με «μπέι­βιν». Το ωραίο ήταν ότι είχε πλέ­ον καθιε­ρω­θεί η ονο­μα­σία του ως μπέι­βιν και φώνα­ζαν οι φύλα­κες όταν έσπα­γε σε κάνα κελί και χρεια­ζό­ταν να αντι­κα­τα­στα­θεί: «Ένα μπέι­βιν στην τάδε ακτί­να, τάδε κελί». Αλλά Μπέι­βιν ονο­μα­ζό­τα­νε ο τότε υπουρ­γός της Αγγλί­ας! Οι Άγγλοι συμ­με­τεί­χαν ενερ­γά στην τρο­μο­κρα­τία που ασκού­νταν σε βάρος του κινή­μα­τος. Αλλά ήτα­νε αδύ­να­τον να πεις ότι ο Μπέι­βιν ήτα­νε καθί­κι. Είπα­με κι εμείς το καθί­κι Μπέι­βιν και του έμει­νε. Οι φύλα­κες θεώ­ρη­σαν ότι είχε πάρει μια εντε­λώς τεχνι­κή σημα­σία. Κι έτσι δεν έλε­γαν ένα ουρο­δο­χείο, αλλά ένα μπέι­βιν, όπως είχε καθιε­ρω­θεί η ονο­μα­σία του…] 

"Λιδωρίκι 1943. Με τον αδελφό του Λάμπρο"

“Λιδω­ρί­κι 1943. Με τον αδελ­φό του Λάμπρο”

«Ακό­μα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προ­σευ­χή δε θα ’κανα»! [4] […Αλλά υπάρ­χει και μια αστεία ιστο­ρία. Με πήγαν για πρώ­τη φορά στη Λάρι­σα, στις 25 Μάρ­τη του 1954, ανή­με­ρα του Ευαγ­γε­λι­σμού. Η Λάρι­σα είχε αγρο­τι­κές φυλα­κές, επα­νορ­θω­τι­κές τις λέγα­νε, όπου πήγαι­ναν όσους είχαν κατα­δι­κα­στεί μέχρι πέντε χρό­νια. Υπήρ­χαν και οι εγκλη­μα­τι­κές φυλα­κές, που ήταν για τους κατα­δι­κα­σμέ­νους από πέντε και πάνω. Εμέ­να τι να με κάνουν; Με έβα­λαν στις επα­νορ­θω­τι­κές, αφού δεν υπήρ­χαν άλλες, και η δίκη έπρε­πε να γίνει στη Λάρι­σα. Το πρωί λοι­πόν μας δίνα­νε το τσάι. Έμπαι­ναν όλοι στη γραμ­μή για να το πάρουν. Έμπαι­να κι εγώ. Όμως προη­γου­μέ­νως ένας κρα­τού­με­νος έκα­νε την προ­σευ­χή κι έλε­γε το «Πιστεύω…» Μετά κατευ­θεί­αν στη σει­ρά και στο καζά­νι για το τσάι.

Εγώ δεν έκα­να το σταυ­ρό μου. Όμως στε­κό­μου­να σε στά­ση προ­σο­χής σεβό­με­νος την πίστη των άλλων. Όταν το πρό­σε­ξαν, με φώνα­ξε ο φύλα­κας και μου έκα­νε παρα­τή­ρη­ση. Εγώ συνέ­χι­σα. Οπό­τε με πήγε στον αρχιφύλακα.

«Κοί­τα­ξε εδώ», του λέω, «δεν θέλω να κοροϊ­δέ­ψω κανέ­ναν. Ποιος θα με πιστέ­ψει, αφού ξέρουν ότι είμαι κομ­μου­νι­στής, αν κάνω το σταυ­ρό μου και λέω προ­σευ­χή; Να σας κοροϊ­δέ­ψω δεν θέλω. Επο­μέ­νως, ξεχά­στε το! Προ­σευ­χή δεν κάνω».

Στις φυλα­κές πάντα προ­ΐ­στα­ται ο εισαγ­γε­λέ­ας της πόλης όπου βρί­σκο­νται. Ερχό­ταν κι εκεί ο εισαγ­γε­λέ­ας, μια φορά τη βδο­μά­δα, κι έπαιρ­νε ανα­φο­ρά για τους κρα­τού­με­νους, για τα ζητή­μα­τα που δημιουρ­γού­σαν. Τότε ο αρχι­φύ­λα­κας μ’ έβγα­λε στην ανα­φο­ρά. Ο εισαγ­γε­λέ­ας γνώ­ρι­ζε τον αδελ­φό μου και με ρώτη­σε τι κάνει. Κι ενώ κατά κάποιο τρό­πο ήταν αυστη­ρός μαζί μου, ούτε σε τιμω­ρία με υπέ­βα­λε ούτε τίπο­τα. Εγώ, επει­δή με ρώτη­σε για τον αδελ­φό μου, ξεθάρ­ρε­ψα περισ­σό­τε­ρο και του λέω:

«Άκου­σε μωρέ, ακό­μα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προ­σευ­χή δεν θα ‘κανα».
«Για­τί;» μου λέει.
«Για­τί εδώ βάζουν και κάνει προ­σευ­χή ο Κασ­σα­βέ­της. Αυτός λέει το “Πιστεύω”».
Τότε γυρί­ζει ο εισαγ­γε­λέ­ας και λέει στον αρχιφύλακα:
«Αυτόν βάζε­τε; Τότε έσει δίκιο…»

Ποιος ήταν ο Κασ­σα­βέ­της; Όταν περ­νού­σα το πρώ­το δικα­στή­ριο στη Λάρι­σα, είχα δια­βά­σει όλα τα πρα­κτι­κά της δίκης του στην Ελευ­θε­ρία. Ο Κασ­σα­βέ­της, λοι­πόν, ήταν τμη­μα­τάρ­χης του Δημό­σιου Ταμεί­ου της Λάρισας…] 

(Η αφή­γη­ση του Χαρί­λα­ου συνε­χί­ζε­ται με την εξι­στό­ρη­ση του βίου και της πολι­τεί­ας του Κασσαβέτη…).

"Δεκέμβρης ΄71. Στο δωματιάκι του Χαρίλαου στη Λέρο. Ο Κώστας Λουλές σφυρίζει ένα σκοπό, η παρέα παρακολουθεί"

“Δεκέμ­βρης ΄71. Στο δωμα­τιά­κι του Χαρί­λα­ου στη Λέρο. Ο Κώστας Λου­λές σφυ­ρί­ζει ένα σκο­πό, η παρέα παρακολουθεί”

Ο… μπάρ­μπας μου ο Μαρξ! [5]

Φθι­νό­πω­ρο του 1985. Ο Χαρί­λα­ος, ο Κώστας Λου­λές και άλλοι, κατα­λή­γουν στο σπί­τι του Λου­λέ στην Αθή­να, μετά την προ­βο­λή της ται­νί­ας του Βούλ­γα­ρη «Πέτρι­να χρό­νια», που παρα­κο­λού­θη­σαν. Οι μνή­μες ζωντα­νές, η συγκί­νη­ση έκδη­λη. Η παρέα δεν αργεί να «πιά­σει» τα παλιά. Οι διη­γή­σεις δίνουν και παίρ­νουν. Ο Χαρί­λα­ος θυμά­ται ένα περι­στα­τι­κό με το τραν­ζι­στο­ρά­κι στις φυλα­κές της Αίγι­νας, όπου βρι­σκό­ταν με τον αχώ­ρι­στο φίλο του Κώστα Λου­λέ, τον Γιώρ­γη Τρι­κα­λι­νό και άλλους. Το ένα περι­στα­τι­κό φέρ­νει το άλλο και η συζή­τη­ση έχει ανάψει…

[«Η ιστο­ρία με το τραν­ζί­στορ κρά­τη­σε γύρω στα δυο χρό­νια, μέχρι να απο­φυ­λα­κι­στού­με. Το ήξε­ραν μόνο ο πατέ­ρας σου (σ.σ. Ο Χαρί­λα­ος απευ­θύ­νε­ται εδώ στη Νίτσα Λου­λέ, κόρη του Κώστα Λου­λέ και συγ­γρα­φέα του βιβλί­ου, που είναι παρού­σα στη συζή­τη­ση), ο Τρι­κα­λι­νός κι εγώ. Ζητού­σα να φυλάω τσί­λιες κάθε φορά που κάνα­με μάθη­μα (αν μας έπια­ναν πάνω στο μάθη­μα, μας στέλ­να­νε δικα­στή­ριο), μόνο και μόνο για να ακούω τις ειδή­σεις. Έβα­ζα τα ακου­στι­κά στο αυτί και καθό­μουν στην πόρ­τα. Σε κατάλ­λη­λη ευκαι­ρία τους έλε­γα τα νέα. Εκεί­νοι που δεν ήξε­ραν την ύπαρ­ξη του τραν­ζί­στορ ανα­ρω­τιό­νταν από που τα μάθαι­να. Ώσπου, ένα βρά­δυ, τους το απο­κά­λυ­ψα. Ήταν το ’66. Ο Πανα­γιώ­της Κανελ­λό­που­λος έκα­νε δηλώ­σεις για μας. “Ντρο­πή για την πολι­τεία, έλε­γε ανά­με­σα στα άλλα, να φοβά­ται εξή­ντα κρα­του­μέ­νους (τόσοι είχα­με απο­μεί­νει πια) και να τους κρα­τά­ει στη φυλα­κή σαν επι­κίν­δυ­νους για το κρά­τος”. Κάπως έτσι ήταν οι δηλώ­σεις του Κανελ­λό­που­λου. Μόλις το άκου­σα, τους είπα. “Παι­διά βγαί­νου­με”. Και τους απο­κά­λυ­ψα την ύπαρ­ξη του τρανζίστορ».

(Κώστας Λου­λές): «Θυμά­σαι, βρε Χαρι­λιό, το “ντου” που μας έκα­ναν και πήραν ό,τι χαρ­τι­κό είχα­με πάνω μας;»
(Χαρί­λα­ος): «Εγώ θυμά­μαι, εσύ τη λου­λέι­κη φασα­ρία που έκα­νες, τη θυμά­σαι; Που λέτε, σε κεί­νο το γιου­ρού­σι ‑για­τί για γιου­ρού­σι επρό­κει­το- μας πήραν όλα τα βιβλία, όλες τις φωτο­γρα­φί­ες, σημειώ­μα­τα, τα πάντα. Ο πατέ­ρας σου έχα­σε σε κεί­νο το πλιά­τσι­κο όλα τα τεύ­χη του Οικο­νο­μι­κού Ταχυ­δρό­μου που φύλα­γε. Έκα­νε καβγά που δε λέγε­ται, μα ποιος τον άκου­γε! Το νόστι­μο, όμως, ήταν άλλο. Ένας από τους συγκρα­τού­με­νους στο θάλα­μό μας είχε πάνω από το ράν­τζο του τη φωτο­γρα­φία του Μαρξ. Πάει ο φύλα­κας να την ξεκρεμάσει.

“Μη, σε παρα­κα­λώ”, του λέει.
“Για­τί, ποιος είναι;”
“Ο μπάρ­μπας μου, ο παπάς”.
“Έχεις, μωρέ, μπάρ­μπα παπά και είσαι φυλακή;”
“Μα, αυτός με έφε­ρε εδώ μέσα”.
»Και γλί­τω­σε η φωτο­γρα­φία του Μαρξ, για­τί ο φύλα­κας νόμι­σε πως ο μπάρ­μπας του ο παπάς ήταν αντί­θε­τος από τον ανι­ψιό του και τον έστει­λε φυλακή!»

(Νίτσα Λου­λέ) Έκα­τσε μαζί μας ο Χαρί­λα­ος εκεί­νη την Κυρια­κή μέχρι αργά το από­γευ­μα, με ιστο­ρί­ες, πει­ράγ­μα­τα και αστεία…] 

"Με το Γιώργο Τρικαλινό, που μοιράστηκαν πολλές φορές το ίδιο κελί και το ίδιο φαγητό σε φυλακές και εξορίες"

“Με το Γιώρ­γο Τρι­κα­λι­νό, που μοι­ρά­στη­καν πολ­λές φορές το ίδιο κελί και το ίδιο φαγη­τό σε φυλα­κές και εξορίες”

«Αν σε κόλ­λα­γε αυτός ο που­τσα­ράς στα χέρια δε γλί­τω­νες!» [6]

Το συγκε­κρι­μέ­νο περι­στα­τι­κό τοπο­θε­τεί­ται μάλ­λον στο 1959. Μετά την τετρά­χρο­νη φυλά­κι­ση στην Κέρ­κυ­ρα και πριν τη μεγά­λη δίκη στην Αθή­να την Άνοι­ξη του ΄60.

[Εκεί­νη την επο­χή τίπο­τα δεν έκα­νε εντύ­πω­ση. Μέχρι που είδα­με να νοι­κιά­ζουν ακό­μα και που­τά­νες που παρί­στα­ναν τις χήρες και κάθο­νταν έξω από τα δικα­στή­ρια σε δίκες αγω­νι­στών και μαδιό­ντου­σαν κι έδει­χναν τον κατη­γο­ρού­με­νο ότι δήθεν τον ανα­γνώ­ρι­ζαν και πως ήταν αυτός που σκό­τω­σε τον… άντρα τους. Τρο­με­ρά πράγ­μα­τα έγι­ναν τότε.

Πέρα­σα και δύο δικα­στή­ρια στη Λευ­κά­δα Το ένα ήταν για το φόνο ενός δασκά­λου, του Ροκό­φυλ­λου. Μου φαί­νε­ται πως ήταν μπάρ­μπας του βου­λευ­τή του ΠΑΣΟΚ, του δικη­γό­ρου. Η αλή­θεια είναι ότι κάτι συνερ­γά­τες του Μάρ­κου βρή­καν την ευκαι­ρία να ξεθά­ψουν κάποιες παλιές ιστο­ρί­ες με τον Παλιού­ρα. Ο Παλιού­ρας ήταν μόνι­μος αξιω­μα­τι­κός, που είχε βγει στο βου­νό με μια ομά­δα ‑ανά­με­σα τους και ο Ροκό­φυλ­λος- και κυνη­γού­σε τον ΕΛΑΣ στην περιο­χή. Κάπου στην Άρτα τον πιά­σα­νε και τον σκο­τώ­σα­νε, καθώς περ­νού­σε ο Μάρ­κος προς τα πάνω. Αλλά εγώ δεν είχα καμιά σχέ­ση. Δεν ήμου­να στο Επι­τε­λείο του Μάρ­κου, είχα τη φύλα­ξή τους και έπρε­πε να τους περά­σω, οδη­γώ­ντας τους μέσα από τους βάλτους.

Μόκα λέγα­νε το μάρ­τυ­ρα κατη­γο­ρί­ας που εμφα­νί­στη­κε ενα­ντί­ον μου, και ήταν από ένα χωριό του δήμου Απε­ρα­ντί­ων, τρο­μο­κρά­της ο ίδιος της περιο­χής από Τέτρα­κο έως Εδεσ­σό και Βάλ­το. Να φαντα­στείς ότι οι δικη­γό­ροι έφε­ραν στο δικα­στή­ριο αντί­γρα­φο από το ποι­νι­κό του μητρώο και ήταν κατα­δι­κα­σμέ­νος τρεις τέσ­σε­ρις φορές για τυμβωρυχία.

Παρου­σιά­στη­κε στο δικα­στή­ριο φορώ­ντας στρα­τιω­τι­κό χιτώ­νιο, με μαλ­λιά μακριά, γενειά­δα ως το στή­θος, και στα πόδια του είχε τσα­ρού­χια με φού­ντες. Ήταν ο φόβος και ο τρό­μος της περιο­χής. Ο δικη­γό­ρος μου, απευ­θυ­νό­με­νος προς το δικα­στή­ριο, είπε δεί­χνο­ντάς τον: «Ο απί­θα­νος αυτός τύπος με την πλου­σί­αν βλά­στη­σιν από τους πόδας έως της κορυφής…»

Του λέει ο πρόεδρος:
«Πες μας εσύ τι ξέρεις».
«Ο κατη­γο­ρού­με­νος», του απα­ντά ‑και δεί­χνει εμέ­να- «κρα­τού­σε, κύριε πρό­ε­δρε, στο ένα χέρι το χαρ­τί, στο άλλο το μαχαί­ρι, κι έτσι τον έσφα­ξε τον Ροκόφυλλο».

Παρα­ξε­νεύ­τη­κε ο πρό­ε­δρος. Εγώ ήμουν διοι­κη­τής μιας μονά­δας πέντε χιλιά­δων ανταρ­τών και συνό­δευα τον Μάρ­κο. Θα κατέ­βαι­να ποτέ εγώ ο ίδιος μ’ ένα χαρ­τί στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μαχαί­ρι να σφά­ξω ποιον;

«Είσαι βέβαιος», τον ξανα­ρω­τά ο πρό­ε­δρος, «ότι ήταν ο κατηγορούμενος;»
«Τι λες, κύριε πρό­ε­δρε. Αν σε κόλ­λα­γε αυτός ο που­τσα­ράς στα χέρια, δεν γλίτωνες».

Έμει­νε το δικα­στή­ριο. Πρό­ε­δρος και δικα­στές και ακρο­α­τή­ριο λύθη­καν από τα γέλια. Το ζήτη­μα δεν ήταν η κου­βέ­ντα «που­τσα­ράς» που είπε για μένα. Για­τί στις δικές μας περιο­χές, Ευρυ­τα­νία και Ρού­με­λη, η λέξη είχε εντε­λώς άλλη έννοια. Όταν κάποιος δεί­χνει μεγά­λο ανδρι­σμό, γεν­ναιό­τη­τα, παλι­κα­ριά — ακό­μα και γυναί­κες άκου­γες να λέει η μια στην άλλη, «Μπρά­βο, ρε που­τσα­ρί­να», αν κάποια έδει­χνε ιδιαί­τε­ρο δυνα­μι­σμό. Αυτήν την έννοια είχε. Αλλά φυσι­κά σε ανθρώ­πους που δεν προ­έρ­χο­νταν από τις περιο­χές μας η λέξη προ­κά­λε­σε γέλια και έκπληξη.] 

1,3,4,6: «Άννα Πανα­γιω­τα­ρέα, Κι σέν, πώς σ’ λεν; Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης», εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη (τέταρ­τη έκδο­ση), 2001

2,5: «Νίτσα Λου­λέ –Θεο­δω­ρά­κη, Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης», εκδό­σεις Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, 1995.

Οι φωτο­γρα­φί­ες (και λεζά­ντες) από το βιβλίο της Νίτσας Λου­λέ –Θεο­δω­ρά­κη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο