Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χορός στα ποτήρια

Γρά­φει η ofisofi //

Την συγ­γρα­φέα Γεωρ­γία Τάτση δεν την γνώ­ρι­ζα ούτε καν την είχα ακου­στά και δεν ξέρω αν θα αγό­ρα­ζα το βιβλίο της , Χορός στα ποτή­ρια, αν το έβλε­πα στην προ­θή­κη ενός βιβλιο­πω­λεί­ου. Το αγό­ρα­σα μετά από πρό­τα­ση πολύ καλού μου φίλου και κυρί­ως από την προ­τρο­πή του να το δια­βά­σω οπωσδήποτε.

Τι να γρά­ψω για το Χορό στα ποτή­ρια;! Το διά­βα­σα μονο­ρού­φι μέσα σε δύο ώρες. Μια συνο­μι­λία με τη μνή­μη και μια σπα­ρα­κτι­κή αφή­γη­ση που δεν αφο­ρά μόνο στο θάνα­το αλλά στη μετα­νά­στευ­ση, στη μονα­ξιά, στην εκδί­κη­ση, στην τιμω­ρία, στην αγά­πη και στον ανθρώ­πι­νο πόνο. Στην πτή­ση και στην πτώ­ση , στον πάνω και τον κάτω κόσμο , στο γεφύ­ρω­μα και στην αντι­στρο­φή τους. Ποιος είναι ο πάνω κόσμος και ποιος ο κάτω ;

Αρχι­κά δια­βά­ζο­ντας το η περί­πτω­ση του Αλέ­ξαν­δρου, μετα­νά­στη σε μια σου­η­δι­κή πόλη τη δεκα­ε­τία του ’70 μού έφε­ρε στο νου το Διπλό Βιβλίο του Χατζή. Ένας άνθρω­πος ξένος ανά­με­σα στους ξένους .Η υπό­θε­ση όμως δια­φο­ρο­ποιεί­ται σημα­ντι­κά για­τί παρα­κο­λου­θού­με αυτόν τον νέο να συνο­μι­λεί με τους δικούς του, να θυμά­ται, να πονά­ει, μέσα από τα είδω­λα τους όπως αυτά καθρε­φτί­ζο­νται στα τζά­μια που καθα­ρί­ζει σαν αντα­νά­κλα­ση της φαντα­σί­ας του και των βαθύ­τε­ρων συναι­σθη­μά­των του.Με αυτό τον τρό­πο μετα­φέ­ρε­ται και μετα­φε­ρό­μα­στε στο παρελ­θόν του. Γνω­ρί­ζου­με σιγά σιγά την ιστο­ρία του. Πολύ δυνα­τές οι εικό­νες με τα πλά­για γράμ­μα­τα. Ο θάνα­τος της μάνας του, η μετα­φο­ρά της από τον πατέ­ρα σε ένα κοφί­νι, η εικό­να των παι­διών στο παρά­θυ­ρο, τα μοι­ρο­λό­για είναι σκη­νές πολύ οδυ­νη­ρές αλλά συγ­χρό­νως μάς ταξι­δεύ­ουν σε μια άλλη επο­χή που οι άνθρω­ποι ήταν εξοι­κειω­μέ­νοι περισ­σό­τε­ρο με την ιδέα του θανά­του . Πιο πολύ και από το θάνα­το της μάνας με σπά­ρα­ξε η εικό­να του παι­διού που αφή­νε­ται στη θεία για να το μεγα­λώ­σει. Κάποιος πεθαί­νει ξαφ­νι­κά, η ζωή τελεί­ω­σε γι’ αυτόν αλλά ο πόνος του παι­διού που απο­χω­ρί­ζε­ται έτσι βίαια τη μάνα του είναι αξε­πέ­ρα­στος, αφή­νει πλη­γές που δεν κλεί­νουν ποτέ. Η απώ­λεια πολύ αγα­πη­μέ­νου προ­σώ­που είναι αβά­στα­χτη όσο πιο μικρή είναι η ηλι­κία αυτού που τη βίω­σε, αλλά η απώ­λεια της μάνας είναι ό,τι πιο επώ­δυ­νο και τραυ­μα­τι­κό μπο­ρεί να συμ­βεί στη ζωή ενός ανθρώ­που σε όποια ηλι­κία κι αν βρί­σκε­ται. Αντι­κρύ­ζεις τη μάνα σου στο φέρε­τρο , απο­δέ­χε­σαι το συμ­βάν και αν αυτό είναι και μετά από βασα­νι­στι­κή αρρώ­στια βοη­θά­ει περισ­σό­τε­ρο, όμως περ­νώ­ντας ο και­ρός επα­νέρ­χε­ται συνε­χώς η εικό­να και λες κρυ­φά μέσα σου κλαί­γο­ντας με ένα βου­βό εσω­τε­ρι­κό κλά­μα ” Μα ήταν η μάνα μου αυτή εκεί μέσα;” και τότε σού έρχο­νται στο νου εικό­νες διά­φο­ρες από την παι­δι­κή σου ηλι­κία. Εικό­νες απαλ­λαγ­μέ­νες από όποιες κακές στιγ­μές και εξα­γνι­σμέ­νες μέσα σου. Η μορ­φή του νεκρού εξι­δα­νι­κεύ­ε­ται με το χρό­νο. Πόσο μάλ­λον όταν αυτό έχει συμ­βεί ξαφ­νι­κά και σε μικρή ηλι­κία όπως στην περί­πτω­ση του Αλέξανδρου.

Άρω­μα μαντα­ρι­νιού δια­χέ­ε­ται στην ατμό­σφαι­ρα και συν­δέ­ει το παρελ­θόν με το παρόν του ήρωα. Ένας μετα­νά­στης ο Αλέ­ξαν­δρος με πολ­λές ανα­μνή­σεις και βιώ­μα­τα τραυ­μα­τι­κά, που βρί­σκει τον έρω­τα και την αγά­πη εκεί μακριά στη Σου­η­δία και που όλα αυτά έρχο­νται να δεθούν με τον αντι­δι­κτα­το­ρι­κό αγώ­να και γενι­κό­τε­ρα με τον αγώ­να και τα θύμα­τα του σε μια ανα­δρο­μι­κή αφή­γη­ση όπου εμπλέ­κο­νται θύτες και θύμα­τα της νεό­τε­ρης ιστο­ρί­ας- Αντί­στα­ση, Εμφύ­λιος- και φτά­νουν μέχρι τα δικά του χρό­νια. Μια γραμ­μή αίμα­τος συν­δέ­ει τον Αλέ­ξαν­δρο με νεκρούς — αγω­νι­στές της οικο­γέ­νειας του, αντάρ­τες του ΕΛΑΣ, και η είδη­ση για τα βασα­νι­στή­ρια του ξαδέλ­φου του Δημή­τρη από τους βασα­νι­στές της χού­ντας, που τον άφη­σαν παρά­λυ­το και μου­γκό, δίνουν νέα ώθη­ση στη δρά­ση και στην εξέ­λι­ξη της ιστορίας.

Ο Αλέ­ξαν­δρος θέλει να εκδι­κη­θεί το βασα­νι­στή του ξαδέλ­φου του. Το σχέ­διο του απο­κα­λύ­πτε­ται στα­δια­κά και μάς κάνει να φαντα­στού­με το τέλος.Θα είναι όμως έτσι; Εκπλη­κτι­κή ψυχο­γρά­φη­ση του ήρωα κατά τη διάρ­κεια της προ­ε­τοι­μα­σί­ας του για την τιμω­ρία του βασα­νι­στή του ξαδέλ­φου του Δημή­τρη. Τρο­με­ρές οι εσω­τε­ρι­κές συγκρού­σεις και η κατά­δυ­ση στα βάθη του υπο­συ­νεί­δη­του του.

Μπο­ρεί η πτώ­ση της χού­ντας και η απο­κα­τά­στα­ση του κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού να έφε­ρε τη λήθη, και να κατα­πρά­υ­νε τα εκδι­κη­τι­κά συναι­σθή­μα­τα, όμως δεν τα σκότωσε.

Η επά­νο­δος του Αλέ­ξαν­δρου στο χωριό για το γάμο της αδελ­φής του εμμέ­σως προ­ε­τοι­μά­ζει την κατά­λη­ξή του. Η περι­γρα­φή του γλε­ντιού, του χορού, της μου­σι­κής αλλά κυρί­ως η συμ­με­το­χή του Αλέ­ξαν­δρου σε αυτά είναι συγκλο­νι­στι­κή. Η εικο­νο­γρα­φία του χορού, η λεπτο­με­ρής περι­γρα­φή του χορού στα ποτή­ρια με τελε­τουρ­γι­κές κινή­σεις, ο παρα­πο­νιά­ρι­κος, μακρό­συρ­τος ήχος του κλα­ρί­νου που συνο­δεύ­ει το χορευ­τή και γίνε­ται ένα μαζί του στην από­λυ­τη έκφρα­ση τού μέσα του κόσμου. Την ώρα του χορού ο χορευ­τής βγά­ζει από μέσα του τη χαρά και τη λύπη του, τον πόνο του θανά­του, το σπα­ραγ­μό του απο­χω­ρι­σμού και την έντα­ση του αντα­μώ­μα­τος. Αγγί­ζει την ψυχή του και βγά­ζει φτε­ρά. Η πτή­ση. Και πάνω εκεί που στρο­βι­λί­ζε­ται και ακρο­πα­τά αέρι­νος στα ποτή­ρια εμφα­νί­ζε­ται ο εφιάλ­της , ο βασα­νι­στής. Τότε έρχε­ται το τέλος αντε­στραμ­μέ­νο. Η πτώ­ση. Η ψυχή σπρώ­χνει στην έξο­δο, ραγί­ζει το σώμα, σπά­ει τα δεσμά και απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται. Κατε­βαί­νει στο έρε­βος, περ­νά στην αντί­πε­ρα όχθη και μετά ιρι­δί­ζει ψηλά ‚σύν­νε­φο και αέρας. Ένα πάνω – κάτω είναι η δια­φο­ρά ανά­με­σα στη ζωή και στο θάνα­το. Ένα κλά­σμα του χιλιο­στού η μετά­βα­ση από τη μια όχθη στη άλλη. Ανά­με­σά τους το απα­θα­νά­τι­σμα, ό,τι μπο­ρεί να κρα­τή­σει την εικό­να και τη μνή­μη του νεκρού ανά­με­σά μας.

Αλλα­γή πλά­νου. Ένας άρρω­στος ηλι­κιω­μέ­νος άνθρω­πος σε ένα υπό­γειο δια­μέ­ρι­σμα βασα­νί­ζε­ται από την αρρώ­στια, τους εφιάλ­τες και τις ανα­μνή­σεις του. Ανα­μνή­σεις σε πρώ­το επί­πε­δο από τη γυναί­κα του. Νεκρή πλέ­ον. Τον συντρο­φεύ­ουν ό,τι απέ­μει­νε από τα κοκ­κα­λά­κια της και μερι­κά προ­σω­πι­κά αντι­κεί­με­να. Δια­βά­ζω και φεύ­γουν τα δάκρυα από τα μάτια μου χωρίς να το θέλω. Ανα­κι­νού­νται μέσα μου σκέ­ψεις και συναι­σθή­μα­τα για τις σχέ­σεις των ζευ­γα­ριών, για τη ζωή, το θάνα­το, τη μονα­ξιά. Ο έρω­τας των εφη­βι­κών χρό­νων που έγι­νε μόνι­μη σχέ­ση, η αγά­πη, η συντρο­φι­κό­τη­τα, η τρυ­φε­ρό­τη­τα, η φρο­ντί­δα όταν η γυναί­κα αρρω­σταί­νει. Όλα αυτά με φορ­τί­ζουν και σκέ­φτο­μαι πόσο ται­ρια­στό και αγα­πη­μέ­νο είναι αυτό το ζευ­γά­ρι και πόσο τρα­γι­κή η ζωή όταν ο ένας στε­ρεί­ται τον άλλο.

Όμως μέσα από τις ανα­μνή­σεις του άνδρα και την εναλ­λα­γή τους με τη σύγ­χρο­νη ζωή του, αρχί­ζει να υπο­χω­ρεί η συναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση και να απο­κα­θη­λώ­νε­ται η εικό­να του. Το παρελ­θόν του, η σχέ­ση με την οικο­γέ­νειά του, τον πατέ­ρα του, τα στε­ρε­ό­τυ­πα με τα οποία μεγά­λω­σε, οι κοι­νω­νι­κές προ­λή­ψεις απο­κα­λύ­πτουν ένα δια­φο­ρε­τι­κό άνθρω­πο και μέσα από τους εφιάλ­τες του έρχε­ται η σύν­δε­ση του με τον Αλέ­ξαν­δρο και το Δημή­τρη. Είναι ο Τάσος. Πρώ­τα βασα­νι­στής και μετά φονιάς. Λαγός στι­φά­δο το εύρη­μα της συγ­γρα­φέα για αυτή την απο­κά­λυ­ψη και πιο συγκε­κρι­μέ­να τα μάτια του λαγού που είναι πάντα ανοι­κτά ακό­μη και στον ύπνο και παρα­κο­λου­θούν τα πάντα.

Τα μάτια του λαγού που γίνο­νται ερι­νύ­ες και τον κατα­διώ­κουν, τον βασα­νί­ζουν, μπή­γουν τα νύχια τους βαθιά μέσα του και ξεσχί­ζουν την ψυχή του αν υπάρ­χει ακό­μη κάτι από αυτή.

Το τέλος του το μαθαί­νου­με από τον ίδιο αλλά ενώ είναι νεκρός πια. Λίγο αδύ­να­τη λογο­τε­χνι­κά μου φάνη­κε αυτή η ενό­τη­τα. Έχω την αίσθη­ση της βια­σύ­νης να δοθεί ένα τέλος στην ιστο­ρία. Αυτό όμως δεν μειώ­νει στο ελά­χι­στο την αξία του. Το μήνυ­μα είναι σαφές.Το παρελ­θόν επι­στρέ­φει και η αδι­κία πλη­ρώ­νε­ται αλλά η ψυχή – αν υπάρ­χει – δεν ξέρω κατά πόσο ανα­παύ­ε­ται. Τα μάτια του νεκρού που μένουν ανοι­κτά για­τί κανείς δεν βρέ­θη­κε να τα κλεί­σει είναι ίσως μια τιμω­ρία. Μεγα­λύ­τε­ρη όμως είναι ο βασα­νι­στι­κός δρό­μος που περ­πα­τά μέχρι να βγει η ψυχή του, μέχρι να πεθάνει.

Ο κύκλος κλεί­νει. Η τάξη αποκαθίσταται.

Ύβρις – άτη – νέμε­σις – τίσις. Αυτό το σχή­μα ήρθε στο νου μου τελειώ­νο­ντας το βιβλίο. Ο άνθρω­πος που δια­πράτ­τει αδι­κία, που ασκεί εξου­σία ‚που χρη­σι­μο­ποιεί βία ενα­ντί­ον των άλλων για­τί νομί­ζει ότι είναι πανί­σχυ­ρος , που κατα­πα­τά την αξιο­πρέ­πεια τους, που γνω­ρί­ζο­ντας ή αγνο­ώ­ντας το κακό που κάνει, γίνε­ται α- νόη­τος και τυφλός. Κάποια στιγ­μή θα τιμω­ρη­θεί ακό­μα και αν αυτή την τιμω­ρία τη βλέ­που­με στο βασα­νι­στι­κό θάνα­το. Σε μια δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση θα μπο­ρού­σε να επε­κτα­θεί σε μηχα­νι­σμούς εξου­σί­ας και δυνά­μεις κατα­στο­λής που τοπο­θε­τούν απέ­να­ντι τους τον άνθρω­πο — αγωνιστή.

Από την άλλη μεριά με κάποιο τρό­πο έρχε­ται η δικαί­ω­ση και η κάθαρ­ση για τα θύμα­τα. Είτε βρί­σκο­νται στη ζωή είτε έχουν βρει το θάνα­το. Κάποιος άλλος θα απο­κα­τα­στή­σει στο όνο­μά τους την αδικία.

Δεν ξέρω αν συνέ­λα­βα τις προ­θέ­σεις της συγ­γρα­φέα, αλλά δεν νομί­ζω ότι έχει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία, για­τί ένα λογο­τε­χνι­κό έργο από τη στιγ­μή που φεύ­γει από τα χέρια του συγ­γρα­φέα του γίνε­ται κτή­μα του ανα­γνώ­στη και ο κάθε ανα­γνώ­στης «συνο­μι­λεί» μαζί του ανά­λο­γα. Μου άρε­σε όμως όχι μόνο για την υπό­θε­ση αλλά και για την ευρη­μα­τι­κή αφη­γη­μα­τι­κή τεχνι­κή που χρη­σι­μο­ποιεί και την υπο­στη­ρί­ζει ένα πλού­σιο και πολύ ζωντα­νό λεξι­λό­γιο που αγγί­ζει τα όρια του ποι­η­τι­κού λόγου σε πολ­λά σημεία πχ. η στιγ­μή του θανά­του του Αλέ­ξαν­δρου ή μάλ­λον το πέρα­σμα του από τον ένα κόσμο στον άλλο.

Εξαι­ρε­τι­κό, συγκι­νη­τι­κό, συντα­ρα­κτι­κό, σπα­ρα­κτι­κό, υπαρ­ξια­κό, αισιό­δο­ξο αν και ο θάνα­τος κυριαρ­χεί σε μεγά­λο μέρος. Ανθρώ­πι­νο! Γήι­νο και μετα­φυ­σι­κό συγχρόνως.

χοροσ

Γεωρ­γία Τάτση, Χορός στα ποτήρια,Γαβριηλίδης , 2013

Η Γεωρ­γία Τάτση γεν­νή­θη­κε το 1952 στο Κλει­στό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθή­να. Εργά­στη­κε σε δια­φη­μι­στι­κές εται­ρεί­ες το κρα­τι­κό ραδιό­φω­νο και την κρα­τι­κή τηλε­ό­ρα­ση. Σκη­νο­θέ­τη­σε ντο­κι­μα­ντέρ και σει­ρές ντο­κι­μα­ντέρ (“Η Βου­λή στο χακί”, “Σαν παλιά φωτο­γρα­φία”, “Σήμε­ρα έχεις εφη­με­ρία”, “Με τα μάτια του Αλεσ­σάν­δρο Νάτα” κ.ά.) Το διή­γη­μά της “Κολο­κύ­θα” δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό “Τα δέκα­τα” ενώ “Η κλω­τσιά της πετα­λού­δας” συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο “HOTEL ένοι­κοι γρα­φής”, 2007 “Είμα­στε όλοι μετα­νά­στες “, εκδό­σεις Πατά­κη. (Πηγή βιο­γρα­φι­κών στοι­χεί­ων: BiblioNet).

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το ιστο­λό­γιο ofisofi

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο