Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρόνια πολλά στις Βαρβάρες που γιορτάζουν σήμερα 4 Δεκεμβρίου

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Η σημε­ρι­νή γιορ­τή της αγί­ας Βαρ­βά­ρας μας δίνει την ευκαι­ρία να «ταξι­δέ­ψου­με» στους πρώ­τους χρι­στια­νι­κούς αιώ­νες και να δού­με πώς δια­δό­θη­κε ο χρι­στια­νι­σμός και πώς προ­έ­κυ­ψαν οι άγιοι και οι άγιες.

Ο χρι­στια­νι­σμός δια­δί­δε­ται αρχι­κά στις κατώ­τε­ρες τάξεις και στις γυναί­κες, ενώ προ­σκρού­ει στην απρο­θυ­μία των αντρών. Η προ­ϋ­πό­θε­ση της αυστη­ρής ασκη­τι­κής απω­θεί τους άντρες. Αυτή η προ­ϋ­πό­θε­ση εκφρά­ζει την αντί­θε­ση του χρι­στια­νι­σμού στον ειδω­λο­λα­τρι­κό πολι­τι­σμό όπου η σάρ­κα και ο έρω­τας είναι θεο­ποι­η­μέ­να από τους ειδω­λο­λά­τρες, η μυθο­λο­γία τους ανή­θι­κη και η κοι­νω­νία τους διεφθαρμένη.

Η Βαρβάρα έζησε στη Νικομήδεια, κόρη τοπικού ειδολωλάτρη άρχοντα. Ηταν προικισμένη με σπάνια ομορφιά. Επειδή η φήμη της εξαπλωνόταν, ο πατέρας της για να προστατέψει την αγνότητά της την έκλεισε σε έναν πύργο ώστε να μην τη βλέπει κανείς.Ετσι ένα από τα εμβλήματα της αγίας είναι ο πύργος(έργο του Jan va Eyck, «grisaille» σε ξύλο, τεχνική που χρησιμοποιήθηκε στην Αναγέννηση με τη χρήση 7 στρωμάτων χρώματος για να αποδώσει το γκρίζο χρώμα)

Η Βαρ­βά­ρα έζη­σε στη Νικο­μή­δεια, κόρη τοπι­κού ειδο­λω­λά­τρη άρχο­ντα. Ηταν προι­κι­σμέ­νη με σπά­νια ομορ­φιά. Επει­δή η φήμη της εξα­πλω­νό­ταν, ο πατέ­ρας της για να προ­στα­τέ­ψει την αγνό­τη­τά της την έκλει­σε σε έναν πύρ­γο ώστε να μην τη βλέ­πει κανείς.Ετσι ένα από τα εμβλή­μα­τα της αγί­ας είναι ο πύργος(έργο του Jan va Eyck, «grisaille» σε ξύλο, τεχνι­κή που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στην Ανα­γέν­νη­ση με τη χρή­ση 7 στρω­μά­των χρώ­μα­τος για να απο­δώ­σει το γκρί­ζο χρώμα)

Οι γυναί­κες απο­τε­λούν την πλειο­ψη­φία στο ποί­μνιο. Δημιουρ­γεί­ται όμως ένα σοβα­ρό πρό­βλη­μα εξαι­τί­ας της δυσα­να­λο­γί­ας ανά­με­σα στις γυναί­κες που είναι πάρα πολ­λές και στους άντρες που είναι ελά­χι­στοι. Η εκκλη­σία απα­γο­ρεύ­ει τους μει­κτούς γάμους. Με ποιον θα παντρευ­τεί μια νέα χρι­στια­νή; Την απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα αυτό έδω­σαν οι θεω­ρη­τι­κοί του χρι­στια­νι­σμού. Ο Κυπρια­νός στα μέσα του 3ου αιώ­να θα απα­ντή­σει: «Με κανέ­ναν αν δε βρει χρι­στια­νό σύζυ­γο». Και ο Τερ­τυλ­λιά­νος (155–240 μ.Χ.) γρά­φει: «Ο μει­κτός γάμος χρι­στια­νής με ειδω­λο­λά­τρη είναι το ίδιο φοβε­ρό αμάρ­τη­μα με την αιμο­μι­ξία ή τη μοι­χεία». Συμ­βου­λεύ­ει τις νέες των «καλών» οικο­γε­νειών να κάνουν κάποια παρα­χώ­ρη­ση και, στην ανά­γκη, να παντρεύ­ο­νται έναν άντρα κατώ­τε­ρης κοι­νω­νι­κής τάξης φτά­νει να είναι χρι­στια­νός. Αυτό όμως είναι αδια­νό­η­το για την υψη­λή κοι­νω­νία της Ρώμης και κάθε αστι­κή τάξη. Και ο χρι­στια­νι­σμός δεν έχει την πρό­θε­ση να συγκρου­στεί με την αρι­στο­κρα­τία του. Αντί­θε­τα κανα­κεύ­ει τις αρχο­ντο­πού­λες που φαί­νε­ται να έχουν σαφή επί­γνω­ση των ανα­γκών και δικαιω­μά­των τους. Γι’ αυτό ο Πάπας Κάλ­λι­στος στα τέλη του 3ουαιώνα θα επι­τρέ­ψει τού­το: Μια κοπέ­λα, ανώ­τε­ρη κοι­νω­νι­κά, που δεν μπο­ρεί να παντρευ­τεί ένα άντρα κατώ­τε­ρου κοι­νω­νι­κού επι­πέ­δου, γεγο­νός που θα τη μεί­ω­νε κοι­νω­νι­κά και θα την έβγα­ζε από τη σει­ρά της, είχε το δικαί­ω­μα να συζεί με έναν απε­λεύ­θε­ρο χρι­στια­νό, χωρίς να είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να νομι­μο­ποι­ή­σει τη σχέ­ση μαζί του με γάμο (πάνε περί­πα­το τόσο οι αντι­λή­ψεις περί ηθι­κής όσο και αυτές περί ισό­τη­τας φτω­χών και πλού­σιων — κυρί­αρ­χο το ζήτη­μα της ιδιο­κτη­σί­ας — αυτό θα απο­δει­χτεί αργό­τε­ρα όταν ο χρι­στια­νι­σμός γίνε­ται επί­ση­μη θρη­σκεία). Από αυτό το πρό­βλη­μα της συμ­βί­ω­σης προ­κύ­πτει και η καλ­λιέρ­γεια της παρ­θε­νί­ας ως ιδανικού.

Κάποιες νέες, πολύ­φερ­νες νύφες αρνή­θη­καν το γάμο με ειδω­λο­λά­τρες και η εκκλη­σία τις κατέ­τα­ξε στη «χορεία των ένδο­ξων και σεμνών παρ­θέ­νων που πλή­ρω­σαν με το αίμα τους την πίστη τους» και τιμά τη μνή­μη τους: Αικα­τε­ρί­νη, Βαρ­βά­ρα , Ανα­στα­σία, Ευγε­νία, Ευφρο­σύ­νη, Παρα­σκευή, Καλ­λιό­πη, Κυρια­κή, Ξένη, Εμμελεία.

Βαρβάρα

Σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση, η Αγία Βαρ­βά­ρα ήταν πολύ όμορ­φη. Επει­δή όμως ο πατέ­ρας την πίε­ζε να παντρευ­τεί έναν ειδω­λο­λά­τρη, αυτή παρα­κά­λε­σε το θεό και προ­σβλή­θη­κε από ευλο­γιά. Εχα­σε την ομορ­φιά της, απέ­κτη­σε όμως το χάρι­σμα να προ­στα­τεύ­ει τα παι­διά από την ευλο­γιά. Αν συλ­λο­γι­στεί κανείς το κακό που προ­ξε­νού­σε άλλο­τε η ασθέ­νεια αυτή στα παι­διά (αυλά­κω­νε και ασχή­μι­ζε το πρό­σω­πό τους για όλη τους τη ζωή), θα κατα­λά­βει τι είδους λατρεί­ες απο­λάμ­βα­νε η αγία στο παρελ­θόν, όταν το εμβό­λιο ήταν ακό­μη άγνω­στο. Αντι­κα­τέ­στη­σε, η Αγία Βαρ­βά­ρα , ως βοη­θός του ανθρώ­που, την Εκά­τη. Τα έθι­μα με τις προ­σφο­ρές προς την Αγία Βαρ­βά­ρα ται­ριά­ζουν με τα Εκά­ταια ή Εκά­της δεί­πνον προς τιμήν της Εκάτης.

Giovanni Antonio Baltraffio (1467-1515). Eλαιογραφία. Εικονίζεται όρθια μπροστά από πύργο και να κρατά δισκοπότηρο. Επειδή η αγία είχε βίαιο θάνατο προστατεύει τους ανθρώπους από κάτι αντίστοιχο. Το δισκοπότηρο που κρατά αυτό ακριβώς δηλώνει: Κανείς δε θα πεθάνει αν πρώτα δε μεταλάβει

Giovanni Antonio Baltraffio (1467–1515). Eλαιο­γρα­φία. Εικο­νί­ζε­ται όρθια μπρο­στά από πύρ­γο και να κρα­τά δισκο­πό­τη­ρο. Επει­δή η αγία είχε βίαιο θάνα­το προ­στα­τεύ­ει τους ανθρώ­πους από κάτι αντί­στοι­χο. Το δισκο­πό­τη­ρο που κρα­τά αυτό ακρι­βώς δηλώ­νει: Κανείς δε θα πεθά­νει αν πρώ­τα δε μεταλάβει

Την Αγία Βαρ­βά­ρα ο ίδιος ο πατέ­ρας της την απο­κε­φά­λι­σε ως «πατρι­καίς χερ­σί τω πατρι­κώ ξίφει την τελεί­ω­σιν δέχε­ται». Τη στιγ­μή όμως που ολο­κλή­ρω­σε το έγκλη­μά του, έπε­σε νεκρός χτυ­πη­μέ­νος από κεραυ­νό κατά θεία δίκη. Αυτόν τον τιμω­ρό κεραυ­νό συμ­βο­λί­ζουν τα πυρά του Πυρο­βο­λι­κού και γι’ αυτό καθιε­ρώ­θη­κε προ­στά­τι­δά του σε ανα­το­λή και δύση. Στην Ελλά­δα καθιε­ρώ­θη­κε ως Προ­στά­τις του όπλου αυτού το 1828 όπου στη σχε­τι­κή γιορ­τή προ­σφέρ­θη­καν λου­κου­μά­δες, επει­δή έμοια­ζαν με τα τότε σφαι­ρι­κά βλή­μα­τα των πυρο­βό­λων. Από τότε έχει γίνει παρά­δο­ση να προ­σφέ­ρο­νται λουκουμάδες.

Ετυμολογία

Δύο είναι οι ετυ­μο­λο­γι­κές εκδο­χές ερμη­νεί­ας για την προ­έ­λευ­ση του ονό­μα­τος Βαρ­βά­ρα : η σγου­ρο­μάλ­λα — από το σαν­σκρι­στι­κό barbaras. ‘Η από το βαρ, βαρ (βάρ­βα­ρος ) ήχος με τον οποίο απέ­δω­σαν οι αρχαί­οι Ελλη­νες το ακα­τα­νό­η­το άκου­σμα από τις γλώσ­σες άλλων λαών. Η αρχι­κή σημα­σία της λέξης βάρ­βα­ρος δήλω­νε αυτόν που μιλά ακα­τα­νό­η­τη γλώσ­σα. Με το χρό­νο άρχι­σε να χαρα­κτη­ρί­ζει μειω­τι­κά τους μη Ελληνες.

Τέλος, το όνο­μα Βαρ­βά­ρα έχει ποσο­στό εμφά­νι­σης 0,56% (σε δείγ­μα περί­που 50 χιλιά­δων γυναι­κεί­ων ονο­μά­των). Σχε­τι­κά είναι και τα: Ρού­λα, Ρίτσα, Βαρ­βά­ρω, Βαρ­βα­ρού­λα, Βαρβαρίτσα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο