Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν οι ποιητές γράφουν για τους μετανάστες

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Δεν είναι η πρώ­τη φορά που το Ατέ­χνως παρου­σιά­ζει ποι­η­τές που γρά­φουν για τους μετα­νά­στες και τους πρό­σφυ­γες (σε συλ­λο­γι­κό κεί­με­νο ή ατο­μι­κή παρου­σί­α­ση) και που υψώ­νουν το ανά­στη­μα τους ενά­ντια στις δολο­φο­νι­κές πολι­τι­κές της Ευρω­παι­κής Ένω­σης, της FRONTEX και των ιμπε­ρια­λι­στι­κών χωρών και ενά­ντια στον πόλε­μο και στην κατα­στρο­φή, ούτε θα είναι και η τελευ­ταία. Για άλλη μια φορά λοι­πόν, κάνου­με την επι­λο­γή αυτή και διεκ­δι­κού­με να ανα­δεί­ξου­με ότι η ποί­η­ση και η τέχνη γενι­κό­τε­ρα, καθώς κι οι ίδιοι οι δημιουρ­γοί, αυτοί που του­λά­χι­στον απο­τε­λούν οργα­νι­κό τμή­μα της εργα­τι­κής τάξης, μπο­ρεί και οφεί­λει να βρί­σκε­ται δίπλα στους απλούς ανθρώ­πους που χάνουν την περιου­σία τους, τη ζωή και τους δικούς τους ανθρώ­πους στο βρώ­μι­κο βωμό του καπι­τα­λι­στι­κού συμφέροντος.

Σε αυτό το αφιέ­ρω­μα, χωρίς ενδιά­με­σο σχο­λια­σμό από την πλευ­ρά μας, θα παρου­σιά­σου­με ποι­ή­τριες και ποι­η­τές, νέους και παλιό­τε­ρους δημιουρ­γούς, που γρά­φουν για τις δολο­φο­νί­ες των μετα­να­στών στο Φαρ­μα­κο­νή­σι, στην Λαμπε­ντού­ζα και αλλού, που απλώ­νουν χέρι αλλη­λεγ­γύ­ης στα ταξι­κά τους αδέρ­φια και που διεκ­δι­κούν να μπει ένα ορι­στι­κό τέλος στον πόλε­μο, στην κοι­νω­νι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση και εξα­θλί­ω­ση, στο ρατσι­σμό και το φασι­σμό. Οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης και τα συναι­σθή­μα­τα των κυνη­γη­μέ­νων προ­σφύ­γων δεν παιρ­νούν απα­ρα­τή­ρη­τα από τους ποι­η­τές ενώ παρου­σιά­ζο­νται κατά  περί­πτω­ση και εκεί­νοι οι ανθρώ­ποι που έχουν ανα­λά­βει χωρίς τη θέλη­ση τους και για συμ­φέ­ρο­ντα άλλων να εμπο­δί­σουν την υπο­δο­χή των μετα­να­στών. Και μπο­ρεί η ποί­η­ση να μην μπο­ρεί από μόνη της να φέρει τις αλλα­γές χρεια­ζό­μα­στε – υπάρ­χει ανά­γκη για άλλες δια­δι­κα­σί­ες, πολι­τι­κής έκτα­σης, μαζι­κές και από τη βάση της εργα­τι­κής τάξης σε ευθεία σύγκρου­ση με αυτές τις πολι­τι­κές κι όχι συμ­βι­βά­ζο­ντας τα αταί­ρια­στα – όμως έχει απα­ρά­βα­το καθή­κον να βγει μπρο­στά. Να έρθει ακό­μα και σε σύγκρου­ση με ιδε­α­λι­στι­κές λογι­κές εντός κι εκτός της ποί­η­σης που προ­σπα­θούν είτε να απο­προ­σα­να­το­λί­σουν πάνω στα κεντρι­κά σημεία του θέμα­τος, είτε να λει­τουρ­γή­σουν σαν ανά­χω­μα στις αντι­δρά­σεις των εργαζομένων.

Στη μικρή ανθο­λο­γία που ακο­λου­θεί, τα ποι­ή­μα­τα είτε έχουν δημο­σιευ­τεί στο Ατέ­χνως, είτε ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται από άλλες λογο­τε­χνι­κές σελί­δες (ανα­φέ­ρο­νται στο τέλος του αφιε­ρώ­μα­τος). Από την πλευ­ρά μας ζητά­με από τον φίλο ανα­γνώ­στη όχι μόνο να δια­βά­σει τα ποι­ή­μα­τα αλλά και να βοη­θή­σει στη διά­δω­σή τους. Για­τί το μεγα­λύ­τε­ρο όπλο της ποί­η­σης είναι η επι­κοι­νω­νία με τους πραγ­μα­τι­κούς δημιουρ­γούς της: του ανθρώ­πους του μόχθου, μακριά από εθνι­κές και άλλες δια­ω­ρι­στι­κές γραμμές.

poiites2

 

Δώρα Μου­ντρά­κη, Εκμε­τάλ­λευ­ση  αλλογενών

Στη λιτα­νεία των αστυ­νο­μι­κών, στην πει­θαρ­χία της τάξης
ή στην υγρα­σία ορο­φής του βρό­μι­κου υπογείου
ανα­πνέ­ουν ανί­σχυ­ροι αστε­ρι­σμοί σκα­φι­δω­τού ουρανού,
σχή­μα­τα λιθο­ξό­ου εξα­θλί­ω­σης παρα­δαρ­μέ­νου χώρου
στη χει­ρο­ποί­η­τη απο­τύ­πω­ση ανθρώ­πι­νης δυστυχίας
και στο προ­αύ­λιο των ματιών τις δακρυ­σμέ­νες πλάκες
των αχθο­φό­ρων μετα­να­στών στον πέλε­κυ του κράτους.

Στην ακρο­στα­σία των έντρο­μων, στη στέ­ρη­ση της ζέστης
ή στην ανά­γκη φαγη­τού του πει­να­σμέ­νου χνώτου,
θρη­νούν απο­χει­ρο­βί­ω­τοι εργα­τι­κοί του άθλιου μισθού,
ανθο­γρα­φία εξό­ρι­στης ομορ­φιάς παρα­πο­τά­μιου όρμου
στην κατα­σκό­τει­νη σπη­λιά διο­γκω­μέ­νου φόβου
και στο λιμναίο των κορ­μιών τις ιδρω­μέ­νες πλάτες
των σκλα­βω­μέ­νων αλλο­γε­νών στο έθνος των αισχρών.
(από την συλ­λο­γή «Ανθρώ­πων πάλη»)

Θάνος Λου­μπρού­κος, Φαρμακονήσι

Φύλα­ξες σκο­πιά και τι κατάλαβες;
Ριπές μετά­λα­βες από αναποδιά.
Σήμα­τα καπνού με τον ασύρματο:
άντε, ξεκί­να το! (κρί­ση πανικού)

Πέρ­να­γε ο στρα­τός με τα F‑16 τους,
ραντάρ στην τάξη τους – σμή­ναρ­χος δειλός.
Αϊ-Γιώρ­γη εσύ στρα­βά λογάριασες
και δε χαμπά­ρια­σες νύχτα τη Σφαγή.

Κρού­σμα­τα πολ­λά με γιώ­τα τέσσερα
και δεκα­τέσ­σε­ρα χάπια στη σειρά.
Έλεγ­χος σκλη­ρός – επιθεώρηση –
Σινούκ θεώ­ρη­ση, έγκλει­στος καιρός.

Τρό­φι­μα, νερό για την ενέ­δρα τους.
Είχαν στην έδρα τους φύλα­κα Ουρανό.
Σύροι κι Αφγα­νοί οι μετα­νά­στες μας
αφού οι δυνά­στες μας ψεύ­τι­κα ικανοί.

Πέρα­σα τζι­τζί, αχ Φαρ­μα­κού­σα μου.
Έγι­νες μού­σα μου, ποί­η­ση χακί!
Μάνο θα πνι­γώ, την Τρί­τη έφυγα,
δεν το απέ­φυ­γα. Λάν­τζα για την Κω.

 

Τέλ­λος Φίλης, Κάι­ρο, Δαμα­σκός, Κίεβο

Κάι­ρο, Δαμα­σκός, Κίεβο
όλη τη νύχτα
μα το πιο πυκνό σκοτάδι
στο Φαρμακονήσι
ένας κόσμος με «ψυχο­λο­γι­κά προβλήματα»
μόνη διέ­ξο­δός του η αυτοκτονία

και ο ύπνος μια χαμέ­νη άνοιξη
που δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται αν θα ανθίσει
ζητά ενα πλε­ό­να­σμα ανθρωπιάς
που πια απο και­ρό δεν διαθέτουμε.

Γιώρ­γος Τζα­μα­δά­νης, Για τους πρόσφυγες

Και τώρα τι θ’ απογίνεις;
η θάλασ­σα μπροστά
σε θέλ­γει μαυροφορεμένη
και πίσω σου κακοτράχαλα
σπί­τια γκρεμισμένα
πόλε­μος, προσφυγιά…
κι εσύ, τα παι­διά, οι γριές
γαν­τζω­μέ­νοι σ’ ένα σαπιοκάραβο,
στη νεκρό­φι­λη ελπίδα
για τη σωτηρία
Και σαν στη στεριά
φτά­νε­τε μετριέστε,
κορ­μιά πνιγ­μέ­νων στην
ανέκ­φρα­στη θάλασσα,
μα δεν μπο­ρεί φιλόξενοι
θα ναι οι άνθρωποι,
σκύ­βε­τε και φιλά­τε το χώμα,
μα ο Ξένιος Ζευς παραμονεύει.

Ιωάν­να Δια­μα­ντο­πού­λου, Απάτριδες

 Εμείς οι απάτριδες
πάνω σε κόκ­κι­νο χαλί βαλμένοι
με τα σκο­νι­σμέ­να μας παπούτσια,
με τα μαλ­λιά αφρόντιστα.
Έτοι­μοι για χειραψίες-ρυμουλκά.
Τις εσω­τε­ρι­κές μας σκά­λες ανε­βο­κα­τε­βαί­νουν χρησμοί
μέχρι που σπά­νε από καθαριότητα.
Κλέ­βου­με ένα χαμό­γε­λο, μια λέξη, αλλά δεν πλουταίνει
ούτε η γλώσ­σα ούτε η καλο­σύ­νη μας.
Περι­μέ­νου­με εδώ ανέκ­δο­τα ερωτηματοιλόγια,
κάποια μορ­φή αφα­λά­τω­σης, είναι μια δήλωση
που υπο­στέλ­λε­ται δηλαδή
και μια υπο­γρα­φή ακό­μη που λείπουν
μια φωτο­γρα­φία μας όταν κλο­τσά­με αβα­θή νερά,
τέτοια που δεν σηκώ­νουν κύματα.
Ούτε αντιρρήσεις.

 Θεο­χά­ρης Παπα­δό­που­λος, Θρήνος

Φουρ­τού­νια­σε η θάλασσα.
Απελ­πι­σμέ­να κύματα
χτυ­πιού­νται στα βράχια.
Η θάλασ­σα φωνάζει:
‑Όχι, άλλον ΑΪλάν!
Και φτά­νει ο αντίλαλος
στη Λαμπεντούζα,
στο Φαρμακονήσι
και σ’ όλη τη Μεσόγειο.
Κλαί­νε οι γλάροι:
‑Όχι, άλλον Αϊλάν!
Και μένει μέσα μου ο θρήνος,
που κάθε βρά­δυ με ξυπνά
και μου ζητά­ει να παλέψω.

Βασί­λης Κανιά­ρης, Στη θάλασσα;

Στη θάλασ­σα;
δεν πάω πια για μπάνιο
δεν θέλω πια να βλέ­πω τους νεκρούς
που φτά­νου­νε στην άκρη της πνιγμένοι.
Το κλά­μα τους, εσύ, δεν το ακούς ;

Η θάλασ­σα;
δεν είναι για παιχνίδια
να χαί­ρο­νται στην άμμο τα παιδιά
η θάλασ­σα; δεν είναι πια η ίδια
κακούρ­γα  είναι, του κόσμου μητριά.

Επή­γα, μία μέρα, τελευταία
|και μ΄ άγγι­ξε στην πλά­τη ένας νεκρός
με ξύπνη­σε, μου είπε  «Καλη­μέ­ρα,
τελεί­ω­σε ο καπιταλισμός»

Στη θάλασ­σα;
μην πάτε, πια δεν είναι
χαρά που ήταν κάπο­τε για μας
στ΄ αντάρ­τι­κα λημέ­ρια ανεβείτε
ζυγώ­νει ο και­ρός της Λευτεριάς.

(Σεπτέμ­βριος 2015)

 

(πηγές ποι­η­μά­των: Δώρα Μου­ντρά­κη, Βασί­λης Κανιά­ρης από το Ατέ­χνως, Ιωάν­να Δια­μα­ντο­πού­λου (Απά­τρι­δες) και Θεο­χά­ρης Παπα­δό­που­λος (Θρή­νος) από το Κόσκι­νο, Θάνος Λου­μπρού­κος και Τέλ­λος Φίλης από το Εντευ­κτή­ριο, Γιώρ­γος Τζα­μα­δά­νης (Για τους πρό­σφυ­γες στην Εργα­τι­κή Αλληλεγγύη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο