Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες»

Aλέ­ξαν­δρος Παπα­δια­μά­ντης: Προς την μητέ­ρα μου (1873)

Μάν­να μου, ἐγώ ᾽μαι τ᾽  ἄμοι­ρο, τὸ σκο­τει­νὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρ­νει ὁ ἄνε­μος, βρο­χὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στρα­φεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρί­σκει πέτρα νὰ στα­θεῖ κλω­νά­ρι νὰ πλαγιάσει.

Ἐγὼ βαρ­κού­λα μονα­χή, βαρ­κούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλα­γο ἀνοι­χτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
παλαί­βω μὲ τὰ κύμα­τα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκου­ρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.

Στὴν ἀγκα­λιά σου τὴ γλυ­κειά, μανού­λα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλα­γο αὐτὸ πρι­χοῦ βουλιάξω.

Μανού­λα μου, ἤθε­λα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζι­κοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλι­βε­ρὸ βασί­λειο τῆς Μοί­ρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοί­ρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.

Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολ­λά, σκλη­ρὰ τὰ βασα­νά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλ­νᾶ θάλασ­σα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκλη­ρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνή­θη­κε τὴν Πανα­γιὰ κι ὁ πόλε­ος δὲν θά ᾽βρει.

Κι ἐκεί­νη μ᾽  ἀπο­κρί­θη­κε κι ἐκεί­νη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνή­λια­στη, ἄτυ­χε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο