Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

12 Οκτωβρίου 1944: Η αδούλωτη Αθήνα ξανασαίνει…

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

…Η μεγά­λη μέρα δεν άργη­σε να φτά­σει. Μόλις είχα σχο­λά­σει απ’ την κυρά – Βαρ­βά­ρα και κατη­φό­ρι­ζα την Ευαγ­γε­λι­στρί­ας να βγω Θησέ­ως. Θεέ μου, τι ήταν αυτό το ξαφ­νι­κό που είδαν τα μάτια μου! Ένα βου­ε­ρό ανθρω­πο­μά­νι να πυκνώ­νει απ’ τις παρό­δους της Θησέ­ως και ν’ ανη­φο­ρί­ζει στην Αθή­να. Γυναί­κες κι άντρες και παι­διά. Ντυ­μέ­νοι και ξυπό­λυ­τοι, γεροί και σακα­τε­μέ­νοι, άγνω­στοι και γνω­στοί. Φιλιού­νται κι αγκα­λιά­ζο­νται. Τρα­γου­δούν και πανη­γυ­ρί­ζουν να χαρούν τη χιλιο­μα­τω­μέ­νη λευτεριά.

Σκέ­φτο­μαι πως η μάνα δε θα είναι στο σπί­τι να με περι­μέ­νει και χώνο­μαι μαζί τους. Ρίχνω τα βιβλία στον κόρ­φο (τσά­ντα δεν κρα­τού­σα) και μπλέ­κο­μαι αγκα­λιά μ’ άλλους πιτσι­ρι­κά­δες που τρα­γου­δού­σαν Ελα­σί­τι­κα τραγούδια.

Βγαί­νου­με λεω­φό­ρο Συγ­γρού κι αντα­μώ­νου­με τις άλλες γει­το­νιές: Νέα Σμύρ­νη, Δουρ­γού­τι, Κου­κά­κι, Νέος Κόσμος. Κι ο χεί­μαρ­ρος φουντώνει.

Στ’ άγαλ­μα του Βύρω­να, λεφού­σια απ’ το Παγκρά­τι, την Και­σα­ρια­νή, το Μετς, τη Νέα Ελβετία.

Ανθρω­πο­πλημ­μύ­ρα απ’ τις συνοι­κί­ες φτά­νει και κατα­κλύ­ζει λαί­μαρ­γα κάθε άδειο χώρο. Είναι ένα ατέ­λειω­το πανηγύρι.

Η Αθή­να παρα­λη­ρεί. Οι σκλά­βοι χύνο­νται στους δρό­μους. Χαρ­τό­νια γίνο­νται πλα­κάτ, που­κά­μι­σα, μαντί­λες και κασκόλ σημαί­ες. Χωνιά στα σταυ­ρο­δρό­μια σαλ­πί­ζουν το χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα και δίνουν τόνο στο τραγούδι.

Η Αθή­να είναι λεύτερη.

Γλέ­ντι τρι­κού­βερ­το και χορός στή­νε­ται στο Σύνταγμα.

Οι φοι­τη­τές ανοί­γουν τις πύλες του Πανε­πι­στη­μί­ου. Ένα αγό­ρι κι ένα κορί­τσι, λια­νά και σβέλ­τα σαν ιτιές, ανε­μί­ζουν τη σημαία στην ταρά­τσα της Νομικής.

Η αδού­λω­τη Αθή­να ξανασαίνει.

Κι είναι η ανά­σα χεί­μαρ­ρος, ποτά­μι αλη­θι­νό π’ απλώ­νει σπι­θα­μή τη σπι­θα­μή, τόπο τον τόπο και πλημ­μυ­ρί­ζει στρά­τες και σπί­τια και γωνιές και πάρ­κα και πλατείες.

Οι ανά­πη­ροι του Αλβα­νι­κού μετώ­που, σούρ­νο­ντας τα καρό­τσια τους, κινά­νε για το Σύνταγ­μα. Από κοντά τραυ­μα­τί­ες του ΕΛΑΣ μ’ επι­δέ­σμους στο κεφά­λι και τα δεκα­νί­κια. Ο νικη­τής λαός ξεφαντώνει.

Δεν έχω λόγια να πω. Η ψυχή μου είναι τερά­στια και πάλι δεν μπο­ρεί να χωρέ­σει όλη την ομορφάδα.

Στις 9 το πρωί οι Γερ­μα­νοί κατέ­βα­σαν τη σβά­στι­κα που βρό­μι­ζε πάνω από τρία χρό­νια τον ιερό βρά­χο της Ακρόπολης.

Παρέ­δω­σαν τα κλει­διά της Αθή­νας και ξεκουμπίστηκαν.

Ματω­μέ­νος και τρα­χύς ο δρό­μος που τρά­βη­ξε ο λαός της Αθή­νας, του Πει­ραιά, της Ελλά­δας ολά­κε­ρης ώσπου να φτά­σει η λύτρωση.

Και τού­τη την ώρα της χαράς που τη γλε­ντά­με, το τίμη­μα είναι βαρύ και πολυ­πλη­ρω­μέ­νο. Πάνω από 400 χιλιά­δες οι νεκροί, 50 χιλιά­δες οι όμη­ροι που δε γύρι­σαν απ’ τα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα εξό­ντω­σης, 20 χιλιά­δες οι κρα­τού­με­νοι, 13 χιλιά­δες τα νεκρά παλι­κά­ρια του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Και 1500 πόλεις και χωριά καταστρεμμένα.

Αν μπού­νε στη μια μπά­ντα της ζυγα­ριάς, τι πρέ­πει να πάρει η άλλη να ισιώσει;

Λευ­τε­ριά πραγ­μα­τι­κή. Εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ανα­γέν­νη­ση. Ανοι­κο­δό­μη­ση και προ­κο­πή και πάνω απ’ όλα Ειρή­νη! Αλίμονο…

Είχε πια πέσει τ’ από­γε­μα σαν πήρα την από­φα­ση να γυρί­σω σπί­τι. Η μάνα ήταν ανα­στα­τω­μέ­νη. Σαν την είδα να δαγκά­νει τον καρ­πό του χεριού της κατά­λα­βα τι με περι­μέ­νει. Προ­σπά­θη­σα να της εξη­γή­σω πως τού­τη τη μέρα έτσι κι έτσι. Το χαβά της εκεί­νη, έπρε­πε να μου τις βρέ­ξει για ν’ αντα­πο­δώ­σει τα ίσα. Παρ’ όλα αυτά την αλη­σμό­νη­τη κεί­νη μέρα της 12ης Οκτω­βρί­ου 1944 την έζη­σα και τη χάρη­κα με την ψυχή. Το βρά­δυ έφε­ξε ο συνοι­κι­σμός Χαρο­κό­που κι ο κόσμος βγή­κε σαν και πρώ­τα στο σεργιάνι.

Οι πρώ­τες μέρες απ’ την απε­λευ­θέ­ρω­ση πέρα­σαν σαν σε όνει­ρο. Στις 18 του Οκτώ­βρη τρέ­ξα­με ποδα­ρά­τοι στο Φάλη­ρο να υπο­δε­χτού­με τους συμ­μά­χους και την Εθνι­κή Κυβέρ­νη­ση του Γ. Παπανδρέου.

Τα παι­διά που κρυ­βό­ντου­σαν ξανα­φά­νη­καν στο συνοι­κι­σμό. Γέμι­σε ο τόπος παλι­κά­ρια με σταυ­ρω­τά φυσέ­κια, τη γενειά­δα και το σκού­φο του ΕΛΑΣ. Να χαί­ρε­σαι να τους βλέ­πεις. Η ζωντά­νια και ο οργα­σμός δεν έλε­γαν να κοπά­σουν. Μας έπαι­ζαν κου­κλο­θέ­α­τρο, έδι­ναν συναυ­λί­ες και κάνα­νε δια­λέ­ξεις. Στη Θησέ­ως δίπλα στου Μορέ­λα ήταν τα γρα­φεία της ΕΠΟΝ. Εκεί πρω­τό­μα­θα σκά­κι και πινγκ – πονγκ. Ντά­μα και τρί­λι­ζα και «γκρι­νιά­ρη». Κάνα­με θεα­τρι­κή παρά­στα­ση. Με ντύ­σα­νε παλιά­τσο και μαζεύ­τη­καν όλα τα παι­διά, Σφα­γεία και Χαρο­κό­που, να δια­σκε­δά­σουν. Θυμά­μαι την αρχή απ’ το ρόλο μου:

«Εγώ είμαι ο παλιάτσος
ο κλό­τσος κι ο μπάτσος.»

Η Κουρ­τί­δαι­να τρα­γού­δη­σε τον «Αγω­γιά­τη»:

«Με το χάρα­μα ξυπνώ
το τρα­γού­δι αρχινώ.»

Αργό­τε­ρα βαλ­θή­κα­νε να μας κάνου­νε ομά­δες. Γει­το­νιές, γει­το­νιές να παί­ζου­με ποδό­σφαι­ρο και βόλεϊ.

Καμιά φορά το χάζι είναι πιο μεγά­λο. Ξετρυ­πώ­νουν τα παι­διά κανέ­να χαφιέ ή χίτη, τον σέρ­νουν στο συνοι­κι­σμό να τον γιου­χά­ρει ο κόσμος. Από κοντά τρέ­χω να δω πώς είναι. Είχε πόδια και κεφά­λι; Είχε μάτια, στό­μα, νου; Είχε μέσα του καρδιά;

Με το Γιώρ­γο της Ροδής καβα­λά­με το τραμ να πάμε στην Αθή­να μόνο και μόνο για να πάρου­με μια κον­σέρ­βα στο παζά­ρι Αρι­στεί­δου και Σοφοκλέους.

Το «Αττι­κόν» παί­ζει το «Ουρά­νι­ιο Τόξο» και η ουρά φτά­νει στην παλιά Βου­λή. Είναι το θέμα της ημέρας.

- Είδα­τε το «Ουρά­νιο Τόξο;» Α…να μην το χάσε­τε. Να πάτε να το δείτε.

Αργό­τε­ρα που ήρθε στην Καλ­λι­θέα παι­ζό­τα­νε ταυ­τό­χρο­να στο «Κρυ­στάλ» και το «Ετουάλ», να προ­λά­βει ο κόσμος.

Απ’ το πρωί στην ουρά εγώ, να μην το χάσω. Μέχρι την τελευ­ταία προ­βο­λή και δε χορ­ταί­νω. Ο «Μίσα» που έπε­σε ήταν το σύμ­βο­λό μου. Αργό­τε­ρα, το «Προ­χώ­ρα, λαέ», η «Ζώγια», ο «Λένιν τον Οκτώ­βρη», ο «Τσα­πά­γιεφ», το «Πέτρι­νο Λου­λού­δι» κι άλλα σοβιε­τι­κά φιλμ ζωντά­νευαν στις μνή­μες μας τον ηρω­ι­σμό και την αντί­στα­ση του σοβιε­τι­κού λαού.

Οι μέρες αυτές όμως δεν κρά­τη­σαν πολύ. Ένα πρό­στυ­χο παι­χνί­δι παι­ζό­ταν πίσω απ’ τις πλά­τες του ελλη­νι­κού λαού. Αυτού του λαού που τόσο είχε υπο­φέ­ρει και τόσα είχε πλη­ρώ­σει να στε­ριώ­σει το βωμό της λευ­τε­ριάς… Και δεν ήταν οι εχθροί τού­τη τη φορά. Ήταν οι φίλοι. Ήταν οι σύμ­μα­χοί μας οι Άγγλοι, συντρο­φιά με τους Έλλη­νες μπρά­βους και υπο­τα­χτι­κούς. Με τους φυγά­δες της Μέσης Ανα­το­λής που δε δίστα­σαν για μια πεντά­ρα εξου­σί­ας να υπη­ρε­τή­σουν πρό­θυ­μα τα ύπο­πτα σχέ­δια της αγγλι­κής αποι­κιο­κρα­τι­κής πολιτικής…

Ήταν όμορ­φες εκεί­νες οι μέρες, μα δεν κρά­τη­σαν πολύ. Σκο­τεί­νια­σε ξαφ­νι­κά. Μπλά­βω­σε ο ουρα­νός στο μολυ­βί να ρίξει καταρράχτες…

 

Βασί­λης Λιό­γκα­ρης, Συνοι­κι­σμός Χαρο­κό­που, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1998, 2η έκδοση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο