Γράφει η ofisofi //
Στις 11 Νοεμβρίου 1918 τελείωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με την υπογραφή της Συνθήκης ανακωχής ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και την Γερμανία. Ένα χρόνο πριν, στις 7 Νοεμβρίου (25 Οκτωβρίου) 1917 είχε ξεσπάσει η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και στη Ρωσία για πρώτη φορά στον κόσμο είχε εγκαθιδρυθεί εργατικό κράτος με τη μορφή της σοβιετικής εξουσίας. Ήδη από την άνοιξη του 1918 οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Αμερικάνοι είχαν στείλει στρατεύματα εναντίον της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας και στους όρους της ανακωχής υπήρχαν σημεία που στρέφονταν εναντίον της. Μετά το τέλος όμως του πολέμου οι δυνάμεις της Αντάντ αποφάσισαν να συνεχίσουν την επέμβασή τους στη Σοβιετική Ρωσία με στόχο να ανατρέψουν τη σοβιετική εξουσία και να εξουδετερώσουν τους μπολσεβίκους. Δεκατέσσερα κράτη συμμετείχαν σε αυτή την εκστρατεία και η διεξαγωγή των επιχειρήσεων ανατέθηκε στο στρατό και το ναυτικό της Γαλλίας.
Έτσι μετά το τέλος του πολέμου οι Γάλλοι στρατιώτες και ναύτες δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους, αλλά οδηγήθηκαν στα νότια της Ρωσίας για να πολεμήσουν τους μπολσεβίκους εναντίον των οποίων διαδίδονταν διάφορες ιστορίες που τους παρουσίαζαν σαν ληστές, βιαστές, ανθρωποφάγους και άλλα τέτοια φανταστικά.
Τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου 1919 γαλλικά στρατεύματα προερχόμενα από τη Ρουμανία κατευθύνονταν προς την Τιρασπόλ με σκοπό να την καταλάβουν. Ανάμεσα τους βρισκόταν το 58ο Σύνταγμα Πεζικού από την Αβινιόν, του οποίου οι στρατιώτες αρνήθηκαν να πορευτούν εναντίον των μπολσεβίκων και της προλεταριακής επανάστασης.
«- Όχι! Όχι!» φώναξαν οι στρατιώτες. «Δεν έχει κηρυχθεί πόλεμος κατά της Ρωσίας. Έχει υπογραφεί ανακωχή! Δεν κάνουμε βήμα!»
Το Σύνταγμα υποχώρησε και πήγε στην Τιρασπόλ , όπου αφοπλίστηκε και στάλθηκε όχι στη Γαλλία, αλλά στο Μαρόκο.
Το παράδειγμά τους ακολούθησαν στις αρχές Μαρτίου 1919 δύο λόχοι του 176ου Συντάγματος Πεζικού, οι οποίοι όχι μόνο αρνήθηκαν να πορευτούν προς τη Χερσώνα, αλλά αποδιοργάνωσαν το ελληνικό μέτωπο ( ελληνικά στρατεύματα συμμετείχαν επίσης στην εκστρατεία εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας μετά από απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου και της προτροπής του Κλεμανσώ, του Γάλλου Πρωθυπουργού) βοηθώντας με αυτό τον τρόπο τον Κόκκινο Στρατό να καταλάβει την πόλη της Χερσώνας. Παρόμοια περιστατικά συνέβησαν και με άλλες γαλλικές μονάδες, οι στρατιώτες των οποίων δεν έμεναν μόνο στην άρνηση να πορευτούν εναντίον των μπολσεβίκων , αλλά απομάκρυναν τους αξιωματικούς και έδιναν τον οπλισμό τους στους εργάτες.
Στο μεταξύ οι στόλοι των συμμαχικών δυνάμεων ήταν αγκυροβολημένοι στα λιμάνια της Οδησσού και της Σεβαστούπολης. Οι ναύτες παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν στη στεριά. Εκείνο που έβλεπαν, ήταν Γάλλους στρατιώτες να εγκαταλείπουν την Οδησσό και τη Σεβαστούπολη τραγουδώντας τη Διεθνή , χωρίς πειθαρχία, και τους στρατηγούς και ανώτερους αξιωματικούς να φεύγουν με πλοία ή οδικώς.
Το πνεύμα της εξέγερσης είχε μεταφερθεί και στα πλοία, όπου οι κατώτεροι αξιωματικοί συμμάχησαν με το πλήρωμα και απαιτούσαν επιστροφή στη Γαλλία.
Η εξέγερση ξέσπασε στις 19 Απριλίου 1919 στο θωρηκτό France, στο λιμάνι της Σεβαστούπολης. Πολεμικά πλοία ήταν αγκυροβολημένα εκεί και κανονιοβολούσαν για δυο συνεχείς μέρες, 16 και 17 Απριλίου, τα αποσπάσματα του Κόκκινου Στρατού με στόχο να εμποδίσουν την προέλασή τους στη Σεβαστούπολη.
«Σάββατο, 19 Απρίλη
Το France, όπως και τα Jean – Bart, Vergniaud, Justice και Du Chayla, βρισκόταν στο αγκυροβόλιο, έτοιμο για μάχη. Γύρω στις 3 το μεσημέρι, το πλήρωμα έμαθε ότι την επομένη, Κυριακή του Πάσχα, θα έπρεπε να φορτώσουν 700 τόνους κάρβουνο στο πλοίο. Αμέσως, δημιουργήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια. Στην πραγματικότητα, οι άντρες υπολόγιζαν να αποζημιωθούν με μια διήμερη ξεκούραση επειδή είχαν μοχθήσει φορτώνοντας κάρβουνο στην Οδησσό. Οι ναύτες έβραζαν από αγανάκτηση. Στις 4.32 μ.μ., έγινε η συνήθης τελετή έπαρσης της σημαίας. Όταν σηκώθηκε η σημαία, δεκαοκτώ ναύτες , μεταξύ των οποίων ο Φράκια, Ντουμπλιέ, Ουρέ, και Ρικρός, αρνήθηκαν να τη χαιρετήσουν . Έπειτα, κυκλοφόρησαν το εξής μήνυμα:
- Όλοι όσοι δε θέλουν να δουλέψουν αύριο στη φόρτωση του κάρβουνου, ας έρθουν στο πρόστεγο μετά το branlebas.
Σε όλη τη διάρκεια του βραδινού γεύματος, υπήρχε μεγάλη υπερδιέγερση. Οι άντρες μουρμούριζαν και περιγελούσαν. Μόλις κρέμασαν τις αιώρες, 400 άντρες συγκεντρώθηκαν στο πρόστεγο. Αυτό ήταν φυσιολογικό. Ο αξιωματικός βάρδιας δεν ανησύχησε για το γεγονός. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί ξεκίνησαν το δείπνο τους. Οι ναύκληροι και οι βοηθοί τους βρίσκονταν στις θέσεις τους στο κατάστρωμα και την κύρια αποθήκη.
Ξαφνικά, ακούγεται ένα τραγούδι . Οι άντρες τραγουδούσαν το Τραγούδι της Οδησσού. Φωνές και γιουχαΐσματα διατάραξαν την ηρεμία της ανοιξιάτικης βραδιάς:
- Δε φορτώνουμε άλλο κάρβουνο! Ούτε την Κυριακή ούτε τη Δευτέρα!
Εμφανίστηκαν ο οπλονόμος Λουάρν. Ζήτησε από τους άντρες να κάνουν ησυχία και τους είπε ότι αυτός δεν ήταν τρόπος να ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους. Εις απάντηση τα φώτα έσβησαν και οι άντρες άρχισαν να τραγουδούν τη Διεθνή. Εξοργισμένοι οι αξιωματικοί βγήκαν στο ομώνυμο κατάστρωμα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, το Jean – Bart απάντησε με το ίδιο τραγούδι. Φωνάζοντας «Στα όπλα! Πετάξτε τους στη θάλασσα! Πάρτε τα τουφέκια!», οι ναύαρχοι όρμησαν στο κατάστρωμα των αξιωματικών, δίνοντας στον οπλονόμο μπουνιά στο κεφάλι και κλοτσιά στη μέση.
Στο μεσαίο κατάστρωμα, οι ναύτες συνάντησαν το δεύτερο στην ιεραρχία, αντιπλοίαρχο Λεφέβρ, συνοδευόμενο από τον οπλονόμο. Τους διέταξε να πάνε στα κρεβάτια τους. Οι αξιωματικοί δεν εμφανίστηκαν, κατ’ εντολή του διοικητή, οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν κρυφά. Οι ναύτες απάντησαν φωνάζοντας « Θάνατος!» Εκείνη τη στιγμή, ένας ναύτης, τον οποίο ο οπλονόμος προσπάθησε να αρπάξει και να οδηγήσει στη φυλακή, χτύπησε τον τελευταίο με κεφαλιά στο στομάχι. Ο ναύτης είχε καλύψει το πρόσωπό του με τα χέρια για να μην τον αναγνωρίσουν. Οι στασιαστές συνέχισαν να κατευθύνονται προς το κατάστρωμα των αξιωματικών. Ο πλωτάρχης Γκοτιέ ντε Κερμάλ βγήκε μπροστά και τους ρώτησε τι ακριβώς ζητούσε το πλήρωμα. Τους διαβεβαίωσε ότι θα μετέφερε όλα τα αιτήματά τους στο διοικητή. Τον υποδέχτηκαν με ειρωνείες και αποδοκιμασίες, αλλά τελικά κατάφερε να τους πείσει να ορίσουν τους εκπροσώπους τους. Έδωσε το λόγο της τιμής του ότι οι εκπρόσωποι τους δε θα αντιμετώπιζαν καμία πειθαρχική κύρωση. Τότε, οι ναύτες Νότα και Ντουμπλιέ του εξήγησαν ότι το πλήρωμα δεν ήθελε να δουλέψει Κυριακή και τη Δευτέρα του Πάσχα, φορτώνοντας κάρβουνο. Ο Νότα πρόσθεσε:
- Τι κανουμε στη Ρωσία; Δε θέλουμε να πολεμήσουμε τα αδέρφια μας, τους εργάτες. Θέλουμε να φύγουμε.
- Στα όπλα! Πάρτε τα τουφέκια! φώναξε το πλήθος.
Ο Νότα, όμως, είπε:
- Ας μην πάρουμε τα όπλα! Αυτό θα ήταν χαζό‘ θα έβαζε σε κίνδυνο το στόχο
μας!
Ήταν 8.30΄το βράδυ. Οι ναύτες τον άκουσαν. Ήταν μεγάλο λάθος, το οποίο θα έβαζε σε κίνδυνο το κίνημα από την εκκίνησή του.
Έπειτα, οι ναύτες προχώρησαν στην πλώρη, τραγουδώντας τη Διεθνή. Πήγαν κάτω στις φυλακές και άνοιξαν τα κελιά, απελευθερώνοντας τους τρεις συλληφθέντες οπλουργούς: Ντελαρί, Κοάτ και Βιλεμίν – ο τελευταίος βρισκόταν σε απομόνωση. Οι στασιαστές παρέλασαν στο κεντρικό κατάστρωμα, φωνάζοντας ακατάπαυστά: « Στα όπλα!» Επέστρεψαν στο πρόστεγο για να διαλέξουν τους εκπροσώπους τους, όπως τους είχε ζητήσει ο πλωτάρχης. Οι άντρες, έχοντας ξανασμίξει με τους ελεύθερους πλέον συναδέλφους τους, βρίσκονταν σε μεγάλο ενθουσιασμό. Επέλεξαν για εκπροσώπους τους οπλουργούς Βιλεμίν και Ντουμπλιέ, καθώς και τον απλό ναύτη Νότα.
Η Διεθνής αντήχησε και πάλι στον αέρα. Το πλήρωμα του Jean – Bart ένωσε, και εκείνο, τη φωνή του. Ήταν 9.30΄μ.μ.
Εκείνη τη στιγμή έμαθαν ότι το απόσπασμα αποβίβασης είχε αρνηθεί να κάνει τις προετοιμασίες για τη μάχη κατά των μπολσεβίκων. Εκπρόσωπος του ήταν ο υποναύκληρος ηλεκτρολόγος Ντιμπουλόζ.
Οι ναύτες αποφάσισαν να επικοινωνήσουν με το Jean – Bart και το Du Chayla, των οποίων τα πληρώματα τραγουδούσαν επίσης τη Διεθνή. Μια ομάδα ναυτών μαζί με τους εκπροσώπους επιβιβάστηκαν σε ατμάκατο , παρά τις αντιρρήσεις του αξιωματικού βάρδιας, υποπλοίαρχου Μπες ντε Μπέρκ.
Πολλοί ναύτες , στο Jean – Bart τραγουδούσαν τώρα επαναστατικά τραγούδια. Η ατμάκατος του France πλεύρισε δίπλα στο Jean – Bart. Οι εκπρόσωποι ρώτησαν τους ναύτες του Jean – Bart ποια ήταν τα αιτήματά τους. Η απάντηση ήταν: « Επιστροφή στην Τουλόν! Όχι άλλο πόλεμο με τη Ρωσία!» Η αντιπροσωπία του France επιβιβάστηκε στο Jean – Bart του οποίου το πλήρωμα συγκεντρώθηκε τώρα στο κατάστρωμα.
Η αντιπροσωπία του France ζήτησε από το πλήρωμα του Jean – Bart να εκλέξει και τους εκπροσώπους του. Τους έκανε έκκληση να παραμείνουν ενωμένοι.
- Πρέπει να ικανοποιήσουν τα αιτήματά μας και να μας στείλουν όλους στη Γαλλία.
Η πρόταση εγκρίθηκε. Οι ναύτες του Jean – Bart ξεκίνησαν πάλι να τραγουδούν τη Διεθνή.»
Στις 20 Απριλίου, το πρωί, την ώρα της έπαρσης της σημαίας, οι ναύτες του France και του Jean – Bart συγκεντρωμένοι στα πρόστεγα των πλοίων τους
«αντί να χαιρετούν την τρίχρωμη που υψωνόταν στην πρύμνη, κοιτούσαν μπροστά και τραγουδούσαν τη Διεθνή , καθώς μια κόκκινη σημαία σηκωνόταν στον πρόβολο».
Παντού επικρατούσε αναταραχή και το απόγευμα της ίδιας μέρας οι ναύτες των γαλλικών πλοίων βγήκαν στη στεριά και συναδελφώθηκαν με τους εργάτες.
«Όταν έφτασαν οι άκατοι του Jean – Bart, ακολουθούμενοι από εκείνες του France, με την τρίχρωμη τυλιγμένη, ώστε να φαίνεται μόνο η κόκκινη λωρίδα, οι ναύτες έγιναν δεκτοί με πανηγυρισμούς. Μια μεγάλη ομάδα, τραγουδώντας τη Διεθνή, ανέβηκε την οδό Εκατερίνσκαγια με κατεύθυνση την πόλη. Δέχτηκαν με ενθουσιασμό τη σημαία που τους δώρισε το σωματείο μεταλλεργατών. Ένας ναύτης περπατούσε στην κεφαλή της πορείας κρατώντας ψηλά το λάβαρο. Ο όγκος της πορείας μεγάλωνε γρήγορα, καθώς όλο και περισσότεροι ναύτες και πολίτες ενσωματώνονταν σε αυτή…»
Επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός και συμμετείχαν ναύτες από όλα τα αγκυροβολημένα πολεμικά πλοία. Όμως ξαφνικά ομάδες Ελλήνων στρατιωτών μαζί με ένα τμήμα απόβασης του Jean – Bart άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του πλήθους των διαδηλωτών. Επρόκειτο για ενέδρα, η οποία οδήγησε στο θάνατο πολλούς διαδηλωτές και προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις στους στρατιώτες και τους ναύτες.
«Η σκηνή ήταν μακάβρια. Ο τόπος, ολόγυρα, ήταν γεμάτος νεκρούς‘ κραυγές και βογκητά έσκιζαν τον αέρα. Οι διαδηλωτές έτρεχαν να βρουν καταφύγιο στους παράπλευρους δρόμους. Ο σημαιοφόρος — πηδαλιούχος στο Vergniaud – κατέρρευσε, καθώς μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα, κι έμεινε πεσμένος με την κόκκινη σημαία να τον σκεπάζει. Ένας γενναίος υποναύκληρος που συνέχιζε να φωνάζει, « Εμπρός! Θάνατος στα σκυλιά!», έπεσε κι εκείνος τραυματισμένος θανάσιμα δίπλα σε ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που σκοτώθηκε επιτόπου.»
Αυτό το γεγονός δεν αποθάρρυνε τους ναύτες. Το αντίθετο! Όλα τα θωρηκτά βρίσκονταν στον πλήρη έλεγχό τους. Αντιπροσωπία των στρατιωτών ζήτησε τη βοήθειά τους από το φόβο των αποικιακών στρατευμάτων και να μην αναχωρήσουν για τη Γαλλία χωρίς να έχουν και αυτούς μαζί τους, κάτι που έγινε δεκτό από τους εξεγερμένους του France, του κόκκινου θωρηκτού.
«Μία το πρωί. Η νύχτα είναι πολύ ήρεμη, και ο καιρός θαυμάσιος. Ωστόσο, το κόκκινο θωρηκτό μένει ξάγρυπνο. Κάθε τέταρτο, οι προβολείς του σαρώνουν το αγκυροβόλιο, τα πλοία, και κυρίως την ακτή. Οι εκπρόσωποι έχουν αναλάβει υπηρεσία ώστε να αποφύγουν τον αιφνιδιασμό των αποικιακών στρατευμάτων. Κάτω από το κατάστρωμα, οι ναύτες παραφυλούν την αποθήκη πυρομαχικών.
Οπλοποιοί, θερμαστές, ηλεκτρολόγοι διασφαλίζουν ότι οι λέβητες, οι γεννήτριες, οι αντλίες, τα συστήματα φωτισμού λειτουργούν κανονικά.
Οι εκπρόσωποι έχουν ορίσει τα καθήκοντα κάθε ημέρας και είναι οι μόνοι τους οποίους υπακούει το πλήρωμα. Δυο ηλεκτρολόγοι και ένας ναύκληρος χειρίζονται τους προβολείς. Η βάρδια αλλάζει κάθε δυο ώρες.
Δεν υπάρχουν φρουροί στη γέφυρα, αλλά οι ηλεκτρολόγοι ηχούν το σήμα « όλοι στο κατάστρωμα» στη χαμηλότερη δυνατή ένταση του συναγερμού.
Εκείνη τη νύχτα, το μάτι της επανάστασης φυλούσε σκοπός στο κοιμισμένο αγκυροβόλιο.»
Τις τελευταίες μέρες του Απριλίου όλα τα γαλλικά πλοία έφυγαν από τη Σεβαστούπολη για τη Γαλλία. Παρόλες τις διαβεβαιώσεις, μόλις το θωρηκτό France μπήκε στο νεώριο του Μπιζέρτ, συνελήφθησαν οι υποκινητές , αφού πρώτα πήραν άδεια οι ναύτες και κατέβηκαν άοπλοι. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε νέες αναταραχές στα γαλλικά λιμάνια , όπως στην Τουλόν, στη Μπρέστ και αλλού,καθώς οι ναύτες και οι στρατιώτες μετέφεραν παντού τα μηνύματα της Ρωσικής Επανάστασης και τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων αρνούνταν να ξεκινήσουν για τη Μαύρη θάλασσα και ζητούσαν συγχρόνως την απελευθέρωση όλων των στασιαστών της Μαύρης θάλασσας, τον τερματισμό της πολεμικής επέμβασης στη Ρωσία και την άμεση αποστράτευση των ανδρών. Οι κινητοποιήσεις πήραν μαζικές διαστάσεις τόσο που ανάγκασαν τη γαλλική κυβέρνηση να προχωρήσει στην αποστράτευση, στον αφοπλισμό των πολεμικών πλοίων και στην ανάκληση των γαλλικών δυνάμεων από τη Ρωσία.
Η εξέγερση των γαλλικών δυνάμεων « περιελάμβανε την ανταρσία των γαλλικών στρατευμάτων που είχαν στρατοπεδεύσει στη νότια Ουκρανία και την Κριμαία( Φλεβάρης – Μάης 1919), αυτή των πληρωμάτων στα γαλλικά πολεμικά πλοία στη Μαύρη θάλασσα ( Απρίλης – Αύγουστος 1919), και εκείνη που έκαναν οι Γάλλοι ναύτες στα πλοία έξω από την εν λόγω περιοχή αλλά και τα γαλλικά λιμάνια ( Ιούνης – Αύγουστος 1919). Αυτές οι εξεγέρσεις αντιπροσώπευαν ένα τεράστιο κίνημα κατά των στρατιωτικών επιθέσεων του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη μεγάλη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία»
Οι εξεγέρσεις των γάλλων στρατιωτών και ναυτών δεν οφείλονταν σε έναν επαναστατικό ενθουσιασμό, ούτε μόνο στις κακές συνθήκες διαβίωσης τους και στη συνεχή πολεμική ετοιμότητα αυτών των δυνάμεων αν και ο πόλεμος είχε τελειώσει. Τεράστια υπήρξε η συμβολή της ανόδου του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη αυτήν την εποχή και του κύρους της Οχτωβριανής Επανάστασης. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι τα μηνύματα της Επανάστασης ενσαρκώνονταν μπροστά στα μάτια τους χάρη στη συστηματική δουλειά και δράση του Κόμματος των Μπολσεβίκων , των κομμουνιστών και των επαναστατημένων εργατών στην Οδησσό, τη Χερσώνα και τη Σεβαστούπολη. Επιπλέον μέσα στις γαλλικές δυνάμεις δρούσαν ομάδες συνειδητοποιημένων στρατιωτών και ναυτών που καθοδηγούσαν τις εξεγέρσεις.
«Στην Ουκρανία, όμως, την Κριμαία και τη Βεσαραβία υπήρχαν οι μπολσεβίκοι οι οποίοι εξηγούσαν στους στρατιώτες την πραγματική αιτία της αγωνίας και των βασάνων τους: ο πόλεμος, από τον οποίον κέρδιζαν μόνο οι πλούσιοι. Η προπαγάνδα των μπολσεβίκων έφερνε πάντα αποτέλεσμα καθώς αποκάλυπτε αμέσως στους στρατιώτες ότι ακόμα και τα πιο μετριοπαθή αιτήματά τους συνδέονταν μακροπρόθεσμα με τη λύση των μεγάλων προβλημάτων της εποχής, και πρωτίστως με το τέλος της επέμβασης. Όλα εξηγούνταν με τόσο απλούς όρους και τόση σαφήνεια, ώστε τα κατανοούσαν ακόμα και οι λιγότεροι μορφωμένοι….
Απλές ιδέες, που ο καθένας μπορούσε να τις καταλάβει. Η άφιξη στρατιωτικών ενισχύσεων και υλικού κάθε είδους επιβεβαίωναν καθημερινά τα όσα λέγονταν. Οι στρατιώτες και οι ναύτες ζητούσαν τώρα να μάθουν εναντίον ποιου πολεμούσαν; Ποιος ήταν ο εχθρός και πού βρισκόταν; Ποιοι ήταν οι μπολσεβίκοι; Τι ήθελαν;.
Σε αυτά τα ερωτήματα, έβρισκαν άμεσες και ξεκάθαρες απαντήσεις στα φυλλάδια των μπολσεβίκων….»
Εκτός από τους προβληματισμούς και το κύμα των κινητοποιήσεων που προκάλεσε η εξέγερση στη Μαύρη Θάλασσα στη Γαλλία, έδειξε ότι « αν η επανάσταση δε γίνει μαζική και δεν αγκαλιάσει τον ίδιο το στρατό δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για σοβαρό αγώνα….Στην πραγματικότητα η ταλάντευση του στρατού, που είναι αναπόφευκτη σε κάθε πραγματικό λαϊκό κίνημα, οδηγεί με την όξυνση της επαναστατικής πάλης σε ένα πραγματικό αγώνα για το στρατό»
Το κείμενο στηρίχτηκε στο βιβλίο του Αντρέ Μαρτί, Το έπος της Μαύρης Θάλασσας. Από αυτό και τα αποσπάσματα.
Ο Αντρέ Μαρτί υπηρετούσε ως Α΄Μηχανικός στο αντιτορπιλικό Protet, το οποίο βρισκόταν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Είχε σχεδιάσει μαζί με άλλους ναύτες να καταλάβουν το πλοίο μόλις σήκωνε άγκυρα, να επιστρέψουν στην Οδησσό και να το παραδώσουν στους επαναστάτες. Πίστευε ότι όλος ο στόλος θα συμμετείχε στην εξέγερση επειδή είχαν δημιουργηθεί πολλοί επαναστατικοί πυρήνες. Το σχέδιο όμως προδόθηκε και ο Αντρέ Μαρτί συνελήφθη στις 16 Απριλίου 1919, λίγο πριν ξεσπάσει η εξέγερση στο θωρηκτό France. Αν και κρατούμενος στις φυλακές Γαλατσίου , κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τους στρατιώτες του 4ου Αποικιακού Συντάγματος οι οποίοι τον φρουρούσαν και μέσω αυτών με ομάδα εργατών της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρουμανίας. Στις 23 Απριλίου μεταφέρθηκε στο θωρηκτό καταδρομικό Waldeck – Rousseau και κατάφερε να αποκτήσει επαφή με το πλήρωμα, το οποίο επίσης εξεγέρθηκε υψώνοντας την κόκκινη σημαία στις 27 Απριλίου. Και πάλι όμως λίγο πριν την εξέγερση μεταφέρθηκε σε τορπιλοβόλο και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη , κρατούμενος σε τουρκική φυλακή. Κρατήθηκε φυλακισμένος μέχρι το 1923.
Αντρέ Μαρτί, Το Έπος της Μαύρης Θάλασσας, μεταφρ. Βασιλεία Παπαρήγα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013