Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

1919: Το Έπος της Μαύρης Θάλασσας

Γρά­φει η ofisofi //

Στις 11 Νοεμ­βρί­ου 1918 τελεί­ω­σε ο Α’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος με την υπο­γρα­φή της Συν­θή­κης ανα­κω­χής ανά­με­σα στις δυνά­μεις της Αντάντ και την Γερ­μα­νία. Ένα χρό­νο πριν, στις 7 Νοεμ­βρί­ου (25 Οκτω­βρί­ου) 1917 είχε ξεσπά­σει η Μεγά­λη Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση και στη Ρωσία για πρώ­τη φορά στον κόσμο είχε εγκα­θι­δρυ­θεί εργα­τι­κό κρά­τος με τη μορ­φή της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας. Ήδη από την άνοι­ξη του 1918 οι Άγγλοι, οι Γάλ­λοι και οι Αμε­ρι­κά­νοι  είχαν στεί­λει στρα­τεύ­μα­τα ενα­ντί­ον της νεα­ρής Σοβιε­τι­κής Ρωσί­ας και στους όρους της ανα­κω­χής υπήρ­χαν σημεία που στρέ­φο­νταν ενα­ντί­ον της. Μετά το τέλος όμως του πολέ­μου οι δυνά­μεις της Αντάντ απο­φά­σι­σαν να συνε­χί­σουν την επέμ­βα­σή τους στη Σοβιε­τι­κή Ρωσία με στό­χο να ανα­τρέ­ψουν τη σοβιε­τι­κή εξου­σία και να εξου­δε­τε­ρώ­σουν τους μπολ­σε­βί­κους. Δεκα­τέσ­σε­ρα κρά­τη συμ­με­τεί­χαν σε αυτή την εκστρα­τεία και η διε­ξα­γω­γή των επι­χει­ρή­σε­ων ανα­τέ­θη­κε στο στρα­τό και το ναυ­τι­κό της Γαλλίας.

Έτσι μετά το τέλος του πολέ­μου οι Γάλ­λοι στρα­τιώ­τες και ναύ­τες δεν επέ­στρε­ψαν στα σπί­τια τους, αλλά οδη­γή­θη­καν στα νότια της Ρωσί­ας για να πολε­μή­σουν τους μπολ­σε­βί­κους ενα­ντί­ον των οποί­ων δια­δί­δο­νταν διά­φο­ρες ιστο­ρί­ες που τους παρου­σί­α­ζαν σαν ληστές, βια­στές, ανθρω­πο­φά­γους και άλλα τέτοια φανταστικά.

Εξεγερμένοι γάλλοι ναυτικοί

Εξε­γερ­μέ­νοι γάλ­λοι ναυτικοί

Τέλη Ιανουα­ρί­ου  με αρχές Φεβρουα­ρί­ου 1919 γαλ­λι­κά στρα­τεύ­μα­τα προ­ερ­χό­με­να από τη Ρου­μα­νία κατευ­θύ­νο­νταν προς την Τιρα­σπόλ με σκο­πό να την κατα­λά­βουν. Ανά­με­σα τους βρι­σκό­ταν το 58ο Σύνταγ­μα Πεζι­κού από την Αβι­νιόν, του οποί­ου οι στρα­τιώ­τες αρνή­θη­καν να πορευ­τούν ενα­ντί­ον των μπολ­σε­βί­κων και της προ­λε­τα­ρια­κής επανάστασης.

«- Όχι! Όχι!» φώνα­ξαν οι στρα­τιώ­τες. «Δεν έχει  κηρυ­χθεί  πόλε­μος κατά της  Ρωσί­ας. Έχει υπο­γρα­φεί ανα­κω­χή!  Δεν κάνου­με βήμα!»

Το Σύνταγ­μα υπο­χώ­ρη­σε και πήγε στην Τιρα­σπόλ , όπου αφο­πλί­στη­κε και στάλ­θη­κε όχι στη Γαλ­λία, αλλά στο Μαρόκο.

Το παρά­δειγ­μά τους ακο­λού­θη­σαν στις αρχές Μαρ­τί­ου 1919 δύο λόχοι του 176ου Συντάγ­μα­τος Πεζι­κού, οι οποί­οι όχι μόνο αρνή­θη­καν να πορευ­τούν προς τη Χερ­σώ­να, αλλά απο­διορ­γά­νω­σαν το ελλη­νι­κό μέτω­πο ( ελλη­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα συμ­με­τεί­χαν επί­σης στην εκστρα­τεία ενα­ντί­ον της Σοβιε­τι­κής Ρωσί­ας μετά από από­φα­ση του Ελευ­θέ­ριου Βενι­ζέ­λου και της προ­τρο­πής του Κλε­μαν­σώ, του Γάλ­λου Πρω­θυ­πουρ­γού) βοη­θώ­ντας με αυτό τον τρό­πο τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό να κατα­λά­βει την πόλη της Χερ­σώ­νας. Παρό­μοια περι­στα­τι­κά συνέ­βη­σαν και με άλλες γαλ­λι­κές μονά­δες, οι στρα­τιώ­τες των οποί­ων δεν έμε­ναν μόνο στην άρνη­ση να πορευ­τούν ενα­ντί­ον των μπολ­σε­βί­κων , αλλά απο­μά­κρυ­ναν τους αξιω­μα­τι­κούς και έδι­ναν τον οπλι­σμό τους στους εργάτες.

Στο μετα­ξύ  οι στό­λοι των συμ­μα­χι­κών δυνά­με­ων ήταν αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νοι στα λιμά­νια της Οδησ­σού και της Σεβα­στού­πο­λης. Οι ναύ­τες παρα­κο­λου­θού­σαν όσα συνέ­βαι­ναν στη στε­ριά. Εκεί­νο που έβλε­παν, ήταν Γάλ­λους στρα­τιώ­τες να εγκα­τα­λεί­πουν την Οδησ­σό και τη Σεβα­στού­πο­λη τρα­γου­δώ­ντας τη Διε­θνή , χωρίς πει­θαρ­χία, και τους στρα­τη­γούς και ανώ­τε­ρους αξιω­μα­τι­κούς να φεύ­γουν με πλοία ή οδικώς.

Το πνεύ­μα της εξέ­γερ­σης είχε μετα­φερ­θεί και στα πλοία, όπου οι κατώ­τε­ροι αξιω­μα­τι­κοί συμ­μά­χη­σαν με το πλή­ρω­μα και απαι­τού­σαν επι­στρο­φή στη Γαλλία.

Η εξέ­γερ­ση ξέσπα­σε στις 19 Απρι­λί­ου 1919 στο θωρη­κτό France, στο λιμά­νι της Σεβα­στού­πο­λης. Πολε­μι­κά πλοία ήταν αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­να εκεί και κανο­νιο­βο­λού­σαν για δυο συνε­χείς μέρες, 16 και 17 Απρι­λί­ου, τα απο­σπά­σμα­τα του Κόκ­κι­νου Στρα­τού με στό­χο να εμπο­δί­σουν την προ­έ­λα­σή τους στη Σεβαστούπολη.

Το θωρηκτό Jean - Bert

Το θωρη­κτό Jean — Bert

«Σάβ­βα­το, 19 Απρίλη

Το France, όπως και τα Jean – Bart, Vergniaud, Justice και Du Chayla, βρι­σκό­ταν στο αγκυ­ρο­βό­λιο, έτοι­μο για μάχη. Γύρω στις 3 το μεση­μέ­ρι, το πλή­ρω­μα έμα­θε ότι την επο­μέ­νη, Κυρια­κή του Πάσχα, θα έπρε­πε να φορ­τώ­σουν 700 τόνους κάρ­βου­νο στο πλοίο. Αμέ­σως, δημιουρ­γή­θη­κε μεγά­λη δυσα­ρέ­σκεια. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι άντρες υπο­λό­γι­ζαν να απο­ζη­μιω­θούν με μια διή­με­ρη ξεκού­ρα­ση επει­δή είχαν μοχθή­σει φορ­τώ­νο­ντας κάρ­βου­νο στην Οδησ­σό. Οι ναύ­τες έβρα­ζαν από αγα­νά­κτη­ση. Στις 4.32 μ.μ., έγι­νε η συνή­θης τελε­τή έπαρ­σης της σημαί­ας. Όταν σηκώ­θη­κε η σημαία, δεκα­ο­κτώ ναύ­τες , μετα­ξύ των οποί­ων ο Φρά­κια, Ντου­μπλιέ, Ουρέ, και Ρικρός, αρνή­θη­καν να τη χαι­ρε­τή­σουν . Έπει­τα, κυκλο­φό­ρη­σαν το εξής μήνυμα:

- Όλοι όσοι δε θέλουν να δου­λέ­ψουν αύριο στη φόρ­τω­ση του κάρ­βου­νου, ας έρθουν στο πρό­στε­γο μετά το branlebas.

Σε όλη τη διάρ­κεια του βρα­δι­νού γεύ­μα­τος, υπήρ­χε μεγά­λη υπερ­διέ­γερ­ση. Οι άντρες μουρ­μού­ρι­ζαν και περι­γε­λού­σαν. Μόλις κρέ­μα­σαν τις αιώ­ρες, 400  άντρες συγκε­ντρώ­θη­καν στο πρό­στε­γο. Αυτό ήταν φυσιο­λο­γι­κό. Ο αξιω­μα­τι­κός βάρ­διας δεν ανη­σύ­χη­σε για το γεγο­νός. Οι υπό­λοι­ποι αξιω­μα­τι­κοί ξεκί­νη­σαν το δεί­πνο τους. Οι ναύ­κλη­ροι και οι βοη­θοί τους βρί­σκο­νταν στις θέσεις τους στο κατά­στρω­μα και την κύρια αποθήκη.

Ξαφ­νι­κά, ακού­γε­ται ένα τρα­γού­δι . Οι άντρες τρα­γου­δού­σαν το Τρα­γού­δι της Οδησ­σού. Φωνές και γιου­χα­ΐ­σμα­τα δια­τά­ρα­ξαν την ηρε­μία της ανοι­ξιά­τι­κης βραδιάς:

- Δε φορ­τώ­νου­με άλλο κάρ­βου­νο! Ούτε την Κυρια­κή ούτε τη Δευτέρα!

Εμφα­νί­στη­καν ο οπλο­νό­μος Λουάρν. Ζήτη­σε από τους άντρες να κάνουν ησυ­χία και τους είπε ότι αυτός δεν ήταν τρό­πος να ικα­νο­ποι­ή­σουν τα αιτή­μα­τά τους. Εις απά­ντη­ση τα φώτα έσβη­σαν και οι άντρες άρχι­σαν να τρα­γου­δούν τη Διε­θνή. Εξορ­γι­σμέ­νοι οι αξιω­μα­τι­κοί βγή­καν στο ομώ­νυ­μο κατά­στρω­μα. Ακρι­βώς εκεί­νη τη στιγ­μή, το Jean – Bart απά­ντη­σε με το ίδιο τρα­γού­δι. Φωνά­ζο­ντας «Στα όπλα! Πετάξ­τε τους στη θάλασ­σα! Πάρ­τε τα του­φέ­κια!», οι ναύ­αρ­χοι όρμη­σαν στο κατά­στρω­μα των αξιω­μα­τι­κών, δίνο­ντας στον οπλο­νό­μο μπου­νιά στο κεφά­λι και κλο­τσιά στη μέση.

Το Protet στο οποίο βρισκόταν ο Αντρέ Μαρτί.

Το Protet στο οποίο βρι­σκό­ταν ο Αντρέ Μαρτί.

Στο μεσαίο κατά­στρω­μα, οι ναύ­τες συνά­ντη­σαν το δεύ­τε­ρο στην ιεραρ­χία, αντι­πλοί­αρ­χο Λεφέβρ, συνο­δευό­με­νο από τον οπλο­νό­μο. Τους διέ­τα­ξε να πάνε στα κρε­βά­τια τους. Οι αξιω­μα­τι­κοί δεν εμφα­νί­στη­καν, κατ’ εντο­λή του διοι­κη­τή, οπλί­ζο­νταν και συγκε­ντρώ­νο­νταν κρυ­φά. Οι ναύ­τες απά­ντη­σαν φωνά­ζο­ντας « Θάνα­τος!» Εκεί­νη τη στιγ­μή, ένας ναύ­της, τον οποίο ο οπλο­νό­μος προ­σπά­θη­σε να αρπά­ξει και να οδη­γή­σει στη φυλα­κή, χτύ­πη­σε τον τελευ­ταίο με κεφα­λιά στο στο­μά­χι. Ο ναύ­της είχε καλύ­ψει το πρό­σω­πό του με τα χέρια για να μην τον ανα­γνω­ρί­σουν. Οι στα­σια­στές συνέ­χι­σαν να κατευ­θύ­νο­νται προς το κατά­στρω­μα των αξιω­μα­τι­κών. Ο πλω­τάρ­χης Γκο­τιέ ντε Κερ­μάλ βγή­κε μπρο­στά και τους ρώτη­σε τι ακρι­βώς ζητού­σε το πλή­ρω­μα. Τους δια­βε­βαί­ω­σε  ότι θα μετέ­φε­ρε όλα τα αιτή­μα­τά τους στο διοι­κη­τή. Τον υπο­δέ­χτη­καν με ειρω­νεί­ες και απο­δο­κι­μα­σί­ες, αλλά τελι­κά κατά­φε­ρε να τους πεί­σει να ορί­σουν τους εκπρο­σώ­πους τους. Έδω­σε  το λόγο της τιμής του ότι οι εκπρό­σω­ποι τους δε θα αντι­με­τώ­πι­ζαν καμία πει­θαρ­χι­κή κύρω­ση. Τότε, οι ναύ­τες Νότα και Ντου­μπλιέ του εξή­γη­σαν ότι το πλή­ρω­μα δεν ήθε­λε να δου­λέ­ψει Κυρια­κή και τη Δευ­τέ­ρα του Πάσχα, φορ­τώ­νο­ντας κάρ­βου­νο. Ο Νότα πρόσθεσε:

- Τι κανου­με στη Ρωσία; Δε θέλου­με να πολε­μή­σου­με τα αδέρ­φια μας, τους εργά­τες. Θέλου­με να φύγουμε.

- Στα όπλα! Πάρ­τε τα του­φέ­κια! φώνα­ξε το πλήθος.

Ο Νότα, όμως, είπε:

- Ας μην πάρου­με τα όπλα! Αυτό θα ήταν χαζό‘ θα έβα­ζε σε κίν­δυ­νο το στόχο

μας!

Ήταν 8.30΄το βρά­δυ. Οι ναύ­τες τον άκου­σαν. Ήταν μεγά­λο λάθος, το οποίο θα έβα­ζε σε κίν­δυ­νο το κίνη­μα από την εκκί­νη­σή του.

epos6Έπει­τα, οι ναύ­τες προ­χώ­ρη­σαν στην πλώ­ρη, τρα­γου­δώ­ντας τη Διε­θνή. Πήγαν κάτω στις φυλα­κές και άνοι­ξαν τα κελιά, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας τους τρεις συλ­λη­φθέ­ντες οπλουρ­γούς: Ντε­λα­ρί, Κοάτ και Βιλε­μίν – ο τελευ­ταί­ος βρι­σκό­ταν σε απο­μό­νω­ση. Οι στα­σια­στές παρέ­λα­σαν στο κεντρι­κό κατά­στρω­μα, φωνά­ζο­ντας ακα­τά­παυ­στά: « Στα όπλα!» Επέ­στρε­ψαν στο πρό­στε­γο για να δια­λέ­ξουν τους εκπρο­σώ­πους τους, όπως τους είχε ζητή­σει ο πλω­τάρ­χης. Οι άντρες, έχο­ντας ξανα­σμί­ξει με τους ελεύ­θε­ρους πλέ­ον συνα­δέλ­φους τους, βρί­σκο­νταν σε μεγά­λο ενθου­σια­σμό. Επέ­λε­ξαν  για εκπρο­σώ­πους τους οπλουρ­γούς Βιλε­μίν και Ντου­μπλιέ, καθώς και τον απλό ναύ­τη Νότα.

Η Διε­θνής αντή­χη­σε και πάλι στον αέρα. Το πλή­ρω­μα του Jean – Bart ένω­σε, και εκεί­νο, τη φωνή του. Ήταν 9.30΄μ.μ.

Εκεί­νη τη στιγ­μή έμα­θαν ότι το από­σπα­σμα απο­βί­βα­σης είχε αρνη­θεί να κάνει τις προ­ε­τοι­μα­σί­ες  για τη μάχη κατά των μπολ­σε­βί­κων. Εκπρό­σω­πος του ήταν ο υπο­ναύ­κλη­ρος ηλε­κτρο­λό­γος Ντιμπουλόζ.

Οι ναύ­τες απο­φά­σι­σαν να επι­κοι­νω­νή­σουν με το Jean – Bart και το Du Chayla, των οποί­ων τα πλη­ρώ­μα­τα τρα­γου­δού­σαν επί­σης τη Διε­θνή. Μια ομά­δα ναυ­τών μαζί με τους εκπρο­σώ­πους επι­βι­βά­στη­καν σε ατμά­κα­το , παρά τις αντιρ­ρή­σεις του αξιω­μα­τι­κού βάρ­διας, υπο­πλοί­αρ­χου Μπες ντε Μπέρκ.

Πολ­λοί ναύ­τες , στο Jean – Bart τρα­γου­δού­σαν τώρα επα­να­στα­τι­κά τρα­γού­δια. Η ατμά­κα­τος του France πλεύ­ρι­σε δίπλα στο Jean – Bart. Οι εκπρό­σω­ποι ρώτη­σαν τους ναύ­τες του Jean – Bart ποια ήταν τα αιτή­μα­τά τους. Η απά­ντη­ση ήταν: « Επι­στρο­φή στην Του­λόν! Όχι άλλο πόλε­μο με τη Ρωσία!» Η αντι­προ­σω­πία του France επι­βι­βά­στη­κε στο Jean – Bart  του οποί­ου το πλή­ρω­μα συγκε­ντρώ­θη­κε τώρα στο κατάστρωμα.

Η αντι­προ­σω­πία του France ζήτη­σε από το πλή­ρω­μα του Jean – Bart  να εκλέ­ξει  και τους εκπρο­σώ­πους του. Τους έκα­νε έκκλη­ση να παρα­μεί­νουν ενωμένοι.

- Πρέ­πει να ικα­νο­ποι­ή­σουν τα αιτή­μα­τά μας και να μας στεί­λουν όλους στη Γαλλία.

Η πρό­τα­ση εγκρί­θη­κε. Οι ναύ­τες του Jean – Bart ξεκί­νη­σαν πάλι να τρα­γου­δούν τη Διεθνή.»

Στις 20 Απρι­λί­ου, το πρωί, την ώρα της έπαρ­σης της σημαί­ας, οι ναύ­τες του France και του Jean – Bart  συγκε­ντρω­μέ­νοι στα πρό­στε­γα των πλοί­ων τους

«αντί να χαι­ρε­τούν την τρί­χρω­μη που υψω­νό­ταν στην πρύ­μνη, κοι­τού­σαν μπρο­στά και τρα­γου­δού­σαν τη Διε­θνή , καθώς μια κόκ­κι­νη σημαία σηκω­νό­ταν στον πρόβολο».

Παντού επι­κρα­τού­σε ανα­τα­ρα­χή και το από­γευ­μα της ίδιας μέρας οι ναύ­τες των γαλ­λι­κών πλοί­ων βγή­καν στη στε­ριά και συνα­δελ­φώ­θη­καν με τους εργάτες.

«Όταν έφτα­σαν οι άκα­τοι του Jean – Bart, ακο­λου­θού­με­νοι από εκεί­νες του France, με την τρί­χρω­μη τυλιγ­μέ­νη, ώστε να φαί­νε­ται μόνο η κόκ­κι­νη λωρί­δα, οι ναύ­τες έγι­ναν δεκτοί με πανη­γυ­ρι­σμούς. Μια μεγά­λη ομά­δα, τρα­γου­δώ­ντας τη Διε­θνή, ανέ­βη­κε την οδό Εκα­τε­ρίν­σκα­για με κατεύ­θυν­ση την πόλη. Δέχτη­καν με ενθου­σια­σμό τη σημαία που τους δώρι­σε το σωμα­τείο μεταλ­λερ­γα­τών. Ένας ναύ­της περ­πα­τού­σε στην κεφα­λή της πορεί­ας κρα­τώ­ντας ψηλά το λάβα­ρο. Ο όγκος της πορεί­ας μεγά­λω­νε γρή­γο­ρα, καθώς όλο και περισ­σό­τε­ροι ναύ­τες και πολί­τες ενσω­μα­τώ­νο­νταν σε αυτή…»

Επι­κρα­τού­σε μεγά­λος ενθου­σια­σμός και συμ­με­τεί­χαν ναύ­τες από όλα τα αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­να πολε­μι­κά πλοία. Όμως ξαφ­νι­κά ομά­δες Ελλή­νων στρα­τιω­τών  μαζί με ένα τμή­μα από­βα­σης του Jean – Bart άρχι­σαν να πυρο­βο­λούν ενα­ντί­ον του πλή­θους των δια­δη­λω­τών. Επρό­κει­το για ενέ­δρα, η οποία οδή­γη­σε στο θάνα­το πολ­λούς δια­δη­λω­τές και προ­κά­λε­σε θυελ­λώ­δεις αντι­δρά­σεις στους στρα­τιώ­τες και τους ναύτες.

«Η σκη­νή ήταν μακά­βρια. Ο τόπος, ολό­γυ­ρα, ήταν γεμά­τος νεκρούς‘ κραυ­γές και βογκη­τά έσκι­ζαν τον αέρα. Οι δια­δη­λω­τές έτρε­χαν να βρουν κατα­φύ­γιο στους παρά­πλευ­ρους δρό­μους. Ο σημαιο­φό­ρος —  πηδα­λιού­χος στο Vergniaud – κατέρ­ρευ­σε, καθώς μια σφαί­ρα τον τραυ­μά­τι­σε θανά­σι­μα, κι έμει­νε πεσμέ­νος με την κόκ­κι­νη σημαία να τον σκε­πά­ζει. Ένας γεν­ναί­ος υπο­ναύ­κλη­ρος που συνέ­χι­ζε να φωνά­ζει, « Εμπρός! Θάνα­τος στα σκυ­λιά!», έπε­σε κι εκεί­νος τραυ­μα­τι­σμέ­νος θανά­σι­μα δίπλα σε ένα δεκα­ε­ξά­χρο­νο κορί­τσι που σκο­τώ­θη­κε επιτόπου.»

Αυτό το γεγο­νός δεν απο­θάρ­ρυ­νε τους ναύ­τες. Το αντί­θε­το! Όλα τα θωρη­κτά βρί­σκο­νταν στον πλή­ρη έλεγ­χό τους. Αντι­προ­σω­πία των στρα­τιω­τών ζήτη­σε τη βοή­θειά τους από το φόβο των αποι­κια­κών στρα­τευ­μά­των και να μην ανα­χω­ρή­σουν για τη Γαλ­λία χωρίς να έχουν και αυτούς μαζί τους, κάτι που έγι­νε δεκτό από τους εξε­γερ­μέ­νους του France, του κόκ­κι­νου θωρηκτού.

«Μία το πρωί. Η νύχτα είναι πολύ ήρε­μη, και ο και­ρός θαυ­μά­σιος. Ωστό­σο, το κόκ­κι­νο θωρη­κτό μένει ξάγρυ­πνο. Κάθε τέταρ­το, οι προ­βο­λείς του σαρώ­νουν το αγκυ­ρο­βό­λιο, τα πλοία, και κυρί­ως την ακτή. Οι εκπρό­σω­ποι έχουν ανα­λά­βει υπη­ρε­σία ώστε να απο­φύ­γουν τον αιφ­νι­δια­σμό των αποι­κια­κών στρα­τευ­μά­των. Κάτω από το κατά­στρω­μα, οι ναύ­τες παρα­φυ­λούν την απο­θή­κη πυρομαχικών.

Οπλο­ποιοί, θερ­μα­στές, ηλε­κτρο­λό­γοι δια­σφα­λί­ζουν ότι οι λέβη­τες, οι γεν­νή­τριες, οι αντλί­ες, τα συστή­μα­τα φωτι­σμού λει­τουρ­γούν κανονικά.

Οι εκπρό­σω­ποι έχουν ορί­σει τα καθή­κο­ντα κάθε ημέ­ρας και είναι οι μόνοι τους οποί­ους υπα­κού­ει το πλή­ρω­μα. Δυο ηλε­κτρο­λό­γοι και ένας ναύ­κλη­ρος χει­ρί­ζο­νται τους προ­βο­λείς. Η βάρ­δια αλλά­ζει κάθε δυο ώρες.

Δεν υπάρ­χουν φρου­ροί στη γέφυ­ρα, αλλά οι ηλε­κτρο­λό­γοι ηχούν το σήμα « όλοι στο κατά­στρω­μα» στη χαμη­λό­τε­ρη δυνα­τή έντα­ση του συναγερμού.

Εκεί­νη τη νύχτα, το μάτι της επα­νά­στα­σης φυλού­σε σκο­πός στο κοι­μι­σμέ­νο αγκυροβόλιο.»

Τις τελευ­ταί­ες μέρες του Απρι­λί­ου όλα τα γαλ­λι­κά πλοία έφυ­γαν από τη Σεβα­στού­πο­λη για τη Γαλ­λία. Παρό­λες τις δια­βε­βαιώ­σεις, μόλις το θωρη­κτό France μπή­κε στο νεώ­ριο του Μπι­ζέρτ, συνε­λή­φθη­σαν οι υπο­κι­νη­τές , αφού πρώ­τα πήραν άδεια οι ναύ­τες και κατέ­βη­καν άοπλοι. Το γεγο­νός αυτό οδή­γη­σε σε νέες ανα­τα­ρα­χές στα γαλ­λι­κά λιμά­νια , όπως στην Του­λόν, στη Μπρέστ και αλλού,καθώς οι ναύ­τες και οι στρα­τιώ­τες μετέ­φε­ραν παντού τα μηνύ­μα­τα της Ρωσι­κής Επα­νά­στα­σης και τα πλη­ρώ­μα­τα των πολε­μι­κών πλοί­ων αρνού­νταν να ξεκι­νή­σουν για τη Μαύ­ρη θάλασ­σα και ζητού­σαν συγ­χρό­νως την απε­λευ­θέ­ρω­ση όλων των στα­σια­στών της Μαύ­ρης θάλασ­σας, τον τερ­μα­τι­σμό της πολε­μι­κής επέμ­βα­σης στη Ρωσία και την άμε­ση απο­στρά­τευ­ση των ανδρών. Οι κινη­το­ποι­ή­σεις πήραν μαζι­κές δια­στά­σεις τόσο που ανά­γκα­σαν τη γαλ­λι­κή κυβέρ­νη­ση να προ­χω­ρή­σει στην απο­στρά­τευ­ση, στον αφο­πλι­σμό των πολε­μι­κών πλοί­ων και στην ανά­κλη­ση των γαλ­λι­κών δυνά­με­ων από τη Ρωσία.

Η εξέ­γερ­ση των γαλ­λι­κών δυνά­με­ων « περιε­λάμ­βα­νε την ανταρ­σία των γαλ­λι­κών στρα­τευ­μά­των που είχαν στρα­το­πε­δεύ­σει στη νότια Ουκρα­νία και την Κρι­μαία( Φλε­βά­ρης – Μάης 1919), αυτή των πλη­ρω­μά­των στα γαλ­λι­κά πολε­μι­κά πλοία στη Μαύ­ρη θάλασ­σα ( Απρί­λης – Αύγου­στος 1919), και εκεί­νη που έκα­ναν οι Γάλ­λοι ναύ­τες στα πλοία έξω από την εν λόγω περιο­χή αλλά και τα γαλ­λι­κά λιμά­νια ( Ιού­νης – Αύγου­στος 1919). Αυτές οι εξε­γέρ­σεις αντι­προ­σώ­πευαν ένα τερά­στιο κίνη­μα κατά των στρα­τιω­τι­κών επι­θέ­σε­ων του γαλ­λι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού στη μεγά­λη Σοσια­λι­στι­κή Σοβιε­τι­κή Δημοκρατία»

Οι ήρωες της Μαύρης Θάλασσας

Οι ήρω­ες της Μαύ­ρης Θάλασσας

Οι εξε­γέρ­σεις των γάλ­λων στρα­τιω­τών και ναυ­τών δεν οφεί­λο­νταν σε έναν επα­να­στα­τι­κό ενθου­σια­σμό, ούτε μόνο στις κακές συν­θή­κες δια­βί­ω­σης τους και στη συνε­χή πολε­μι­κή ετοι­μό­τη­τα αυτών των δυνά­με­ων αν και ο πόλε­μος είχε τελειώ­σει. Τερά­στια υπήρ­ξε η συμ­βο­λή της ανό­δου του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος στην Ευρώ­πη αυτήν την επο­χή και του κύρους της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Το πιο σημα­ντι­κό όμως είναι ότι τα μηνύ­μα­τα της Επα­νά­στα­σης ενσαρ­κώ­νο­νταν μπρο­στά στα μάτια τους χάρη στη συστη­μα­τι­κή δου­λειά και δρά­ση του Κόμ­μα­τος των Μπολ­σε­βί­κων , των κομ­μου­νι­στών και των επα­να­στα­τη­μέ­νων εργα­τών στην Οδησ­σό, τη Χερ­σώ­να και τη Σεβα­στού­πο­λη. Επι­πλέ­ον μέσα στις γαλ­λι­κές δυνά­μεις δρού­σαν ομά­δες συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νων στρα­τιω­τών και ναυ­τών που καθο­δη­γού­σαν τις εξεγέρσεις.

«Στην Ουκρα­νία, όμως, την Κρι­μαία και τη Βεσα­ρα­βία υπήρ­χαν οι μπολ­σε­βί­κοι οι οποί­οι εξη­γού­σαν στους στρα­τιώ­τες την πραγ­μα­τι­κή αιτία της αγω­νί­ας και των βασά­νων τους: ο πόλε­μος, από τον οποί­ον κέρ­δι­ζαν μόνο οι πλού­σιοι. Η προ­πα­γάν­δα των μπολ­σε­βί­κων έφερ­νε πάντα απο­τέ­λε­σμα  καθώς απο­κά­λυ­πτε  αμέ­σως στους στρα­τιώ­τες ότι ακό­μα και τα πιο μετριο­πα­θή αιτή­μα­τά τους συν­δέ­ο­νταν μακρο­πρό­θε­σμα με τη λύση των μεγά­λων προ­βλη­μά­των της επο­χής, και πρω­τί­στως με το τέλος της επέμ­βα­σης. Όλα εξη­γού­νταν με τόσο απλούς όρους και τόση σαφή­νεια, ώστε τα κατα­νο­ού­σαν ακό­μα και οι λιγό­τε­ροι μορφωμένοι….

Απλές ιδέ­ες, που ο καθέ­νας μπο­ρού­σε να τις κατα­λά­βει. Η άφι­ξη στρα­τιω­τι­κών ενι­σχύ­σε­ων και υλι­κού κάθε είδους επι­βε­βαί­ω­ναν καθη­με­ρι­νά τα όσα λέγο­νταν. Οι στρα­τιώ­τες και οι ναύ­τες ζητού­σαν τώρα να μάθουν ενα­ντί­ον ποιου πολε­μού­σαν; Ποιος ήταν ο εχθρός και πού βρι­σκό­ταν; Ποιοι ήταν οι μπολ­σε­βί­κοι; Τι ήθελαν;.

Σε αυτά τα ερω­τή­μα­τα, έβρι­σκαν άμε­σες και ξεκά­θα­ρες απα­ντή­σεις στα φυλ­λά­δια των μπολσεβίκων….»

Εκτός από τους προ­βλη­μα­τι­σμούς και το κύμα των κινη­το­ποι­ή­σε­ων που προ­κά­λε­σε η εξέ­γερ­ση στη Μαύ­ρη Θάλασ­σα στη Γαλ­λία, έδει­ξε ότι « αν η επα­νά­στα­ση δε γίνει μαζι­κή και δεν αγκα­λιά­σει τον ίδιο το στρα­τό δεν μπο­ρεί ούτε λόγος να γίνει για σοβα­ρό αγώνα….Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η ταλά­ντευ­ση του στρα­τού, που είναι ανα­πό­φευ­κτη σε κάθε πραγ­μα­τι­κό λαϊ­κό κίνη­μα, οδη­γεί με την όξυν­ση της επα­να­στα­τι­κής πάλης σε ένα πραγ­μα­τι­κό αγώ­να για το στρατό»

Το κεί­με­νο στη­ρί­χτη­κε στο βιβλίο του Αντρέ Μαρ­τί, Το έπος της Μαύ­ρης Θάλασ­σας. Από αυτό και τα αποσπάσματα.

marti-antreΟ Αντρέ Μαρ­τί υπη­ρε­τού­σε ως Α΄Μηχανικός στο αντι­τορ­πι­λι­κό Protet, το οποίο βρι­σκό­ταν στο Γαλά­τσι της Ρου­μα­νί­ας. Είχε σχε­διά­σει μαζί με άλλους ναύ­τες να κατα­λά­βουν το πλοίο μόλις σήκω­νε άγκυ­ρα, να επι­στρέ­ψουν στην Οδησ­σό και να το παρα­δώ­σουν στους επα­να­στά­τες. Πίστευε ότι όλος ο στό­λος θα συμ­με­τεί­χε στην εξέ­γερ­ση επει­δή είχαν δημιουρ­γη­θεί πολ­λοί επα­να­στα­τι­κοί πυρή­νες. Το σχέ­διο όμως προ­δό­θη­κε και ο Αντρέ Μαρ­τί συνε­λή­φθη στις 16 Απρι­λί­ου 1919, λίγο πριν ξεσπά­σει η εξέ­γερ­ση στο θωρη­κτό France. Αν και κρα­τού­με­νος στις φυλα­κές Γαλα­τσί­ου , κατόρ­θω­σε να επι­κοι­νω­νή­σει με τους στρα­τιώ­τες του 4ου Αποι­κια­κού Συντάγ­μα­τος οι οποί­οι τον φρου­ρού­σαν και μέσω αυτών με ομά­δα εργα­τών της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος Ρου­μα­νί­ας. Στις 23 Απρι­λί­ου μετα­φέρ­θη­κε  στο θωρη­κτό κατα­δρο­μι­κό Waldeck – Rousseau και κατά­φε­ρε να απο­κτή­σει επα­φή με το πλή­ρω­μα, το οποίο επί­σης εξε­γέρ­θη­κε υψώ­νο­ντας την κόκ­κι­νη σημαία στις 27 Απρι­λί­ου. Και πάλι όμως λίγο πριν την  εξέ­γερ­ση μετα­φέρ­θη­κε σε τορ­πι­λο­βό­λο και στη συνέ­χεια οδη­γή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη , κρα­τού­με­νος σε τουρ­κι­κή φυλα­κή. Κρα­τή­θη­κε φυλα­κι­σμέ­νος μέχρι το 1923.

epos7Αντρέ Μαρ­τί, Το Έπος της Μαύ­ρης Θάλασ­σας, μετα­φρ. Βασι­λεία Παπα­ρή­γα, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2013

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο