Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

23 Φλεβάρη 1942: Μια γιορτή που σταμάτησε πριν αρχίσει…

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Φλε­βά­ρης του 1918, Ρωσία. Η Μεγά­λη Οχτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση έχει επι­κρα­τή­σει και οι μπολ­σε­βί­κοι με επι­κε­φα­λής τον Λένιν προ­χω­ρούν στο χτί­σι­μο του πρώ­του σοσια­λι­στι­κού κρά­τους στον κόσμο. Ένα κρά­τος που για να ορθο­πο­δή­σει και να προ­α­σπι­στεί τη νέα λαϊ­κή εξου­σία από την ιμπε­ρια­λι­στι­κή επι­βου­λή χρειά­ζε­ται στρα­τό. Στις 23 Φλε­βά­ρη η Παν­ρω­σι­κή Κεντρι­κή Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή εκδί­δει το διά­ταγ­μα για την καθο­λι­κή στρα­τιω­τι­κή εκπαί­δευ­ση των εργα­ζο­μέ­νων και αργό­τε­ρα το διά­ταγ­μα για την καθο­λι­κή στρα­τιω­τι­κή θητεία. Από την Κόκ­κι­νη Φρου­ρά που συγκρο­τή­θη­κε από ένο­πλες ομά­δες εργα­τών, απο­τέ­λε­σε τον πυρή­να του Επα­να­στα­τι­κού Κόκ­κι­νου Στρα­τού και στη συνέ­χεια πλαι­σιώ­θη­κε από τους στρα­τιώ­τες και ναύ­τες του τσα­ρι­κού καθε­στώ­τος που πέρα­σαν στο πλευ­ρό του επα­να­στα­τη­μέ­νου λαού, γεν­νιέ­ται ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός. Από τότε η 23 Φλε­βά­ρη γιορ­τά­ζε­ται στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση σαν η μέρα του Κόκ­κι­νου Στρατού.

«ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΑΣ, Μηνιάτικο όργανο της Ομάδας Συμβίωσης». Υπεύθυνος έκδοσης ο Μανώλης Περλορέντζος

«ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΑΣ, Μηνιά­τι­κο όργα­νο της Ομά­δας Συμ­βί­ω­σης». Υπεύ­θυ­νος έκδο­σης ο Μανώ­λης Περλορέντζος

Φλε­βά­ρης του 1942, Ανά­φη. Στο πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο νησί των Κυκλά­δων, τόπο άγο­νο, άνυ­δρο, χωρίς βλά­στη­ση και με λίγους κατοί­κους, 220–250 εξό­ρι­στοι κομ­μου­νι­στές παλεύ­ουν με τις κακου­χί­ες και την πεί­να που τους επέ­βα­λε ο ντό­πιος και ξένος φασι­σμός για να τους απο­σπά­σει «δηλώ­σεις μετα­νοί­ας». Μερι­κούς μήνες νωρί­τε­ρα οι «ελλη­νι­κές» αρχές τους είχαν παρα­δώ­σει στους γερ­μα­νοϊ­τα­λούς, παρά το ότι με αλλε­πάλ­λη­λα υπο­μνή­μα­τα οι εξό­ρι­στοι ζητού­σαν να αφε­θούν ελεύ­θε­ροι για να πολε­μή­σουν τον καταχτητή.

Τον χει­μώ­να του 1941–42 ο θάνα­τος και οι αρρώ­στιες από την πεί­να που έφε­ρε ο πόλε­μος και ο φασι­σμός, θέρι­ζαν την ελλη­νι­κή επι­κρά­τεια. Στο ξερο­νή­σι της Ανά­φης τα απο­θέ­μα­τα τρο­φί­μων της Ομά­δας Συμ­βί­ω­σης των εξο­ρί­στων έχουν τελειώ­σει. Από την πεί­να πάρα πολ­λοί έχουν πάθει αβι­τα­μί­νω­ση ή έχουν προ­σβλη­θεί από άλλες ασθέ­νειες, με απο­τέ­λε­σμα λίγοι να είναι αυτοί που μπο­ρούν πια να στα­θούν στα πόδια τους. Οι δια­μαρ­τυ­ρί­ες και οι εκκλή­σεις τους για ιατρι­κή περί­θαλ­ψη και τρό­φι­μα φτά­νουν στ’ αυτιά του νέου Ιτα­λού διοι­κη­τή των Κυκλά­δων που απο­φα­σί­ζει να επι­σκε­φτεί την Ανάφη.

Οι εξό­ρι­στοι θέλο­ντας να του δεί­ξουν ότι η κατά­στα­ση δεν πάει άλλο μετα­φέ­ρουν στο κέντρο του χωριού πάνω σε ράν­τζα τους ετοι­μο­θά­να­τους σκε­λε­τω­μέ­νους συντρό­φους τους. Δίπλα τους συγκε­ντρώ­νε­ται όλο το χωριό.

Οι σκελετωμένοι εξόριστοι πάνω σε ράντζα στο δρόμο του χωριού. Ανάμεσά τους ο Μανώλης Περλορέντζος

Οι σκε­λε­τω­μέ­νοι εξό­ρι­στοι πάνω σε ράν­τζα στο δρό­μο του χωριού. Ανά­με­σά τους ο Μανώ­λης Περλορέντζος

Ο Γιώρ­γης Ζάρ­κος, εξό­ρι­στος στην Ανά­φη από την μετα­ξι­κή δικτα­το­ρία γρά­φει στο βιβλίο του: «Βάλαν, όσοι μπο­ρού­σαν να στέ­κο­νται ακό­μη στα πόδια τους, πάνου σε πάνι­να κρε­βά­τια τους σκε­λε­τω­μέ­νους. Έγι­νε μια πομπή που ξεκί­νη­σε απ’ την αστυ­νο­μία, τον κεντρι­κό δρό­μο και τους πήγα­νε και τους ακού­μπη­σαν στην αυλή του διοι­κη­τη­ρί­ου, Ήταν κάτι πολύ πιο τρα­γι­κό από κηδεία με δέκα φέρε­τρα. Οι σκε­λε­τοί ήσα­ντε του Ελέα, του Αγγε­λα­κά­κη, του Περ­λο­ρέν­τζου, του Γιαν­νου­κά­κη. (…) Οι χωριά­τες και οι Ιτα­λοί είχαν όλοι συγκι­νη­θεί. Άλλοι ήταν κίτρι­νοι από αγω­νία και άλλοι δάκρυ­ζαν».1

Ο Ιτα­λός διοι­κη­τής κάτω από την κατα­κραυ­γή εξο­ρί­στων και κατοί­κων δεσμεύ­ε­ται ότι θα εξε­τα­στούν οι «πιο σοβα­ρές» περι­πτώ­σεις. Μετά από λίγες μέρες πεθαί­νει από την πεί­να ο Απ. Αποστολίδης…

Τιμητική φρουρά γύρω από το φέρετρο του Μανώλη Περλορέντζου

Τιμη­τι­κή φρου­ρά γύρω από το φέρε­τρο του Μανώ­λη Περλορέντζου

Η 23 του Φλε­βά­ρη, μέρα ίδρυ­σης του Κόκ­κι­νου Στρα­τού γιορ­τα­ζό­ταν κάθε χρό­νο από τους εξό­ρι­στους κομ­μου­νι­στές στην Ανά­φη και στους άλλους τόπους εξο­ρί­ας. Εκεί­νη τη χρο­νιά και μέσα στις τρα­γι­κές συν­θή­κες που επι­κρα­τού­σαν στο νησί, ο γιορ­τα­σμός απο­χτού­σε άλλον χαρα­κτή­ρα. Η αντί­στα­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού απέ­να­ντι στις φασι­στι­κές ορδές του άξο­να θέριευε την ελπί­δα των απο­μο­νω­μέ­νων αγω­νι­στών και γέμι­ζε με δύνα­μη και αντο­χή τις ψυχές τους.

Οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες για τη γιορ­τή ξεκι­νούν. Ορί­ζο­νται οι ομι­λη­τές, μοι­ρά­ζο­νται τα ποι­ή­μα­τα, ετοι­μά­ζο­νται τα τρα­γού­δια, τα σκετς, η χορω­δία· ένα γεμά­το καλ­λι­τε­χνι­κό πρό­γραμ­μα. «Τυπώ­νε­ται» το πανη­γυ­ρι­κό φύλ­λο του «Αντι­φα­σί­στα» (χει­ρό­γρα­φη εφη­με­ρί­δα των εξο­ρί­στων της Ανά­φης). Στο θάλα­μο στή­νε­ται σκη­νή, οι τοί­χοι στο­λί­ζο­νται με φωτο­γρα­φί­ες και λου­λού­δια. Όμως αυτό που κάνει περισ­σό­τε­ρο τους εξό­ρι­στους να αδη­μο­νούν να ξημε­ρώ­σει η μεγά­λη μέρα είναι η ―με χίλιους κόπους και κρυ­φά από τη φρου­ρά― εξα­σφά­λι­ση από την Ομά­δα πλού­σιου φαγη­τού! Το βρά­δυ της 22 Φλε­βά­ρη όλα είναι έτοι­μα και μόνο λίγες ώρες απο­μέ­νουν για τη γιορ­τή, όταν η ζωή του Μανώ­λη Περ­λο­ρέν­τζου σβή­νει πάνω στο ράν­τζο όπου κεί­το­νταν εξα­ντλη­μέ­νος από την πεί­να. Ο θάνα­τος του συντρό­φου συγκλο­νί­ζει την Ομά­δα. Το ξημέ­ρω­μα φέρ­νει, αντί για χαρά και αισιο­δο­ξία, βου­βα­μά­ρα, δάκρυα και προ­ε­τοι­μα­σί­ες για την κηδεία. Τα λου­λού­δια κατε­βαί­νουν από τους τοί­χους και πλέ­κο­νται στε­φά­νια αποχαιρετισμού…

1 021

Το φέρε­τρο του Μανώ­λη Περ­λο­ρέν­τζου στα σκα­λιά της εκκλησίας

«Όλα πήραν αλλιώ­τι­κη όψη στο θάλα­μο που θα γινό­ταν η γιορ­τή. Χάλα­σε η σκη­νή… αφαι­ρέ­θη­καν οι φωτο­γρα­φί­ες που στό­λι­ζαν τους τοί­χους. Έμει­νε μόνο στη μέση του θαλά­μου ένα τρα­πέ­ζι με την κάσα του Μανώ­λη μας. Όλοι οι σύντρο­φοι κάθο­νταν γύρω γύρω βου­βοί, γεμά­τοι θλί­ψη. Κι όταν κανείς σηκω­νό­ταν πατού­σε στα δάχτυ­λα των ποδιών του, προ­σέ­χο­ντας να μη ξυπνή­σει τον Μανώ­λη από τον αιώ­νιο ύπνο του. Ο πόνος μας δεν περι­γρά­φε­ται. Είχα­με τη γνώ­μη πως η ίδια τύχη μας περί­με­νε όλους. Και όμως τίπο­τα δεν μπο­ρού­σε να λυγί­σει την πίστη μας, ότι ο λαός θα φτά­σει στην τελι­κή νίκη. Και το παρά­δειγ­μά μας θα γινό­ταν φάρος στον αγώ­να του λαού μας για λευ­τε­ριά και κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο. Η θυσία μας θα γινό­ταν παρά­δειγ­μα για μίμη­ση», θα γρά­ψει πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα ο εξό­ρι­στος Ντί­νος Καλ­τσού­νης.2

Ο Μανώ­λης Περ­λο­ρέν­τζος ήταν τυπο­γρά­φος, από την Αθή­να όπου έφτα­σε πρό­σφυ­γας από τη Μ. Ασία. Βρι­σκό­ταν στην Ανά­φη από την κήρυ­ξη της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας της 4ης Αυγού­στου του 1936 και ήταν ο υπεύ­θυ­νος της εφη­με­ρί­δας «Αντι­φα­σί­στας». Η σορός του εκτέ­θη­κε σε λαϊ­κό προ­σκύ­νη­μα στο θάλα­μο συνε­δριά­σε­ων της Ομά­δας, με τιμη­τι­κή φρου­ρά στην οποία συμ­με­τεί­χαν όσοι σύντρο­φοί του μπο­ρού­σαν να στα­θούν στα πόδια τους.

Η νεκρώσιμη πομπή. Στο σκέπασμα του φέρετρου διακρίνονται τα αρχικά Ε.Π. (Εμμανουήλ Περλορέντζος)

Η νεκρώ­σι­μη πομπή. Στο σκέ­πα­σμα του φέρε­τρου δια­κρί­νο­νται τα αρχι­κά Ε.Π. (Εμμα­νου­ήλ Περλορέντζος)

«Ξεκι­νή­σα­με για την ταφή μαζί με όλο το χωριό. Οι νησιώ­τες πάντα μάς συμπα­ρα­στέ­κο­νταν σ’ όλες τις εκδη­λώ­σεις μας. Καθώς πηγαί­να­με για την εκκλη­σία, πολ­λοί Ιτα­λοί, παρά τη δια­τα­γή που είχαν ήταν να μην κυκλο­φο­ρούν έξω την ώρα της κηδεί­ας, ωστό­σο τα στρα­τευ­μέ­να εργα­τό­παι­δα της Ιτα­λί­ας ανέ­βη­καν στις στέ­γες των σπι­τιών και χαι­ρε­τού­σαν το νεκρό μας σε στά­ση προ­σο­χής. (Η φρου­ρά των Ιτα­λών είχε κομ­μα­τι­κό πυρή­να). Το πιο τρα­γι­κό είναι ότι μέχρι να δια­βά­σουν οι παπά­δες τη νεκρώ­σι­μη ακο­λου­θία λιπο­θύ­μη­σαν πέντε σύντρο­φοι από την πεί­να και την εξά­ντλη­ση. Έτσι τη μέρα της Μεγά­λης Γιορ­τής θάψα­με τον αξέ­χα­στο σύντρο­φό μας Μανώ­λη Περ­λο­ρέν­τζο, από την Αθή­να».3

Ο επικήδειος πάνω από τον τάφο του Μ. Περλορέντζου. Τα αναστατωμένα μαλλιά των παρευρισκόμενων δείχνουν ότι φυσάει δυνατός αέρας

Ο επι­κή­δειος πάνω από τον τάφο του Μ. Περ­λο­ρέν­τζου. Τα ανα­στα­τω­μέ­να μαλ­λιά των παρευ­ρι­σκό­με­νων δεί­χνουν ότι φυσά­ει δυνα­τός αέρας

Την ώρα που το φέρε­τρο κατέ­βαι­νε στον τάφο οι γυναί­κες του χωριού πιά­νουν τα μοι­ρο­λό­για, ενώ η χορω­δία μέσα σε κλί­μα βαθιάς συγκί­νη­σης τρα­γου­δά επα­να­στα­τι­κά τρα­γού­δια. Σε λίγο όλες οι φωνές ενώ­νο­νται σε μια ιαχή που ο δυνα­τός αέρας την σηκώ­νει πάνω απ’ τα κύμα­τα του Αιγαί­ου και την ταξι­δεύ­ει όπου μάχε­ται το φως με το σκο­τά­δι: «απ’ τα κόκα­λα βγαλ­μέ­νη, χαί­ρε, ω χαί­ρε λευτεριά».

Όπως ανα­φέ­ρει η Μάρ­γκα­ρετ Κένα στο βιβλίο της: «Ο Απο­στο­λί­δης και ο Περ­λο­ρέν­τζος εντα­φιά­στη­καν σε γει­το­νι­κούς τάφους. (…) Αργό­τε­ρα τα οστά των εξο­ρί­στων ξεθά­φτη­καν σύμ­φω­να με το έθι­μο του νησιού (…)Μια οικο­γέ­νεια από το νησί έστει­λε την κόρη της να τοπο­θε­τή­σει τα οστά σε «ασφα­λι­σμέ­νο μέρος», τυλιγ­μέ­να με το λάβα­ρο της ομά­δας, μέχρι να κτι­σθεί κάποιος τάφος για να τοπο­θε­τη­θούν. (…) Τα μέλη της ομά­δας συνή­θι­ζαν να την απο­κα­λούν με το σοβιε­το­ποι­η­μέ­νο παρα­τσού­κλι “Ανού­σκα”. (…) Δεν υπάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες που βρί­σκο­νται σήμε­ρα».4

Άποψη του νεκροταφείου κατά την κηδεία του Μανώλη Περλορέντζου

Άπο­ψη του νεκρο­τα­φεί­ου κατά την κηδεία του Μανώ­λη Περλορέντζου

Ακό­μα περί­που είκο­σι εξό­ρι­στοι πέθα­ναν στην Ανά­φη από την πεί­να. Σαρά­ντα μετα­φέρ­θη­καν στο στρα­τό­πε­δο «Παύ­λος Μελάς» στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και εκτε­λέ­στη­καν επει­δή αρνή­θη­καν να απο­δε­χτούν την βουλ­γα­ρι­κή υπη­κο­ό­τη­τα που ήθε­λαν να τους επι­βά­λουν οι φασί­στες. Άλλοι κατά­φε­ραν να δρα­πε­τεύ­σουν και κατέ­φυ­γαν στο βου­νό όπου πολέ­μη­σαν για τη λευ­τε­ριά ενά­ντια στους κατα­χτη­τές. Πολ­λοί μετα­φέρ­θη­καν σε άλλους τόπους εξο­ρί­ας ή φυλα­κί­στη­καν, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που στη συνέ­χεια έπε­σαν από τα βόλια του φασι­σμού και της ντό­πιας αντί­δρα­σης μπρο­στά στη μάντρα της Και­σα­ρια­νής και τόσων ακό­μα θυσια­στη­ρί­ων, γρά­φο­ντας με το αίμα τους από τις πιο ένδο­ξες σελί­δες της ιστο­ρί­ας του λαού μας στους μακρό­χρο­νους αγώ­νες του για λευ­τε­ριά, προ­κο­πή και κοι­νω­νι­κή δικαιοσύνη.

Ο πόλε­μος τέλειω­σε με εκα­τομ­μύ­ρια θύμα­τα και με τη συντρι­βή του φασι­σμού, με την απρο­σμέ­τρη­τη συμ­βο­λή του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Και παρά την συνε­χή προ­σπά­θεια της ιμπε­ρια­λι­στι­κής προ­πα­γάν­δας για παρα­χά­ρα­ξη ή, πιο σωστά, για ξανα­γρά­ψι­μο της Ιστο­ρί­ας με υπο­βι­βα­σμό του ρόλου του Κόκ­κι­νου Στρα­τού και της καθο­ρι­στι­κής συμ­βο­λής της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης στην έκβα­ση του πολέ­μου και τη συντρι­βή του φασι­σμού, ό,τι γρά­φε­ται με αίμα δεν ξεγρά­φε­ται. Ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός παρα­μέ­νει ζωντα­νό σύμ­βο­λο της συνει­σφο­ράς του πρώ­του εργα­τι­κού κρά­τους στην ιστο­ρία του ανθρώ­πι­νου πολι­τι­σμού, στην εξέ­λι­ξή του.

1) Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Γιώρ­γη Ζάρ­κου «Ομά­δες Συμ­βί­ω­σης Πολι­τι­κών Εξο­ρί­στων Ανά­φης – ΟΣΠΕΑ», όπως παρα­τί­θε­ται στο βιβλίο του Κώστα Γκρι­τζώ­να «Ομά­δες Συμ­βί­ω­σης», εκδό­σεις Φιλί­στωρ, 2001.
2) Ντί­νος Καλ­τσού­νης, γράμ­μα στο Ριζο­σπά­στη (22/2/1976)
3) Ντί­νος Καλ­τσού­νης, ό.π.
4) Μάρ­γκα­ρετ Κένα «Η κοι­νω­νι­κή οργά­νω­ση της εξο­ρί­ας», εκδό­σεις Αλε­ξάν­δρεια, 2004
*Οι φωτο­γρα­φί­ες προ­έρ­χο­νται από το βιβλίο της Μάρ­γκα­ρετ Κένα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο