Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

25 χρόνια ιδιωτική τηλεόραση

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Πας λοι­πόν στο χωριό μερι­κές μέρες, για να κάνεις ένα διά­λειμ­μα από τους κρύ­ους, απο­ξε­νω­μέ­νους ανθρώ­πους της πόλης, και συνα­ντάς τελι­κά μια μικρο­γρα­φία τους, πιο γκρο­τέ­σκα, ίσως και πιο χαρι­τω­μέ­νη, αν έρχε­σαι μαζί της σε επα­φή, λίγες φορές το χρό­νο. Κι ανα­ρω­τιέ­σαι πότε χώρε­σε τόσο πολ­λή πόλη μες στο χωριό και δεν το πήρες είδηση.

Ώσπου κάθε­στε να δεί­τε τις ειδή­σεις κι εκεί βλέ­πεις το φως το αλη­θι­νό για τη βασι­κή πηγή του σκο­τα­διού. Για­τί πιά­νουν να ανα­λύ­σουν οι ασώ­μα­τες κεφα­λές ένα ζήτη­μα και οι πιστοί υπή­κο­οι-τηλε­θε­α­τές αρχί­ζουν από κάτω να ανα­μα­σούν τηλε­πα­θη­τι­κά τα μηνύ­μα­τα, που ακούν τόσο και­ρό, τα έχουν εσω­τε­ρι­κεύ­σει, και τα πιστεύ­ουν τώρα για δικά τους, δικές τους από­ψεις και συμπε­ρά­σμα­τα, όπου έφτα­σαν μόνοι τους, αυθόρ­μη­τα. Για­τί μπο­ρεί το μυα­λό του τηλε­ο­πτι­κού υπη­κό­ου να στα­μα­τά­ει και να πέφτει σε λήθαρ­γο, αλλά δεν παύ­ει εντε­λώς να λει­τουρ­γεί κι έχου­με έτσι μια μορ­φή υπνο­παι­δεί­ας, με το από οθό­νης κήρυγ­μα να απο­θη­κεύ­ε­ται υπο­συ­νεί­δη­τα. Κι είναι πολύ τυπι­κή στά­ση να δανεί­ζε­σαι την κυρί­αρ­χη άπο­ψη των δελ­τί­ων, που την έχεις απο­στη­θί­σει κι εμπε­δώ­σει, για να μη φανεί πως δεν έχεις δική σου στην ομή­γυ­ρη του καφε­νεί­ου ή στην παρέα με τις γει­τό­νισ­σες. Κι έτσι γίνε­ται δια­νο­μή ρόλων, ο ένας Ευαγ­γε­λά­τος, ο άλλος Πρε­τε­ντέ­ρης, κόβο­ντας και ράβο­ντας για όποιο θέμα προκύψει.

Βγαί­νει πχ ένα ρεπορ­τάζ για το δημό­σιο χρέ­ος και τις δόσεις, κι αρχί­ζει ο παπ­πούς για τις απο­δεί­ξεις που δεν κόβου­με, τους υπε­ρά­ριθ­μους διο­ρι­σμούς και τα βύσμα­τα στο δημό­σιο, που έκα­ναν όλη τη ζημιά. Συμπλη­ρώ­νει η για­γιά για τους άχρη­στους δημό­σιους υπαλ­λή­λους που τους πλη­ρώ­νου­με για να τα ξύνουν ολη­με­ρίς. Κι απο­σώ­νει ο θεί­ος με στόμ­φο για το σπά­τα­λο, αμαρ­τω­λό παρελ­θόν, όταν κατα­να­λώ­να­με περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα παρά­γα­με. Κι ας μην κατα­νά­λω­ναν τίπο­τα σοβα­ρό οι χωρια­νοί όλα αυτά τα χρό­νια, κι ας παρά­γουν λιγό­τε­ρα από ποτέ με την ΚΑΠ και τις ευλο­γί­ες της ΕΕ, όπου θα τρώ­γα­με με χρυ­σά κου­τά­λια, και θα που­λού­σα­με τα προ­ϊ­ό­ντα μας στην κοι­νή αγο­ρά, αντί να τα θάβου­με σε χωμα­τε­ρές. Κι άντε να ανα­τρέ­ψεις εσύ την εδραιω­μέ­νη Παγκα­λι­κή λογι­κή, όλοι μαζί τα φάγα­με, και να ξύσεις τη σκου­ριά τόσων χρό­νων, για να εξη­γή­σεις μετά ποιος δημιούρ­γη­σε το χρέ­ος, πόσες φορές το έχου­με πλη­ρώ­σει και αν στην Ελλά­δα έχου­με υπε­ρά­ριθ­μους για­τρούς κι εκπαι­δευ­τι­κούς ή το ακρι­βώς αντί­θε­το. Ακό­μα κι αν τους πεί­σεις, όμως, τους μιλάς πολι­τι­κά μια στο τόσο και όχι σε καθη­με­ρι­νή βάση, όπως τα δελ­τία ειδή­σε­ων (κι όχι μόνο). Κι αύριο που θα φύγεις, για αυτούς θα είναι μια και­νού­ρια μέρα, όπου θα ξεχά­σουν όσα ήξε­ραν, για να χωρέ­σουν αυτά που θα τους πει η τηλε­ό­ρα­ση κι οι ασώ­μα­τες κεφα­λές των δελτίων.

Επό­με­νο θέμα οι πρό­σφυ­γες και το μετα­να­στευ­τι­κό. Αρχί­ζει ο παπ­πούς να γκρι­νιά­ζει πως γεμί­σα­με ξένους κι αρα­πά­δες (άντε πες αυτό βγαί­νει από το Άρα­βες, και δεν το εννο­εί τόσο ρατσι­στι­κά). Συνε­χί­ζει η για­γιά πως είναι σχέ­διο να μας κάνουν όλους Μου­σουλ­μά­νους και να απαρ­νη­θού­με την πίστη μας, και κορυ­φώ­νει ο θεί­ος πως μας παίρ­νουν τις δου­λειάς –αν και πολ­λές φορές, κι ο ίδιος προ­τί­μη­σε να δώσει φτη­νά, μαύ­ρα μερο­κά­μα­τα σε μετα­νά­στες, για να του μαζέ­ψουν τις ελιές, και να μειώ­σει το κόστος εργα­σί­ας. Χωρίς να τον απα­σχο­λεί ιδιαί­τε­ρα πως όταν δε δίνεις ένση­μα, είναι σα να μη δίνεις από­δει­ξη και –κατά τη δική του λογι­κή- αυτά μας έφε­ραν εδώ που είμα­στε σήμερα.

Αν και εδώ (που είμα­στε σήμε­ρα) υπάρ­χουν κι οι για­γιά­δες της Λέσβου (ή μήπως της Μυτι­λή­νης;) για να τους πιά­σεις στο φιλό­τι­μο και να τους δεί­ξεις την άλλη πλευ­ρά. Άσε που τις έκα­νε σύμ­βο­λο σύσ­σω­μο το μιντια­κό σύστη­μα, για να κρύ­ψει πίσω από την ανθρω­πιά τους, την απαν­θρω­πιά και τις εγκλη­μα­τι­κές ευθύ­νες των υπόλοιπων.

Κι αυτή, για να μην πολυ­λο­γού­με, είναι μια συνη­θι­σμέ­νη εικό­να της ελλη­νι­κής επαρ­χί­ας, που την είχε τρα­γου­δή­σει κι ο Παπα­κων­στα­ντί­νου 40 χρό­νια πριν, στα Αγρο­τι­κά του Μπα­κα­λά­κου: στην τηλε­ό­ρα­ση το βρά­δυ η κυρα-Λένη, κοι­τώ­ντας σίριαλ θα κλά­ψει από συγκί­νη­ση. Και την είχε απο­τυ­πώ­σει πολύ καλά ο Χάρ­ρυ Κλυνν στο Αλα­λούμ, στη σκη­νή που ο δαί­μο­νας της τηλε­ό­ρα­σης εισβάλ­λει στο χωριό (ρόμ­βοι, τρί­γω­να, εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­τα πράγ­μα­τα), κι ανα­στα­τώ­νει τους κατοί­κους, για να τους κατα­κτή­σει στο τέλος.

Αυτή είναι κι η μεγά­λη σκο­τα­δι­στι­κή προ­σφο­ρά της ιδιω­τι­κής τηλε­ό­ρα­σης, που επέ­τει­νε όλα τα παρα­πά­νω στο πολ­λα­πλά­σιο, και αυτόν τον και­ρό δια­φη­μί­ζει τα 25 χρό­νια της, με ένα ενιαίο, πανη­γυ­ρι­κό σποτάκι.

Και για να το πιά­σω, από εκεί που το άφη­σε χτες ο 2310net, από το σλό­γκαν «άσε το θείο, πιά­σε το τζόκερ».
Άσε το τζό­κερ, πιά­σε την ταξι­κή πάλη.
Κι άσε την τηλε­ό­ρα­ση και πιά­σε ένα βιβλίο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο