Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

5 του Μάρτη 1943, του Ν. Βρεττάκου

Η μεγά­λη δια­δή­λω­ση δεν είχε τελειώ­σει ακό­μη. Εκεί κοντά, κάπου προ τα ανά­χτο­ρα ρίχτη­κε το σύν­θη­μα στο λαό. Τα βήμα­τά μας αφή­σα­νε έναν παρά­ξε­νο θόρυ­βο στους δια­δρό­μους του υπουρ­γεί­ου. Οι δια­δη­λω­τές πλη­σιά­ζα­νε. Κι άξαφ­να, εκεί που κανέ­νας μας δεν το περί­με­νε νιώ­σα­με τα παρά­θυ­ρα να κλεί­νουν με πάτα­γο. Να γίνε­ται στους δια­δρό­μους σκο­τά­δι. Κι ένας θόρυ­βος, ένας βαρύς, ασυ­νή­θι­στος θόρυ­βος, που έμοια­ζε σαν να γκρε­μι­ζό­ντου­σαν κόσμοι και κόσμοι.

  • Πολι­τι­κή επιστράτευση ;

Χρειά­στη­κε να περά­σου­νε αρκε­τά δευ­τε­ρό­λε­πτα, όσο να κατα­λά­βω ότι το πράγ­μα αυτό, που φυσού­σε, και βρό­ντα­γε και συγκλό­νι­ζε το τετρά­γω­νο κτί­ριο από τα θεμέ­λιά του ήτα­νε ο λαός. Κι έβλε­πε κανέ­νας μεσ’ από τις γρί­λιες να σηκώ­νο­νται στον αέρα χέρια και ξύλα και πέτρες ανα­κα­τε­μέ­να με σκι­σμέ­να που­κά­μι­σα και με μαλ­λιά γυναι­κών που πηδού­σα­νε όλοι μαζί να σπά­σου­νε τα παρά­θυ­ρα. Κι οι πρώ­τοι δια­δη­λω­τές, ο ένας τους απά­νω απ’ ον άλλο, κου­βά­ρια κου­βά­ρια, κυλή­σα­νε μέσα. Οι καρέ­κλες και τα τηλέ­φω­να χορεύ­α­νε στον αέρα.

  • Το διά­ταγ­μα της Πολι­τι­κής Επι­στρά­τευ­σης! — Το διά­ταγ­μα της Πολι­τι­κής Επιστράτευσης!

Τρέ­χου­νε από κοντά οι υπάλ­λη­λοι. Τους αγκα­λιά­ζουν. Πάρ­τε, πάρ­τε κι αυτά. Κατα­στά­σεις. Δια­τα­γές της Κομα­ντα­τού­ρας, φωτιά! Και καί­γο­νται κατά σωρούς τα χαρ­τιά από­ξω στο δρό­μο. Σε λίγο τα παρά­θυ­ρα κρέ­μου­νται. Ο άνε­μος στρο­βι­λί­ζει τα μισο­κα­μέ­να χαρ­τιά πάνω απ’ τις στέγες.

  • Προ­σο­χή: Από δω! Προ­σέ­χτε παι­διά: Μην πατά­τε το αίμα!

Οι τελευ­ταί­οι δια­δη­λω­τές, ξεκο­μέ­νοι τρυ­πώ­νου­νε κατά μπου­λού­κια στα γύρω τους σπί­τια. Καμιό­νια γερ­μα­νι­κά που στα­μα­τά­νε από­ξω. Υπο­κό­πα­νοι που σπά­ζουν τις πόρτες.

  • Έξω! Ολοι έξω! Εμπρός!

Παρα­κο­λου­θού­με προ­σε­χτι­κά τρυ­πω­μέ­νοι κι εμείς μέσα σ’ ένα ισό­γειο. Ανοί­γου­με τα τζα­μι­λί­κια της πόρ­τας και τρυ­πώ­νου­με όλοι στο βάθος αφή­νο­ντας τον προ­θά­λα­μο να φαί­νε­ται άδειος. Χτυ­πού­νε, φωνά­ζου­νε. Ξανα­τρέ­χου­νε στο απέ­να­ντι σπί­τι. Βλέ­που­με τους υπο­κό­πα­νους να πέφτου­νε σε ένα τσούρ­μο κεφά­λια. Τα βήμα­τα αραιώ­νουν. Ξεμυ­τί­ζου­με στον προ­θά­λα­μο. Φύγα­νε. Περι­μέ­νου­με λίγο ακό­μα. Ενας ένας, δυο δυο, τοί­χο τοί­χο. Σκύ­βω σο πεζο­δρό­μιο με προ­φύ­λα­ξη και παίρ­νω στα χέρια μου μια χάρ­τι­νη ματω­μέ­νη σημαία. Ένα άσπρο χαρ­τί γραμ­μέ­νο με κάρ­βου­νο. Το διπλώ­νω προ­σε­χτι­κά. Μου φαί­νε­ται πως είναι ζεστό. Το βάζω στην τσέ­πη μου. Μου φαί­νε­ται πως χτυ­πά­ει μια μεγά­λη καρ­διά μες στην τσέ­πη μου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο