Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Aχιλλέας Τσουράκης: «Το δίλημμα»

Γρά­φει η Φαί­δρα Ζαμπα­θά — Παγου­λά­του //

Ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου που θα παρου­σιά­σου­με από­ψε είναι ο αγα­πη­τός συνά­δελ­φος και φίλος Αχιλ­λέ­ας Τσου­ρά­κης. Πρό­κει­ται για ένα Ιστο­ρι­κό Μυθι­στό­ρη­μα 650 σελί­δων με θέμα Η Κατο­χή στην Ελλά­δα ‚η οργά­νω­ση του ΕΑΜ ‚το Παρα­κρά­τος , δολο­φο­νί­ες, βασα­νι­στή­ρια, ολο­καυ­τώ­μα­τα με εκα­το­ντά­δες νεκρούς, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του άμα­χου πλη­θυ­σμού ιδιαί­τε­ρα παι­διά και γυναί­κες, γέρους και ανή­μπο­ρους ‚για να φτά­σου­με στο Ηρω­ι­κό Πολυτεχνείο.

Ο συγ­γρα­φέ­ας Αχιλ­λέ­ας Τσου­ρά­κης έχει ένα πλού­σιο έργο .Είναι γνω­στός για τη Θεα­τρι­κή του γρα­φή όπως και την Ποιητική.

Στο Βιβλίο αυτό πει­ρα­μα­τί­ζε­ται σ ένα είδος αρκε­τά δύσκο­λο ‚και βγαί­νει νικη­τής με την ικα­νό­τη­τα του στο χει­ρι­σμό του λόγου, και τη δεξιο­τε­χνία ενός βιρ­τουό­ζου. Η Θεα­τρι­κή του παι­δεία θα τον βοη­θή­σει να μας χαρί­σει εικό­νες ρεα­λι­σμού γεμά­τες ζωή και αλή­θεια. Σκη­νο­θε­τεί το μύθο του με τέτοιο τρό­πο ώστε ο ανα­γνώ­στης να περι­πλέ­κε­ται μέσα στην ιστο­ρία και να ζει μαζί με τους ήρω­ες του Βιβλί­ου. Ο ιστός πάνω στον οποίο εκτυ­λίσ­σε­ται η αφή­γη­ση στην πλο­κή έxει χαρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο το ποι­η­τι­κό δαι­μό­νιο του Αχιλ­λέα, που είναι η ευαι­σθη­σία και ο λυρι­σμός. Όταν διά­φο­ρα στοι­χεία της Λογο­τε­χνί­ας συνα­ντώ­νται δεν μπο­ρεί παρά το απο­τέ­λε­σμα να αγγί­ζει το τέλειο.

Ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρε­ται στην επο­χή του Πολέ­μου κατά τον οποίο η Αντί­στα­ση του Ελλη­νι­κού Λαού φου­ντώ­νει στην Πατρί­δα μας, ενά­ντια των Κατα­κτη­τών σε ολό­κλη­ρη την Ελλη­νι­κή Επι­κρά­τεια. Βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε μαζι­κές δια­δη­λώ­σεις, το ΕΑΜ οργα­νώ­νε­ται και οι αγω­νι­στές αντι­με­τω­πί­ζουν το θάνα­το πρό­σω­πο με πρό­σω­πο, γεγο­νός μονα­δι­κό που συνα­ντά­με στην Ευρώ­πη εκτός από τους γάλ­λους Μακί που κι αυτοί δεν πολέ­μη­σαν τόσο σκλη­ρά όσο οι Έλλη­νες. Ενώ παράλ­λη­λα μεγα­λώ­νει και η συμπα­ρά­στα­ση του ελλη­νι­κού λαού σ αυτούς που αγω­νί­ζο­νται για την ελευ­θε­ρία και την ανε­ξαρ­τη­σία της Χώρας μας. Αρχί­ζουν σαμπο­τάζ σε τρέ­να, γαλα­ρί­ες και υπό­γειες δια­βά­σεις και όπου κινεί­το ο εχθρός . Ακο­λου­θούν εκτε­λέ­σεις Γερ­μα­νών με σκλη­ρά και τρα­γι­κά αντί­ποι­να, όπου καί­γα­νε οι Ούν­νοι ολό­κλη­ρα χωριά, ας θυμη­θού­με τα Καλά­βρυ­τα, το Δίστο­μο, το Βιά­νο κι άλλα ‚κι άλλα. Η αφή­γη­ση αρχί­ζει με την ανά­κρι­ση του Μηνά, ενός παι­διού από την επαρ­χία που μαζί με τα γει­το­νό­που­λα πολε­μά­ει στο πλευ­ρό των αρι­στε­ρών. ΄Ερχε­ται όμως ο θεί­ος , μόνι­μος στο στρα­τό από κεί­νους τους λοχί­ες, τα λεγό­με­να στρα­βά­δια, τον μαζεύ­ει και τον πηγαί­νει στο Στρα­τό­πε­δο του Μακρυ­γιάν­νη και στον Ανα­κρι­τή που τελι­κά τον φέρ­νει στον ίσιο δρό­μο, του φορά­νε μια στο­λή και ο Ανα­κρι­τής του τονί­ζει .« Θα μου λες ότι βλέ­πεις και ότι ακούς.» Έτσι αρχί­ζει ο χαφιε­δι­σμός Τελι­κά ο Μηνάς σκο­τώ­νε­ται σε μια μάχη από βόλι αριστερών.

Η Ιστο­ρία ανα­φέ­ρε­ται συγκε­κρι­μέ­να στις περιο­χές Και­σα­ρια­νή, Βύρω­να, Παγκρά­τι, Αρδητ­τό. Οι συνοι­κί­ες αυτές ‚όπως γνω­ρί­ζου­με ήδη είχαν κατοί­κους πρό­σφυ­γες από τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή. Άνθρω­ποι πονε­μέ­νοι βασα­νι­σμέ­νοι, που είχαν χάσει τις περιου­σί­ες τους και είχαν κατα­στρα­φεί. Αυτοί οι άνθρω­ποι έδω­σαν και τη ζωή τους και αφιε­ρώ­θη­καν στον αγώ­να υπέρ της ανθρώ­πι­νης αξιο­πρέ­πειας και της πολυ­πό­θη­της ελευθερίας.

Και όσο προ­χω­ρεί η ανά­γνω­ση δια­βά­ζου­με βήμα προς βήμα για τους τάγ­μα­τα-σφα­λί­τες , τους δοσί­λο­γους, τους μαυ­ρα­γο­ρί­τες, τους συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών, αλλά από την άλλη πλευ­ρά θα θαυ­μά­σου­με τους αλη­θι­νούς αγω­νι­στές, τ αμού­στα­κα παι­διά που κρά­τη­σαν όπλα που όχι σπά­νια ήταν μεγα­λύ­τε­ρα από το μπόϊ τους. Βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε σκη­νές με παλ­λη­κά­ρια να ετοι­μά­ζο­νται για σκλη­ρές μάχες και ν απο­χαι­ρε­τί­ζο­νται αγκα­λιά­ζο­ντας ο ένας τον άλλον θυμί­ζο­ντας τους Αρχαί­ους Σπαρ­τιά­τες πριν από την επί­θε­ση. Συνα­ντά­με επί­σης ολό­κλη­ρες φαμί­λιες να οργα­νώ­νο­νται και να πολε­μά­νε με πάθος αψη­φώ­ντας το θάνατο.

tsourakisΟι ήρω­ες του Βιβλί­ου είναι πολ­λοί αλλά ξεχω­ρι­στοί όπως ο Μηνάς , και ο Ηρα­κλής από την πλευ­ρά και την πολι­τι­κή των παρα­κρα­τι­κών που τους κατα­σκεύ­α­σε. Ο μικρός Βαγ­γέ­λης, ο Αργύ­ρης, ο κυρ-Ανέ­στης με το Ψαρή του που ο τελευ­ταί­ος είχε την τύχη να τον φάνε στη μεγά­λη πεί­να ενώ τον κλαί­γα­νε. Η γυναί­κα του κυρ-Ανέ­στη ‚η κόνα- Λωξά­ντρα, η Ιφι­γέ­νεια που είχαν σκο­τώ­σει τον πατέ­ρα της και τα είχε χάσει και φώνα­ζε Α Ε Ρ ΑΑΑΑ και βοη­θού­σε τα παλ­λη­κά­ρια με κάθε τρό­πο, και ένα πλή­θος από νοι­κο­κυ­ραί­ους, υπαλ­λή­λους, εργά­τες, φοι­τη­τές, κορί­τσια κι αγό­ρια στην πρώ­τη γραμ­μή. Μέσα σ αυτή τη λαί­λα­πα και τον κουρ­νια­χτό ο συγ­γρα­φέ­ας σκέ­πτε­ται να ελα­φρώ­σει το κλί­μα και βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε κάποιες ερω­τι­κές στιγ­μές που είναι δοσμέ­νες με ρεα­λι­σμό αλλά και με μια ευαι­σθη­σία και τρυ­φε­ρό­τη­τα. Η Ευτέρ­πη ‚μια ώρι­μη κι όμορ­φη γυναί­κα λιμπί­ζε­ται το μικρό Βαγ­γέ­λη και ανα­λαμ­βά­νει να του μάθει τα μυστι­κά του Ερω­τα, κι εδώ κάπου χαμο­γε­λάς και κάπου δακρύ­ζεις. Ο Ερω­τας και ο Ανθρω­πος πάντα περ­πα­τά­νε μαζί στη ζωή. Έτσι όταν ο Βαγ­γέ­λης μετά από και­ρό γνω­ρί­ζει τη Χαρί­κλεια με τα όμορ­φα ‚πρά­σι­να μάτια είναι γνώ­στης του ερω­τι­κού παι­χνι­διού κι ετοι­μο­πό­λε­μος. Αλλά τη Χαρί­κλεια θα την αντι­με­τω­πί­σει μόνο με το παθια­σμέ­νο και γλυ­κό του βλέμ­μα. Την αγα­πά­ει αλλά διστά­ζει και δεν τολ­μά­ει να την αγγί­ξει. Είναι και οι και­ροί απάν­θρω­ποι, τρα­γι­κοί. Ο πατέ­ρας της Χαρί­κλειας είχε εξα­φα­νι­στεί με με πολύ περί­ερ­γο τρό­πο. Εξο­ρί­ες, βασα­νι­στή­ρια αγω­νι­στών και Προ­δό­τες ν αλω­νί­ζουν ενά­ντια στους συμπα­τριώ­τες τους.

Στο μετα­ξύ στο Φαλη­ρι­κό Δέλ­τα έχει φτά­σει ο αγγλι­κός στό­λος με επι­ση­μό­τη­τα και όλα τα απα­ραί­τη­τα στρα­τιω­τι­κά έγγρα­φα που παρα­θέ­τει ο συγ­γρα­φέ­ας μας. Στο Βύρω­να, όλες οι αυλές της γει­το­νιάς είχαν στή­σει γλέ­ντι και ξεφά­ντω­μα μόλις άκου­σαν τα νέα της άφι­ξης του αγγλι­κού στό­λου. ΟΙ Εγγλέ­ζοι μπαί­νουν στην Αθή­να. Μια μεγά­λη λέξη [ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ] δίνει φτε­ρά σ ολό­κλη­ρο το λαό.

Και ξαφ­νι­κά ακού­γε­ται το χωνί. Οι δια­δη­λώ­σεις αρχί­ζουν γιορ­τά­ζο­ντας τη φυγή των Κατα­κτη­τών ‚και μέσα στη Λαο­θά­λασ­σα στο Σύνταγ­μα ένα μεγά­λο Πλα­κάτ ανέ­μι­ζαν οι Λογο­τέ­χνες ‚Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος, Κού­λης Ζαμπα­θάς, Γιάν­νης Μπε­ρά­της, Στρα­τής Δού­κας και σχε­δόν όλη η Ε.Ε.Λ.[από φωτ.του Πατέ­ρα μου το ανα­φέ­ρω εκτός Βιβλίου] 

Και μέσα στο εορ­τα­στι­κό κλί­μα κλά­ψα­νε τους νεκρούς από τα βόλια των Συμ­μά­χων με το ύπου­λο χτύ­πη­μα από τα γύρο κτί­ρια του Συντάγ­μα­τος. Η σκλη­ρή μοί­ρα της Ελλά­δας να την χτυ­πά­νε Φίλοι Σύμ­μα­χοι κι Εχθροί.

Οι ανα­κρί­σεις δεν στα­μα­τά­νε, και με αυτές αρχί­ζει το Βιβλίο και μ αυτές κλεί­νει ο κύκλος του. Είναι η ανά­κρι­ση του Ηρα­κλή που ξεκί­νη­σε με τους Παρα­κρα­τι­κούς για να κατα­λή­ξει μέλος του ΕΑΜ και σκλη­ρός μαχη­τής .Η εξή­γη­ση που έδω­σε στον Ανα­κρι­τή ‚στην ερώ­τη­ση για­τί αυτή η αλλα­γή , απά­ντη­σε .< Ο θάνα­τος του Μηνά ‚του καλύ­τε­ρου φίλου μου μ έκα­νε να πάω μαζί τους, στην πορεία όμως δια­πί­στω­σα πόσο βρώ­μι­κο παι­χνί­δι παί­ζα­νε ενά­ντια στο λαό. Τάχα ήταν διχα­σμέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα ή κατά­λα­βε το ρόλο του προ­δο­τι­κού παρα­κρά­τους. Πιστεύω στο δεύ­τε­ρο, κι ελπί­ζω έτσι να το βλέ­πει κι ο συγγραφέας.

Τι άλλο θα μπο­ρού­σα να πω για το Βιβλίο ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ του Αχιλ­λέα Τσου­ρά­κη. Ο συγ­γρα­φέ­ας απει­κο­νί­ζει με ζωη­ρά χρώ­μα­τα όλη την Ιστο­ρία της νεώ­τε­ρης Ελλά­δας με δεξιο­τε­χνία τονί­ζο­ντας τα χαρακτηριστι,κά της σημεία. Το Βιβλίο καλό θα ήταν , οι Εκπαι­δευ­τι­κοί να το συστή­σουν στα παι­διά για να μάθουν τι έχει περά­σει η Πατρί­δα τους και ο λαός της.

Εμείς τον ευχα­ρι­στού­με για­τί μας γύρι­σε πίσω, κι είναι σημα­ντι­κό να μην ξεχνά­με τα δύσκο­λα, τρα­γι­κά χρό­νια, που τα παι­διά και τα γερο­ντά­κια πεθαί­να­νε στο δρό­μο, και τους μαζεύ­α­νε τα σκου­πι­διά­ρι­κα που τους θάβα­νε σε ομα­δι­κούς τάφους. Να μην ξεχνά­με ποτέ ώστε να μην ξανα­ζή­σου­με παρό­μοιες εικό­νες ούτε εμείς αλλά ούτε και οι γενιές μετά από εμάς.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο