Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αη Στράτης, βράχος εξορίας — σφυρί κι αμόνι της ταξικής πάλης

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

«Ένα κομ­μά­τι γης μικρού­λι­κο, ριγ­μέ­νο στη μέση της θάλασ­σας, το νησί, 18 μίλια ο γύρος του. Απ’ το χωριό στην Αλω­νί­κη, δύση-ανα­το­λή, μια ώρα δρό­μος- κι απ’ τ’ αυλά­κια στου Φρά­γκου, απ’ το βοριά ως το νοτιά, δυό­μι­ση με τρεις ώρες. Ακρο­για­λιά δαντε­λω­τή, όμορ­φοι κάβοι, όμορ­φοι κόρ­φοι κι αμμου­διές που μαγεύ­ουν, υψω­μα­τά­κια, πλα­γιές στρω­τές και που και που από­το­μες, λαγκα­διές στέρ­φες και κάπου-κάπου κοι­λα­δί­τσες. Σκε­πα­σμέ­νο με αστι­βιές, αγκά­θια χαμη­λά, βελα­νι­διές σε μερι­κά μέρη· καρ­πο­κλά­ρια γύρω στο χωριό αρκε­τά. Πρά­σι­νο σχε­δόν όλο το χει­μώ­να. Λίγο, πάρα πολύ λίγο το χώμα, μα καρ­πε­ρό. Αστρα­φτε­ρός, χαρού­με­νος, καθα­ρός, βαθυ­γά­λα­νος ο ουρα­νός τα εννιά δέκα­τα του χρό­νου. Και πολύ­τι­μο στο­λί­δι η θάλασ­σα. Απέ­ρα­ντη, υπέ­ρο­χη και στα μπου­ρί­νια της και στις κάλ­μες της. Απ’ το μέρος της δύσης, στη βορει­νή άκρη του νησιού χτι­σμέ­νο το χωριό. Στρι­μωγ­μέ­να τα σπί­τια σαν το κοπά­δι στο μαντρί, στε­νο­σό­κα­κα απε­ρι­ποί­η­τα, ακά­θαρ­τα. Βρί­σκεις σπί­τια και με τρία πατώ­μα­τα. Τα πόδια του βρέ­χο­νται στη θάλασ­σα κι οι πλά­τες του ξαπλώ­νουν στην πλα­γιά ως τη ράχη με τους ανε­μό­μυ­λους. Δεκα­τέσ­σε­ρις στη σει­ρά. (…) Στο βοριά ξεχω­ρί­ζει καθα­ρά, σ’ από­στα­ση 22 μιλί­ων, η Λήμνος. Πιο βαθιά-δεξιά, σε καθα­ρό αγέ­ρα η Τένε­δος, και αρι­στε­ρά η Σαμο­θρά­κη. Βορειο­δυ­τι­κά καμα­ρώ­νει αγέ­ρω­χο τ’ Άγιο Όρος, ασπρο­ντυ­μέ­νο το χει­μώ­να και σκού­ρο τον άλλο και­ρό. Χαμη­λό­τε­ρα φαί­νο­νται πότε-πότε οι μύτες της Χαλ­κι­δι­κής. Στη δύση με νοτιά δυο ξερο­νή­σια. Στο νοτιά κάπο­τε πρό­βαι­νε μέσα απ’ τις κατα­χνιές η Σκύ­ρα, κι απ’ την ανα­το­λή μας χαι­ρε­τού­σε ανά­ρια η Μυτι­λή­νη. Όμορ­φο νησί. Μα… όμορ­φος μπο­ρεί να ήτα­νε κι ο Καύ­κα­σος. Αλλά για τον Προ­μη­θέα ήτα­νε ο τόπος του μαρ­τυ­ρί­ου. Και για μας το νησί ήτα­νε ο τόπος της εξο­ρί­ας, τόπος-κόλαση (…)».

Με αυτόν τον γλα­φυ­ρό τρό­πο περι­γρά­φει το νησί στις πρώ­τες γραμ­μές του βιβλί­ου του ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941 (πρώ­τη έκδο­ση ΚΕ του ΚΚΕ, 1947), ο κομ­μου­νι­στής δάσκα­λος και λογο­τέ­χνης Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης), εξό­ρι­στος στον Αη Στρά­τη από την περί­ο­δο της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας μέχρι την από­δρα­ση τον Ιού­νη του 1943, δίνο­ντας με έντο­νο χρω­μα­τι­σμό την αντί­θε­ση του φυσι­κού κάλους του τοπί­ου με την σκλη­ρές κι απάν­θρω­πες δοκι­μα­σί­ες της πολι­τι­κής εξο­ρί­ας, που οδή­γη­σαν στο θάνα­το δεκά­δες κομ­μου­νι­στές πρω­το­πό­ρους αγωνιστές.

Στο καράβι για τον Αη Στράτη, 1936.

Στο καρά­βι για τον Αη Στρά­τη, 1936.

Ο Αη Στρά­της χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε σαν τόπος εξο­ρί­ας χιλιά­δων κομ­μου­νι­στών  και άλλων αγω­νι­στών από τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’20 μέχρι τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’60. Από το 1935 μέχρι το 1943, το μητρώο της ομά­δας των εξό­ρι­στων κατέ­γρα­ψε 950 περί­που αγω­νι­στές στο νησί του μαρ­τυ­ρί­ου, ενώ πολ­λοί περισ­σό­τε­ροι είναι οι εξό­ρι­στοι τα προη­γού­με­να χρό­νια αλλά και αυτοί που εκτο­πί­στη­καν στο νησί κατά την μετα­βαρ­κι­ζια­νή περί­ο­δο και αργό­τε­ρα. Στο νησί βρέ­θη­κε κυριο­λε­κτι­κά ο ανθός του εργα­τι­κού-κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος εκεί­να τα χρό­νια και ανά­με­σά τους μερι­κοί από τους πιο δια­λε­χτούς εκπρο­σώ­πους της πολι­τι­κής, της δια­νό­η­σης και της Τέχνης, όπως ο ∆ηµή­τρης Γλη­νός, ο Κώστας Βάρ­να­λης, ο Θέμος Κορ­νά­ρος, ο Γιάν­νης Ρίτσος, ο Τάσος Λει­βα­δί­της, ο Μάνος Κατρά­κης, ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, ο Φοί­βος Ανω­γεια­νά­κης, ο Χρί­στος ∆αγκλής, ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, ο Δημή­τρης Φωτιά­δης, ο Τζα­βαλ­λάς Καρού­σος, ο αξέ­χα­στος ηγέ­της της αγρο­τιάς Κώστας Γαβρι­η­λί­δης (πέθα­νε εξό­ρι­στος εκεί), ο δοξα­σμέ­νος στρα­τη­γός του ΕΛΑΣ Στέ­φα­νος Σαρά­φης και πολ­λοί ακόμα.

«(…)Μόλις πατή­σα­με στη στε­ριά βρε­θή­κα­με τρι­γυ­ρι­σμέ­νοι από τους ογδό­ντα παλιούς συντρό­φους του νησιού. Πρό­σω­πα γελα­στά μα και σοβα­ρά και απο­φα­σι­στι­κά χέρια, μας σφίγ­γου­νε αδελ­φι­κά. Στη στιγ­μή νιώ­θου­με, πως είμα­στε εκα­τόν δέκα τρεις όλοι μαζί, ένας άνθρω­πος, μια ψυχή, μια δύνα­μη, μια θέλη­ση. Ο καθέ­νας μας εκα­το­ντα­πλα­σιά­στη­κε. Τι έγι­ναν οι βαλί­τσες μας; Πώς βρέ­θη­καν στο κατά­στη­μα της αστυ­νο­μί­ας και ύστε­ρα πέρα στην κολ­λε­χτί­βα; Σα να μας σηκώ­νουν στα χέρια, σα να μην πατού­με στη γη. Καθώς προ­χω­ρού­με όλοι μαζί δίπλα στο ποτα­μά­κι, καθώς περ­νού­με το γεφύ­ρι, καθώς αντι­κρύ­ζου­με το πηγά­δι του χωριού με την ψηλή πεζού­λα γύρω — γύρω, καθώς μπαί­νου­με στον αυλό­γυ­ρο της κολ­λε­χτι­βι­στι­κής κου­ζί­νας και παίρ­νου­με θέση γύρω στα τρα­πέ­ζια, που είναι φτιαγ­μέ­να από βέρ­γες μαυ­ρο­δάφ­νης κάτω από σκιά­δα φτιαγ­μέ­νη από τις ίδιες βέρ­γες και σκε­πα­σμέ­νες με κλα­διά βαλα­νι­διάς, όλα μας φαί­νου­νται πως γίνο­νται σαν μέσα σ’ ένα όνει­ρο, ειδυλ­λια­κά κι’ ανά­λα­φρα. Εκεί­νη τη στιγ­μή δε μου έκα­νε καμιά εντύ­πω­ση, πώς το πιά­το που μου έφε­ραν τις ζεστές μαρί­δες είτα­νε τόσο ξεφλου­δια­σμέ­νο και το μαύ­ρο ψωμί τόσο λασπω­μέ­νο. Δε έβλε­πα τίπο­τε άλλο, παρά τους συντρό­φους πού έτρε­χαν γελα­στοί και πρό­θυ­μοι να προ­λά­βου­νε κάθε πεθυ­μιά μας, κάθε σκέ­ψη μας, να μας δώσουν ότι χρεια­ζό­μα­στε, να μας σηκώ­σου­νε κάθε βάρος από την ψυχή, να μας δεί­ξουν από την  πρώ­τη στιγ­μή, πόσο μπο­ρεί κανείς έχο­ντας μέσα στην ψυχή ένα φωτει­νό ιδα­νι­κό και τη συντρο­φι­κό­τη­τα την αδελ­φο­σύ­νη παρα­στά­τη, μπο­ρεί να ρίχνε­ται και μέσα  στο καμί­νι χωρίς να καί­γε­ται, να περ­πα­τά­ει με γυμνά τα πόδια πάνω σε αγκά­θια και καρ­φιά χωρίς να πλη­γώ­νε­ται, να ζήσει χρό­νια εξο­ρία και φυλα­κή χωρίς να χάσει το γέλιο από τα χεί­λη του, να αντι­κρί­σει την πεί­να, την κακο­πέ­ρα­ση, χωρίς να λυγί­σει η ψυχή του(…)».

Δημή­τρης Γληνός

[Τρία τρα­γού­δια — Ο Δημή­τρης Γλη­νός, εξό­ρι­στος στον Αη Στρά­τη, περι­γρά­φει τις πρώ­τες ώρες του στο νησί της εξο­ρί­ας]

1935. Το καράβι «Μαρία Λ.» μεταφέρει εξόριστους από τη Μυτιλήνη στον Αη Στράτη. Ανάμεσά τους διακρίνονται ο Δημήτρης Γληνός και ο Κώστας Βάρναλης.

1935. Το καρά­βι «Μαρία Λ.» μετα­φέ­ρει εξό­ρι­στους από τη Μυτι­λή­νη στον Αη Στρά­τη. Ανά­με­σά τους,  δια­κρί­νο­νται στην πρώ­τη σει­ρά, ο Δημή­τρης Γλη­νός (τρί­τος από αρι­στε­ρά) και ο Κώστας Βάρ­να­λης (πέμ­πτος από αριστερά).

«(…) Όλη τού­τη η ζωή γινό­τα­νε με τον πιο χαρού­με­νο ρυθ­μό. Είχε μέσα της την ηθι­κή ικα­νο­ποί­η­ση, πως όλοι δου­λεύ­α­νε για όλους και για τον εαυ­τό τους — όχι για τους… έξυ­πνους μονά­χα και για τους παρά­σι­τους, όπως γίνε­ται έξω στην κοι­νω­νία την αστι­κή. Ένα συναί­σθη­μα ευθύ­νης μας κυβερ­νού­σε όλους. Το ήθος, η εσω­τε­ρι­κή ζωή όλων μας και των ανθρώ­πων του λαού κι εμάς των δια­νο­ου­μέ­νων κι επι­στη­μό­νων, λες κι είχε περά­σει από την καθαρ­τή­ρια φωτιά. Αφή­νω, πως οι περισ­σό­τε­ροι από τους παλιούς, που τους βρή­κα­με στον Αϊ-Στρά­τη, είχα­νε κάνει από τέσ­σε­ρα και πέντε χρό­νια φυλα­κή για ψύλ­λου πήδη­μα και περ­νού­σα­νε τώρα τον ένα ή τους δυο χρό­νους της εκτό­πι­σής τους. Αυτοί βγή­κα­νε από την πολύ­χρο­νη δοκι­μα­σία τους με πολύ ατσα­λω­μέ­νη την ψυχή και με πολύ φωτι­σμέ­νο το μυα­λό. Μερι­κοί απ’ αυτούς είχα­νε μάθει μονα­χοί τους μέσα στα μπου­ντρού­μια από δυο και τρεις ξένες γλώσ­σες και είχα­νε ξεσκο­λί­σει τόσο βαθιά το δια­λε­χτι­κό ματε­ρια­λι­σμό, που θα μπο­ρού­σα­νε να κολ­λή­σου­νε στον τοί­χο οποιον­δή­πο­τε από τους επί­ση­μους κοι­νω­νιο­λό­γους και φιλοσόφους.

Έτσι έβλε­πε κανείς από την πεί­ρα την ίδια, πως η ηθι­κο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας δεν είναι ζήτη­μα κηρύγ­μα­τος ή τιμω­ρί­ας, μα ζήτη­μα οργά­νω­σης της ζωής. Χωρίς την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, η κοι­νω­νία είναι ζού­γκλα, όπου βασι­λεύ­ει ο θεσμός της ανθρω­πο­φα­γί­ας. Σε τέτοια κοι­νω­νία η ηθι­κο­ποί­η­ση των ανθρώ­πων και η χαρά της ζωής είναι πράγ­μα­τα ακα­τόρ­θω­τα. Είναι ρητο­ρι­κά σχή­μα­τα in abstrato* (…)».

Κώστας Βάρ­να­λης

*in abstrato: αφη­ρη­μέ­να θεωρητικά.

Εφη­με­ρί­δα Ανε­ξάρ­τη­τος, 7/1/1936
[Από το βιβλίο Κώστας Βάρ­να­λης, ΑЇ ΣΤΡΑΤΗΣ Θυμή­μα­τα εξο­ρί­ας (εισα­γω­γή-επι­μέ­λεια-σχό­λια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης), εκδ. Καστα­νιώ­τη, 2014]

Τον χει­μώ­να του 1941 και αφού μέχρι τότε οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι έχουν αιτη­θεί πολ­λές φορές να αφε­θούν ελεύ­θε­ροι για να πολε­μή­σουν τον Γερ­μα­νό κατα­χτη­τή, η φρου­ρά του Αη Στρά­τη, που απο­τε­λεί­ται από Έλλη­νες χωρο­φύ­λα­κες, βάζει σε λει­τουρ­γία ένα σατα­νι­κό σχέ­διο προ­κει­μέ­νου να απο­σπά­σει από τους κομ­μου­νι­στές δηλώ­σεις μετα­νοί­ας. Οι εξό­ρι­στοι απο­μο­νώ­νο­νται με τη βία στον «κεντρι­κό θάλα­μο», ένα παλιό ερη­μω­μέ­νο κτί­ριο, αφού πρώ­τα τους άρπα­ξαν ό,τι τρό­φι­μα και χρή­μα­τα είχαν, και σύντο­μα έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με το μαρ­τύ­ριο της πεί­νας, την έλλει­ψη στοι­χειω­δών συν­θη­κών υγιει­νής, τις αρρώ­στιες, τον ίδιο το θάνα­το. Μετά από πολύ­μη­νη μάχη με τον θάνα­το οι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι θα βγουν νικη­τές. Όμως 33 κομ­μου­νι­στές θα χάσουν τη ζωή τους από την ασι­τία, επει­δή αρνή­θη­καν να προ­δώ­σουν την ιδε­ο­λο­γία τους. Ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) θα επι­ζή­σει από τη μάχη με την πεί­να και θα μετα­φέ­ρει στις επό­με­νες γενιές τον ηρω­ι­σμό και το μεγα­λείο της ψυχής των κομ­μου­νι­στών δεσμωτών:

Ο «κεντρικός θάλαμος» στον Αη Στράτη. Εδώ, τον χειμώνα του 1941-42, οι πολιτικοί εξόριστοι (ανάμεσά τους ο Κώστας Πουρναράς – Μπόσης) θα δώσουν μάχη με την πείνα που τους επέβαλαν η χωροφυλακή και η ασφάλεια προκειμένου να υπογράψουν «δηλώσεις μετανοίας». 33 εξόριστοι θα χάσουν τη ζωή τους από την ασιτία και την έλλειψη περίθαλψης. Οι εξόριστοι δεν λύγισαν. Όσοι επέζησαν στη συνέχεια δραπέτευσαν.

Ο «κεντρι­κός θάλα­μος» στον Αη Στρά­τη. Εδώ, τον χει­μώ­να του 1941–42, οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι (ανά­με­σά τους ο Κώστας Πουρ­να­ράς – Μπό­σης) θα δώσουν μάχη με την πεί­να που τους επέ­βα­λαν η χωρο­φυ­λα­κή και η ασφά­λεια προ­κει­μέ­νου να υπο­γρά­ψουν «δηλώ­σεις μετα­νοί­ας». 33 εξό­ρι­στοι θα χάσουν τη ζωή τους από την ασι­τία και την έλλει­ψη περί­θαλ­ψης. Οι εξό­ρι­στοι δεν λύγι­σαν. Όσοι επέ­ζη­σαν στη συνέ­χεια δραπέτευσαν.

“…Φοβά­σαι μη λυγί­σω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλω­ση για­τί; Να κερ­δί­σω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστε­ρα; πάλι θα πεθά­νω. Κι αν ζήσω χίλια χρό­νια μήπως θα χορ­τά­σω; Θα πω νυσά­φι; όχι! Δεν έχει σημα­σία πόσο θα ζήσει κανέ­νας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσό­τη­τα δε βαραί­νει, αλλά η ποιό­τη­τα. Αξία έχει το πώς θα πεθά­νεις. Με το κεφά­λι ψηλά, περή­φα­να ή μίζε­ρα, κακο­μοί­ρι­κα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώ­μα ή αγω­νι­στή; Ακό­μα αξία έχει αν θα πας σαν το σκυ­λί στ’ αμπέ­λι ή ο θάνα­τός σου θα ‘ναι έστω ένα μικρού­τσι­κο αστρά­κι πού θα δεί­χνει στους άλλους το δρό­μο του καθή­κο­ντος, της θυσί­ας, του αγώ­να. ‘Έχω σαρά­ντα χρό­νια και δεν είδα άσπρη μέρα, οι γονιοί μου με φέρα­νε στη ζωή χωρίς κι αυτοί να το θέλουν. Σκέ­βρω­σα και δε χόρ­τα­σα, παντρεύ­τη­κα γι’ απο­κα­τά­στα­ση και λάσπω­σα περισ­σό­τε­ρο, πήρα στο λαι­μό μου γυναί­κα και παι­διά. Έσερ­να τη μίζε­ρη ζωή μου, ώσπου κάπο­τε είπα:

ahstraths6

Το εξώ­φυλ­λο της έκδο­σης του 1995

«Αυτά δεν είναι ζωή, αυτός ο δρό­μος βγά­ζει στην κατα­στρο­φή, άλλος δρό­μος χρειά­ζε­ται». Κι από τότε άλλα­ξα στρά­τα, από ανά­γκη, ακούς; από στυ­γνή ανά­γκη. Με τους άλλους, τ’ αδέρ­φια μου ‑σκέ­φτη­κα- ή στη σωτη­ρία ή στο χαμό. Και γύρι­σμα δεν έχει, δε μπο­ρώ. Κέρ­δος δεν έχει. Θα προ­χω­ρή­σω, κι ο θάνα­τός μου θα βοηθήσει…”.

[Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Κώστα Μπό­ση ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ — Η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941, πρώ­τη έκδο­ση: εκδο­τι­κό τμή­μα της ΚΕ του ΚΚΕ, 1947]

Αη Στράτης. Το κενοτάφιο των δολοφονημένων από ασιτία 33 αγωνιστών, στο λόφο του Αγ. Μηνά.

Αη Στρά­της. Το κενο­τά­φιο των δολο­φο­νη­μέ­νων από ασι­τία 33 αγω­νι­στών, στο λόφο του Αγ. Μηνά.

Μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας ο Αη Στρά­της θα λει­τουρ­γή­σει ξανά ως τόπος εξο­ρί­ας. Την περί­ο­δο δρά­σης του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας και αργό­τε­ρα θα εκτο­πι­στούν εκεί χιλιά­δες άντρες, γυναί­κες και παι­διά. Κόντρα στις απα­γο­ρεύ­σεις και τις αντί­ξο­ες συν­θή­κες οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι θα οργα­νώ­σουν τη ζωή τους και συσπει­ρω­μέ­νοι στην Ομά­δα Συμ­βί­ω­σης θα προ­σπα­θή­σουν να καλύ­ψουν τις καθη­με­ρι­νές βιο­πο­ρι­στι­κές ανά­γκες αλλά και θα καλ­λιερ­γή­σουν το πνεύ­μα, ανε­βά­ζο­ντας το μορ­φω­τι­κό και πολι­τι­στι­κό τους επί­πε­δο. Δεν θα πάψουν όμως  να διεκ­δι­κούν και τα δικαιώ­μα­τά τους και, με τον αγώ­να τους, να απο­σπούν από τους δεσμο­φύ­λα­κές τους κάποια από αυτά:

“Η ολι­γο­ή­με­ρη άδεια να μας επι­σκε­φθούν οι δικοί μας, που ήταν ανα­γκα­σμέ­νες να χορη­γή­σουν οι μετεμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κές κυβερ­νή­σεις, απέ­βλε­πε και στην ψυχο­λο­γι­κή πίε­ση που, υπο­τί­θε­ται, θα ασκού­σαν οι συγ­γε­νείς στους εξόριστους.

Χαράς ευαγ­γέ­λια ο ερχο­μός των δικών μας. Να μάθουν ό,τι δεν ήταν μπο­ρε­τό να ειπω­θεί με το γράμ­μα, να φρε­σκα­ρι­στούν, να ξανα­ζε­στα­θούν οι δεσμοί. Να μπο­ρείς, ύστε­ρα από χρό­νια, να ξανα­δείς τα αγα­πη­μέ­να σου πρό­σω­πα, να τα φιλή­σεις, να τα σφί­ξεις στην αγκα­λιά σου!

Κάποιοι από τους μικρούς επι­σκέ­πτες μας θα αντι­κρί­σουν τους πατε­ρά­δες τους για πρώ­τη φορά. Μετά από πολύ­χρο­νο χωρι­σμό οι γυναί­κες τους άντρες τους και κάποιοι δεσμοί θα ολο­κλη­ρω­θούν επί τέλος με γάμο. Και φυσι­κά, η φρο­ντί­δα να χαρούν όσο γίνε­ται η φιλο­ξε­νού­με­νοί μας την ολι­γό­χρο­νή τους παρα­μο­νή στο στρα­τό­πε­δο, απο­τε­λεί θέμα καθή­κο­ντος και τιμής για το σύνο­λο. Μας είχαν μοι­ρά­σει σακου­λά­κια με Κλιν και στον καθέ­να μας από ένα ζωά­κι σε πλα­στι­κό. Γνω­ρί­ζο­ντας τη ζωο­φι­λία της μάνας, μάζε­ψα μερι­κά και της τα έστειλα.

Συγκι­νή­θη­κε εκεί­νη και μου έγρα­ψε: «Τα τοπο­θέ­τη­σα στην ετα­ζέ­ρα μας στο σαλό­νι και την φωτο­γρα­φία σου ανά­με­σα. Σωστός ζωο­λο­γι­κός κήπος»!”

Γιώρ­γος Φαρσακίδης

[Από το βιβλίο του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη Πολι­τι­στι­κά και Ευτρά­πε­λα από τα στρα­τό­πε­δα εξο­ρί­στων, Αθή­να 2014]

Αη Στράτης 1951. Ο Γιώργος Φαρσακίδης προσπαθεί να περισώσει ένα κομμάτι από σκηνικό θεάτρου μετά από πλημμύρα.

Αη Στρά­της 1951. Ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης προ­σπα­θεί να περι­σώ­σει ένα κομ­μά­τι από σκη­νι­κό θεά­τρου μετά από πλημμύρα.

Ανε­κτί­μη­τη η προ­σφο­ρά των δεσμω­τών του Αη Στρά­τη στον αγώ­να για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πατρί­δας μας και στους ταξι­κούς αγώ­νες για να ξημε­ρώ­σουν καλύ­τε­ρες μέρες στον τόπο μας. Οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι του Αη Στρά­τη, από τους πρώ­τους κομ­μου­νι­στές που διώ­χτη­καν  στα χρό­νια του «ιδιώ­νυ­μου» του Ελ Βενι­ζέ­λου, μέχρι και το 1962  που θα απε­λευ­θε­ρω­θούν και οι τελευ­ταί­οι αγω­νι­στές, θα παρα­μεί­νουν αλύ­γι­στοι και πιστοί στην ιδε­ο­λο­γία τους και στα ιδα­νι­κά τους, ακό­μα και σε στιγ­μές που όλα φαί­νο­νταν χαμένα.

Όταν ο Βούλ­γα­ρος κομ­μου­νι­στής ηγέ­της Γκε­όρ­γκι Δημη­τρώφ κατα­κε­ραύ­νω­νε τους δικα­στές του στη Δίκη της Λει­ψί­ας ‑μετα­ξύ άλλων και- με τους στί­χους του Γκαί­τε, οι πιο ηρω­ι­κές σελί­δες δεν είχαν γρα­φτεί ακό­μα στον Αη Στρά­τη. Οι στί­χοι όμως του μεγά­λου Γερ­μα­νού ποι­η­τή σίγου­ρα αφο­ρούν, γρά­φτη­καν λες για τους αγω­νι­στές πολι­τι­κούς εξό­ρι­στους του ματω­μέ­νου αυτού βρά­χου της πολι­τι­κής εξορίας:

Ετοί­μα­σε έγκαι­ρα το νου σου.
Στους δυο δίσκους της ζυγα­ριάς της
μεγά­λης ευτυχίας
σπά­νια υπάρ­χει ηρεμία:
είσαι υπο­χρε­ω­μέ­νος ή να υψώνεσαι
ή να κατε­βαί­νεις προς τα κάτω
Εξου­σί­α­ζε ή υπάκουε,
με την τελε­τή ή γνω­ρί­σου με
τον πόνο,
υψώ­σου σαν το βαρύ σφυρί -
ή στά­σου σαν το αμόνι.
ΝΑΙ, όποιος δε θέλει να ’ναι
το αμό­νι, πρέ­πει να γίνει το σφυρί!

Με σκο­πό να τιμη­θεί η θυσία των μελών του ΚΚΕ και άλλων αγω­νι­στών που έπε­σαν στη μάχη της πεί­νας τον χει­μώ­να του ’41-’42, αλλά και η προ­σφο­ρά χιλιά­δων κομ­μου­νι­στών και άλλων αγω­νι­στών, που βρέ­θη­καν εξό­ρι­στοι στον Άη Στρά­τη από τις μετα­κα­το­χι­κές κυβερ­νή­σεις, η ΚΕ του ΚΚΕ οργα­νώ­νει το Σάβ­βα­το 11 Ιού­νη επί­σκε­ψη — προ­σκύ­νη­μα στον Άη Στρά­τη, στο πλαί­σιο των εκδη­λώ­σε­ων για τα 100 χρό­νια του ΚΚΕ. 
Περισ­σό­τε­ρα εδώ.

Σχε­τι­κά θέματα

«Ούτε σε ξερο­νή­σια, ούτε σε φυλα­κές…» – Προ­σκύ­νη­μα στον Αη Στράτη

«Άμα ζήσεις να γρά­ψεις δυο λέξεις για τον Άη Στράτη…»

Αη Στρά­της 1941–42: Ο Γιάν­νης Λίπ­πας θυμάται…

Μανω­λά­κης Κιου­πτσής – Γιαν­νά­κης Τσουρ­τσού­λης, οι μικροί εξό­ρι­στοι του Αη Στρά­τη που νίκη­σαν τον θάνα­το από πείνα

Η περι­πε­τειώ­δης από­δρα­ση των εξό­ρι­στων κομ­μου­νι­στών του Αη Στρά­τη στις 17 Ιού­νη του 1943

«Όποιος δεν είναι έτοι­μος να πεθά­νει σήμε­ρα ούτε αύριο θα ’ναι…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο