Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέξανδρος Σούτσος — Παναγιώτης Σούτσος, ποιήματα για το 1821

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Δυο ποι­ή­μα­τα που γρά­φτη­καν με αφορ­μή την Επα­νά­στα­ση του 1821 παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα και μαζί δίνου­με και λίγα στοι­χεία για τους δημιουρ­γούς τους. Τα αδέλ­φια Αλέ­ξαν­δρος και Πανα­γιώ­της Σού­τσος, εκπρό­σω­ποι του ρομα­ντι­σμού της λεγό­με­νης Α΄ Αθη­ναϊ­κής Σχο­λής,  θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι δεν είναι και από τους πιο γνω­στούς ‑στο πλα­τύ κοι­νό- ποι­η­τές. Τα ποι­ή­μα­τα δημο­σιεύ­τη­καν την Κυρια­κή 25 Μάρ­τη του 1884 στην  εφη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις» και τα ανα­κα­λύ­ψα­με «σκα­λί­ζο­ντας» παλιά φύλ­λα στο πλού­σιο αρχείο της Εθνι­κής Βιβλιοθήκης.

Αλέ­ξαν­δρος Σού­τσος: Ο ΑΠΟΜΑΧΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ

Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863)

Αλέ­ξαν­δρος Σού­τσος (1803–1863)

Ο Αλέ­ξαν­δρος Σού­τσος (1803–1863) γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και μορ­φώ­θη­κε στη Χίο. Στα 1820 πήγε στο Παρί­σι, όπου βρι­σκό­ταν ήδη ο αδελ­φός του Πανα­γιώ­της. Ήταν η επο­χή που ο ρομα­ντι­σμός είχε κατα­χτή­σει τη γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία, που από τους γνω­στό­τε­ρους εκπρο­σώ­πους της ήταν τότε ο Βεραν­ζέ­ρος (Πέτρος Ιωάν­νης ντε Μπε­ραν­ζέρ), ο Λαμαρ­τί­νος (Αλφόνς ντε Λαμαρ­τίν) και ο Βίκτωρ Ουγκώ. Ο Αλ. Σού­τσος έφτα­σε στην επα­να­στα­τη­μέ­νη Ελλά­δα στα 1825. Ήταν κυρί­ως σατι­ρι­κός ποι­η­τής με πολύ αιχ­μη­ρή πένα ενα­ντί­ον –κυρί­ως- του Καπο­δί­στρια και γι’ αυτό τα έργα του συχνά λογο­κρί­θη­καν και κατα­σχέ­θη­καν και ο ίδιος διώ­χθη­κε και φυλακίστηκε.

«Αγνός πατριώ­της και φανα­τι­κός δημο­κρά­της, στά­θη­κε στύ­λος ακλό­νη­τος ανά­με­σα στις φατρί­ες. Αν και Φανα­ριώ­της και πλου­σιό­παι­δο (…) και καθα­ρευου­σιά­νος,  ύψω­σε το μαστί­γιο της σάτι­ράς του θαρ­ρα­λέα, χτυ­πώ­ντας αλύ­πη­τα τους πρού­χο­ντες, τους φαύ­λους πολι­τι­κούς, τους συμ­φε­ρο­ντο­λό­γους καπε­τα­ναί­ους και τους ανώ­τε­ρους κλη­ρι­κούς» θα γρά­ψει ο Γιά­νης Κορ­δά­τος.* Το πέρα­σμά του άφη­σε επο­χή στα ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα. «Η ποί­η­σή του είχε πολ­λές τεχνι­κές ελλεί­ψεις (…) αλλά κάτω από τους άτε­χνους στί­χους του κρυ­βό­ταν η φωνή των δημο­κρα­τι­κών και των αδι­κού­με­νων. (…)Η μού­σα του ήταν πάντα στην υπη­ρε­σία του λαού».

epanastasi1821g

Ο ΑΠΟΜΑΧΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ

Εις τον γέρον Όλυ­μπόν μας, κοντά σ’ ένα κυπαρίσσι
Ένας γέρων Ρουμελιώτης
Με τους φίλους του το βρά­δυ κάθη­σε να τραγουδήση.
Της πατρί­δος στρατιώτης,
Επτά, έλεγ’, επτά χρό­νους με καρ­διά πάντο­τε νέα
Βάστα­ξα και στο Δερ­βέ­νι και στον κάμπο τη σημαία.
Ενθυ­μά­σθε, σύντρο­φοί μου, εμθυ­μά­σθε τους καλούς μας,
Τους ηρω­ι­κούς και­ρούς μας;
Ενθυ­μά­σθε του Χουρ­σί­τη αι τριά­ντα χιλιάδες
Μια μια όλαις διαλεκταίς
Όταν γέμι­σαν του Άργους ταις μεγά­λαις πεσιάδαις
Μ’ αστρα­παίς και με βρονταίς,
Ενθυ­μά­σθε με τι θάρ­ρος επια­σθή­κα­με στα χέρια
Με δρα­πά­νια με κοντά­ρια και με ξύλ’ αντίς μαχαίρια;
Ενθυ­μά­σθε, σύντρο­φοί μου, ενθυ­μά­σθε τους καλούς μας,
Του ηρω­ι­κούς και­ρούς μας;
Ενθυ­μά­σθε τωμ Σκο­δριά­νων σαν μας πλά­κω­σε το πλήθος
Πώς ευθύς στο Καρπενήσι
Έτρε­ξεν ο Μπό­τσα­ρής μας, και με τ’ ακρι­βό του στήθος
Πρό­φθα­σε να τους σκορπίση;
Ενθυ­μά­σθε της πλη­γής του πώς μας έκρυ­φτε το αίμα;
Τι καρ­διά μας έδιδ’ όλους με το ύστε­ρό του βλέμμα;
Ενθυ­μά­σθε, σύντρο­φοί μου, ενθυ­μά­σθε τους καλούς μας,
Τους ηρω­ι­κούς και­ρούς μας;
Ενθυ­μά­σθε, απ’ τους Τούρ­κους σαν σκε­πά­σθη­καν οι λόγγοι
Της ανδρεί­ας Ρού­με­λής μας
Και βαστού­σε ο Αρά­πης σφα­λι­στούς στο Μισολόγγι
Τα παι­διά μας, τους γονείς μας;
Ενθυ­μά­σθε, μες στα μάτια της σκλη­ρής Ευρώ­πης όλης
Πώς ανέ­βη­κεν ως στ’ άστρα του Μισο­λογ­γιού η πόλις;
Ενθυ­μά­σθε, σύντρο­φοί μου, ενθυ­μά­σθε τους καλούς μας,
Τους ηρω­ι­κούς και­ρούς μας;
Ενθυ­μά­σθε ο Καρα­ΐ­σκος με τρα­κό­σιους δια­λε­κτούς του
Όταν ήλθε στας Αθήνας
Πώς του Κιου­τα­χή εχά­θη κ’ η ανδρία του κι ο νους του;
Δεν επέ­ρασ’ ένας μήνας,
Και η Ρού­με­λη σηκώ­θη, κ’ έγειν’ όλη ένα σώμα.
Κ’ εκοκ­κί­νησ’ από αίμα της Αρά­χο­βας το χώμα·
Ενθυ­μά­σθε, σύντρο­φοί μου, ενθυ­μά­σθε τους καλούς μας,
Τους ηρω­ι­κούς και­ρούς μας;
Χωρίς πόλεις, χωρίς Κάστρο, ξεσχι­σμέ­νοι, πεινασμένοι
Και με διψα­σμέ­νο στόμα,
Νεκρω­μέ­νοι απ’ τον τύφο, απ’ τα βόλια πληγωμένοι
Και χλω­μοί ωσάν το χώμα,
Εις τον ουρα­νό τα μάτια είχαμ’ όλοι γυρισμένα,
Πλην ποτέ εις τους τυράν­νους δεν εκλί­να­μεν αυχένα.
Ενθυ­μά­σθε, σύντρο­φοί μου, ενθυ­μά­σθε τους καλούς μας,
Τους ηρω­ι­κούς και­ρούς μας;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ

Πανα­γιώ­της Σού­τσος: ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ

Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868)

Πανα­γιώ­της Σού­τσος (1806–1868)

Αδελ­φός του Αλέ­ξαν­δρου, ο πεζο­γρά­φος και ποι­η­τής Πανα­γιώ­της Σού­τσος (1806–1868) γεν­νή­θη­κε και αυτός στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και μορ­φώ­θη­κε στην Ευρώ­πη. Καλός γνώ­στης της γαλ­λι­κής λογο­τε­χνί­ας, ήταν οπα­δός του ρομα­ντι­σμού και λάτρης του Λαμαρ­τί­νου. Όταν ήρθε στην Ελλά­δα δεν έδει­ξε το ίδιο ενδια­φέ­ρον με τον αδελ­φό του  για τα πολι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα. Τα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα δημο­σιεύ­τη­καν στα 1831. Στα 1934 δημο­σιεύ­τη­κε το μυθι­στό­ρη­μά του Ο Λέαν­δρος. Σύμ­φω­να με τον Γιά­νη Κορ­δά­το «η ποι­η­τι­κή του προ­σφο­ρά είναι σχε­δόν μηδα­μι­νή. Ο φανα­τι­σμός του όμως στον αρχαϊ­σμό τον έκα­νε ακου­στό με το μανι­φέ­στο που τύπω­σε στα 1853 υπε­ρα­σπί­ζο­ντας την αττι­κή γλώσ­σα στο γρα­φτό λόγο».

Με τα Ελε­γεία του (1831) επι­τέ­θη­κε ενά­ντια στον Καπο­δί­στρια. «Ο Π. Σού­τσος, όπως και ο αδερ­φός του Αλέ­ξαν­δρος, στην πολυ­τά­ρα­χη εκεί­νη περί­ο­δο ανή­κε στους αντι­κα­πο­δι­στρια­κούς κύκλους». Έγι­νε πολύ γνω­στός με την τρα­γω­δία του «Οδοι­πό­ρος», που «γνώ­ρι­σε μεγά­λη επι­τυ­χία, όση κανέ­να άλλο θεα­τρι­κό έργο του περα­σμέ­νου (σημ. συντ.: 19ου) αιώ­να. Η πρώ­τη παρά­στα­ση δόθη­κε στις 23 Αυγού­στου 1836. Παί­χτη­κε πολ­λές φορές (…) κι όταν τυπώ­θη­κε δια­βά­στη­κε πολύ». Οι παρα­κά­τω στί­χοι είναι από­σπα­σμα από ποί­η­μά του. Δημο­σιεύ­τη­καν στην εφη­με­ρί­δα με τον εξής πρό­λο­γο:  «Εκ του Διθυ­ράμ­βου, ον ο Πανα­γιώ­της Σού­τσος έγρα­ψεν εις την 25 Μαρ­τί­ου, μακρού ως έπους και περι­λα­βό­ντος όλον τον αγώ­να εν στρο­φαίς φλο­γε­ραίς και καλώς ηρμο­σμέ­ναι, μετα­φέ­ρο­μεν τον επίλογον».

epanastasi1821b

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ

Σεβα­σθή­τε τους ολί­γους ημάς άνδρας του αγώνος!
Σεις ω παί­δες! ημάς όσους αυτός σέβε­ται ο χρόνος
Εις καλύ­βας πενιχράς
Εκρε­μά­σε­τε δεμέ­νες των πασά­δων της Βτράτης
Των πασά­δων της Αιγύ­πτου, των πασά­δων της Βαγδάτης
Τας μακράς αλογουράς;
Είχε­τε σεις τους μεγά­λους και λαμπρούς ημών αγώνας;
Είχε­τε σεις Θερ­μο­πύ­λαις, είχε­τε σεις Μαραθώνας;
Είχε­τε σεις Πλαταιάς;
Αι εικό­νες σας διήλ­θον τας οδούς της Γερμανίας;
Σας επε­κε­λέ­σθη ζώντας εις το βήμα της Γαλλίας
Λαφα­γέ­της ή Φοάς;
Εις το έδα­φος πατού­ντες, το αισθάν­θη­τε σεις τρέμον
Από Νεί­λον εις Ευφρά­την, από Ταί­να­ρον εις Αίμον;
Ή αιώ­νες εκατόν
Σας εθαύ­μα­σαν κρα­τού­ντες την σημαί­αν της πατρίδος,
Ως εθαύ­μα­σον αιώ­νες εκα­τόν της Πυραμίδος
Τον Κανά­ρην αετόν;
Μη των Σού­τσων και τας δύο πρω­τευού­σας υποτάττων
Ο σταυ­ρός υμών ανέ­βη τα κωδω­νο­στά­σιά των
Μετά κρό­του και τιμής;
Κ’ εις τον χάρ­την της Ευρώ­πης κατε­βά­σα­τε σεις μίαν
Εις βαθ­μόν δευ­τέ­ρου κρά­τους, πρώ­ην Αυτοκρατορίαν
Ως οι Γίγα­ντες ημείς;
Δια την αγί­αν Πίστιν, δια την Ελευθερίαν
Απε­θά­νε­τε δεσμώ­ται Υψη­λά­νται τρεις εις μίαν
Της Μουν­κάν­τσης Φυλακήν;
Είσθε οι της Δρα­γα­τσά­νης τρια­κό­σιοι πεσόντες;
Ή εκά­η­τε σ’ του Σέκου την Μονήν και σεις λαβόντες
Τελευ­τήν ηρωικήν;
Έχε ούριον αέρα ω Ελλά! ω μέγα πλοίον
Όπου φέρεις τας ελπί­δας και του γένους και χιλίων
Ασια­τι­κών λαών!
Ως πλα­νή­της, όστις τρέ­χει τον αιώ­νιόν του δρόμον
Οδη­γού Ελλάς! Κρα­τού­σα χώρας άλλας εις τον ώμον
[…] Από μόνον τον Θεόν.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΟΥΤΣΟΣ

* Γιά­νη Κορ­δά­του, Ιστο­ρία της Νεο­ελ­λη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας, εκδ. Επι­και­ρό­τη­τα, Αθή­να 1983.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο