Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλληλεγγύη στους κολασμένους της Γης, ενάντια στον πόλεμο,  τον ιμπεριαλισμό και την εξουσία του  κεφαλαίου

Γρά­φει ο Περι­κλής Παυ­λί­δης* //

 

Η πρό­σφα­τη κορύ­φω­ση του προ­σφυ­γι­κού δρά­μα­τος απο­κά­λυ­ψε με σαφέ­στα­το τρό­πο ότι η Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση  μετα­τρέ­πε­ται σε φρού­ριο. Στις χιλιά­δες των προ­σφύ­γων που χτυ­πούν την πόρ­τα της απά­ντη­σε  με κλεί­σι­μο των συνό­ρων και νατοϊ­κή φρού­ρη­ση του Αιγαί­ου, επι­δει­κνύ­ο­ντας  κυνι­κή αδια­φο­ρία για την  τερά­στια ανθρω­πι­στι­κή κατα­στρο­φή που συντε­λεί­ται στη Συρία, για τις  χιλιά­δες των ξερι­ζω­μέ­νων ανθρώ­πων που βρί­σκο­νται εγκλω­βι­σμέ­νοι σε καταυ­λι­σμούς και στρα­τό­πε­δα, εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νοι στη μοί­ρα τους.

Εργο του κορυφαίου Ισπανού επαναστάτη ζωγράφου Helios Gomez με θέμα τους πρόσφυγες της Δημοκρατικής Ισπανίας.

Εργο του κορυ­φαί­ου Ισπα­νού επα­να­στά­τη ζωγρά­φου Helios Gomez με θέμα τους πρό­σφυ­γες της Δημο­κρα­τι­κής Ισπανίας.

Την ίδια στιγ­μή  σε όλη της Ευρώ­πη οι δυνά­μεις του εθνικισμού/φασισμού  εξα­πλώ­νο­νται επι­κίν­δυ­να σπέρ­νο­ντας  το ρατσι­σμό και την ξενο­φο­βία, ενώ το ζοφε­ρό τοπίο συμπλη­ρώ­νουν  οι βομ­βι­στι­κές επι­θέ­σεις στις Βρυ­ξέλ­λες, οι οποί­ες (σε συνέ­χεια αυτών στο Παρί­σι) καλ­λιερ­γούν το φόβο και την ανα­σφά­λεια, διευ­κο­λύ­νο­ντας τη δημιουρ­γία καθε­στώ­τος μόνι­μης έκτα­κτης ανάγκης.

Είμα­στε σε πόλε­μο δηλώ­νουν  πολι­τι­κοί και δημο­σιο­γρά­φοι. Κάποιοι μάλι­στα κάνουν λόγο για πόλε­μο πολι­τι­σμών μετα­ξύ χρι­στια­νι­κής Δύσης και αρα­βο-μου­σουλ­μα­νι­κής Ανα­το­λής, ιδέα που είναι προ­σφι­λής  στην ευρω­παϊ­κή ακροδεξιά.

Ο πόλε­μος βεβαί­ως είναι υπαρ­κτός. Δεν πρό­κει­ται όμως για πόλε­μο πολι­τι­σμών. Οι πολε­μι­κές συγκρού­σεις των οποί­ων γινό­μα­στε  μάρ­τυ­ρες εδώ και δυό­μι­σι δεκα­ε­τί­ες συν­δέ­ο­νται με το γεγο­νός ότι η κεφα­λαιο­κρα­τι­κή  Δύση, έχο­ντας απαλ­λα­γεί από την απει­λή  του αντί­πα­λου σοσια­λι­στι­κού στρα­το­πέ­δου, συσπει­ρω­μέ­νη στις ευρω-ατλα­ντι­κές δομές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, επι­δί­δε­ται σε αυτό που κατ’ ουσί­αν έκα­νε πάντα σε όλη τη μέχρι τώρα ιστο­ρία της, σε ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέ­κτα­ση των θέσε­ών της στον πλα­νή­τη,  βομ­βαρ­δί­ζο­ντας λαούς, εισβάλ­λο­ντας σε χώρες, ανα­τρέ­πο­ντας καθε­στώ­τα, αλλά­ζο­ντας σύνο­ρα κρα­τών,  ευρι­σκό­με­νη συνά­μα σήμε­ρα σε κλι­μα­κού­με­νη αντι­πα­ρά­θε­ση με νέες ανα­δυό­με­νες περι­φε­ρεια­κές δυνά­μεις, οι οποί­ες τεί­νουν να απει­λή­σουν την παγκό­σμια ηγε­μο­νία της.

Είναι αυτή η αιμα­τη­ρή δια­δρο­μή του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού η οποία βρί­σκε­ται πίσω από την τρα­γω­δία της Συρί­ας, όπως και  από την τρα­γω­δία της Γιου­γκο­σλα­βί­ας, του Ιράκ, του Αφγα­νι­στάν, της Λιβύ­ης κλπ.

Φυσι­κά η εκδή­λω­ση της οργής των πλη­βεί­ων του ισλα­μι­κού κόσμου απέ­να­ντι στις μεγά­λες αδι­κί­ες που έχουν υπο­στεί με τη μορ­φή κινη­μά­των θρη­σκευ­τι­κού φανα­τι­σμού και πρά­ξε­ων τυφλής βίας απο­τε­λεί τρα­γι­κά αδιέ­ξο­δη για τους ίδιους επι­λο­γή, δεδο­μέ­νου ότι τους απο­μα­κρύ­νει από τους στό­χους της πραγ­μα­τι­κής κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης, ενώ καθι­στά αδύ­να­τη τη συσπεί­ρω­ση με άλλους λαούς ενά­ντια στον κοι­νό εχθρό.

Δέον να σημειώ­σου­με εμφα­τι­κά ότι ο εγκλω­βι­σμός των λαών, των εργα­ζο­μέ­νων και φτω­χών της  Ευρώ­πης και της αρα­βο-μου­σουλ­μα­νι­κής Ανα­το­λής στα ιδε­ο­λο­γή­μα­τα του «πολέ­μου των πολι­τι­σμών» και η ανά­πτυ­ξη εχθρό­τη­τας μετα­ξύ τους βάσει θρη­σκευ­τι­κών και πολι­τι­σμι­κών δια­φο­ρών είναι εξέ­λι­ξη κατα­στρο­φι­κή για όλους,  υπη­ρε­τεί τις δυνά­μεις της κοι­νω­νι­κής αντί­δρα­σης και αντε­πα­νά­στα­σης, λει­τουρ­γεί με τον ένα ή τον άλλο τρό­πο υπέρ των συμ­φε­ρό­ντων των κυρί­αρ­χων ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυνάμεων.

Ας μη ξεχνά­με και ότι τις εγκλη­μα­τι­κές συμ­μο­ρί­ες του φοντα­με­ντα­λι­στι­κού Ισλάμ που τις βλέ­που­με να δρα­στη­ριο­ποιού­νται σε μεγά­λες περιο­χές της Ασί­ας και της Αφρι­κής τις  εξέ­θρε­ψαν οι ΗΠΑ με τους συμ­μά­χους τους για να πολε­μή­σουν το σοβιε­τι­κό  στρα­τό στο Αφγα­νι­στάν, ενώ στην περί­πτω­ση της Συρί­ας τις εξο­πλί­ζουν και υπο­στη­ρί­ζουν χώρες όπως η Σαου­δι­κή Αρα­βία και η Τουρ­κία, στυ­λο­βά­τες του δυτι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού στη Μέση Ανατολή.

Οι  επεμ­βά­σεις της Δύσης σε συνάρ­τη­ση με την οικο­νο­μι­κή βία που υφί­στα­νται οι λαοί από τη φρε­νή­ρη και κατα­στρο­φι­κή   κίνη­ση των δυνά­με­ων του κεφα­λαί­ου έχουν κατα­στή­σει ολό­κλη­ρες περιο­χές του πλα­νή­τη δυσμε­νείς έως επι­κίν­δυ­νες για την ανθρώ­πι­νη ζωή. Και είναι προ­φα­νές ότι οι χιλιά­δες των προσφύγων/μεταναστών που  συσ­σω­ρεύ­ο­νται στα σύνο­ρα της Ευρώ­πης κινού­νται από την πλέ­ον σημα­ντι­κή και καθο­ρι­στι­κή ανά­γκη της επι­βί­ω­σης. Κάθε  άνθρω­πος,  όταν απει­λεί­ται η ζωή του, η ζωή των παι­διών του, της οικο­γέ­νειάς του (είτε άμε­σα στην  περί­πτω­ση του πολέ­μου, είτε έμμε­σα στην  περί­πτω­ση της ακραί­ας φτώ­χειας και εξα­θλί­ω­σης), δε θα  περι­μέ­νει  μοι­ρο­λα­τρι­κά το τέλος, παρά θα προ­σπα­θή­σει  να βρει   διέ­ξο­δο σωτη­ρί­ας, να μετα­κι­νη­θεί  σε περισ­σό­τε­ρο ασφα­λείς και  ευνοϊ­κούς τόπους,  ακό­μα κι αν αυτό συνε­πά­γε­ται την έκθε­σή του σε μεγά­λους κιν­δύ­νους. Δεν πρό­κει­ται για κάτι και­νο­φα­νές. Έτσι λει­τούρ­γη­σε η ανθρω­πό­τη­τα σε όλη τη μέχρι τώρα ιστο­ρία της.

Αυτό όμως που γίνε­ται ιδιαί­τε­ρα αισθη­τό τα τελευ­ταία χρό­νια είναι η τερά­στια κλί­μα­κα των προ­σφυ­γι­κών και  μετα­να­στευ­τι­κών ροών (αντί­στοι­χων της μεγά­λης έκτα­σης των πολε­μι­κών συγκρού­σε­ων και της κοι­νω­νι­κής αστά­θειας σε ολό­κλη­ρες περιο­χές της Βόρειας Αφρι­κής, της Μέσης Ανα­το­λής και της Κεντρι­κής Ασί­ας), καθώς και οι τρα­γι­κές συν­θή­κες εντός των οποί­ων πραγ­μα­το­ποιού­νται. Ενδει­κτι­κό του δρά­μα­τος είναι το γεγο­νός ότι μόνο το 2015 πάνω από 3000 άνθρω­ποι πνί­γη­καν στην προ­σπά­θειά τους να δια­πλεύ­σουν τα μεσο­γεια­κά σύνο­ρα της Ευρώ­πης, ενώ σύμ­φω­να με στοι­χεία της Europol τα ίχνη 10000 προ­σφυ­γό­που­λων   που ταξί­δε­ψαν ασυ­νό­δευ­τα χάθη­καν τους τελευ­ταί­ους 18 έως 24 μήνες μετά την κατα­γρα­φή τους από τις αρμό­διες αρχές και, όπως εκτι­μά­ται, πολ­λά εξ αυτών έχουν πέσει θύμα­τα εκμε­τάλ­λευ­σης από δίκτυα του οργα­νω­μέ­νου εγκλήματος.

Όπως πολύ εύκο­λα μπο­ρεί κανείς να δια­πι­στώ­σει, ενώ  όλος ο  κόσμος είναι ανοι­χτός για τις δρα­στη­ριό­τη­τες του πολυ­ε­θνι­κού κεφα­λαί­ου, την ελεύ­θε­ρη κίνη­ση του χρή­μα­τος και των εμπο­ρευ­μά­των,  για τους πρό­σφυ­γες και μετα­νά­στες υπάρ­χουν μόνο σύνο­ρα, φρά­κτες,  δυνά­μεις ασφα­λεί­ας, φυλα­κές και στρα­τό­πε­δα. Κι αν ξεπε­ρά­σουν τα εμπό­δια αυτά, τότε βρί­σκο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τη δρά­ση των κάθε λογής  φασι­στι­κών συμμοριών.

Έτσι οι  πρόσφυγες/μετανάστες  γίνο­νται δύο φορές θύμα­τα των κατα­στρο­φι­κών δυνά­με­ων του κόσμου αυτού. Αφε­νός, προ­τού βρε­θούν ως ξένοι σε μια άλλη χώρα, έχουν ήδη γίνει ξένοι στην πατρί­δα τους, όπου ο πόλε­μος ή η φτώ­χεια ή και τα δύο μαζί κάνουν τη ζωή αφό­ρη­τη. Αφε­τέ­ρου, στις χώρες προ­ο­ρι­σμού ως «παρά­νο­μοι πρόσφυγες»/«λαθρομετανάστες» απο­τε­λούν διαρ­κώς θύμα­τα του οργω­μέ­νου εγκλή­μα­τος, της μαύ­ρης εργα­σί­ας και της σκλη­ρής εκμε­τάλ­λευ­σης από κάθε λογής μικρά και μεγά­λα αφε­ντι­κά, των κρα­τι­κών αρχών, του καθη­με­ρι­νού ρατσι­σμού αλλά και της οργα­νω­μέ­νης φασι­στι­κής βίας. Οι πρόσφυγες/μετανάστες και ξένοι εργά­τες απο­τε­λούν κατά κανό­να το βυθό  της κοι­νω­νί­ας, τους κατε­ξο­χήν κολα­σμέ­νους της Γης.

Είναι κατα­νοη­τό ότι η εμφά­νι­ση των ξένων, των  μετα­να­στών και προ­σφύ­γων  μπο­ρεί να προ­κα­λεί ανα­σφά­λεια και φόβο σε στρώ­μα­τα των ντό­πιων πλη­θυ­σμών της Ευρώ­πης, στά­ση που προ­κύ­πτει εν πολ­λοίς αυθόρ­μη­τα, αλλά αξιο­ποιεί­ται από τις δυνά­μεις της εθνι­κι­στι­κής ακρο­δε­ξιάς. Τού­το όμως συμ­βαί­νει  για­τί και οι ντό­πιοι είναι ξένοι μετα­ξύ τους, εγκλω­βι­σμέ­νοι σε κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις αντα­γω­νι­σμού,  ακραί­ας επι­σφά­λειας και αβε­βαιό­τη­τας. Η ξενο­φο­βία είναι αίσθη­μα ανθρώ­πων απο­ξε­νω­μέ­νων και φοβι­σμέ­νων, θυμά­των ενός καθη­με­ρι­νού οικο­νο­μι­κού και κοι­νω­νι­κού  πολέ­μου όλων ενα­ντί­ον όλων.

Η απο­ξέ­νω­ση και ο αντα­γω­νι­σμός ως  θεμε­λιώ­δη γνω­ρί­σμα­τα της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής κοι­νω­νί­ας, όταν δεν αντι­με­τω­πί­ζο­νται ενερ­γη­τι­κά με όρους ταξι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης και αγώ­να των εργα­ζο­μέ­νων για τη χει­ρα­φέ­τη­σή τους, γεν­νούν αυθόρ­μη­τα και σε μαζι­κή κλί­μα­κα ανα­σφά­λεια και φόβο, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του φόβου απέ­να­ντι στον άλλο, στον ξένο. Ας μη λησμο­νού­με όμως ποτέ ότι, εν προ­κει­μέ­νω, ξένος δεν είναι μόνο ο αλλο­ε­θνής, έστω κι αν είναι πιο εύκο­λο να θυμα­το­ποι­η­θεί ως τέτοιος, αλλά και ο ομο­ε­θνής, ως αντα­γω­νι­στής μισθω­τός εργα­ζό­με­νος στην αγο­ρά εργα­σί­ας  ή  ως αντα­γω­νι­στής εμπο­ρευ­μα­το­πα­ρα­γω­γός  στην αγο­ρά εμπορευμάτων.

Και φυσι­κά η έντα­ξη των πολι­τών των αστι­κών κρα­τών  στην «κοι­νό­τη­τα του έθνους» ουδό­λως υπερ­βαί­νει τον μετα­ξύ τους αντα­γω­νι­σμό και την αλλο­τρί­ω­ση. Σε μια ανε­πτυγ­μέ­νη κεφα­λαιο­κρα­τι­κή κοι­νω­νία οι έννοιες της «κοι­νό­τη­τας του έθνους»  και της «εθνο­φυ­λε­τι­κής  ενό­τη­τας» — οι λατρε­μέ­νες φαντα­σιώ­σεις των εθνι­κι­στών — είναι απα­τη­λές και χει­ρα­γω­γι­κές, δεδο­μέ­νου ότι καλ­λιερ­γούν την ψευ­δαί­σθη­ση της ταύ­τι­σης συμ­φε­ρό­ντων μετα­ξύ μισθω­τών εργα­ζο­μέ­νων και αφε­ντι­κών, προ­λε­τα­ρί­ων / φτω­χών μικροϊ­διο­κτη­τών και ολι­γαρ­χί­ας του πλούτου.

Βασι­κό, χει­ρα­γω­γι­κό για τους εργα­ζό­με­νους ιδε­ο­λό­γη­μα της εθνι­κι­στι­κής ακρο­δε­ξιάς (το οποίο ενί­ο­τε υιο­θε­τούν και δυνά­μεις που θυμί­ζουν «πατριω­τι­κή αρι­στε­ρά») είναι ότι οι ξένοι έρχο­νται και παίρ­νουν τις δου­λειές από τους ντό­πιους και συνε­πώς αυτοί ευθύ­νο­νται για την ανερ­γία των τελευ­ταί­ων. Οι εθνι­κι­στές επι­χει­ρούν να δημιουρ­γή­σουν την  εντύ­πω­ση  ότι οι εγχώ­ριοι εργα­ζό­με­νοι εντός της «εθνι­κής» οικο­νο­μί­ας έχουν δήθεν κάποια ιδιαί­τε­ρα δικαιώ­μα­τα στις θέσεις εργα­σί­ας (ότι αυτές τρό­πον τινά τους ανή­κουν) τα οποία παρα­βιά­ζουν οι ξένοι.

Συνα­φής με την άπο­ψη αυτή είναι η εθνι­κι­στι­κή προ­πα­γάν­δα της αλλη­λεγ­γύ­ης μόνο προς τους ανα­ξιο­πα­θού­ντες ομο­ε­θνείς (μόνο προς τους Έλλη­νες εργά­τες, ανέρ­γους, φτω­χούς κλπ) σε συνάρ­τη­ση με την καλ­λιέρ­γεια  μίσους  προς τους ξένους εργά­τες, τους ξένους φτω­χούς, πρό­σφυ­γες / μετανάστες.

Τοιου­το­τρό­πως οι εθνι­κι­στές επι­χει­ρούν να συγκα­λύ­ψουν το γεγο­νός ότι στην κεφα­λαιο­κρα­τι­κή κοι­νω­νία η πρό­σβα­ση στην εργα­σία καθο­ρί­ζε­ται από το κεφά­λαιο, οι θέσεις εργα­σί­ας εξαρ­τώ­νται από τα συμ­φέ­ρο­ντα του κεφα­λαί­ου, «ανή­κουν» σε αυτό, ενώ το μόνο που ανή­κει στους μισθω­τούς εργα­ζό­με­νους είναι η εργα­τι­κή τους δύνα­μη, η εργα­σια­κή τους ικα­νό­τη­τα την οποία κομί­ζουν ως εμπό­ρευ­μα στην αγο­ρά εργα­σί­ας με την ελπί­δα να βρουν αγοραστή.

Αυτή η αγο­ρά είναι σήμε­ρα εξό­χως διε­θνο­ποι­η­μέ­νη με το κεφά­λαιο να  απο­λαμ­βά­νει πρω­τό­γνω­ρη ελευ­θε­ρία επεν­δυ­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας, μεγά­λη ευκο­λία   μετα­κί­νη­σης από χώρα σε χώρα προς ανα­ζή­τη­ση φθη­νών εργα­τι­κών χεριών, δυνα­τό­τη­τα εξω­τε­ρι­κής ανά­θε­σης δρα­στη­ριο­τή­των για μεί­ω­ση του κόστους, καθώς και  ευέ­λι­κτης δικτυα­κής απα­σχό­λη­σης  εργα­σια­κού δυνα­μι­κού διά­σπαρ­του σε  απο­μα­κρυ­σμέ­νες μετα­ξύ τους χώρες και περιοχές.

Στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες οι μισθω­τοί εργα­ζό­με­νοι, ντό­πιοι και ξένοι, δεν είναι τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από  φορείς του εμπο­ρεύ­μα­τος «εργα­τι­κή δύνα­μη», το οποίο, όπως και όλα τα άλλα εμπο­ρεύ­μα­τα, δια­τί­θε­ται πλέ­ον σε μια  παγκό­σμια αγο­ρά, με τους υφι­στά­με­νους φραγ­μούς  μετα­κί­νη­σης ανθρώ­πων (οι οποί­οι και δια­μορ­φώ­νουν  το καθε­στώς της «λαθρο­με­τα­νά­στευ­σης») να  παί­ζουν ουσιώ­δη ρόλο στη μεί­ω­ση της τιμής αυτού του εμπορεύματος.

Το γεγο­νός λοι­πόν ότι κάποιος στον τόπο του γίνε­ται περιτ­τός και ξενι­τεύ­ε­ται προς ανα­ζή­τη­ση εργα­σί­ας απο­κα­λύ­πτει με τον πλέ­ον άμε­σο και δρα­μα­τι­κό τρό­πο την ουσία των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων εντός της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας, ότι δηλα­δή ο καθέ­νας θα πρέ­πει πρώ­τα να  πωλή­σει την εργα­σια­κή του ικα­νό­τη­τα στο κεφά­λαιο με τους όρους που αυτό επι­θυ­μεί, να υπάρ­ξει δηλα­δή ως εμπό­ρευ­μα (ως κάτο­χος τους εμπο­ρεύ­μα­τος «εργα­σια­κή ικα­νό­τη­τα»),  προ­κει­μέ­νου να υπάρ­ξει ως άνθρω­πος. Αυτή είναι η καθο­λι­κή μοί­ρα των φορέ­ων της μισθω­τής εργα­σί­ας (χει­ρω­να­κτι­κής και δια­νοη­τι­κής), οι οποί­οι στο βαθ­μό που παρα­μέ­νουν υπο­ταγ­μέ­νοι στο κεφά­λαιο (που δεν ανέρ­χο­νται στο επί­πε­δο της πολι­τι­κής συσπεί­ρω­σης και του αγώ­να για τη χει­ρα­φέ­τη­σή τους) παρα­μέ­νουν μετα­ξύ τους ξένοι και ανταγωνιστές.

Η προ­πα­γάν­δα του εθνικισμού/φασισμού επι­τεί­νει τη διά­σπα­ση των εργα­ζο­μέ­νων προ­σφέ­ρο­ντας   ιδιαι­τέ­ρως πολύ­τι­μη υπη­ρε­σία στα αφε­ντι­κά του κόσμου αυτού. Στρε­φό­με­νη κατά των ξένων εργα­τών, κατά των μετα­να­στών και προ­σφύ­γων ενο­χο­ποιεί τα θύμα­τα του ιμπε­ρια­λι­σμού, της ταξι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης και κοι­νω­νι­κής κατα­πί­ε­σης, απο­στρέ­φο­ντας την προ­σο­χή από το  ρόλο των αφε­ντι­κών,  καλ­λιερ­γεί το μίσος μετα­ξύ των λαών, μετα­ξύ ντό­πιων και ξένων εργα­ζο­μέ­νων,   υπο­τάσ­σο­ντάς τους τελι­κά στην εξου­σία του κοι­νού ταξι­κού τους εχθρού.

Γι’ αυτό και αλλη­λεγ­γύη που η εθνι­κι­στι­κή ακρο­δε­ξιά υπό­σχε­ται  στους ομο­ε­θνείς εργα­ζό­με­νους είναι δόλια και παρα­πλα­νη­τι­κή: αυτοί που αντι­με­τω­πί­ζουν με εχθρό­τη­τα τα αλλο­ε­θνή θύμα­τα της φτώ­χειας και του πολέ­μου, του καπι­τα­λι­σμού και του ιμπε­ρια­λι­σμού, που αρνού­νται την αλλη­λεγ­γύη προς τους όπου γης ταπει­νούς και κατα­φρο­νε­μέ­νους,  είναι εχθροί και των ομο­ε­θνών ταπει­νών και κατα­φρο­νε­μέ­νων, θυμά­των του ίδιου κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος, των ίδιων νόμων του κοι­νω­νι­κού αντα­γω­νι­σμού και  της ταξι­κής εκμετάλλευσης.

Τα πραγ­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα των εργα­ζο­μέ­νων είναι υπε­ρά­νω εθνών και πατρί­δων. Ως προς τη στρα­τη­γι­κή τους προ­ο­πτι­κή  είναι ταξι­κά και συνά­μα διε­θνι­στι­κά και παναν­θρώ­πι­να.  Η χει­ρα­φέ­τη­ση της εργα­σί­ας από την εξου­σία του κεφα­λαί­ου ως συλ­λο­γι­κή ιδιο­ποί­η­ση από τους εργα­ζό­με­νους των  σύγ­χρο­νων παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων απο­τε­λεί τη μονα­δι­κή οδό προς την αυθε­ντι­κή ενο­ποί­η­ση της ανθρω­πό­τη­τας, προς τη συλ­λο­γι­κή – συντρο­φι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των προ­βλη­μά­των και προ­κλή­σε­ων της σύγ­χρο­νης κοινωνίας.

Ωστό­σο, θα πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι οι μισθω­τοί εργα­ζό­με­νοι συν­δέ­ο­νται με ξεχω­ρι­στές πατρί­δες ως φορείς συγκε­κρι­μέ­νης γλώσ­σας και πολι­τι­σμι­κών παρα­δό­σε­ων στο πλαί­σιο των οποί­ων δύνα­νται να επι­κοι­νω­νούν και να δρα­στη­ριο­ποιού­νται. Και προ­φα­νώς αρχι­κά σε αυτό το γλωσ­σι­κό-πολι­τι­σμι­κό πλαί­σιο  και στα αντί­στοι­χα εθνι­κο-κρα­τι­κά όριά του θα χρεια­στεί να επι­χει­ρή­σουν την κοι­νω­νι­κή τους χειραφέτηση.

Το να ανή­κει όμως κανείς σε συγκε­κρι­μέ­νη γλωσ­σι­κή  κοι­νό­τη­τα και να είναι φορέ­ας συγκε­κρι­μέ­νων πολι­τι­σμι­κών παρα­δό­σε­ων δεν καθο­ρί­ζε­ται ούτε από κάποιο βιο­λο­γι­κό μηχα­νι­σμό δια­σφά­λι­σης της ενό­τη­τας και συνέ­χειας του έθνους (όπως, φερ’ ειπείν,  υπο­νο­ούν οι εθνι­κι­στι­κές ιδέ­ες του «ελλη­νι­κού αίμα­τος» και της «ελλη­νι­κής φυλής»), ούτε προ­φα­νώς από την απλή κατο­χή συγκε­κρι­μέ­νης ιθα­γέ­νειας και υπηκοότητας.

Ο πολι­τι­σμός, τα πολι­τι­σμι­κά επι­τεύγ­μα­τα ανθρώ­πων που έζη­σαν και δημιούρ­γη­σαν σε ένα τόπο στο βάθος του ιστο­ρι­κού χρό­νου δεν καθί­στα­νται κτή­μα των επό­με­νων γενε­ών απλώς και μόνο επει­δή αυτές φαντα­σιώ­νο­νται ότι είναι οι άμε­σοι εθνι­κοί κλη­ρο­νό­μοι και συνε­χι­στές τους.

Υπάρ­χει μόνο ένας τρό­πος για να γίνουν οι σύγ­χρο­νοι άνθρω­ποι κλη­ρο­νό­μοι του πολι­τι­σμού, η εκπαί­δευ­ση.  Και ως εκπαί­δευ­ση δεν εννοώ  την επι­δερ­μι­κή ευρυ­μά­θεια,  το να είναι κανείς απλώς ενή­με­ρος από τη σχο­λι­κή του εμπει­ρία για έργα και ιδέ­ες. Η «Αντι­γό­νη» του Σοφο­κλή, η «Πολι­τεία» του Πλά­τω­να, αλλά και το «Έπος του Γκιλ­γκα­μές», η «Μαχα­μπ­χα­ρά­τα», το    «Άσμα Ασμά­των», η τέχνη της Ανα­γέν­νη­σης, η ρωσι­κή λογο­τε­χνία, η γερ­μα­νι­κή φιλο­σο­φία, κοντο­λο­γίς τα δημιουρ­γή­μα­τα των δια­φό­ρων λαών στη φιλο­σο­φία, τη  λογο­τε­χνία, την  τέχνη και την  επι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη γίνο­νται δικά μας μόνο δια­μέ­σου της συναι­σθη­μα­τι­κής και δια­νοη­τι­κής προ­σοι­κεί­ω­σης  των σημα­σιών τους, πράγ­μα που απαι­τεί εργώ­δη προ­σπά­θεια επι­κοι­νω­νί­ας με αυτά, συνα­πτό­με­νη με την ικα­νό­τη­τα των ίδιων να ανα­δει­κνύ­ουν και να εκφρά­ζουν δια­χρο­νι­κά σημα­ντι­κές πτυ­χές της ανθρώ­πι­νης κατά­στα­σης. Γινό­μα­στε λοι­πόν πραγ­μα­τι­κοί κάτο­χοι – φορείς της πολι­τι­σμι­κής παρά­δο­σης (όχι μόνον της «λόγιας» αλλά και της «λαϊ­κής» εκδο­χής της) επει­δή ανα­κα­λύ­πτου­με σε αυτή τα σημα­ντι­κά για τη σύγ­χρο­νη ζωή μας – τα δια­χρο­νι­κά και, συνε­πώς, παναν­θρώ­πι­να στοι­χεία της και, συνα­κό­λου­θα, δια­μέ­σου αυτής αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τον κόσμο, εκφρα­ζό­μα­στε  και ζούμε.

Αν ως πολι­τι­σμό εννο­ή­σου­με δημιουρ­γή­μα­τα, γνώ­σεις, ανα­κα­λύ­ψεις, ιδε­ώ­δη  και σημα­σί­ες  παναν­θρώ­πι­νης αξί­ας (εν αντι­θέ­σει προς ιδέ­ες που εκφρά­ζουν εντός κάθε πολι­τι­σμού τα συμ­φέ­ρο­ντα των κυρί­αρ­χων τάξε­ων, τις σχέ­σεις και πρα­κτι­κές της κοι­νω­νι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης και κατα­πί­ε­σης), τότε  κλη­ρο­νό­μος του πολι­τι­σμού είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όλη η μορ­φω­μέ­νη ανθρω­πό­τη­τα, και με αυτή την έννοια ο πολι­τι­σμός και η μόρ­φω­ση ενώ­νουν ουσιω­δώς τους ανθρώπους.

Όσον αφο­ρά λοι­πόν τον πολι­τι­σμό κανέ­νας φορέ­ας του  οπου­δή­πο­τε κι αν βρε­θεί δεν μπο­ρεί να είναι ξένος, δεδο­μέ­νου ότι στις όποιες «εθνι­κές» — ιδιαί­τε­ρες εκδο­χές του υπάρ­χουν πάντα εκεί­να τα παναν­θρώ­πι­να στοι­χεία που καθι­στούν εφι­κτή τη συνεν­νό­η­ση και  συνερ­γα­σία μετα­ξύ των ανθρώ­πων, τη συσπεί­ρω­ση και τον κοι­νό αγώ­να για  την κοι­νω­νι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση και πρόοδο.

Η ζωή των σύγ­χρο­νων ανθρώ­πων καθο­ρί­ζε­ται από ένα εξαι­ρε­τι­κά πολύ­πλο­κο πλέγ­μα παγκό­σμιων αλλη­λε­ξαρ­τή­σε­ων, υπο­ταγ­μέ­νων στην ανε­ξέ­λεγ­κτη, χαώ­δη και εν πολ­λοίς κατα­στρο­φι­κή κίνη­ση  των νόμων της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας. Στις συν­θή­κες αυτές διέ­ξο­δο στα προ­βλή­μα­τα της ανθρω­πό­τη­τας, τα οποία στη φύση τους είναι καθο­λι­κά – παγκό­σμια,  δεν μπο­ρεί να δώσει η επι­στρο­φή στην απα­τη­λή κοι­νό­τη­τα του έθνους που υπό­σχο­νται οι εθνι­κι­στές.  Η εξαι­ρε­τι­κά ανα­γκαία για την αντι­με­τώ­πι­ση αυτών των προ­βλη­μά­των  υπέρ­βα­ση της απο­ξέ­νω­σης και αυθε­ντι­κή ενο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας διέρ­χε­ται μόνο μέσα από την ταξι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση των εργα­ζο­μέ­νων (από τη συνει­δη­το­ποί­η­ση των κοι­νών ταξι­κών και συνά­μα κατε­ξο­χήν παναν­θρώ­πι­νων συμ­φε­ρό­ντων τους) και τη συσπεί­ρω­σή τους, σε εθνι­κό και διε­θνές επί­πε­δο, στον αγώ­να ενά­ντια στις σχέ­σεις αντα­γω­νι­σμού και εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρωπο.

Από την παρα­πά­νω σκο­πιά η αλλη­λεγ­γύη προς τους πρόσφυγες/μετανάστες που έρχο­νται στη χώρα μας δεν αφο­ρά μόνο αυτούς, αν και προ­φα­νώς είναι εξαι­ρε­τι­κά σημα­ντι­κή για την επι­βί­ω­σή τους, για τη στοι­χειώ­δη ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών τους. Η αλλη­λεγ­γύη προς τους πρόσφυγες/μετανάστες αφο­ρά οπωσ­δή­πο­τε το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα στη χώρας μας, το πώς θέλου­με να δια­μορ­φώ­σου­με την κοι­νω­νία μας, τις σχέ­σεις που θέλου­με να οικο­δο­μή­σου­με μετα­ξύ μας.

Η αλλη­λεγ­γύη προς τους ξένους, τα θύμα­τα του καπι­τα­λι­σμού και του ιμπε­ρια­λι­σμού, σημαί­νει ανα­γνώ­ρι­ση του κοι­νω­νι­κού δεσμού μετα­ξύ όλων των ανθρώ­πων, της κοι­νής ανθρώ­πι­νης μοί­ρας, των κοι­νω­νών ανθρώ­πι­νων ανα­γκών, των κοι­νών προ­βλη­μά­των, προ­κλή­σε­ων και απει­λών, αλλά και των κοι­νών προ­ο­πτι­κών οικο­δό­μη­σης μια καλύ­τε­ρης κοινωνίας.

Η αλλη­λεγ­γύη συνι­στά οπωσ­δή­πο­τε αυτο­νό­η­τη  ηθι­κή στά­ση, έμπρα­κτη ανθρω­πιά, θεμε­λιω­μέ­νη στην κατα­νό­η­ση   της συλ­λο­γι­κής ευθύ­νης για την προ­στα­σία της ανθρώ­πι­νης ζωής. Συνά­μα, συνι­στά στά­ση ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή, με την έννοια της εκδή­λω­σής της και ως αγώ­να ενα­ντί­ον των κοι­νω­νι­κών δυνά­με­ων που κατα­στρέ­φουν την ανθρώ­πι­νη ζωή, που καθι­στούν εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πων περιττούς.

Η αλλη­λεγ­γύη προς τους από­κλη­ρους και κατα­διωγ­μέ­νους  που από διά­φο­ρες γωνιές του πλα­νή­τη έρχο­νται στην πόρ­τα μας απο­τε­λεί κρί­σι­μο παρά­γο­ντα οικο­δό­μη­σης εμπι­στο­σύ­νης και διε­θνι­στι­κής φιλί­ας μετα­ξύ των λαών, ανα­γκαί­ας για την ανά­πτυ­ξη κοι­νών αγώ­νων με στό­χο την κοι­νω­νι­κή αλλα­γή σε ολό­κλη­ρες περιο­χές του πλα­νή­τη. Και εν προ­κει­μέ­νω είναι εξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μη η αλλη­λεγ­γύη προς όλους τους λαούς που υφί­στα­νται την επι­θε­τι­κό­τη­τα του αμε­ρι­κα­νο-ευρω­παϊ­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, που αγω­νί­ζο­νται ενα­ντί­ον του για την ανε­ξαρ­τη­σία τους και  την εδα­φι­κή τους ακεραιότητα.

Ύψι­στης  όμως σημα­σί­ας είναι η ανά­πτυ­ξη διε­θνούς αλλη­λεγ­γύ­ης, διε­θνούς συσπεί­ρω­σης και συμπα­ρά­τα­ξης για τη διεκ­δί­κη­ση της ριζι­κής αλλα­γής των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας, της σοσια­λι­στι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας και της κοι­νω­νί­ας.  Χωρίς μια τέτοια συμπα­ρά­τα­ξη των λαών και των  επα­να­στα­τι­κών τους δυνά­με­ων, κι ακό­μη περισ­σό­τε­ρο χωρίς συντο­νι­σμέ­να εγχει­ρή­μα­τα κοι­νω­νι­κής αλλα­γής σε ολό­κλη­ρες περιο­χές του πλα­νή­τη, η αμφι­σβή­τη­ση και ανα­τρο­πή της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας  στις σημε­ρι­νές συν­θή­κες φαντά­ζει εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λη, αν όχι αδύνατη.

Η αλλη­λεγ­γύη προς τους κολα­σμέ­νους της Γης ξένους εργά­τες,  πρό­σφυ­γες και μετα­νά­στες, η διε­θνι­στι­κή αγω­νι­στι­κή αλλη­λεγ­γύη των εργα­ζο­μέ­νων απο­τε­λεί εν τέλει θεμέ­λιο της ελπί­δας ότι η βαρ­βα­ρό­τη­τα και η απο­κτή­νω­ση που εξα­πλώ­νο­νται παντού εντός της παγκό­σμιας κεφα­λαιο­κρα­τί­ας δεν είναι αήτ­τη­τες και ανα­πό­δρα­στες, ότι μια κοι­νω­νία   καθο­λι­κής συντρο­φι­κό­τη­τας (εδραιω­μέ­νη στις απε­λευ­θε­ρω­μέ­νες από την εξου­σία του κεφα­λαί­ου σύγ­χρο­νες παρα­γω­γι­κές δυνά­μεις της εργα­σί­ας)  είναι οπωσ­δή­πο­τε εφικτή.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο