Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανάγοντας το βιολογικό, στο κοινωνικό

Γρά­φει η Σοφία Χ. Χου­δα­λά­κη //

Στη σκη­νή του εθνι­κού πολι­τι­κού μας θεά­τρου κυριαρ­χεί το επι­χεί­ρη­μα, ότι τα μέτρα που εφαρ­μό­ζο­νται στην κοι­νω­νία δεν απο­τε­λούν μέρος της πολι­τι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας της εξου­σί­ας, αλλά προ­ϊ­όν εξα­να­γκα­σμού, που υπα­γο­ρεύ­ε­ται από τις ασφυ­κτι­κές  οικο­νο­μι­κές συν­θή­κες. Συγ­χρό­νως, προ­βάλ­λε­ται μια αρι­στε­ρο­σύ­νη της κυβέρ­νη­σης, ως η ηθι­κή ραχο­κο­κα­λιά της ιδε­ο­λο­γί­ας της. Ένα είδος αρι­στε­ρο­σύ­νης, που θυμί­ζει «τη γλύ­κα που έχουν τα κόλ­λυ­βα στα σπα­ρα­ξι­κάρ­δια μνη­μό­συ­να», όπως έγρα­φε ο Τσι­φό­ρος κάπο­τε. Έτσι, στή­νε­ται ένα σκη­νι­κό διελ­κυ­στίν­δας μετα­ξύ Realpolitik και ιδεολογίας.

Ωστό­σο, οι πολι­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες υπερ­βαί­νουν τα προ­γράμ­μα­τα των πολι­τι­κών φορέ­ων. Οι πολι­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες είναι ολο­κλη­ρω­μέ­να αξια­κά και οικο­νο­μι­κά συστή­μα­τα. Είναι η καρ­διά της πολι­τι­κής πρά­ξης και έχουν τόσες πτυ­χές, όσες είναι και οι πτυ­χές της ανθρώ­πι­νης δρα­στη­ριό­τη­τας. Οι πολι­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες είναι ο βαρύς πυρή­νας της κοι­νω­νι­κής διά­στα­σης του ανθρώ­που. Σε αυτές εκβά­λει η προ­σω­πι­κό­τη­τα, το ήθος, η κουλ­τού­ρα και κυρί­ως, εκβάλ­λει η αρχή του δικαί­ου. Αυτή η αρχή, εκτός από κυρί­αρ­χο στοι­χείο κάθε ιδε­ο­λο­γί­ας, απο­τε­λεί ταυ­τό­χρο­να θεμε­λιώ­δη ανθρώ­πι­νη ανά­γκη. Η αίσθη­ση της πραγ­μά­τω­σής της έχει οπλί­σει χέρια, έχει καθα­γιά­σει επε­κτα­τι­κούς πολέ­μους μετα­τρέ­πο­ντάς τους σε ιερές σταυ­ρο­φο­ρί­ες, έχει βασα­νί­σει θεω­ρώ­ντας ότι εξα­γνί­ζει, έχει ξεκλη­ρί­σει επι­κα­λού­με­νη ότι εκπο­λι­τί­ζει. Αυτή η ανά­γκη για δικαιο­σύ­νη μοιά­ζει να κινεί την ιστο­ρία του ανθρώ­που, του­λά­χι­στον στο επί­πε­δο του ατο­μι­κού, του προ­σω­πι­κού κινή­τρου. Ειδι­κά, η πολι­τι­κή ιδε­ο­λο­γία της κυρί­αρ­χης εξου­σί­ας έχει αυξη­μέ­νη ανά­γκη κάλυ­ψης της αίσθη­σης του δικαί­ου, καθώς η διά­χυ­ση αυτής της ικα­νο­ποί­η­σης στην κοι­νω­νία απο­τε­λεί, ουσια­στι­κά, τη νομι­μο­ποι­η­τι­κή της βάση. Η εξου­σία που εκλαμ­βά­νε­ται απριό­ρι ως δίκαιη είναι η εξου­σία που δεν αμφι­σβη­τεί­ται. Είναι η εξου­σία που έχει κερ­δί­σει την εμπι­στο­σύ­νη της κοινωνίας.

Στους και­ρούς μας, ο κόσμος βιώ­νει τον πιο ανε­πτυγ­μέ­νο, τον πιο απρο­κά­λυ­πτο νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό. Αυτή είναι σήμε­ρα η κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία, που παλεύ­ει να απο­κτή­σει νομι­μο­ποι­η­τι­κή βάση. Πώς να μπο­ρέ­σει, όμως, ο συντη­ρη­τι­κός, ο νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρος άνθρω­πος να εξη­γή­σει σε μια ολό­κλη­ρη ανθρω­πό­τη­τα — ήτοι σχε­δόν 6 δις ψυχές —  ότι οι δυσκο­λί­ες τους, η ανέ­χειά τους, ο ξερι­ζω­μός και ο θάνα­τός τους είναι δίκαια δει­νά; Πώς να εξη­γή­σει, σε ολό­κλη­ρη οικου­μέ­νη, ότι ο ευτε­λι­σμός της ανθρώ­πι­νης ύπαρ­ξης δεν είναι γέν­νη­μα του κυρί­αρ­χου αυτού συστή­μα­τος; Πώς να μετα­στρέ­ψει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κάνο­ντάς την να μοιά­ζει δίκαιη; Αυτή ήταν πάντα η μεγά­λη πρό­κλη­ση της εξου­σί­ας, αυτής της ισχνής μειο­ψη­φί­ας, που έπρε­πε δια της πει­θούς, να κρα­τή­σει αδρα­νή, εσω­στρε­φή και άβου­λη τη μεγά­λη πλειο­ψη­φία, τις μεγά­λες μάζες. Πώς να μπο­ρέ­σει να ενστα­λά­ξει στη συνεί­δη­ση των λαών του κόσμου, ότι το δίκαιο δε θίγε­ται όταν θίγο­νται οι κοι­νω­νί­ες, αλλά όταν θίγο­νται οι εξουσίες;

Η λύση βρέ­θη­κε και προ­βάλ­λε­ται συστη­μα­τι­κά από όλους τους εντο­λο­δό­χους. Εντός Ελλά­δας το επι­χεί­ρη­μα ανα­πτύσ­σε­ται γύρω από τον κεντρι­κό άξο­να μιας έμφυ­της παθο­λο­γί­ας, μιας εγγε­νούς ελλη­νι­κής τεμπε­λιάς, μίας ντό­πιας αντι­δρα­στι­κής φύσης και γενι­κό­τε­ρα μιας μοι­ραί­ας βιο­λο­γι­κής προ­διά­θε­σης των Ελλή­νων προς την παρα­βα­τι­κό­τη­τα. Πρό­κει­ται για μια πιο εκλε­πτυ­σμέ­νη εκδο­χή της χον­δροει­δούς δήλω­σης του «Μαζί τα φάγα­με». Είναι ένα επι­χεί­ρη­μα που ανα­δύ­ε­ται από τον κόσμο του βιο­λο­γι­κού και επι­κά­θε­ται, ως καθο­ρι­στι­κό κρι­τή­ριο, στον κόσμο του κοι­νω­νι­κού. Κατά συνέ­πεια, δεν φταί­ει ο αγα­στός καπι­τα­λι­σμός, φταί­με εμείς. Φταί­νε οι δικές μας φυσι­κές ανε­πάρ­κειες και όχι το παγκό­σμιο οικο­νο­μι­κό σύστη­μα. Το σύστη­μα παρου­σιά­ζε­ται σαν δίκαιο. Άδι­κη παρου­σιά­ζε­ται η φύση που άλλους τους γεν­νά ικα­νούς να ζήσουν και άλλους όχι. Η Μάρ­γκα­ρετ Θάτσερ, ως λαμπρός εντο­λο­δό­χος και εργο­λά­βος των επι­τα­γών του οικο­νο­μι­κού φιλε­λευ­θε­ρι­σμού, τη δεκα­ε­τία του 1980, το είχε θέσει ως εξής:

«…θα έλε­γα ας αφή­σου­με τα παι­διά μας να ψηλώ­σουν και κάποια να ψηλώ­σουν ακό­μα περισ­σό­τε­ρο από τα άλλα, αν έχουν την έμφυ­τη ικα­νό­τη­τα για κάτι τέτοιο. Διό­τι οφεί­λου­με να χτί­σου­με μια κοι­νω­νία στην οποία κάθε πολί­της θα μπο­ρεί να ανα­πτύσ­σει όλο το δυνα­μι­κό του…»

Η δήλω­ση αυτή συνι­στά εκπλη­κτι­κό νοη­μα­τι­κό άλμα, από τους βιο­λο­γι­κούς κανό­νες, στους κοι­νω­νι­κούς όρους ζωής, παρα­με­ρί­ζο­ντας εντε­λώς τον παρά­γο­ντα της δια­φο­ρε­τι­κής κοι­νω­νι­κής δυνα­τό­τη­τας, που έχει καθέ­νας να ανα­πτύ­ξει το δυνα­μι­κό του. Απα­λά και άρρη­τα σημειώ­νε­ται η κρί­σι­μη προ­κεί­με­νη που κάνει το λόγο της Θάτσερ να μοιά­ζει σχε­δόν λογι­κός, όταν δια­τεί­νε­ται ότι η ικα­νό­τη­τα πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­ζε­ται σαν το ύψος. Μέσα από τις πιο απλές λέξεις απο­σιω­πά­ται τεχνηέ­ντως  ο πιο καθο­ρι­στι­κός παρά­γο­ντας ανά­πτυ­ξης του ανθρώ­που, οι κοι­νω­νι­κές και οικο­νο­μι­κές συν­θή­κες της ζωής του. Μετά απ’ αυτό, η φύση έχει θέσει τα όριά της στην κοι­νω­νία. Με άλλα λόγια, θεω­ρεί­ται δεδο­μέ­νο, ότι οι δια­φο­ρε­τι­κές ικα­νό­τη­τες — όπως και το δια­φο­ρε­τι­κό ύψος του καθε­νός από εμάς — είναι γενε­τι­κά καθο­ρι­σμέ­νες. Έτσι, καθι­στά φυσιο­λο­γι­κή την υπο­δή­λω­ση, ότι ο άνθρω­πος δεν έχει καμία δύνα­μη να αλλά­ξει αυτή τη μοι­ραία ετυ­μη­γο­ρία… ποιος μπο­ρεί να πάει κόντρα στη φύση; Με τέτοιες δια­δο­χι­κές δια­νοη­τι­κές διο­λι­σθή­σεις, η πολι­τι­κή ιδε­ο­λο­γία κατα­λή­γει να «κου­μπώ­νει» από­λυ­τα με την πολι­τι­κή του εφι­κτού, απο­κα­λύ­πτο­ντας, ότι το παι­χνί­δι της διελ­κυ­στίν­δας δεν υπήρ­ξε ποτέ… καμία ντρο­πα­λή ανθρω­πο­κε­ντρι­κή πολι­τι­κή θεω­ρία δεν κρύ­φτη­κε πίσω από ξεδιά­ντρο­πες και απάν­θρω­πες πρά­ξεις. Οι πρά­ξεις υπο­στη­ρί­ζο­νται από θεω­ρί­ες και οι πολι­τι­κές επι­λο­γές θεμε­λιώ­νο­νται σε συγκε­κρι­μέ­νες πολι­τι­κές ιδεολογίες.

Και για να μην αδι­κή­σου­με τους πρώ­τους διδά­ξα­ντες, αξί­ζει να σημειω­θεί, ότι ο φιλε­λευ­θε­ρι­σμός δεν είναι η μονα­δι­κή πολι­τι­κή ιδε­ο­λο­γία που ανά­γει το βιο­λο­γι­κό στη σφαί­ρα του κοι­νω­νι­κού. Δεν έχουν περά­σει πολ­λά χρό­νια από την επο­χή που ο εθνι­κι­σμός ανέ­δει­ξε τα βιο­λο­γι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά των ανθρώ­πων — το χρώ­μα, τη φυλή, την ανα­πη­ρία — σε κοι­νω­νι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Με βάση αυτή την ανα­γω­γή γέμι­σαν τα στρα­τό­πε­δα εργα­σί­ας και οι φούρ­νοι του Άου­σβιτς. Τώρα δεν έχου­με φούρ­νους, έχου­με θάλασ­σες. Τώρα δεν έχου­με βιο­μη­χα­νί­ες, που μέσω της εργα­σί­ας «απε­λευ­θε­ρώ­νουν τους ανθρώ­πους». Τώρα έχου­με μετα­νά­στες, που η ανέ­χεια τους λει­τουρ­γεί ως μοχλός πίε­σης των εργα­σια­κών δικαιω­μά­των όλων των εργα­ζο­μέ­νων, ντό­πιων και αλλοδαπών.

Το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο μπο­ρεί να είναι κοι­νό, αλλά σε επί­πε­δο πολι­τι­κών επι­λο­γών κατα­γρά­φε­ται μια πρό­ο­δος προς το πιο «elegant»… οι ανθρώ­πι­νοι φούρ­νοι είχαν μια βαρ­βα­ρό­τη­τα, ενώ οι θάλασ­σες είναι πιο ρομα­ντι­κές… επι­πλέ­ον, σύμ­φω­να με τη Θατσε­ρι­κή οπτι­κή του κόσμου, αυτοί που πνί­γο­νται, μάλ­λον, πρέ­πει να είναι κοντοί…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο