Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αντόν Τσέχοφ, Ένα κουρελάκι

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Συνε­χείς περι­κο­πές μισθών και συντά­ξε­ων και απα­νω­τοί φόροι σε συν­δυα­σμό με την ανερ­γία και τις ελα­στι­κές σχέ­σεις εργα­σί­ας  έχουν κάνει πολύ δύσκο­λη τη ζωή μας, όμως οι αντι­δρά­σεις δεν είναι ανά­λο­γες των προ­βλη­μά­των. Συνη­θί­σα­με να ζού­με με τα ελά­χι­στα και να δικαιο­λο­γού­με τα ψίχου­λα που μας δίνο­νται. «Δε βαριέ­σαι!», «Τι μπο­ρού­με να κάνου­με;», «Ας έχου­με υγεία και όλα τ’ άλλα λύνο­νται», «Δε λες που μας δίνουν και αυτά» και πολ­λά άλλα τέτοια μοι­ρο­λα­τρι­κά ακού­με όλο και πιο πολύ. Για οργα­νω­μέ­νη αντί­δρα­ση δεν συζη­τούν πολ­λοί. Είναι άρα­γε πιο βολι­κή η πεποί­θη­ση ότι δεν μπο­ρεί να αλλά­ξει τίπο­τα, οπό­τε ας απο­δε­χτού­με την άθλια πραγματικότητα;

Στο νου μου ήρθε η νεα­ρή δασκά­λα και το αφε­ντι­κό της στο μικρό διή­γη­μα του Αντόν Τσέ­χοφ με τον τίτλο Ένα κου­ρε­λά­κι. Γραμ­μέ­νο το 1883 εξα­κο­λου­θεί να δια­τη­ρεί τη φρε­σκά­δα του καθώς  μοιά­ζει σαν να γρά­φτη­κε για να απο­τυ­πώ­σει την ανο­χή μας  στα λίγα που μας δίνο­νται και στα πολ­λά που κόβονται.

***

Πριν λίγες μέρες φώνα­ξα στο γρα­φείο μου τη δεσποι­νί­δα Τζού­λια, τη δασκά­λα των παι­διών μου, για­τί έπρε­πε να την πληρώσω.

- Καθί­στε, της λέω, θα κανο­νί­σου­με τους λογα­ρια­σμούς μας. Ασφα­λώς θα χρειά­ζε­στε χρή­μα­τα, μα είστε τόσο τυπι­κή, που από μόνη σας δε θα ζητή­σε­τε ποτέ τίπο­τα. Εντάξει…Λοιπόν είχα­με συμ­φω­νή­σει τριά­ντα ρού­μπλια το μήνα.

- Σαρά­ντα…

- Όχι, τριά­ντα, το έχω σημειώ­σει. Πάντα τριά­ντα ρού­μπλια δίνω στις δασκά­λες. Εντά­ξει… Λοι­πόν είστε εδώ δυό μήνες.

- Δυό μήνες και πέντε μέρες…

- Δυό μήνες ακρι­βώς. Το έχω σημειώ­σει. Σας οφεί­λω επο­μέ­νως εξή­ντα ρού­μπλια. Αφαι­ρού­νται εννέα Κυριακές…Δεν κάμα­τε μάθη­μα με τον Κόλια την Κυρια­κή, τον πήγα­τε μόνο περί­πα­το. Κατό­πι τρεις μέρες που ήταν γιορτή…

Η Τζού­λια κατα­κοκ­κί­νι­σε, μάλα­ζε την άκρη του φου­στα­νιού της, μα δεν είπε λέξη.

- Τρεις μέρες γιορτή…επομένως μεί­ον δώδε­κα ρού­μπλια. Ο Κόλιας ήταν άρρω­στος τέσε­ρεις μέρες και δεν έκα­με μάθη­μα. Με τη Βαρ­βά­ρα επί­σης δεν ασχοληθήκατε…είχατε τρεις μέρες πονό­δο­ντο και η γυναί­κα μου σας έδω­σε την άδεια ν’ ανα­παυ­θεί­τε μετά το γεύ­μα. Δώδε­κα και επτά, δέκα εννέα. Αφαι­ρέ­σε­ως γενο­μέ­νης, υπόλοιπον…χμ, σαρά­ντα και ένα ρού­μπλια. Έτσι δεν είναι;

Το αρι­στε­ρό μάτι της δεσποι­νί­δος Τζού­λιας κοκ­κί­νι­σε και δάκρυ­σε. Το σαγό­νι της άρχι­σε να τρέ­μει. Την έπια­σε ένας νευ­ρι­κός βήχας, ξεμυ­ξί­στη­κε, μα δεν είπε λέξη.

- Την παρα­μο­νή της πρω­το­χρο­νιάς σπά­σα­τε ένα ποτή­ρι του τσα­γιού μαζί με το πια­τά­κι του. Μεί­ον δύο ρούμπλια…Το φλυ­τζά­νι κοστί­ζει ακρι­βό­τε­ρα, ήταν ενθύ­μιο οικο­γε­νεια­κό, αλλά ας είναι…Τι να γίνει! Συνε­χί­ζου­με. Από έλλει­ψη επί­βλε­ψης εκ μέρους σας, ο Κόλιας ανέ­βη­κε σ’ ένα δέντρο κ’ έσκι­σε το σακά­κι του. Μεί­ον δέκα ρούμπλια…Έλλειψη επί­σης επί­βλε­ψης εκ μέρους σας, η καμα­ριέ­ρα έκλε­ψε τα στι­βά­λια της Βαρ­βά­ρας. Σ’ όλα πρέ­πει να έχε­τε το νου σας, γι’ αυτό πληρώνεστε…Μείον πέντε ρού­μπλια. Στις δέκα Ιανουα­ρί­ου δανει­στή­κα­τε δέκα ρούμπλια…

- Δε δανείστηκα…ψιθύρισε η Τζούλια.

- Και όμως το έχω σημειώσει!

- Καλά…Ας είναι…

- Είκο­σι επτά ρού­μπλια από σαρά­ντα ένα, υπό­λοι­πο δέκα τέσσερα.

Τα μάτια της Τζού­λιας γέμι­σαν δάκρυα, στα­γό­νες ιδρώ­τα παρου­σιά­στη­καν στο όμορ­φο , ίσιο μυτά­κι της. Δύστυ­χο κορίτσι!

- Μόνο μια φορά πήρα δανει­κά, λέει με τρε­μου­λια­στή φωνή, τρία ρού­μπλια από την κυρία…Όλα κι όλα αυτά δανείστηκα.

- Μπα; Κ’ εγώ που δεν το έχω σημειώ­σει αυτό! Τρία από δέκα τέσ­σε­ρα, υπό­λοι­πο έντε­κα. Ιδού, αγα­πη­τή μου, τα λεπτά σας. Τρία…τρία…τρία…ένα και ένα…Ορίστε…

Και της έδω­σα έντε­κα ρού­μπλια. Τα πήρε με τρε­μου­λια­στά δάχτυ­λα και τα ’χωσε στην τσέ­πη της.

- Ευχαριστώ…ψιθύρισε.

Πετά­χτη­κα ορθός κι άρχι­σα να πηγαι­νόρ­χο­μαι στο δωμά­τιο, οργή με είχε καταλάβει.

- Και για­τί «ευχα­ρι­στώ»; ρώτησα.

- Για τα λεπτά…

- Μα εγώ, διά­βο­λε, σας έγδα­ρα, σας έκλε­ψα! Εγώ σας λήστε­ψα! Για­τί το ευχαριστώ;

- Στα άλλα σπί­τια, δε μου δίνα­νε τίποτα…

- Δε σας δίνα­νε τίπο­τα. Βέβαια, ευκο­λο­νό­η­το είναι!…Αστειεύτηκα, σας έδω­σα ένα σκλη­ρό μάθημα!…Θα σας τα πλη­ρώ­σω τα ογδό­ντα ρού­μπλια σας! Να, εδώ μέσα είναι, έτοι­μα στο φάκε­λο! Μα είναι δυνα­τόν, τέτοια αβου­λία! Για­τί δε δια­μαρ­τύ­ρε­στε; Μπο­ρεί να ζήσει κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο αν δεν τρί­ξει τα δόντια του; Γίνε­ται ποτέ να είναι κανείς τόσο κουτορνίθι;

Ένα κακο­μοι­ρια­σμέ­νο χαμό­γε­λο φάνη­κε στο πρό­σω­πό της, όπου μάντευα τη λέξη: «Γίνε­ται».

Της ζήτη­σα συγ­γνώ­μη για το σκλη­ρό μάθη­μα και, προς μεγά­λη της κατά­πλη­ξη, της έδω­σα τα ογδό­ντα της ρού­μπλια. Μουρ­μού­ρι­σε κάτι ντρο­πα­λά «ευχα­ρι­στώ», κι όσο την παρα­κο­λου­θού­σα εγώ με τα μάτια καθώς έφευ­γε, συλλογιζόμουν:

«Σ’ αυτόν τον κόσμο, δε σου κοστί­ζει τίπο­τα να παρα­σταί­νεις το δυνατό.»

                                                                                             1883

 

tsehof8Αντόν Τσέ­χοφ, Η κυρία με το σκυ­λά­κι και άλλα διη­γή­μα­τα, μετά­φρα­ση Μέλ­πως Αξιώ­τη, Κέδρος 1963

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο