Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αντόνιο Γκράμσι, Το δένδρο του σκαντζόχοιρου

Γρά­φει η ofisofi //

«Το δέν­δρο του σκαν­τζό­χοι­ρου» είναι ένα βιβλίο που απευ­θύ­νε­ται σε μικρούς ανα­γνώ­στες, σε έφη­βους και  σε όσους νιώ­θουν νέοι. Περι­λαμ­βά­νει εξή­ντα γράμ­μα­τα του Αντό­νιο Γκράμ­σι από τη φυλα­κή στη γυναί­κα του Τζού­λια, στην αδελ­φή της Τάνια, στα παι­διά του, Ντέ­λιο και Τζου­λιά­νο„ στην ανε­ψιά του Τερε­ζί­να και στη μητέ­ρα του. Μαζί με τα γράμ­μα­τα στέλ­νο­νται και οι ιστο­ρί­ες – παρα­μύ­θια των  Πού­σκιν, Ραβε­νιά­νι, Κίπλινγκ, Ντί­κενς, Τολ­στόι, Τουρ­γκέ­νιεφ, Σαϊ­ντί­νε και Γκόρκι.

«Το παρα­μύ­θι, αγα­πη­τά παι­διά, είναι μια φαντα­στι­κή επι­νό­η­ση, αλλά κρύ­βει πάντα ένα δίδαγ­μα: ένα πολύ­τι­μο μάθη­μα για τους καλούς ανθρώ­πους» γρά­φει ο Αντό­νιο Γκράμ­σι στο τέλος του παρα­μυ­θιού Ο χρυ­σός πετει­νός του Αλε­ξά­ντρ Πούσκιν.

Με αυτό τον τρό­πο και με την ανα­φο­ρά άλλων συγ­γρα­φέ­ων στα γράμ­μα­τα του κατευ­θύ­νει προ­σε­κτι­κά τα ανα­γνώ­σμα­τά των παι­διών του και ανοί­γει διαύ­λους επι­κοι­νω­νί­ας θέτο­ντας συνε­χώς θέμα­τα συζή­τη­σης και  ανι­χνεύ­ο­ντας ταυ­τό­χρο­να τα ενδια­φέ­ρο­ντα τους. Έτσι ξανα­γί­νε­ται ο ίδιος ένα παι­δί και επι­στρέ­φει στην πατρί­δα του, τη Σαρ­δη­νία, «και εκεί βρί­σκει τις πιο κατάλ­λη­λες εικό­νες για να δεί­ξει την από­γνω­ση εκεί­νου που ξέρει ότι δεν θα γευ­τεί πια τον αέρα, το νερό, τον ήλιο, τους ήχους, τις γεύ­σεις, τη σιω­πή, για­τί προ­ε­τοι­μά­ζε­ται μια τερά­στια φυλα­κή, όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά για όλους εμάς, στην οποία ούτε οι « ώρες του αέρα» δεν θα είναι επιτρεπτές..»

Ο Αντό­νιο Γκράμ­σι δεν ήταν μόνο μια σημα­ντι­κή μορ­φή του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος στην Ιτα­λία, στην οποία οι εργά­τες ανα­γνώ­ρι­σαν ένα σύντρο­φο, δάσκα­λο και καθο­δη­γη­τή, αλλά ήταν και ήθε­λε να είναι Άνθρω­πος γι’ αυτό  έζη­σε μια ζωή που «μπο­ρεί να σας φανεί παρα­μύ­θι, ακρι­βώς για­τί η ζωή για όλους, μικρούς και μεγά­λους, είναι ένα παρα­μύ­θι, γεμά­το από τρια­ντά­φυλ­λα ή αγκά­θια, σύμ­φω­να με τη θέλη­ση που θέλει να απο­δο­θεί στη μοί­ρα και της μοί­ρας δεν είναι…»

Από μικρό παι­δί αγα­πού­σε τη φύση, τα ζώα , τα βιβλία, τους ανθρώ­πους και τη ζωή έχο­ντας « σαν από φυσι­κό προ­νό­μιο, τη σωστή αίσθη­ση της καλο­σύ­νης και της κακί­ας, της δικαιο­σύ­νης και της αδι­κί­ας, του καλού και του κακού». Μεγα­λώ­νο­ντας του άρε­σε να βρί­σκε­ται με τους ανθρώ­πους της δου­λειάς, τους εργά­τες, να μαθαί­νει κοντά τους τα όνει­ρά τους, τις δυσκο­λί­ες τους, τα βάσα­νά τους και τις ελπί­δες τους.

«Περ­πα­τού­σε με τις τσέ­πες φου­σκω­μέ­νες με βιβλία και το κεφά­λι γεμά­το ιδέες…»

Άνθρω­ποι σαν τον Αντό­νιο Γκράμ­σι δεν είναι αρε­στοί στο δεδο­μέ­νο κοι­νω­νι­κό σύστη­μα, γι’ αυτό τις περισ­σό­τε­ρες φορές τους φυλα­κί­ζει, τους εξο­ρί­ζει ή τους σκο­τώ­νει. Τον Γκράμ­σι τον έστει­λε στη φυλα­κή. Ήταν ήδη παντρε­μέ­νος με τη Τζού­λια και είχε έναν γιο, τον Ντέ­λιο. Τον δεύ­τε­ρο γιο του , τον Τζου­λιά­νο, δεν τον γνώ­ρι­σε ποτέ πραγ­μα­τι­κά, παρά μόνο από φωτο­γρα­φί­ες και γράμ­μα­τα. Γεν­νή­θη­κε , όταν αυτός ήταν στη φυλα­κή. Στη φυλα­κή έζη­σε επτά χρό­νια και εκεί πέθα­νε, χωρίς να λυγί­σει και να υποταχθεί.

Εκεί μέσα συνέ­χι­σε να δια­βά­ζει, να γρά­φει , να σκέ­φτε­ται και κυρί­ως να επι­κοι­νω­νεί με τους άλλους ανθρώ­πους, τους έξω. Αυτοί ήταν οι φίλοι του και η οικο­γέ­νειά του. Η  επι­θυ­μία για συνε­χή και ουσια­στι­κή επι­κοι­νω­νία με τα παι­διά του γέν­νη­σε αυτά τα γράμ­μα­τα, τα παρα­μύ­θια και τις αφη­γή­σεις που περιέ­χο­νται στο « Το δέν­δρο του σκαν­τζό­χοι­ρου

«Κατά θαυ­μά­σιο τρό­πο ο Γκράμ­σι συνέ­χι­σε να ζει τη ζωή των άλλων, τη ζωή των πολ­λών φίλων και των οπα­δών του, που συνέ­χι­σαν να πιστεύ­ουν όλο και περισ­σό­τε­ρο σ’ αυτόν, τη ζωή των παι­διών του, του Ντέ­λιο και του Τζου­λιά­νο. Παι­διά αόρα­τα, που γεν­νιό­ντου­σαν από μια φωτο­γρα­φία, από ένα γράμ­μα, από μια λέξη, από ένα περιο­δι­κό, από ένα βιβλίο, τον έδε­ναν με τον έξω κόσμο. Και ο έξω κόσμος υπήρ­χε μέσα του σαν από μαγεία. Γεν­νή­θη­κε έτσι μια θαυ­μά­σια επι­κοι­νω­νία μετα­ξύ της ψυχής του και αυτής των αγα­πη­μέ­νων του‘ μετα­ξύ της ψυχής του και εκεί­νης των άλλων ανθρώ­πων που συνέ­χι­ζαν να εργά­ζο­νται και να μελε­τούν ελεύ­θε­ρα‘ μετα­ξύ της ψυχής του και του κόσμου. Και στη σκέ­ψη του τίπο­τα δεν ξέφυ­γε από τα γεγο­νό­τα και την ιστο­ρία της κάθε μέρας, όπως και τίπο­τα δεν ξέφυ­γε από τα μαθή­μα­τα του Ντέ­λιο και τα παι­χνί­δια του Τζου­λιά­νο. Έτσι από αυτή την επι­κοι­νω­νία, γεν­νή­θη­καν και αυτά τα γράμ­μα­τα, τα παρα­μύ­θια και οι αφη­γή­σεις, που θα σας δεί­ξουν τώρα…πως στη ζωή του Γκράμ­σι η ψυχι­κή δύνα­μη και η λαμπρό­τη­τα του πνεύ­μα­τος λύγι­σαν ακό­μα και τα βάσα­να της φυλά­κι­σης, έστω και αν στο τέλος αυτά νίκη­σαν το σώμα…»

Οικογένεια Γκράμσι

Οικο­γέ­νεια Γκράμσι

Ο Γκράμ­σι ήταν  ένας φυλα­κι­σμέ­νος για τις ιδέ­ες του άνθρω­πος, αλλά ήταν  και ένας φυλα­κι­σμέ­νος πατέ­ρας που λαχτα­ρού­σε να δει και να σφί­ξει στην αγκα­λιά του τα παι­διά του. Προ­σπα­θού­σε να παρέμ­βει στο μεγά­λω­μά τους στέλ­νο­ντας τους γράμ­μα­τα για να τα καθο­δη­γή­σει, να τα εμπνεύ­σει, να τα δια­παι­δα­γω­γή­σει και να δηλώ­νει τη συνε­χή παρου­σία του, αν και απών, το πατρι­κό ενδια­φέ­ρον και την έγνοια του.

«Αγα­πη­τέ Ντέλιο,

Έμα­θα από τη μαμά Τζού­λια ότι το τελευ­ταίο μου γράμ­μα( ή μήπως και άλλα;) σε δυσα­ρέ­στη­σε. Για­τί δεν μου έγρα­ψες τίπο­τα γι’ αυτό; Όταν κάτι δεν σ’ αρέ­σει στα γράμ­μα­τά μου είναι καλύ­τε­ρο να μου το λες και να μου εξη­γείς τους λόγους. 

Μου είσαι πολύ αγα­πη­τός και δεν θέλω να σου προ­ξε­νώ καμιά στε­νο­χώ­ρια: βρί­σκο­μαι πολύ μακριά και δεν μπο­ρώ να σε χαϊ­δέ­ψω και να σε βοη­θή­σω να λύσεις τα προ­βλή­μα­τα που γεν­νιού­νται στο μυα­λό σου. Για παρά­δειγ­μα, πρέ­πει να μου επα­να­λά­βεις το ερώ­τη­μα που μια φορά μου είχε βάλει σχε­τι­κά με τον Τσέ­χοφ, και στο οποίο δεν σου έδω­σα απά­ντη­ση: Εγώ δεν θυμά­μαι τίπο­τα. Αν υπο­στή­ρι­ζες ότι ο Τσέ­χοφ είναι ένας κοι­νω­νι­κός συγ­γρα­φέ­ας, είχες δίκιο, αλλά αυτό δεν πρέ­πει να σε κάνει να υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι, για­τί ήδη ο Αρι­στο­τέ­λης είχε πει ότι όλοι οι άνθρω­ποι είναι ζώα κοι­νω­νι­κά. Πιστεύω ότι ήθε­λες να πεις περισ­σό­τε­ρα, ότι ο Τσέ­χοφ αντι­προ­σώ­πευε μια ορι­σμέ­νη κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση, ότι εξέ­φρα­ζε κάποιες μορ­φές της ζωής του και­ρού του και τις εξέ­φρα­ζε κατά τέτοιον τρό­πο ώστε να θεω­ρεί­ται ένας «προ­ο­δευ­τι­κός» συγ­γρα­φέ­ας. Φυσι­κά δεν γίνε­ται να εκφρα­στεί κανείς για τον Τσέ­χοφ με τόσο λίγες κου­βέ­ντες. Το ίδιο ισχύ­ει και για τον Τουργκένιεφ.

Παρα­τη­ρείς ότι το περιο­δι­κό των πιο­νέ­ρων, στο παρελ­θόν, αφιέ­ρω­νε πολύ χώρο για τον Τολ­στόι και πολύ λίγο για τον Γκόρκι.

Τώρα που ο Γκόρ­κι πέθα­νε και έγι­νε αισθη­τός ο πόνος του χαμού του, αυτό μπο­ρεί να φαί­νε­ται άδι­κο. Πρέ­πει, όμως, να εκτι­μού­με τα γεγο­νό­τα με πνεύ­μα κρι­τι­κής κάθε στιγ­μή , κατά συνέ­πεια δεν πρέ­πει να ξεχνού­με ότι ο Τολ­στόι υπήρ­ξε ένας «παγκό­σμιος» συγ­γρα­φέ­ας, ένας απ’τους λίγους συγ­γρα­φείς όλων των χωρών που έφθα­σε την τελειό­τη­τα στην τέχνη, προ­κά­λε­σε και προ­κα­λεί χεί­μαρ­ρους συγκί­νη­σης παντού, πολ­λές φορές με χεί­ρι­στες μετα­φρά­σεις, ακό­μα σε άνδρες και γυναί­κες που κάτω απ’ το βάρος της κού­ρα­σης της ζωής δεν μπό­ρε­σαν να έχουν μια στοι­χειώ­δη καλ­λιέρ­γεια. Ο Τολ­στόι υπήρ­ξε στ’ αλή­θεια φορέ­ας του πολι­τι­σμού και της ομορ­φιάς, και στον σύγ­χρο­νο κόσμο κανέ­νας δεν τον έφτα­σε: για να του βρεις συντρο­φιά, πρέ­πει να ανα­τρέ­ξεις στον Όμη­ρο , στον Αισχύ­λο, στον Δάντη, στον Σαίξ­πηρ, στον Γκαί­τε, στον Θερ­βά­ντες και σε πολύ λίγους άλλους.

Ευχα­ρι­στή­θη­κα από το γράμ­μα σου, και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο για­τί αισθά­νε­σαι καλύ­τε­ρα, για­τί σκαρ­φα­λώ­νεις στους τοί­χους για να δεις τις εκλεί­ψεις, για το ότι θα κάνεις μπά­νια και περι­πά­τους στην εξο­χή και για­τί θα μάθεις τα ιτα­λι­κά. Ακό­μα και το να δυνα­μώ­νεις είναι κάτι σημαντικό.

                                                                Αγα­πη­τέ μου, σ’ αγκα­λιά­ζω δυνατά

                                                                                                          Αντόνιο»

Τζούλια, Ντέλιο, Τζουλιάνο Γκράμσι

Τζού­λια, Ντέ­λιο, Τζου­λιά­νο Γκράμσι

Ένας πατέ­ρας  επα­να­στά­της, ιδε­ο­λό­γος και ασυμ­βί­βα­στος που πάσχι­ζε με τα γράμ­μα­τα του και τις ιστο­ρί­ες του να επι­κοι­νω­νή­σει, να επι­πλή­ξει, να συμ­βου­λεύ­σει, να δια­σκε­δά­σει τα αγό­ρια του, το μεγά­λω­μα των οποί­ων προ­σπα­θεί να φαντα­στεί με τις φωτο­γρα­φί­ες και τα γράμ­μα­τα που του στέλ­νουν και τα οποία δεν αντα­πο­κρί­νο­νται πάντα στις προσ­δο­κί­ες του.

«Αγα­πη­μέ­νε μου Τζουλιάνο,

Σου στέλ­νω τις καλύ­τε­ρες ευχές μου για την και­νούρ­για σχο­λι­κή χρο­νιά σου.

Θα με ευχα­ρι­στού­σε πάρα πολύ αν μου εξη­γού­σες σε τι συνί­στα­νται οι δυσκο­λί­ες που βρί­σκεις στη μελέ­τη. Νομί­ζω ότι αν εσύ ο ίδιος ανα­γνω­ρί­ζεις ότι συνα­ντάς δυσκο­λί­ες, αυτές δεν θα πρέ­πει να είναι πολύ μεγά­λες και θα μπο­ρέ­σεις να τις ξεπε­ρά­σεις με τη μελέ­τη. Αυτό δεν σου αρκεί; Ίσως να είσαι λίγο ακα­τά­στα­τος, ίσως αφαι­ρεί­σαι, η μνή­μη δεν λει­τουρ­γεί  κι εσύ δεν ξέρεις να την κάνεις να λει­τουρ­γεί; Κοι­μά­σαι καλά; Όταν παί­ζεις σκέ­φτε­σαι αυτό που έχεις μελε­τή­σει ή όταν μελε­τάς σκέ­πτε­σαι το παι­χνί­δι; Είσαι τώρα πια ένα ανε­πτυγ­μέ­νο παι­δί και μπο­ρείς να απα­ντή­σεις στα ερω­τή­μα­τά μου με ακρίβεια.

Στην ηλι­κία σου εγώ ήμουν πολύ ακα­τά­στα­τος, πήγαι­να για πολ­λές ώρες περί­πα­το στην εξο­χή, όμως ταυ­τό­χρο­να μελε­τού­σα και καλά, για­τί είχα πολύ καλό μνη­μο­νι­κό και δεν μου ξέφευ­γε τίπο­τα από αυτά που μου χρειά­ζο­νταν για το σχο­λείο: για να σου πω την αλή­θεια πρέ­πει να προ­σθέ­σω ότι ήμουν πονη­ρός και ήξε­ρα να βγαί­νω λάδι από τις δυσκο­λί­ες, έστω κι αν δεν είχα δια­βά­σει αρκε­τά. Αλλά το σχο­λι­κό σύστη­μα που ακο­λού­θη­σα εγώ ήταν πολύ καθυστερημένο.

Εξάλ­λου, σχε­δόν το σύνο­λο των συμ­μα­θη­τών μου δεν ήξε­ραν καλά τα ιτα­λι­κά και αυτό με έβα­ζε σε πλε­ο­νε­κτι­κή θέση, για­τί ο δάσκα­λος έπρε­πε να παίρ­νει υπό­ψη του το μέσο επί­πε­δο των μαθη­τών, και το να ξέρεις να μιλάς τα ιτα­λι­κά ήταν κάτι που διευ­κό­λυ­νε πολ­λά πράγ­μα­τα( το σχο­λείο ήταν σε αγρο­τι­κή περιο­χή και η μεγά­λη πλειο­ψη­φία των μαθη­τών ήταν παι­διά αγροτών).

Αγα­πη­μέ­νε μου, είμαι βέβαιος ότι θα μου γρά­φεις χωρίς δια­κο­πές και θα με κρα­τάς ενή­με­ρο για τη ζωή σου.

                                                                           Σε φιλώ

                                                                            Αντόνιο»

Στο κελί της φυλακής του (εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστινέλι)

Στο κελί της φυλα­κής του (εικο­νο­γρά­φη­ση: Μαρία Ενρί­κα Αγκοστινέλι)

Τα γράμ­μα­τα στη γυναί­κα του είναι τρυ­φε­ρά και απο­κα­θι­στούν κατά κάποιο τρό­πο την απου­σία του καθώς μέσω αυτών συζη­τούν για τα διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, της υγεί­ας του και των παιδιών.

«Αγα­πη­τή Τζούλια

Μπο­ρείς να πεις στον Ντέ­λιο ότι η είδη­ση που μου δια­βί­βα­σε με ενδιέ­φε­ρε πολύ, για­τί ήταν σπου­δαία και εξαι­ρε­τι­κά σοβα­ρή. Και όμως ελπί­ζω ότι κάποιος με λίγη κόλ­λα θα μπο­ρέ­σει να επι­σκευά­σει την απρο­σε­ξία του Τζου­λιά­νο, και ότι το καπέ­λο δεν θα γίνει για πέταμα.

Θυμά­σαι στη Ρώμη πώς ο Ντέ­λιο πίστευε ότι μπο­ρού­σα να επι­σκευά­σω όλα τα χαλα­σμέ­να πράγ­μα­τα; Φυσι­κά, τώρα θα το έχει ξεχά­σει. Έχει και αυτός την τάση να επι­διορ­θώ­νει; Αυτό κατά τη γνώ­μη μου θα ήταν θετι­κή ένδει­ξη ότι έχει κλί­ση στις κατα­σκευ­ές, μεγα­λύ­τε­ρη από το παι­χνί­δι παι­δι­κών κατασκευών.

Κάνεις λάθος αν νομί­ζεις ότι εγώ από μικρός είχα λογο­τε­χνι­κές και φιλο­σο­φι­κές τάσεις, όπως μου έγρα­ψες. Αντί­θε­τα, ήμουν ένας άφο­βος σκα­πα­νέ­ας και δεν έβγαι­να από το σπί­τι χωρίς να έχω μαζί μου λίγο στά­ρι και σπίρ­τα τυλιγ­μέ­να σε αδιά­βρο­χο περί­βλη­μα, για την περί­πτω­ση που θα΄ βγαι­ναν σε ένα ερη­μι­κό νησί όπου θα έπρε­πε να αφε­θώ στα δικά μου μέσα.

Έπει­τα, ήμουν ένας ακού­ρα­στος κατα­σκευα­στής πλε­ού­με­νων και καρο­τσιών και γνώ­ρι­ζα απ΄έξω όλη τη ναυ­τι­κή ορο­λο­γία: η μεγα­λύ­τε­ρη επι­τυ­χία μου ήταν όταν ένας ντό­πιος κατα­σκευα­στής μου ζήτη­σε το σχέ­διο μιας έξο­χης γολέ­τας με δύο κατα­στρώ­μα­τα, για­τί ήθε­λε να την ξανα­φτιά­ξει από λευ­κο­σί­δη­ρο. Ήμουν παθια­σμέ­νος μ’ αυτά τα αντι­κεί­με­να, για­τί στα επτά μου χρό­νια είχα δια­βά­σει τον Ροβιν­σώ­να και το Μυστη­ριώ­δες νησί.

Επί­σης, πιστεύω ότι μια ζωή παι­δι­κή όπως πριν τριά­ντα χρό­νια είναι κάτι το αδύ­να­το: σήμε­ρα τα παι­διά ‘όταν γεν­νιού­νται είναι ήδη ογδό­ντα χρο­νών, όπως ο κινέ­ζος Λάο – Τσε. Το ράδιο και το αερο­πλά­νο έχουν κατα­στρέ­ψει για πάντα τον ροβιν­σω­νι­σμό που γέμι­ζε τη φαντα­σία πολ­λών γενε­ών. Η ίδια η ανα­κά­λυ­ψη των παι­δι­κών κατα­σκευών είναι ένδει­ξη του ότι το παι­δί μεγα­λώ­νει πνευ­μα­τι­κά πολύ γρή­γο­ρα. Ο ήρω­άς του δεν μπο­ρεί πλέ­ον να είναι ο Ροβιν­σώ­νας, αλλά ο αστυ­νό­μος ή ο επι­στή­μων κλέ­φτης, όπως του­λά­χι­στον συμ­βαί­νει στη Δύση.

                                                        Αγα­πη­μέ­νη μου σε αγκα­λιά­ζω με τα παιδιά.

                                                                                                          Αντόνιο»

Στη σκέ­ψη του έχει συνε­χώς και τη μητέ­ρα του για την οποία ανη­συ­χού­σε πολύ και προ­σπα­θού­σε να απα­λύ­νει τον πόνο της από την φυλά­κι­σή του.

Το εξώφυλλο της ιταλικής έκδοσης (Ρώμη 1989)

Το εξώ­φυλ­λο της ιτα­λι­κής έκδο­σης (Ρώμη 1989)

«… Γι’ αυτήν, η φυλά­κι­σή μου είναι μια  δυστυ­χία, του­λά­χι­στον μυστη­ριώ­δης, σε σχέ­ση με τις αντι­λή­ψεις της για τα αίτια και τα απο­τε­λέ­σμα­τα‘ για μένα είναι ένα από τα συμ­βά­ντα των πολι­τι­κών αγώ­νων που γίνο­νται και θα εξα­κο­λου­θούν να γίνο­νται, όχι μόνο στην Ιτα­λία, αλλά σ’ όλο τον κόσμο, ποιος ξέρει για πόσον χρό­νο ακό­μα. Εμέ­να με συνέ­λα­βαν, όπως θα μπο­ρού­σα να αιχ­μα­λω­τι­σθώ κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου, και ήταν υπό­ψη μου ότι αυτό θα μπο­ρού­σε να γίνει και ότι ίσως να ήταν και χειρότερα….»

Το τελευ­ταίο γράμ­μα είναι προς τη μητέ­ρα του και το πλημ­μυ­ρί­ζει η αγά­πη, η τρυ­φε­ρό­τη­τα και η ευγνωμοσύνη

«Αγα­πη­μέ­νη μητέρα, 

Έλα­βα το γράμ­μα που μου έγρα­ψες με το χέρι της Τερεζίνας.

Νομί­ζω ότι πρέ­πει συχνά να μου γρά­φεις έτσι‘ αισθάν­θη­κα μέσ’ απ’ το γράμ­μα όλο το πνεύ­μα και τον τρό­πο σκέ­ψης σου‘ ήταν ένα γράμ­μα δικό σου και όχι της Τερεζίνα.

Ξέρεις τι μου ήρθε στη μνή­μη; Μου ήρθε πολύ καθα­ρά στη θύμη­ση, τότε που ήμουν στην πρώ­τη ή Δευ­τέ­ρα δημο­τι­κού και εσύ μου διόρ­θω­νες τα γρα­πτά: θυμά­μαι πολύ καθα­ρά ότι δεν κατόρ­θω­να να μάθω πως η λέξη uccelo ( που­λί) γρά­φε­ται με δύο c και το λάθος αυτό μου το είχες διορ­θώ­σει του­λά­χι­στον δέκα φορές.

Αν, λοι­πόν, μας βοή­θη­σες στο να μάθου­με τη γρα­φή ( πρώ­τα μας είχες μάθει πολ­λά ποι­ή­μα­τα απ’ έξω‘ ακό­μα θυμά­μαι το Ρατα­πλάν και το Τρα­γού­δι της Λόι­ρα), είναι σωστό, νομί­ζω, ένας από μας να σε βοη­θή­σει να γρά­ψεις όταν δεν έχεις την κατάλ­λη­λη δύνα­μη για να το κάνεις.

Ξέρω ότι η θύμη­ση του Ρατα­πλάν και του Τρα­γου­διού της Λόι­ρα θα σε κάνει να χαμο­γε­λά­σεις. Επί­σης θυμά­μαι πόσο θαύ­μα­ζα την ευχέ­ρεια που είχες ( ήμουν τότε τεσ­σά­ρων ή πέντε χρό­νων) να μιμεί­σαι τον ήχο του ταμπούρ­λου πάνω στο τρα­πέ­ζι όταν απάγ­γε­λες τον Ραταπλάν.

Γενι­κά δεν μπο­ρείς να φαντα­στείς πόσα πράγ­μα­τα θυμά­μαι, μέσα στα οποία εσύ φανε­ρώ­νε­σαι σαν μια ευερ­γε­τι­κή δύνα­μη, γεμά­τη από τρυ­φε­ρό­τη­τα για μας.

Και να σκε­φτείς ότι όλα τα ζητή­μα­τα για την ψυχή, για την αιω­νιό­τη­τα της ψυχής, για τον παρά­δει­σο και την κόλα­ση δεν είναι κατά βάθος παρά ένας τρό­πος του να βλέ­πεις αυτό το απλό γεγο­νός: ότι κάθε πρά­ξη μας μετα­φέ­ρε­ται στους άλλους σύμ­φω­να με την αξία της, η θετι­κή ή αρνη­τι­κή, περ­νά από τον πατέ­ρα στο γιο και από τη μια γενεά στην άλλη, με μια συνε­χή κίνη­ση. Επει­δή όλες οι ανα­μνή­σεις που έχου­με από σένα είναι ανα­μνή­σεις καλο­σύ­νης και δύνα­μης, κι εσύ έδω­σες τις δυνά­μεις σου για να μας μεγα­λώ­σεις, που σημαί­νει ότι έχεις στην κατο­χή σου τον μονα­δι­κό παρά­δει­σο που υπάρ­χει και που πιστεύω πως για μια μάνα είναι η καρ­διά των παι­διών της.

                         Σας αγκα­λιά­ζω μαζί με όλους τους άλλους στο σπίτι

                                                                                             Αντόνιο»

Οι σελί­δες του βιβλί­ου « δια­πνέ­ουν τον πόνο ενός ανθρώ­που που κατα­νό­η­σε και αγά­πη­σε πολύ τη φύση και τώρα, στη φυλα­κή, έχει «δύο ώρες αέρα» κάποια τρια­ντα­φυλ­λιά που αργο­πε­θαί­νει, ένα που­λά­κι αρρω­στιά­ρι­κο, τον ήλιο ανά­λο­γα με τη θέση του κελιού και την ελπί­δα ότι θα κάνει να βλα­στή­σουν κάποιοι σπό­ροι, που όμως είναι αρκε­τά κακο­με­τα­χει­ρι­σμέ­νοι και δεν θα γίνουν ποτέ φυτά…» και ανα­δει­κνύ­ουν έναν άνθρω­πο που αγω­νί­στη­κε ανυ­πο­χώ­ρη­τα και με ταπει­νό­τη­τα για την ανθρώ­πι­νη αξιοπρέπεια.

Ο Αντό­νι Γκράμ­σι έζη­σε μια ζωή σαν παρα­μύ­θι με την έννοια  των συνε­χών αγώ­νων και των βασά­νων  και δημιούρ­γη­σε  παρα­μύ­θια και ιστο­ρί­ες για να ξεφύ­γει από τα στε­νά όρια της φυλα­κής και να μάθει τα παι­διά του και όσα παι­διά τα ακού­νε ή τα δια­βά­ζουν να ονει­ρο­πο­λούν, να δια­σκε­δά­ζουν και να γίνο­νται καλύ­τε­ροι άνθρω­ποι  αγω­νι­ζό­με­νοι. Έτσι η ζωή του όπως όλα τα παρα­μύ­θια, «περιέ­χει ένα συμπέ­ρα­σμα και ένα δίδαγ­μα: Μας λέει ότι ο πρω­τα­γω­νι­στής του, ξεπερ­νώ­ντας τα όρια της κάθε πρά­ξης του, κατά τη διάρ­κεια της ζωής του, αλλά και έπει­τα, μπό­ρε­σε να ζήσει σ’ εκεί­νον τον ευρύ­τε­ρο κόσμο του πνεύ­μα­τος που απο­τε­λεί τον πλού­το της ανθρωπότητας…»

gramsi21h

Αντό­νιο Γκράμ­σι, Το δέν­δρο του σκαν­τζό­χοι­ρου, μτρφ. Αργύ­ρης Αργυ­ρά­κης, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1991. Πρό­λο­γος: Τζου­ζέ­πε Ραβε­νιά­νι και σχο­λια­σμός: Αντό­νιο Φαέ­τι. Εικο­νο­γρά­φη­ση: Μαρία Ενρί­κα Αγκοστέλι

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο