Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος: «Fast food & Κέρματα»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Σε προη­γού­με­νη παρου­σί­α­ση ποι­η­μά­των του Αντώ­νη Θ. Παπα­δό­που­λου σημειώ­να­με ότι η ποί­η­ση του «είναι άμε­ση, απλή, ελεύ­θε­ρη από δύσκο­λα νοή­μα­τα, με διά­θε­ση για πει­ρα­μα­τι­σμό – φέρ­νο­ντας έτσι τον ποι­η­τή σε άμε­ση επα­φή με την σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή στη χώρα μας, ανα­δει­κνύ­ο­ντας φαι­νό­με­να, κατα­στά­σεις και προ­βλη­μα­τι­σμούς όπως ακρι­βώς είναι». (Ατέ­χνως, 24/10/2015). Αυτή μας την εκτί­μη­ση έρχε­ται να επι­βε­βαιώ­σει με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο η πρό­σφα­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Αντώ­νη Θ. Παπα­δό­που­λου «Fast food & Κέρ­μα­τα» (2015) που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Μανδραγόρας.

unnamedΟ τίτλος της συλ­λο­γής εύκο­λα μας παρα­πέ­μπει (κι αν τον δια­βά­σου­με κυριο­λε­κτι­κά, δηλα­δή χωρίς φαντα­σία) σε κάτι που είναι γρή­γο­ρο και ευτε­λές, όχι απα­ραί­τη­τα καλό, που ικα­νο­ποιεί τις ανά­γκες μας για να ξεχα­στεί αμέ­σως μετά. Αντί­θε­τα τα ποι­ή­μα­τα του βιβλί­ου φαί­νε­ται να παί­ζουν με τις παρα­πά­νω καθιε­ρω­μέ­νες έννοιες και να τις ανα­τρέ­πουν, για­τί ούτε γρή­γο­ρα είναι (ακό­μα και η ανά­γνω­ση τους θέλει προ­σο­χή κι όχι ένα γρή­γο­ρο ξεπέ­ταγ­μα, για­τί μετά θα χάσου­με την ουσία των λόγων του ποι­η­τή), ούτε πρό­χει­ρα και ευτε­λή. Ο προ­σε­κτι­κός ανα­γνώ­στης θα αντι­λη­φθεί με ευχα­ρί­στη­ση ότι τα χαι­κού της συλ­λο­γής (για­τί σε αυτή τη μορ­φή επι­λέ­γει να εκφρα­στεί ο ποι­η­τής στο «Fast food & Κέρ­μα­τα») δεν είναι ένα εύκο­λο είδος αλλά ένα απαι­τη­τι­κό είδος όπου για να εκφρά­σεις με απλό­τη­τα τα συναι­σθή­μα­τα και τις από­ψεις σου, απαι­τεί­ται μαστο­ριά, σκλη­ρή δου­λειά και γνώ­ση των ποι­η­τι­κών κανό­νων, κάτι που κατέ­χει με πλη­ρό­τη­τα ο Αντώ­νης Θ. Παπα­δό­που­λος. Δεν ξεχνά­με ότι στα χαι­κού μέσα σε δεκα­ε­πτά (17) συλ­λα­βές μπο­ρούν να εκφρα­στούν τόσα πολ­λά νοή­μα­τα που ίσως ούτε σ’ ένα μακρο­σκε­λές ποί­η­μα , δεν θα μπο­ρού­σε κάποιος να παρουσιάσει.

Το βιβλίο χωρί­ζε­ται σε δύο ενό­τη­τες (ή αν προ­τι­μά­τε, σε δύο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές που συν­δια­λέ­γο­νται μετα­ξύ τους) και με ποι­ή­μα­τα που θα μπο­ρού­σαν να βρί­σκο­νται στη μία ή και στην άλλη ενό­τη­τα. Τα ποι­ή­μα­τα του βιβλί­ου, είναι ποι­ή­μα­τα λυρι­κά, γήι­να, βαθειά ανθρώ­πι­να κι εκφρά­ζουν την απώ­λεια των ονεί­ρων και των αγα­πη­μέ­νων προ­σώ­πων (δεν πρέ­πει να ξεχνά­με ότι η δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα του βιβλί­ου, τα «Κέρ­μα­τα», είναι αφιε­ρω­μέ­να στην αλη­σμό­νη­τη Μάρα, δηλα­δή στην αγα­πη­μέ­νη σύντρο­φο του ποι­η­τή), υπαρ­ξια­κά (με την έννοια ότι ανα­φέ­ρο­νται σε καθη­με­ρι­νές εμπει­ρί­ες και εικό­νες), κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά (εδώ ο ποι­η­τής δεν πολι­τι­κο­λο­γεί αλλά ανα­φέ­ρε­ται ρητά στην πόλη και στους ανθρώ­πους της – κατά τη γνώ­μη μας πολι­τι­κός λόγος δεν είναι μόνο οι πολι­τι­κές δια­κη­ρύ­ξεις αλλά και η αίσθη­ση ότι δεν είσαι μόνος σε αυτό τον κόσμο). Η απώ­λεια του σώμα­τος, τα φιλιά που δεν θα ‘ρθουν, τα λόγια αγά­πης τα χαμέ­να αλλά όχι λησμο­νη­μέ­να, οι ανί­ε­ροι χτύ­ποι της μοί­ρας αλλά κι ο αγώ­νας του ποι­η­τή να μη λυγί­σει, ο ήχος του μπου­ζου­κιού που μένει φίλος παντο­ντι­νός ως στή­ριγ­μα και παρη­γο­ριά, σκέ­ψεις και προ­βλη­μα­τι­σμοί, να τι εκφρά­ζε­ται στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Fast food & Κέρ­μα­τα» εμπο­τι­σμέ­να με τη σοφία και την απλό­τη­τα που εκφρά­ζει τον ποιητή.

Κλεί­νο­ντας, αξί­ζει να σημειώ­σου­με ότι το «Fast food & Κέρ­μα­τα» αξί­ζει να δια­βα­στεί απ΄ όλους, τόσο από τη νέα γενιά ποι­η­τών για να δει πόσο η παλαιό­τε­ρη γενιά ανα­ζη­τά και πει­ρα­μα­τί­ζε­ται (πετυ­χη­μέ­να) με νέες μορ­φές ποι­η­τι­κής έκφρα­σης, όσο κι από κάθε ανα­γνώ­στη που θεω­ρεί πως η δια­τή­ρη­ση της μνη­μο­σύ­νης μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει φάρο φωτει­νό για μια ζωή που δεν θα ξεχνά, που δεν θα απε­μπο­λεί τις εμπει­ρί­ες και τα παθή­μα­τά της αλλά που θα προ­σπα­θεί και για καλύ­τε­ρες συν­θή­κες από τις προη­γού­με­νες. Αυτό είναι το μήνυ­μα που κατά τη γνώ­μη μας πάντα, περ­νά­ει, ακού­σια ή εκού­σια δεν έχει σημα­σία, τού­το το αισιό­δο­ξο μέσα στη μελαγ­χο­λία του βιβλίο.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Fast food

IV 
Ας ταξιδέψω.
Γι’ απο­σκευ­ές αρκούνε
οι λίγοι στίχοι.

Έρχο­νται… Φεύγουν…
Ο σταθ­μός ερημώνει.
Έρη­μος κι εσύ.

ΧΧ 
Να γρά­ψει στίχους
στο χαρ­τί ήθε­λε. Μα
αυτοί πετούσαν.

Κέρ­μα­τα

Πάνω του λάμπει
ο ουρα­νός. Μέσα του
σκο­τά­δι βαθύ.

Δύει ο ήλιος.
Αρχί­ζει η αγρύπνια
της μονα­ξιάς μου.

Ψέμα­τα λέω
πως έφυ­γες. Ακόμα
σε βλέ­πω παντού.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο