Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΡΕΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: «Επί ξυρού ακμής», Ιστορικά Νεοελληνικού Θεάτρου

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

Είναι δυσά­ρε­στο και ανε­πί­τρε­πτο το γεγο­νός να γνω­στο­ποιού­νται στο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό βιβλία μέτριας αξί­ας και να μένουν στην αφά­νεια –ή στα αζή­τη­τα– βιβλία με σημα­ντι­κό επι­στη­μο­νι­κό ή λογο­τε­χνι­κό περιε­χό­με­νο, τα οποία συμ­βάλ­λουν αναμ­φι­σβή­τη­τα στην προ­α­γω­γή και την εξέ­λι­ξη της λογο­τε­χνί­ας ή της επι­στή­μης, αντίστοιχα.

Έτσι, παρα­τη­ρού­με να πραγ­μα­το­ποιού­νται ένα πλή­θος από εκδη­λώ­σεις, όπου παρου­σιά­ζο­νται μέτρια –ποιο­τι­κά– και ενί­ο­τε ολι­γο­σέ­λι­δα βιβλία, όπου η εμπο­ρι­κή και η δημο­σιο­σχε­τί­στι­κη δει­νό­τη­τα του συγ­γρα­φέα και το καλό μάρ­κε­τινγκ του εκδό­τη κατορ­θώ­νει να προ­σελ­κύ­ε­ται στην εκά­στο­τε εκδή­λω­ση ένα πλή­θος ακρο­α­τών, οι οποί­οι σπεύ­δουν να παρα­κο­λου­θή­σουν την παρου­σί­α­ση του βιβλίου.

Γνω­ρί­ζου­με, άλλω­στε, όλοι μας πολυ­γρά­φους πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους με αξιό­λο­γα λογο­τε­χνι­κά ή επι­στη­μο­νι­κά βιβλία, οι οποί­οι στη ζωή τους ευτύ­χη­σαν να συμ­με­τά­σχουν στη διορ­γά­νω­ση παρου­σί­α­σης μόνο ενός ή ελά­χι­στων βιβλί­ων τους, ίσως σε μία και μονα­δι­κή εκδή­λω­ση και με ελά­χι­στους ακροατές.

Πάνε δυο χρό­νια τώρα που ήρθε στα χέρια μου ο καλαί­σθη­τος και ογκώ­δης αυτός τόμος της Επίκ. Καθη­γή­τριας του Πανε­πι­στη­μί­ου Πατρών, κ. Αρε­τής Βασι­λεί­ου, και για διά­φο­ρους λόγους δεν μπό­ρε­σα να τον παρου­σιά­σω στους ανα­γνώ­στες, γρά­φο­ντας έστω δυο λόγια. Ήγγι­κε η ώρα, λοιπόν.

Ο ενλό­γω τόμος ακο­λού­θη­σε την –επί­σης ογκώ­δη– έκδο­ση μιας πολύ ενδια­φέ­ρου­σας μελέ­της της συγ­γρα­φέα, με τίτλο: Εκσυγ­χρο­νι­σμός ή Παρά­δο­ση. Το θέα­τρο πρό­ζας στην Αθή­να  του Μεσο­πο­λέ­μου, εκδ. Μεταίχ­μιο, Αθή­να 2005, σσ. 544.

Δια­βά­ζο­ντας αρχι­κά, κάποιος, το κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου του βιβλί­ου (το οποίο απο­τε­λεί το μεγα­λύ­τε­ρο τμή­μα του προ­λό­γου της), δια­πι­στώ­νει ότι είναι δυνα­τό να πλη­ρο­φο­ρη­θεί επαρ­κώς την ουσία των περιε­χο­μέ­νων σ’ αυτό μελε­τών, αλλά και να κατα­νο­ή­σει την αξία τους όσον αφο­ρά την Ιστο­ρία του νεο­ελ­λη­νι­κού θεά­τρου του 19ου και 20ού αι., σε επί­πε­δο δρα­μα­τουρ­γί­ας, κρι­τι­κής, μετά­φρα­σης, σκη­νι­κής από­δο­σης των θεα­τρι­κών κει­μέ­νων, επι­δρά­σε­ων του παγκό­σμιου θεά­τρου στο νεο­ελ­λη­νι­κό, σχέ­σε­ων και αλλη­λε­πι­δρά­σε­ων του θεά­τρου με άλλες τέχνες (κινη­μα­το­γρά­φο, χορό, λογοτεχνία).

Άρα, συνι­στώ στους ενδια­φε­ρό­με­νους ανα­γνώ­στες να δια­βά­σουν το ενλό­γω κεί­με­νο της συγ­γρα­φέα από το οπι­σθό­φυλ­λο είτε τον πρό­λο­γο από το ίδιο το βιβλίο, συγ­χρό­νως να δια­βά­σουν τα περιε­χό­με­νά του, να το φυλ­λο­με­τρή­σουν και να το αξιο­λο­γή­σουν πιο θετι­κά με αυτο­ψία, είτε να δια­βά­σουν το ίδιο κεί­με­νο στο διαδίκτυο.

Στο ενλό­γω βιβλίο, λοι­πόν, ανθο­λο­γού­νται από τη δημιουρ­γό τους, ερευ­νή­τρια και μελε­τή­τρια, πανε­πι­στη­μια­κό κ. Αρε­τή Βασι­λεί­ου, δοκί­μια και μελέ­τες, που έχουν δημο­σιευ­θεί σε Πρα­κτι­κά θεα­τρο­λο­γι­κών συνε­δρί­ων, σε επι­στη­μο­νι­κούς συλ­λο­γι­κούς τόμους και σε επι­στη­μο­νι­κά περιο­δι­κά ή που πρό­κει­ται για ανέκ­δο­τα κεί­με­να, προ­ϊ­ό­ντα ανα­κοι­νώ­σε­ων συνεδρίων.

Ο ανα­γνώ­στης πλη­ρο­φο­ρεί­ται για μια σει­ρά φιλο­λο­γι­κά και θεα­τρο­λο­γι­κά ζητή­μα­τα, πολύ ενδια­φέ­ρο­ντα. Το βιβλίο μπο­ρεί να δια­βα­στεί ακό­μη και για την τέρ­ψη της γνώ­σης, που απο­λαμ­βά­νει κάθε φιλο­μα­θής ανα­γνώ­στης: εκπαι­δευ­τι­κός, επι­στή­μο­νας ή πολί­της, ο οποί­ος ενδέ­χε­ται και να μην έχει καμία σχέ­ση με το συγκε­κρι­μέ­νο επι­στη­μο­νι­κό πεδίο.

Επί­σης, γεν­νιού­νται ένα πλή­θος από ιδε­ο­λο­γι­κούς, αισθη­τι­κούς, ιστο­ρι­κούς και κοι­νω­νι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς, που σχε­τί­ζο­νται με την εξέ­λι­ξη, τις ζυμώ­σεις, τις αλλη­λο­ε­πι­δρά­σεις και τις καλ­λι­τε­χνι­κές δημιουρ­γί­ες θεα­τραν­θρώ­πων, μελε­τη­τών, κρι­τι­κών, που δρού­σαν και δημιουρ­γού­σαν στο νεο­ελ­λη­νι­κό θεα­τρι­κό γίγνε­σθαι κατά το 19ο και 20ό αι.

Στο Κεφά­λαιο 1 (σελ. 15–46) η συγ­γρα­φέ­ας μελε­τά την ανα­βί­ω­ση θεα­τρι­κών παρα­στά­σε­ων του κρη­το-επτα­νη­σια­κού θεά­τρου κατά την περί­ο­δο του Μεσο­πό­λε­μου. Ποιοι ήταν οι λόγοι της ανα­βί­ω­σης; Ποιοι ήταν οι συντε­λε­στές των παρα­στά­σε­ων, που συνέ­βα­λαν στις σχε­τι­κές σκη­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες; Πώς αντέ­δρα­σε το θεα­τρι­κό κοι­νό της επο­χής; Ποια θεα­τρι­κά έργα επι­λέ­χθη­καν και επι­κρά­τη­σαν; Ποιοι ήταν οι στό­χοι των σκη­νο­θε­τών; Πώς επέ­δρα­σε στα δρώ­με­να το ιδε­ο­λο­γι­κό ζήτη­μα της «ελλη­νι­κό­τη­τας»; Οι κρι­τι­κοί πώς ερμή­νευ­σαν το φαι­νό­με­νο και πώς παρου­σί­α­σαν τις παρα­στά­σεις στον τύπο; Ποιες ήταν οι επι­δρά­σεις του ευρω­παϊ­κού θεα­τρι­κού γίγνε­σθαι στο νεο­ελ­λη­νι­κό εγχεί­ρη­μα; Πώς λει­τούρ­γη­σαν αισθη­τι­κά οι άλλοι συντε­λε­στές και οι ηθο­ποιοί της κάθε παρά­στα­σης; Ο Δημο­τι­κι­σμός, έπαι­ξε κάποιο ρόλο στις εξε­λί­ξεις; Ενδια­φέ­ρον είναι και το «Παράρ­τη­μα-Παρα­στα­σιο­λό­γιο» στο τέλος του κειμένου.

Στο Κεφά­λαιο 2 (σελ. 47–71) διε­ρευ­νά­ται και ερμη­νεύ­ε­ται ανα­λυ­τι­κά και εμβρι­θώς η επί­δρα­ση του ευρω­παϊ­κού (και αμε­ρι­κα­νι­κού) κινη­μα­το­γρά­φου στο νεο­ελ­λη­νι­κό θέα­τρο του Μεσο­πό­λε­μου. Ήταν δυνα­τό, η νεο­εμ­φα­νι­ζό­με­νη –σχε­τι­κά πρό­σφα­τα– τέχνη του κινη­μα­το­γρά­φου, να μη δεχθεί τις επι­δρά­σεις του ήδη ανα­πτυγ­μέ­νου –ανά τους αιώ­νες– θεά­τρου, να μη δημιουρ­γή­σει σενά­ρια, με θέμα­τα και υπο­θέ­σεις έργων του νεο­ελ­λη­νι­κού θεά­τρου, όσον αφο­ρά του­λά­χι­στο τον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο; Αλλά, και αντι­στρό­φως. Το ευρω­παϊ­κό και ελλη­νι­κό θέα­τρο, επί­σης, δέχτη­κε επι­δρά­σεις από τον κινη­μα­το­γρά­φο, κατά την περί­ο­δο του Μεσο­πό­λε­μου. Στη μελέ­τη ανα­λύ­ο­νται έργα και τεχνι­κές, ανα­φέ­ρο­νται δημιουρ­γοί και των δύο τεχνών, μελε­τιού­νται οι σχέ­σεις βου­λε­βάρ­του και κινη­μα­το­γρά­φου, οι δημο­σιευ­μέ­νες κρι­τι­κές –ο χαρα­κτή­ρας και το περιε­χό­με­νό τους, όσον αφο­ρά τη μη ανα­φο­ρά τους στον εξπρε­σιο­νι­στι­κό χαρα­κτή­ρα κάποιων δρα­μά­των, αλλά την «παρα­γω­γή» άλλων όρων για την εξή­γη­ση του ενλό­γω εξπρε­σιο­νι­στι­κού αισθη­τι­κού φαι­νο­μέ­νου–, η εξε­λι­κτι­κή πορεία και η κρί­ση αισθη­τι­κών ρευ­μά­των στο θέα­τρο (νατου­ρα­λι­σμός, ρεα­λι­σμός, κοι­νω­νι­σμός, αστι­σμός κ.ο.κ.) και της δομής τους, η στρο­φή προς τη λαϊ­κή και την εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νη τέχνη του κινη­μα­το­γρά­φου και άλλες ανα­φο­ρές κρι­τι­κών, όπως γ.π. του Σπ. Μελά κ.ά.

Στο Κεφά­λαιο 3 (σελ. 73–97) ανα­λύ­ε­ται διε­ξο­δι­κά «η πορεία των λαϊ­κών αθη­ναϊ­κών θιά­σων του Μεσο­πο­λέ­μου: η σχέ­ση τους με τους αστι­κούς θιά­σους και την αστι­κή ιδε­ο­λο­γία της επο­χής», στο Κεφά­λαιο 4 (σελ. 99–126) «η πρώ­τη γνω­ρι­μία της αθη­ναϊ­κής μου­σι­κής σκη­νής με τους αμε­ρι­κα­νι­κούς χορούς», η οποία έγι­νε αρχι­κά στις ευρω­παϊ­κές οπε­ρέ­τες και στη συνέ­χεια στις αθη­ναϊ­κές του Μεσο­πο­λέ­μου, όπου οι παρα­δο­σια­κοί εγχώ­ριοι και ξένοι χοροί αντι­κα­θί­στα­νται στη λυρι­κή αθη­ναϊ­κή σκη­νή και στα κέντρα δια­σκε­δά­σε­ως στα­δια­κά από τους μοντέρ­νους χορούς της αμε­ρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου, στο Κεφά­λαιο 5 (σελ. 127–157) γίνο­νται ανα­φο­ρές «στα πολ­λα­πλά είδω­λα του Γεώρ­γιου Καραϊ­σκά­κη στην ελλη­νι­κή δρα­μα­τουρ­γία», κατά το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αι., στο Κεφά­λαιο 6 (σελ. 159–181) επι­χει­ρεί­ται μια εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη μελέ­τη, με τίτλο: «Η Μήδεια του Ιωάν­νη Ζαμπέ­λιου και το ιτα­λι­κό πρό­τυ­πό της». Το έργο του Ζαμπέ­λιου είναι μετά­φρα­ση και στη συνέ­χεια παρά­φρα­ση της πεντά­πρα­κτης τρα­γω­δί­ας Medea Cesare della Valle, duca di Ventignano (1766–1860), η οποία ήταν βασι­σμέ­νη στην υπό­θε­ση της Μήδειας του Ευρι­πί­δη και γραμ­μέ­νη στα 1814. Η συγ­γρα­φέ­ας επι­χει­ρεί μια συγκρι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση των δύο θεα­τρι­κών κει­μέ­νων με ανα­φο­ρές στους χαρα­κτή­ρες των ηρώ­ων, σε συναι­σθη­μα­τι­κό, αισθη­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό επί­πε­δο, σε σχέ­ση με την επο­χή που γρά­φτη­καν και τα αισθη­τι­κά ρεύ­μα­τά της κ.ο.κ., στο Κεφά­λαιο 7 (σελ. 183–228) παρου­σιά­ζε­ται ένα πολύ ενδια­φέ­ρον θέμα «Ένα μικρό περι­θώ­ριο κωμι­κής αναρ­χί­ας: η επί­δρα­ση του θεά­τρου σκιών στις κωμω­δί­ες του Γιώρ­γου Θεο­το­κά», στο Κεφά­λαιο 8 (σελ. 229–267) οι μετα­φυ­σι­κές ανη­συ­χί­ες του ίδιου συγ­γρα­φέα στο θέα­τρο, όπως αυτές ανι­χνεύ­ο­νται και μελε­τιού­νται από την ίδια στο κεί­με­νό της: «Το χρο­νι­κό της ανη­συ­χί­ας: τα συμ­πτώ­μα­τα της μετα­φυ­σι­κής αγω­νί­ας στο θέα­τρο του Γιώρ­γου Θεο­το­κά», (στο Κεφά­λαιο 16, σελ. 503–532, ξανα­σχο­λεί­ται με τον Γιώρ­γο Θεο­το­κά, αλλά και με τον Σατρ, οι οποί­οι το ίδιο χρο­νι­κό διά­στη­μα δια­σκευά­ζουν και ανε­βά­ζουν τις Τρω­ά­δες του Ευρι­πί­δη, στο κεί­με­νό της: «Ο τελευ­ταί­ος πόλε­μος: η τελευ­ταία λέξη του Γιώρ­γου Θεο­το­κά στον διά­λο­γό του με την αρχαία τρα­γω­δία»). Στο Κεφά­λαιο 9 (σελ. 269–291) η συγ­γρα­φέ­ας ερευ­νά σε θεα­τρι­κά κεί­με­να της περιό­δου 17ος – 20ός αι., ανα­φο­ρές στη μαντεία, στο κεί­με­νό της: «Ο Ποι­η­τής και ο Προ­φή­της: ο θεσμός της μαντεί­ας στη νεο­ελ­λη­νι­κή δρα­μα­τουρ­γία». Στα δύο επό­με­να κεφά­λαια η συγ­γρα­φέ­ας μελε­τά τις θεω­ρη­τι­κές του από­ψεις για την υπο­κρι­τι­κή τέχνη και τις σαιξ­πη­ρι­κές θεα­τρι­κές μετα­φρά­σεις του Βασί­λη Ρώτα: Κεφά­λαιο 10 (σελ. 293–312): «Η πτώ­ση του τέταρ­του τοί­χου: Ο Βασί­λης Ρώτας και οι από­ψεις του για την υπο­κρι­τι­κή τέχνη» και Κεφά­λαιο 11 (σελ. 313–374): «Βασί­λης Ρώτας και Ουίλ­λιαμ Σαίξ­πηρ: Ο αγώ­νας μου μ’ έναν τιτά­να. Η ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση και ο εκδη­μο­κρα­τι­σμός του σαιξ­πη­ρι­κού θεά­τρου».  Ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζουν και τα υπό­λοι­πα τέσ­σε­ρα μελε­τη­τι­κά κεί­με­να της συγ­γρα­φέα, στα οποία ανα­λύ­ο­νται και ερμη­νεύ­ο­νται θεα­τρι­κά κεί­με­να, ενταγ­μέ­να στο ιστο­ρι­κό τους κλί­μα και ιδω­μέ­να με μια αξιο­λο­γι­κή και συγκρι­τι­κή πάντο­τε διά­θε­ση, όπως πάντο­τε επι­χει­ρεί η κ. Αρε­τή Βασι­λεί­ου, με εμβρί­θεια και περισ­σή υπευ­θυ­νό­τη­τα ως ερευ­νή­τρια: Κεφά­λαιο 12 (σελ. 375–409): «Η φωνή της ψυχής είναι δυνα­τό­τε­ρη από τον πει­ρα­σμό της τεχνι­κής: η υπο­δο­χή του λορ­κι­κού θεά­τρου μέσα από την ελλη­νι­κή μαρ­ξι­στι­κή κρι­τι­κή των δύο πρώ­των μετεμ­φυ­λια­κών δεκα­ε­τιών και της Μετα­πο­λί­τευ­σης», Κεφά­λαιο 13 (σελ. 411–444): «Η μορ­φή του Ιού­δα στην ελλη­νι­κή μεσο­πο­λε­μι­κή δρα­μα­τουρ­γία», Κεφά­λαιο 14 (σελ. 445–465): «Πτω­χεία και πλού­τος, λιτό­της και πολυ­τέ­λεια: ιδε­α­λι­στι­κοί ορι­σμοί της ευτυ­χί­ας σε δρά­μα­τα του 19ου αιώ­να» και Κεφά­λαιο 15 (σελ. 467–502): «Η εισα­γω­γή και η καθιέ­ρω­ση της δρα­μα­τουρ­γί­ας του Tennessee Williams από το Θέα­τρο Τέχνης του Κάρο­λου Κουν.»

 

Οι υπο­ση­μειώ­σεις στο βιβλίο (ξεπερ­νούν τις 1.000) είναι πλού­σιες, ανα­λυ­τι­κές, λίαν κατα­το­πι­στι­κές, απαρ­τι­σμέ­νες από ένα πλή­θος πλη­ρο­φο­ριών, καρ­πός ενδε­λε­χούς έρευ­νας και μελέ­της της συγγραφέα.

Οι πίνα­κες στο τέλος του βιβλί­ου (Βιβλιο­γρα­φία, σ. 533–614, Ευρε­τή­ριο ονο­μά­των, σ. 615–645 και Ευρε­τή­ριο θεα­τρι­κών έργων, σ. 647–657) είναι χρή­σι­μοι, του­λά­χι­στο σε φοι­τη­τές και μελετητές.

Τέλος, να πού­με κι έναν έπαι­νο (τον αξί­ζουν) στον Διευ­θυ­ντή της σει­ράς, Ανα­πλη­ρω­τή καθη­γη­τή Θεα­τρο­λο­γί­ας-Φιλο­σο­φί­ας και Θεω­ρί­ας του Θεά­τρου και του Δρά­μα­τος στο Τμή­μα Θεα­τρι­κών Σπου­δών του Εθνι­κού και Καπο­δι­στρια­κού Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, κ. Γιώρ­γο Π. Πεφά­νη, για την ορθή επι­λο­γή του στη σει­ρά «Θεα­τρι­κοί Τόποι», που διευ­θύ­νει επί σει­ρά ετών με επι­τυ­χία και στην επι­με­λή­τρια της σει­ράς κ. Θάλεια Μπου­σιο­πού­λου, για την υπο­δειγ­μα­τι­κή αισθη­τι­κή του βιβλίου.

aretiΑΡΕΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Επί ξυρού ακμής»
Ιστο­ρι­κά Νεο­ελ­λη­νι­κού Θεάτρου

Εκδό­σεις Παπα­ζή­ση, Αθή­να 2012, σσ. 657

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο