Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Άσπρα Μαντήλια στην Plaza de Mayo» του Κώστα Λουλουδάκη (Δεύτερο μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Συνε­χί­ζο­ντας την παρου­σί­α­ση των ανεί­πω­των και όμως αλη­θι­νών γεγο­νό­των όπως κατα­γρά­φο­νται στο βιβλίο ο συγ­γρα­φέ­ας αφιε­ρώ­νει αρκε­τό χώρο στην περί­πτω­ση της Χιλής που (και αυτή) κραυγάζει.

Η Χιλή

Η «παρέν­θε­ση» Σαλ­βα­δόρ Αγιέ­ντε (Νοέμ­βρης 1970- Σεπτέμ­βρης 1973) είχε προ­κα­λέ­σει αρκε­τό πονο­κέ­φα­λο στους εκπρο­σώ­πους του μεγά­λου κεφα­λαί­ου. Έτσι ο πολύς Κίσιν­τζερ, τότε σύμ­βου­λος Εθνι­κής Ασφά­λειας των ΗΠΑ, είχε πει: Δεν κατα­λα­βαί­νω για­τί πρέ­πει να μεί­νου­με αδρα­νείς παρα­κο­λου­θώ­ντας μια χώρα να γίνε­ται μαρ­ξι­στι­κή εξαι­τί­ας της ανευ­θυ­νό­τη­τας του ίδιου του λαού της» (σελ. 80). Φαντα­στεί­τε «ανεύ­θυ­νος» ο λαός, για­τί ψηφί­ζο­ντας τον Αγιέ­ντε εξέ­φρα­σε τη θέλη­σή του να δει μια άσπρη μέρα… Ο τότε πρε­σβευ­τής των ΗΠΑ στη Χιλή είχε δια­κη­ρύ­ξει σε μια έκθε­ση προς την αμε­ρι­κα­νι­κή κυβέρ­νη­ση, ότι «πρέ­πει να κάνου­με ό, τι περ­νά­ει από το χέρι μας για να κατα­δι­κά­σου­με τη Χιλή και τους Χιλια­νούς στην έσχα­τη στέ­ρη­ση και φτώ­χεια, και αυτή θα είναι μια πολι­τι­κή σχε­δια­σμέ­νη να κρα­τή­σει πολύ χρό­νο, ώστε να επι­τευ­χθεί εμφά­νι­ση των σκλη­ρών χαρα­κτη­ρι­στι­κών μιας κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας στη Χιλή» (σελ. 80/81). Γνω­στή τακτι­κή. Προ­κα­λείς τόσο προ­βλή­μα­τα σε μια κοι­νω­νία με αρι­στε­ρή κυβέρ­νη­ση, μποϊ­κο­τά­ρεις κάθε ανά­πτυ­ξη και ευη­με­ρία για να πεις μετά: αυτό πάει να πει κομ­μου­νι­σμός. Δεν χρειά­ζε­ται πολύ να χαρα­κτη­ρί­ζε­σαι κομ­μου­νι­στής.  Ένας ηγέ­της αντι-ιμπε­ρια­λι­στής, αντι-αποι­κιο­κρά­της, που πατά­ει έστω λίγο πόδι κατά της υπο­δού­λω­σης της χώρας του στο ξένο κεφά­λαιο, ήδη προσ­διο­ρί­ζε­ται ως τρο­μο­κρά­της, κομ­μου­νι­στής στο άτι­μο παι­γνί­δι της δαι­μο­νο­ποί­η­σής του. Η καμπά­νια να φοβί­ζεις τον κόσμο με τον κομ­μου­νι­στι­κό κίν­δυ­νο παίρ­νει καμιά φορά και φαι­δρές δια­στά­σεις. Τα παρα­δείγ­μα­τα που δίνο­νται στο βιβλίο είναι πολ­λά. Δεν τη γλί­τω­σαν ούτε ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν, ούτε ο Αϊν­στάιν. Ο πρώ­τος χαρα­κτη­ρί­στη­κε «επι­κίν­δυ­νος κομ­μου­νι­στής, ύπο­πτος για δια­φθο­ρά ηθών και τρέ­λα» (σελ. 30) και ο δεύ­τε­ρος, σύμ­φω­να με τον πασί­γνω­στο  γερου­σια­στή Τζό­ζεφ Μακάρ­θι είναι «ο κυριό­τε­ρος σύντρο­φος του κομ­μου­νι­σμού, συμ­με­τέ­χει σε τριά­ντα τέσ­σε­ρα κομ­μου­νι­στι­κά μέτω­πα και είναι πρό­ε­δρος τριών κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των»…(σελ. 30)

Και μόνο να σύρ­ρα­πτε κανείς τα πολ­λά και διά­φο­ρα απο­φθέγ­μα­τα, αυτά θα έλε­γαν από μόνα τους μια ολό­κλη­ρη ιστορία.

Ο αγκα­θώ­δης δρό­μος προς την ελευθερία

Οι χώρες για τις οποί­ες μιλά­ει το βιβλίο είναι πολ­λές, πολύ περισ­σό­τε­ρες απ’ όσες ανα­φέ­ρα­με. Ανα­βλύ­ζουν σχε­δόν εν τη ρήμη του λόγου και η Κολομ­βία, ο Πανα­μάς, το Μεξι­κό, αλλά και η Κορέα, Βιετ­νάμ, Κίνα (με μια ενδια­φέ­ρου­σα, αλλά καθό­λου κολα­κευ­τι­κή ματιά στο Μάο Τσε Τουνγκ), Αγκό­λα, Κον­γκό, Μπουρ­κί­να Φάσο πιά­νο­ντας τρεις ηπεί­ρους ενός αποι­κιο­κρα­τού­με­νου κόσμου.  Σε άλλες στέ­κε­ται περισ­σό­τε­ρο ο συγ­γρα­φέ­ας, σε άλλες ακρο­θι­γώς. Η επι­λο­γή δεν πρέ­πει να ήταν εύκο­λη από τον τρο­με­ρό όγκο της παγκό­σμιας φρί­κης του πιο εκτε­τα­μέ­νου εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συστή­μα­τος που έχει υπάρ­ξει μέχρι τώρα. Ούτε η επι­λο­γή των απο­φθεγ­μά­των δεν πρέ­πει να ήταν εύκο­λη, μια και είναι πολ­λά περισ­σό­τε­ρα  αυτά που μαρ­τυ­ρούν το φονι­κό χαρα­κτή­ρα των λεγό­με­νων ελεύ­θε­ρων αγο­ρών. Μια «βόλ­τα» στην κατα­σπα­ραγ­μέ­νη Αφρι­κή μας κάνει να θυμη­θού­με ξανά τα γεγο­νό­τα στο πρώ­ην βελ­γι­κό Κον­γκό με τον το 1961 δολο­φο­νη­μέ­νο Πατρίς Λου­μού­μπα ( στί­χοι από ποί­η­μα του Γιάν­νη Ρίτσου εισά­γουν το σχε­τι­κό κεφά­λαιο) και την τιμη­τι­κή διά­κρι­ση που απο­νε­μή­θη­κε το 1963 από την Αμε­ρι­κή του Κένε­ντι στο φίλο των ιμπε­ρια­λι­στών Μομπού­του, διά­δο­χο του δολο­φο­νη­μέ­νου Λου­μού­μπα, με τα λόγια: «Καθα­ρί­ζο­ντας τη χώρα από τα κομ­μου­νι­στι­κά στοι­χεία, απέ­δει­ξε ότι είναι φύλα­κας της ελευ­θε­ρί­ας και φίλος των ελεύ­θε­ρων κρα­τών του κόσμου» (σελ. 58), αλλά και τον μάρ­τυ­ρα Νέλ­σον Μαντέ­λα που πήρε με εκλο­γές την κυβέρ­νη­ση, αλλά καθό­λου την εξου­σία. Δεν απλο­ποιεί τα πράγ­μα­τα ο συγ­γρα­φέ­ας επι­ση­μαί­νο­ντας με ποιο τρό­πο  δια­πλέ­κε­ται και στην Αφρι­κή το φυλε­τι­κό με το ταξι­κό. Δηλα­δή, δεν είναι καθό­λου όλοι οι μαύ­ροι άγιοι. Αντί­θε­τα, και εκεί­νους τους χωρί­ζουν οι ταξι­κές δια­φο­ρές. Τα παρα­δείγ­μα­τα στο βιβλίο το επι­βε­βαιώ­νουν. Δια­πι­στώ­νε­ται (σελ. 74) ότι στη σύγ­χρο­νη Νότια Αφρι­κή όπου καταρ­γή­θη­κε το απαρτ­χάιτ, οι ταξι­κές δια­φο­ρές ζουν και βασι­λεύ­ουν με πλού­σιους μαύ­ρους να εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται και μαύ­ρους και λευ­κούς φτω­χούς με τον ίδιο τρό­πο που το έκα­ναν επί γενιές οι λευ­κοί άποι­κοι. Μα μήπως δεν υπήρ­χαν πάντα και οι λευ­κοί φτω­χοί και ο δια­χω­ρι­σμός με βάση τη ράτσα δεν ήταν ποτέ ο βασι­κό­τε­ρος, αλλά έμοια­ζε να επι­κρα­τεί εκεί για ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα; Χρειά­στη­κε περισ­σό­τε­ρη δυτι­κού τύπου «δημο­κρα­τία» για να ξεκα­θα­ρι­στεί η θολή εικό­να που κάλυ­πτε την ταξι­κή ουσία. Η ιστο­ρία έχει απο­δεί­ξει ότι με εκλο­γές οι λαοί δεν κατα­κτούν την πραγ­μα­τι­κή εξου­σία, ούτε στη Χιλή δεν έγι­νε, ούτε στη Νότια Αφρι­κή, ούτε στη Βενε­ζου­έ­λα και σε σει­ρά χωρών της Ασί­ας, Αφρι­κής, Νότιας Αμε­ρι­κής  με στο δεύ­τε­ρο μισό του 20ου αιώ­να αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό, αντια­ποι­κιο­κρα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό και συνή­θως, γι αυτό, με από την ιμπε­ρια­λι­στι­κή αντί­δρα­ση δολο­φο­νη­μέ­νους ηγέ­τες. Ούτε ο ένο­πλος αγώ­νας δεν οδη­γεί με σιγου­ριά στη νίκη. Καθώς φαί­νε­ται, δεν φτά­νει μια αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή κατεύ­θυν­ση από μόνη της για να τα βάλεις με μια πανί­σχυ­ρη και εμπει­ρό­τα­τη παγκό­σμια καπι­τα­λι­στι­κή τάξη. Η οικο­νο­μι­κή εξου­σία πρέ­πει να κατα­κτη­θεί όλη και για να γίνει αυτό πρέ­πει να κατα­κτη­θεί η πολι­τι­κή εξου­σία, όλη η πολι­τι­κή εξου­σία για να αλλά­ξεις απο­τε­λε­σμα­τι­κά και ριζι­κά την οικο­νο­μία. Στο βιβλίο βρί­σκου­με τα εξής λόγια του Τσε Γκε­βά­ρα: «Αν μια χώρα δεν έχει τη δική της οικο­νο­μία, αν εισχω­ρεί το ξένο κεφά­λαιο, τότε δεν μπο­ρεί να είναι ελεύ­θε­ρη από την κηδε­μο­νία της χώρας από την οποία εξαρτάται…Οι πυλώ­νες της πολι­τι­κής εθνι­κής κυριαρ­χί­ας, οι οποί­οι τοπο­θε­τή­θη­καν  την 1η Ιανουα­ρί­ου 1959, θα εδραιω­θούν πλή­ρως μόνο όταν πετύ­χου­με από­λυ­τη οικο­νο­μι­κή ανε­ξαρ­τη­σία» (σελ. 41).

Άσπρα μαντί­λια, Mont Pelerin Society και Σιέ­ρα Μαέστρα

Παρ’ όλο που στο τέλος του βιβλί­ου ο συγ­γρα­φέ­ας συμπε­ραί­νει, ότι οι καπι­τα­λι­στές παντού στον κόσμο «δεν έχουν την παρα­μι­κρή συναί­σθη­ση της κατά­χρη­σης δύνα­μης στην οποία προ­βαί­νουν, αδυ­να­τούν να κατα­νο­ή­σουν τα προ­βλη­μα­τά­κια που προ­κα­λεί η ανι­σό­τη­τα. Και ακό­μα χει­ρό­τε­ρα γι αυτούς, δεν αντι­λαμ­βά­νο­νται ότι τα προ­βλη­μα­τά­κια αυτά πρέ­πει να επι­λύ­ο­νται πριν ξεσπά­σει η επα­νά­στα­ση. […}» (σελ. 176/177), όλο το βιβλίο μαρ­τυ­ρά­ει ακρι­βώς το αντί­θε­το: η εκμε­ταλ­λευ­τι­κή φύση του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος δεν μπο­ρεί παρά να προ­κα­λέ­σει ανι­σό­τη­τα,  στην οποία στη­ρί­ζε­ται, αλλά ταυ­τό­χρο­να απο­τε­λεί ωρο­λο­για­κή βόμ­βα κάτω από τα πόδια της. Οι καπι­τα­λι­στές παντού στον κόσμο έχουν πλή­ρη συναί­σθη­ση της κατά­χρη­σης δύνα­μης στην οποία προ­βαί­νουν και κατα­λα­βαί­νουν πολύ καλά τα «προ­βλη­μα­τά­κια» της ανι­σό­τη­τας. Το ξέρουν πολύ καλά ποιές μπο­ρεί να είναι οι συνέ­πειες, ότι η φτώ­χεια μπο­ρεί να εκρα­γεί και ακρι­βώς γι αυτό έχουν αστυ­νο­μί­ες, στρα­τούς, μυστι­κές υπη­ρε­σί­ες, τάγ­μα­τα θανά­του, βασα­νι­στή­ρια κλπ κλπ για τη δρά­ση του οποί­ου μιλά­ει τόσο γλα­φυ­ρά το βιβλίο, για να πολε­μή­σουν ακρι­βώς αυτό που γεν­νούν και δεν μπο­ρούν παρά να το γεν­νούν, αλλιώς δεν θα υπήρ­χαν σαν σύστη­μα: την αντί­στα­ση δηλα­δή ενά­ντια στην εκμε­τάλ­λευ­ση και την κατα­πί­ε­ση που μπο­ρεί να πάρει εκρη­κτι­κές δια­στά­σεις και αν οργα­νω­θεί καλά, μπο­ρεί να ανα­τρέ­ψει τον καπι­τα­λι­σμό. Σύμ­βο­λο σιω­πη­λής, αλλά ηρω­ι­κής και επί­μο­νης αντί­στα­σης οι γυναί­κες της Plaza de Mayo, σύμ­βο­λο ένο­πλης αντί­στα­σης και εναρ­κτή­ριο σάλ­πι­σμα της μαχη­τι­κής πορεί­ας προς τη λευ­τε­ριά η Σιέ­ρα Μαέ­στρα στην Κού­βα.  Σύμ­βο­λο της καπι­τα­λι­στι­κής τάξης πραγ­μά­των η Mont Pelerin Society που ιδρύ­θη­κε με χορη­γία της τρά­πε­ζας Credit Suisse στην Ελβε­τία το 1947 δίνο­ντας το βασι­κό στίγ­μα της νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρο­φής του καπι­τα­λι­σμού  «[…] τη μεγα­λύ­τε­ρη δυνα­τή ελευ­θε­ρία της αγο­ράς, …ο ρόλος της κυβέρ­νη­σης θα πρέ­πει να περιο­ρι­στεί στη δημιουρ­γία των προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων που χρειά­ζο­νται για να λει­τουρ­γή­σει ο ελεύ­θε­ρος αντα­γω­νι­σμός των αγο­ρών και στην προ­στα­σία της ιδιω­τι­κής επέν­δυ­σης και περιου­σί­ας […] Όλες τις λει­τουρ­γί­ες του κρά­τους θα τις ανα­λά­βουν οι ιδιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις, οι οποί­ες, με κίνη­τρο το κέρ­δος, θα παρέ­χουν βασι­κές υπη­ρε­σί­ες στους πολί­τες»  (σελ. 26) καθώς και την «κατα­πο­λέ­μη­ση της υπε­ρο­χής της μαρ­ξι­στι­κής και της κεϋν­σια­νής σκέ­ψης που σαρώ­νουν τον κόσμο» (σελ. 27). Το 1947 έγι­νε αυτό. Μην ξεχνά­με το χάρ­τη του κόσμου μετά τον μεγά­λο αντι­φα­σι­στι­κό αγώ­να του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου που σε μια σει­ρά χωρών έκα­νε το καπι­τα­λι­στι­κό κατε­στη­μέ­νο να δει το Χάρο με τα μάτια του. Έπρε­πε το ταχύ­τε­ρο δυνα­τόν να ανα­κο­πεί η φόρα της ανθρω­πό­τη­τας σε προ­ο­δευ­τι­κή κατεύ­θυν­ση. Φοβά­ται η καπι­τα­λι­στι­κή τάξη πραγ­μά­των τις χήρες με τα άσπρα μαντί­λια, τις Σιέ­ρα Μαέ­στρα, τους Σπάρ­τα­κους, τις Οκτω­βρια­νές Επα­να­στά­σεις κλπ. Αυτό είναι το φάντα­σμα που κυνη­γούν και που θα πλα­νά­ται όσο υπάρ­χει η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο.

Η καθα­ρό­τη­τα του συγκεχυμένου

Ο Κώστας Λου­λου­δά­κης λέει στην Εισα­γω­γή, ότι το αφή­γη­μά του «βου­τά στη συγκε­χυ­μέ­νη μάζα των πλη­ρο­φο­ριών»  και στο επι­μύ­θιο προ­κα­λεί τον ανα­γνώ­στη να σκε­φτεί μόνος του κι αυτό κάνου­με λοι­πόν, συμ­φω­νώ­ντας με το υλι­κό που έχει επι­λέ­ξει να βάλει μπρο­στά στον ανα­γνώ­στη- αν και δεν θεω­ρώ καθό­λου συγκε­χυ­μέ­νες τις πλη­ρο­φο­ρί­ες αλλά σαφέ­στα­τες- και δια­φω­νώ­ντας με τη θέση του ότι δεν μπο­ρεί ο κόσμος να εξη­γη­θεί στη βάση οποιασ­δή­πο­τε ιδε­ο­λο­γί­ας. Μπο­ρεί και παρα­μπο­ρεί.  Αλοί­μο­νο αν ο καθέ­νας θα εξέ­τα­ζε τις πλη­ρο­φο­ρί­ες εντε­λώς με το δικό του προ­σω­πι­κό τρό­πο, τις δικές του ατο­μι­κές αισθή­σεις, τη δική του μεθο­δο­λο­γία, για­τί τότε η πολύ­τι­μη «συγκε­χυ­μέ­νη μάζα των πλη­ρο­φο­ριών» θα οδη­γού­σε μόνο σε συγκε­χυ­μέ­να, διά­σπαρ­τα, εντε­λώς ατο­μι­κά συμπε­ρά­σμα­τα χωρίς το συν­δε­τι­κό κρί­κο της ιστο­ρι­κής υλι­στι­κής ανά­λυ­σης η οποία μετα­τρέ­πει την προ­σω­πι­κή κρί­ση και αίσθη­ση σε γνώ­ση κοι­νω­νι­κή και γι αυτό σε δύνα­μη δημιουρ­γι­κά ανα­τρε­πτι­κή, κάτι που στο κάτω κάτω της γρα­φής το επι­θυ­μεί και ο συγ­γρα­φέ­ας, όταν στο Επι­μύ­θιο μας λέει να σκε­φτού­με μόνοι μας «προ­κει­μέ­νου η ιστο­ρία να είναι δημιουργική».

Δεν έχω ανα­φερ­θεί ακό­μα στο μικρό, σεμνό και συγκι­νη­τι­κό πρό­λο­γο του Μίλ­του Πασχα­λί­δη και στον επί­λο­γο («Αντί επι­λό­γου» για την ακρί­βεια) του οικο­νο­μο­λό­γου-διδά­κτο­ρα του Πανε­πι­στη­μί­ου Μακε­δο­νί­ας, Δημή­τρη Παϊ­τα­ρί­δη, ο οποί­ος επι­χει­ρεί ένα σοβα­ρά επι­χει­ρη­μα­το­λο­γη­μέ­νο παραλ­λη­λι­σμό βλέ­πο­ντας με τα λόγια του «αξιο­ση­μεί­ω­τες ομοιό­τη­τες» –τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών πάντα – των φαι­νο­μέ­νων στο λεγό­με­νο «Τρί­το Κόσμο», όπως ανα­φέ­ρο­νται στο βιβλίο, με την Ελλά­δα συμπε­ραί­νο­ντας ότι η εργα­τι­κή τάξη «πρέ­πει να πει­στεί τελι­κά πως αξί­ζει να ανέ­βει στην ψηλό­τε­ρη κορυ­φή της Σιέ­ρα Μαέ­στρα, που εδώ και δεκα­ε­τί­ες μας ρίχνει τη σκιά της» (σελ. 202), ενώ ο Κώστας Λου­λου­δά­κης συμπε­ραί­νει στο τέλος ότι «Το ιερό βου­νό των νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρων καπι­τα­λι­στών Mont Pelerin έχει αντί­πα­λο: τη Σιέ­ρα Μαέ­στρα» (σελ. 177).   Η Σιέ­ρα Μαέ­στρα λοι­πόν,  στέλ­νει μήνυ­μα-σύμ­βο­λο σε όλη την κατα­πιε­σμέ­νη ανθρω­πό­τη­τα να ξεσηκωθεί.

Το πρώ­το μέρος εδώ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο