Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Bραβείο Νόμπελ; Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω!

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου*//

Είναι πραγ­μα­τι­κά εκπλη­κτι­κός ο τρό­πος με τον οποίο τα κυρί­αρ­χα μέσα ενη­μέ­ρω­σης και κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης επι­χει­ρούν να μαγα­ρί­σουν και να βγά­λουν στην αγο­ρά αρχέ­τυ­πες χει­ρο­νο­μί­ες ανθρω­πιάς, μετα­ξύ άλλων και εκεί­νη των για­γιά­δων της Συκα­μνιάς Λέσβου που αγκά­λια­σαν τους κατα­τρεγ­μέ­νους και τους κυνη­γη­μέ­νους. Απώ­τε­ρος στό­χος η εσω­τε­ρί­κευ­ση από τους ανθρώ­πους της ηθι­κής της αγο­ράς. Κάνου­με κάτι, προ­σφέ­ρου­με κάτι, εφό­σον έχει υλι­κή αντα­πό­δο­ση και «ηθι­κή» αμοι­βή. Εξάλ­λου αυτό είναι «επι­λέ­ξι­μο», όπως εννοιο­λο­γεί­ται στην αργκό των ευρω­παϊ­κών προ­γραμ­μά­των κάθε ενέρ­γεια (ατο­μι­κή ή ομα­δι­κή) που οφεί­λει να συγκλί­νει με την φιλο­σο­φία της αγο­ράς για να χρη­μα­το­δο­τη­θεί. Από αυτή την οπτι­κή οι υμνη­τές της αγο­ράς που θέλουν να δώσουν το βρα­βείο Νόμπελ  στις «για­γιά­δες» θα ήθε­λαν να τις εντά­ξουν επί­σης σε ένα πρό­γραμ­μα του ΕΣΠΑ, όπως είναι ενταγ­μέ­νες οι περισ­σό­τε­ρες ΜΚΟ και άλλες εθε­λο­ντι­κές οργα­νώ­σεις. Η έγνοια τους είναι μία  και μονα­δι­κή. Μη μεί­νει τίπο­τα ανέ­πα­φο, ας πού­με στην προ­κα­πι­τα­λι­στι­κή ηθι­κή της Moral Economy, μη μεί­νει τίπο­τα χωρίς τιμή. Αφού η ανθρώ­πι­νη εργα­σία απέ­κτη­σε τιμή και το προ­ϊ­όν του ανθρώ­πι­νου μόχθου εμπο­ρευ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, όπως το περι­γρά­φει ο K. Polanyiστο Μεγά­λο Μετα­σχη­μα­τι­σμό, δεν μπο­ρεί η πηγαία και εσώ­τε­ρη ανά­γκη για συμπα­ρά­στα­ση στον συνάν­θρω­πο, που είναι ο δικός μας άνθρω­πος, να μην έχει τιμή.

Εκεί λοι­πόν που οι άνθρω­ποι μάθαι­ναν ανα­ντάμ παπα­ντάμ να «ανοί­γουν την πόρ­τα το βρά­δυ» και να «στρώ­νουν το τρα­πέ­ζι στους θλιμ­μέ­νους της γης» όπως το εξυ­μνού­σε ο ποι­η­τής, έρχο­νται οι μηχα­νι­σμοί της αγο­ράς (ακου­μπώ­ντας και στις δικές μας ενο­χές γι’ αυτό που οφεί­λα­με να κάνου­με και το αφή­σα­με πάλι σε άλλους) να αποι­κιο­ποι­ή­σουν και τις πιο μύχιες δια­θέ­σεις που καθο­δη­γούν τις πρά­ξεις και εξαν­θρω­πί­ζουν το ανθρώ­πι­νο είδος. Τις δια­θέ­σεις για βοή­θεια και αλλη­λεγ­γύη στους συναν­θρώ­πους μας που στο κάτω-κάτω όλες οι θρη­σκεί­ες του κόσμου δια­τρα­νώ­νουν ωςοι­κου­με­νι­κό και παναν­θρώ­πι­νο καθήκον.Όσο για τους φιλάν­θρω­πους κ.ά. που συρ­ρέ­ουν κατά εκα­το­ντά­δες στα νησιά μάλ­λον περισ­σό­τε­ρο ντό­ρο κάνουν παρά συμ­βάλ­λουν στην αντι­με­τώ­πι­ση του προ­βλή­μα­τος. Να τους ανα­γνω­ρί­σου­με λοι­πόν το «άδο­λο» της προ­σφο­ράς, παρό­λο που και αυτό δεν αφο­ρά όλους και όλες (ΜΚΟ κ.ά.). Και όμως πέντε-έξη κρα­τι­κά συνερ­γεία των 20–30 ατό­μων (με δια­σώ­στες, για­τρούς κ.λπ.) (ας είναι και της ΕΟΚ) με τον αντί­στοι­χο εξο­πλι­σμό και δυο-τρία πλοία να περι­πο­λούν λίγο πιο έξω από τις ελλη­νι­κές ακτές, όχι όμως για να απω­θή­σουν (βλ. FRONTEX) αλλά για να δια­σώ­ζουν ανθρώ­πους, όπως γίνε­ται στους σει­σμούς, στους κατα­πο­ντι­σμούς, στις φυσι­κές κατα­στρο­φές θα μπο­ρού­σαν να ελέγ­ξουν και να αντι­με­τω­πί­σουν ουσια­στι­κά το πρόβλημα.

Να λοι­πόν που η κίνη­ση για την από­δο­ση του βρα­βεί­ου Νόμπελ έρχε­ται «να βγά­λει στο σφυ­ρί» και τα τελευ­ταία απο­θέ­μα­τα ανθρω­πιάς, που έμε­ναν εκτός αγο­ράς, προ­σβάλ­λο­ντας τον ίδιο τον πυρή­να των ανθρώ­πι­νων σχέσεων.Ωστόσο η κίνη­ση αυτή, προ­σβάλ­λει βαθιά τόσο τις «για­γιά­δες της Συκα­μνιάς» (παι­διά και εγγό­νια της προ­σφυ­γιάς του ΄22) όσο και τους κυνη­γη­μέ­νους ανθρώ­πους, καθώς το βρα­βείο Νόμπελ έχει δοθεί επί­σης σε αυτούς που βομ­βαρ­δί­ζουν, σκο­τώ­νουν, κατα­στρέ­φουν και διώ­χνουν τους ανθρώ­πους από τα σπί­τια τους και τις πατρί­δες τους. Αν με την επι­βρά­βευ­ση προ­ω­θεί­ται σε ηθι­κό επί­πε­δο η ανθρω­πο­λο­γι­κή μετάλ­λα­ξη (όπως το έθε­τε ο K. Polanyi), στο επί­πε­δο των εφαρ­μο­σμέ­νων πολι­τι­κών  νομι­μο­ποιεί­ται μέσα από την προ­βο­λή της ατο­μι­κής πρω­το­βου­λί­α­ςκαι της «ριψο­κίν­δυ­νη» δρά­σης του ενός (τις περισ­σό­τε­ρες φορές με το αζη­μί­ω­το) η από­συρ­ση του κρά­τους και η εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση των δημό­σιων αγα­θών. Αυτή η ιδε­ο­λο­γι­κή προ­βο­λή φαί­νε­ται πως είναι άκρως ανα­γκαία για να υπο­σκα­φτεί κάθε έννοια κοι­νω­νι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης που υπήρ­χε στην κοι­νω­νι­κή ασφά­λι­ση, στην υγεία, στην εκπαί­δευ­ση, στις μετα­φο­ρές κ.ά. Κατά κάποιο τρό­πο ο εκθεια­σμός της ατο­μι­κής δρά­σης (και η επι­βρά­βευ­ση της με Νόμπελ)έρχεται να νομι­μο­ποι­ή­σει ακραιφ­νείς νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρες πρα­κτι­κές (πιο περιε­κτι­κός είναι ο όρος καπι­τα­λι­στι­κές) που προ­ω­θούν οι ζηλω­τές της «αρι­στε­ρής» κυβέρ­νη­σης. Η κατε­δά­φι­ση των συντά­ξε­ων, η κεφα­λαιο­ποί­η­ση των επι­κου­ρι­κών συντά­ξε­ων, η ανά­λη­ψη της εκπαί­δευ­σης, της πρό­νοιας, της διά­σω­σης, από τις ΜΚΟ και τον «τρί­το τομέα»κ.ο.κ., θα είναι μόνο η αρχή. Και όμως αυτές οι πολι­τι­κές έχουν προ­ε­τοι­μα­στεί «επι­στη­μο­νι­κά» (ιδε­ο­λο­γι­κά) εδώ και χρό­νια όταν οι δια­λα­λη­τές του κοσμο­πο­λί­τι­κου σοσιαλ­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, μετα­ξύ άλλω­νο A. Giddens, oU. Beck κ.ά., μας πρό­τει­ναν να ξανα­φτιά­ξου­με τη βιο­γρα­φία μας, καθώς στις κοι­νω­νί­ες του Τρί­του Δρό­μου (των νέων Εργα­τι­κών και του σοσιαλ­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού) όπου απο­θε­ώ­νε­ται η αγο­ρά και ο κοι­νω­νι­κός δαρβινισμός«οφείλεις να κοι­μη­θείς όπως έστρω­σες» (U. Beck). Και από πίσω η «ντό­πια δια­νό­η­ση»  να κάνει ημε­ρί­δες και συνέ­δρια υπό την αιγί­δα και την χρη­μα­το­δό­τη­ση ευα­γών ιδρυ­μά­των της  Ε.Ε. και των ΗΠΑ «για το τι θέλει να πει ο ποι­η­τής;». Να «διυ­λί­ζουν τον κώνω­πα» για να ανα­κα­λύ­ψουν το υπο­κει­με­νι­κό νόη­μα της ανερ­γί­ας, της φτώ­χειας, της κοι­νω­νι­κής έκπτω­σης, ως η μαζι­κή ανερ­γία ενά­μι­ση εκα­τομμ. ανθρώ­πων να μπο­ρεί να εξη­γη­θεί ατο­μι­κά. Ως να ευθύ­νο­νται για την ανερ­γία οι ατο­μι­κές αστο­χί­ες και όχι η κοι­νω­νι­κή οργά­νω­ση της εργασίας;Σε «δου­λειά να βρι­σκό­μα­στε» ή,όπως το έλε­γε B. Brecht«οι χορ­τα­σμέ­νοι μιλούν για τους πεινασμένους».

Όσο για τις «για­γιά­κες» της Συκα­μνιάς ας μη σκο­τί­ζο­νται ιδιαί­τε­ρα οι ευαγ­γε­λι­στές της αγο­ράς. Ήδη αυτές με την χει­ρο­νο­μία τους πήραν πίσω αυτό που ήθε­λαν, καθώς συντρό­φε­ψαν «τον πόνο, του κόσμου αδερ­φό». Δεν πει­ρά­ζει λοι­πόν αν τις αφή­σου­με χωρίς Νόμπελ και εκτός ΕΣΠΑ.

 

* Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο