Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπερτλ Μπερτλς: Εξόριστοι στο Αιγαίο (Αφήγημα πολιτικού και ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος)

Γρά­φει η ofisofi //

Ο Αυστρα­λός δημο­σιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας Μπερτ Μπερ­τλς προ­τεί­νει στη σύντρο­φό του Ντό­ρα να συνα­ντη­θούν στην Ελλά­δα. Είχε να τη δει τρία χρό­νια καθώς εκεί­νη «είχε φύγει  από την Αυστρα­λία με δυο φίλες της πάνω σε μια σκού­να δέκα μέτρων με στό­χο μια θαλασ­σι­νή περι­πλά­νη­ση στην Παπούα, στις Ολλαν­δι­κές Ανα­το­λι­κές Ινδί­ες, στη Μαλαι­σία, στη Σιγκα­πού­ρη. Στη διάρ­κεια των τριών αυτών χρό­νων, η Ντό­ρα είχε επι­σκε­φτεί επί­σης την Ιαπω­νία, την Κίνα και διά­φο­ρες ευρω­παϊ­κές χώρες ( χώρες που αγνο­ού­σα, εφό­σον δεν είχα ταξι­δέ­ψει ποτέ εκτός Αυστρα­λί­ας) και τώρα ερχό­ταν από το Λον­δί­νο για να με συναντήσει». 

Στην πρό­τα­σή του απα­ντά: «Εντά­ξει, στον Παρ­θε­νώ­να με το ηλιοβασίλεμα»

Η συνά­ντη­ση στον Παρ­θε­νώ­να ξεφεύ­γει από τα συνη­θι­σμέ­να ρομα­ντι­κά πλαί­σια και η ματιά του Μπερ­τλς μας προϊ­δε­ά­ζει για το δια­φο­ρε­τι­κό ύφος και περιε­χό­με­νο  της αφή­γη­σής του.

«Οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι που έρχο­νται σε αυτή τη χώρα αισθά­νο­νται καθή­κον τους να επι­σκέ­πτο­νται τον Παρ­θε­νώ­να σαν να είναι Δια­μαρ­τυ­ρό­με­νοι ιερείς , είχε πει κάπο­τε η Ντόρα.

Είχα­με μιλή­σει και μ’ έναν άλλο νεα­ρό που τον είχε βρει θαυμάσιο.

Τον είχε επι­σκε­φτεί κάπο­τε και αισθα­νό­ταν ότι είχε κάνει το καθή­κον του απέ­να­ντι στην Ελλά­δα, έχο­ντας δει ένα θαύ­μα μοναδικό.

Εμείς πάντως δεν εκτι­μή­σα­με ιδιαί­τε­ρα αυτό το αφη­γη­μα­τι­κό σκε­πτι­κό για τον Παρ­θε­νώ­να, λες και ήταν άσχε­το με την ιστο­ρία της χώρας και με τη ζωή των ανθρώ­πων της. Θεω­ρού­σα­με την Αφη­ρη­μέ­νη Ομορ­φιά χίμαι­ρα, έτσι του­λά­χι­στον πίστευα εγώ. Για μένα τα πράγ­μα­τα είναι όμορ­φα ή όχι, ανά­λο­γα με τη σχέ­ση τους.

Εκεί­νο που βρή­κα­με δια­φω­τι­στι­κό σχε­τι­κά με τον Παρ­θε­νώ­να ήταν το γεγο­νός ότι, το 1687, οι Τούρ­κοι είχαν απο­θη­κεύ­σει εκεί το μπα­ρού­τι τους και οι Ενε­τοί το είχαν ανα­τι­νά­ξει. Κατά την ανα­τί­να­ξη το κτί­σμα κατα­στρά­φη­κε με απο­τέ­λε­σμα να χαθούν τρια­κό­σιες ζωές.

«Να λοι­πόν τι συμ­βαί­νει στην αφη­ρη­μέ­νη ομορ­φιά, όταν συγκρού­ο­νται αντα­γω­νι­στι­κοί ιμπε­ρια­λι­σμοί» σκέ­φτη­κα όταν το πληροφορηθήκαμε.

Τέλος Αυγού­στου – αρχές Σεπτεμ­βρί­ου του 1935 οι Μπερ­τλς έρχο­νται για δια­κο­πές στην Αθή­να και αυτό το ταξί­δι έγι­νε η αφορ­μή για να γνω­ρί­σουν την πραγ­μα­τι­κή Ελλά­δα, τον τόπο, τους ανθρώ­πους, την καθη­με­ρι­νό­τη­τα και την πολι­τι­κή πραγματικότητα.

Οι πρώ­τες τους μέρες στην Αθή­να σημα­δεύ­ο­νται από πυρο­βο­λι­σμούς που «στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν τα προ­ε­όρ­τια του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος μέσω του οποί­ου καταρ­γή­θη­κε το δημο­κρα­τι­κό πολί­τευ­μα και απο­κα­τα­στά­θη­κε η μοναρ­χία, μόνο που εμείς δε γνω­ρί­ζα­με ακό­μα τίποτε» 

Περι­πλα­νιέ­ται στην Αθή­να του μεσο­πο­λέ­μου και μετα­φέ­ρει τις εντυ­πώ­σεις του για ό,τι συνα­ντά μπρο­στά του, ανθρώ­πους, κατα­στή­μα­τα, καφε­νεία, τρό­φι­μα, ποτά, ενδυ­μα­σία όλα σχο­λια­σμέ­να υπό το πρί­σμα μιας δια­φο­ρε­τι­κής κουλ­τού­ρας αλλά και της αρι­στε­ρής ιδεολογίας.

Πρώτη έκδοση στο Λονδίνο το 1938

Πρώ­τη έκδο­ση στο Λον­δί­νο το 1938

«Παρ’ όλα αυτά, στην αρχή και ως ένα σημείο, η ιδέα των δια­κο­πών μας προ­στά­τευε από τη φορ­τι­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα της ελλη­νι­κής πολι­τι­κής. Έπει­τα από οκτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια απα­σχό­λη­σης σε μια καθη­με­ρι­νή  εφη­με­ρί­δα, από τα είκο­σι έξι ως τα τριά­ντα τέσ­σε­ρα μου χρό­νια, αισθα­νό­μουν μια σχε­τι­κή ανα­κού­φι­ση  που ήμουν απε­λευ­θε­ρω­μέ­νος από τις βιαιό­τη­τες, την πολι­τι­κή, τα ναυά­για και τις εξε­γέρ­σεις. Είχα­με δυο τρία χρό­νια μπρο­στά μας για να περι­πλα­νη­θού­με στον κόσμο χωρίς να γρά­ψου­με λέξη, εκτός κι αν το θέλα­με πραγ­μα­τι­κά. Για­τί λοι­πόν εγώ τρω­γό­μουν να μάθω οτι­δή­πο­τε συνέ­βαι­νε; Είχα πια μπου­χτί­σει απ’ όλα αυτά και κατέ­κρι­να τον εαυ­τό μου. Δεν θα μπο­ρού­σε δηλα­δή κάποιος να ρίξει απλώς μια ματιά στα μέρη που τον ενδιέ­φε­ραν και κατό­πιν να συνε­χί­σει; Προ­σπα­θή­σα­με να το κάνου­με, αλλά σιγά σιγά μάθα­με ότι τα ταξί­δια πρέ­πει να έχουν αντι­κει­με­νι­κούς στό­χους. Εφό­σον είχα­με έρθει στην Ελλά­δα με μονα­δι­κό σκο­πό την ανα­ψυ­χή μας, δεν σκο­πεύ­α­με να μεί­νου­με περισ­σό­τε­ρο  από δυο τρεις μήνες, καθώς όμως αρχί­σα­με να ενδια­φε­ρό­μα­στε για τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­ζε ο ελλη­νι­κός λαός και μεγά­λω­νε το ενδια­φέ­ρον μας για την πολι­τι­κή κατά­στα­ση, παρα­τεί­να­με την επί­σκε­ψή μας, παρα­μέ­νο­ντας σχε­δόν για ένα χρό­νο. Κατά συνέ­πεια, ό,τι θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί ως κάτι παρα­πά­νω από απο­λαυ­στι­κές δια­κο­πές, εξε­λί­χτη­κε σε μια πνευ­μα­τι­κή περι­πέ­τεια. Για το σκο­πό, επι­σκε­φτή­κα­με νησιά που δεν θα είχα­με σκε­φτεί να επι­σκε­φτού­με ποτέ, νησιά που δεν ανα­φέ­ρο­νταν στους του­ρι­στι­κούς χάρ­τες μας και συνα­ντή­σα­με ανθρώ­πους που τώρα πια γνω­ρί­ζου­με ότι θα ήταν τρα­γω­δία αν δεν συναντούσαμε.»

Αυτό το ταξί­δι, η πνευ­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, αρχί­ζει από την Ιθά­κη και το βλέμ­μα του δεν αφή­νει τίπο­τε απα­ρα­τή­ρη­το από μια Ελλά­δα άγνω­στη σε πολ­λούς ακό­μη και σήμερα.

«Μια μέρα με το χάρα­μα, μαζί με κάποιους Θια­κούς φίλους που είχαν ζήσει για χρό­νια στην Αυστρα­λία, δια­σχί­σα­με το κοι­μι­σμέ­νο χωριό Κιό­νι. Σκαρ­φα­λώ­νου­με καβά­λα στα γαϊ­δού­ρια μέσα από τα στρα­τώ­νια της λοφο­πλα­γιάς, τα πετρώ­δη χωρά­φια για τα αμπέ­λια, τα καλα­μπό­κια και τις ελιές. Οι μονα­δι­κοί ήχοι που ακού­γο­νταν ήταν από τις κου­δού­νες των κατσι­κιών και τα περι­στα­σια­κά βελά­σμα­τα από τα κοπά­δια, μα ξάφ­νου, σε μια στρο­φή του ορει­νού δρό­μου, θυμη­θή­κα­με τα προ­βλή­μα­τα που ταλά­νι­ζαν τον κόσμο. Πάνω σε μια πελώ­ρια κοτρό­να υπήρ­χε ένα μεγά­λο σφυ­ρο­δρέ­πα­νο, σχε­δια­σμέ­νο με κόκ­κι­νη μπο­γιά. Από κάτω υπήρ­χε ένα σύν­θη­μα, το ίδιο κόκ­κι­νο, με κάθε του γράμ­μα γύρω στο μισό μέτρο ύψος. Οι φίλοι μας μετέφρασαν:

ΚΑΤΩ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ»

Ανάφη

Ανά­φη

Στο πέρα­σμά του από την Ήπει­ρο, το ζευ­γά­ρι περι­η­γεί­ται την πόλη της Άρτας, πηγαί­νει στα Γιάν­νε­να και με μια πορεία 17 ωρών οδη­γεί­ται στο Μέτσο­βο και από εκεί στην Καλα­μπά­κα. Φωτο­γρα­φι­κές περι­γρα­φές μας ταξι­δεύ­ουν σε άλλες επο­χές, αλλά δεν μπο­ρεί κανείς να μη γελά­σει πικρά όταν ο Μπέρ­τλς περι­η­γού­με­νος τα παζά­ρια της Άρτας εκπλήσ­σε­ται γιατί

«Ούτε στα παζά­ρια, ούτε σε κάποιο κατά­στη­μα βρή­κα­με να που­λιού­νται αγρο­τι­κά εργα­λεία, εκτός από μερι­κά μικρά. Δεν υπήρ­χαν μηχα­νή­μα­τα για άρμεγ­μα, τρα­κτέρ, αλω­νι­στι­κές μηχα­νές ή στα­χω­τές. Υπήρ­χαν πολ­λές τσά­πες, μερι­κές μεταλ­λι­κές και άλλες ξύλι­νες και ακό­μα περισ­σό­τε­ρα απί­στευ­τα πρω­τό­γο­να ξύλι­να δικρά­νια. Ξύλι­να δικρά­νια και τσά­πες και ξύλι­να αλέ­τρια, παρ’ όλο που ένα μεγά­λο ποσο­στό του ελλη­νι­κού εδά­φους είναι βρα­χώ­δες όσο και οποια­δή­πο­τε άλλη καλ­λιερ­γή­σι­μη γη του κόσμου και μάλι­στα τόσο βραχώδες….»

Στα Γιάν­νε­να πλη­ρο­φο­ρεί­ται το πρα­ξι­κό­πη­μα του στρα­τη­γού Κον­δύ­λη, που ανέ­τρε­ψε τον Τσαλ­δά­ρη και ανέ­λα­βε τη δια­κυ­βέρ­νη­ση του τόπου. Έτσι επι­στρέ­φο­ντας στην Αθή­να βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­ποι με μια δια­φο­ρε­τι­κή πολι­τι­κή κατά­στα­ση, όπου κυριαρ­χού­σε η τρο­μο­κρα­τία. Πολ­λοί άνθρω­ποι οδη­γού­νταν στη φυλα­κή και ακό­μη περισ­σό­τε­ροι στην εξορία.

Μετα­δί­δει όλη την ατμό­σφαι­ρα που επι­κρα­τού­σε με την κήρυ­ξη του νόθου δημο­ψη­φί­σμα­τος για την επι­στρο­φή του βασι­λιά, περι­γρά­φει τις συγκρού­σεις βενι­ζε­λι­κών και αντι­βε­νι­ζε­λι­κών , οι οποί­οι όλοι μαζί κατέ­λη­ξαν να υπο­στη­ρί­ζουν τις ίδιες από­ψεις και παρου­σιά­ζει την αντι­φα­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά του Ελευ­θέ­ριου Βενιζέλου.

Η επι­στρο­φή του βασι­λιά και όσα ακο­λου­θούν καλύ­πτο­νται με ανα­λυ­τι­κή παρου­σί­α­ση αλλά και σχό­λια για την πολι­τι­κή κατά­στα­ση και τους πρω­τα­γω­νι­στές της επι­κε­ντρώ­νο­ντας στην οργά­νω­ση εκδη­λώ­σε­ων για γενι­κή αμνηστία

«Όσο παρά­δο­ξο και αν φαί­νε­ται , η κατά­στα­ση είχε ως εξής;:

 

  • Απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν οι φυλα­κι­σμέ­νοι που είχαν σηκώ­σει τα όπλα τους ενα­ντί­ον του κρά­τους, ακό­μα και μερι­κοί που είχαν κατα­δι­κα­στεί σε ισό­βια, αλλά…
  • Δεν απο­νε­μή­θη­κε χάρη στους φυλα­κι­σμέ­νους που κρα­τού­νταν ή βρί­σκο­νταν εξό­ρι­στοι επει­δή είχαν διεκ­δι­κή­σει το δικαί­ω­μα στην ελευ­θε­ρία του λόγου, είχαν συμ­με­τά­σχει σε συγκε­ντρώ­σεις, είχαν γρά­ψει συν­θή­μα­τα σε τοί­χους με κιμω­λία, είχαν απερ­γή­σει, είχαν λάβει μέρος σε αντι­φα­σι­στι­κά συλ­λα­λη­τή­ρια ή σε ταρα­χές για το επί­δο­μα της διατροφής.

 

Με λίγα λόγια, η γενι­κή αμνη­στία δεν ήταν καθό­λου γενική.»

Όταν ο Μπερ­τλς μαθαί­νει για τον ποι­η­τή Κώστα Βάρ­να­λη τον ανα­ζη­τά. Σε ένα καφε­νείο «σε κάποιο σοκά­κι από αυτά που συγκλί­νουν προς την παλιά Μητρό­πο­λη» τον συνα­ντά και συζη­τά μαζί του λογο­τε­χνι­κά, πολι­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά θέμα­τα αρχί­ζο­ντας από το Φως που καί­ει, έργο άγνω­στο στο δημο­σιο­γρά­φο και κατα­λή­γο­ντας στο γεγο­νός της εξο­ρί­ας του ποι­η­τή. Η συζή­τη­ση για τις αιτί­ες και τις συν­θή­κες της εξο­ρί­ας του ποι­η­τή κάνει τον Μπέρ­τλς να τον ρωτή­σει αν κάποιος μπο­ρεί να επι­σκε­φθεί μερι­κά από αυτά τα νησιά.

Εξόριστοι στην Ανάφη

Εξό­ρι­στοι στην Ανάφη

«Και πώς ήταν οι συν­θή­κες στην εξο­ρία;» τον ρώτησα

«Απαί­σιες, πρω­τό­γο­νες, πολύ άσχη­μες», μου απά­ντη­σε. « Υπήρ­χε ανε­πάρ­κεια τρο­φής, απα­ρά­δε­κτη στέ­γα­ση, ψύλ­λοι, τίπο­τα για διά­βα­σμα, κανε­νός είδους αβρό­τη­τα και να φαντα­στεί­τε ότι εγώ βρι­σκό­μουν στον Άγιο Ευστρά­τιο, το καλύ­τε­ρο νησί εξο­ρί­ας. Σε μερι­κά από τα νησιά πρέ­πει να ζουν σαν τρω­γλο­δύ­τες. Αυτό είναι αποτρόπαιο».

«Ανα­ρω­τιό­μα­στε αν θα μπο­ρού­σα­με να επι­σκε­φτού­με μερι­κά από αυτά τα νησιά», του είπα.

Εκεί­νος έβα­λε τα γέλια, αλλά τον δια­βε­βαί­ω­σα ότι μιλού­σα σοβα­ρά, ότι ήθε­λα να δω με τα μάτια μου τον τρό­πο με τον οποίο ζού­σαν οι πολι­τι­κοί κρατούμενοι.»

Το συχνό σκαρ­φά­λω­μα στο Πεντε­λι­κό όρος του δίνει την ευκαι­ρία να ανα­φερ­θεί στο περί­φη­μο μάρ­μα­ρό του αλλά και στις συν­θή­κες εργα­σί­ας και δια­βί­ω­σης των εργα­τών στην περιο­χή εξό­ρυ­ξής του.

«Όταν βρι­σκό­μα­σταν εκεί, οι εργά­τες έπαιρ­ναν εξή­ντα δραχ­μές μερο­κά­μα­το για την εργα­σία αυτή, που αντι­στοι­χούν σε 2 σελί­νια και 4 πένες. Οι εργά­τες ζού­σαν με τις οικο­γέ­νειές τους κοντά στα ντα­μά­ρια, μέσα στα δικά τους μαρ­μά­ρι­να παλά­τια. Ήταν κάτι ανυ­πό­φο­ρες μικρές παρά­γκες, χτι­σμέ­νες από περισ­σεύ­μα­τα μαρμάρου».

Μετά το θάνα­το του Κον­δύ­λη το ζευ­γά­ρι έφυ­γε από την Αθή­να για τις Κυκλά­δες «έχο­ντας προ­βεί προ­κα­τα­βο­λι­κά σε όποιες επα­φές μπο­ρού­σα­με ( κάτι που ουσια­στι­κά σήμαι­νε να βασι­στού­με στην τύχη μας) για να επι­σκε­φτού­με νησιά της άγο­νης γραμ­μής και κυρί­ως ένα, όπου ελπί­ζα­με να δού­με με τα μάτια μας πώς ζού­σαν εκεί­νοι οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι για τους οποί­ους τόσα είχα­με ακού­σει στη διάρ­κεια των θερ­μών εβδο­μά­δων της προ­ε­κλο­γι­κής εκστρατείας».

Από τα πιο συναρ­πα­στι­κά κεφά­λαια του βιβλί­ου είναι αυτό που περι­γρά­φει με κάθε λεπτο­μέ­ρεια, μετά από περι­πε­τειώ­δες ταξί­δι και ακό­μη πιο αγω­νιώ­δη άφι­ξη, την επί­σκε­ψη τους στην Ανάφη.

«Όσο απί­στευ­το κι αν φαι­νό­ταν , είχα­με φτάσει.

Όταν κοι­τά­ξα­με από τη μια μεριά του πλοί­ου δεν μπο­ρέ­σα­με να δια­κρί­νου­με τίπο­τα, από την άλλη όμως είδα­με το νησί σε από­στα­ση. Έμοια­ζε σαν ασου­λού­πω­τος ιππο­πό­τα­μος που στε­κό­ταν ακί­νη­τος μέσα στο νερό με τη μεγά­λη του πλά­τη ν΄αγγίζει τον ουρα­νό. Κοντά του ακού­γο­νταν θόρυ­βοι. Από την ακτή ακού­στη­καν οι φωνές των βαρ­κά­ρη­δων. Μπο­ρού­σα­με να δού­με τις λάμπες που κρα­τού­σαν να κου­νιού­νται πάνω κάτω. Σύντο­μα βρέ­θη­καν πλάι μας φωνά­ζο­ντας στα μέλη του πλη­ρώ­μα­τος. Είχα­με έτοι­μες τις απο­σκευ­ές μας και καθώς είχα δώσει στους καμα­ρό­τους περί­που δέκα τοις εκα­τό φιλο­δώ­ρη­μα για το φαγη­τό μας και για τις επι­πλέ­ον υπη­ρε­σί­ες που μας είχαν προ­σφέ­ρει, δε μας άφη­σαν να κου­βα­λή­σου­με τίπο­τα. Ο ένας πήρε το χαρ­το­φύ­λα­κα, ο άλλος τη γρα­φο­μη­χα­νή, παρ’ όλο που η σανι­δό­σκα­λα δεν απεί­χε ούτε δέκα μέτρα….Μέσα στη μικρή βάρ­κα ανα­νε­ώ­σα­με την πίστη μας στην απο­στο­λή μας. Η βάρ­κα ήταν πολύ φορ­τω­μέ­νη και ελά­χι­στος χώρος έμε­νε ελεύ­θε­ρος, ενώ κατά δια­στή­μα­τα έμπα­ζε νερά. Οι βαρ­κά­ρη­δες έπρε­πε να τρα­βή­ξουν κου­πί για αρκε­τή ώρα και αφο­σιώ­θη­καν στο έργο τους χωρίς πολ­λές κου­βέ­ντες. Εγώ άρχι­σα να τρα­γου­δάω , αλλά ο άνε­μος έπαιρ­νε τα λόγια μου μακριά και μόλις και μετά βίας μπο­ρού­σα ν’ ακούω τον εαυ­τό μου….

Καθώς πλη­σιά­ζα­με στην ακτή, ακού­γα­με βου­η­τό από φωνές. Φώνα­ζαν προς το μέρος μας και οι άνδρες στη βάρ­κα έδει­ξαν ν’ ανη­συ­χούν. Δεν κατα­λα­βαί­να­με τι συνέ­βαι­νε, ξαφ­νι­κά όμως, μέσα στο μισό­φω­το, είδα­με ένα μεγά­λο βρά­χο που έπρε­πε να απο­φύ­γου­με για να μη συγκρουστούμε…

Μόλις φτά­σα­με στην παρα­λία, μια ομά­δα από γυμνούς, κυριο­λε­κτι­κά ολό­γυ­μνους άνδρες, χίμη­ξε στο νερό κρα­τώ­ντας τη βάρ­κα και φωνά­ζο­ντας με όλη τους τη δύνα­μη. Αυτό μας άφη­σε άναυ­δους. Σ’ ένα νησί τόσο αφι­λό­ξε­νο και χωρίς λιμά­νι, δεν θα μας προ­κα­λού­σε εντύ­πω­ση αν οι άνδρες που θα έρχο­νταν για να βοη­θή­σουν στο άραγ­μα της βάρ­κας ήταν έγχρω­μοι, ετού­τοι όμως ήταν λευ­κοί, τα σώμα­τά τους ήταν χλω­μά και άστρα­φταν στο φως που έρι­χναν οι λάμπες θυέλ­λης και τα αναμ­μέ­να δαδιά. Ένα σχοι­νί ρίχτη­κε προς το μέρος τους κι εκεί­νοι προ­σπά­θη­σαν να σύρουν τη βάρ­κα στη στε­ριά, αλλά εκεί­νη αντι­στε­κό­ταν. Τα κύμα­τα χτυ­πού­σαν κοντά μας και μας ράντι­ζαν με άφθο­νο νερό. Από κάθε πλευ­ρά άνδρες φώνα­ζαν οδη­γί­ες, ενώ μερι­κοί έπαιρ­ναν τις απο­σκευ­ές και τα δέμα­τα. Κάποιος με τρά­βη­ξε από το χέρι και χτύ­πη­σε τον ώμο του δεί­χνο­ντας ότι προ­σφε­ρό­ταν να με κου­βα­λή­σει στην ακτή. Δεν υπήρ­χε χρό­νος για δισταγμούς…

Αυτή, λοι­πόν , ήταν η Ανά­φη. Είχαν χρεια­στεί τρεις μέρες και τέσ­σε­ρις νύχτες, αλλά τελι­κά είχα­με φτά­σει. Στην παρα­λία άνα­βε μια μεγά­λη φωτιά. Οι σύντρο­φοι μας περί­με­ναν και είχαν έρθει για να μας προ­ϋ­πα­ντή­σουν. Και με τι τρόπο!»

Οι Μπερ­τλς οδη­γή­θη­καν στο χωριό και έφτα­σαν στο οίκη­μα που στέ­γα­ζε την ομά­δα συμ­βί­ω­σης των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων. Εδώ μέσα θα γνω­ρί­σουν πολύ καλά τις συν­θή­κες που ζού­σαν οι εξό­ρι­στοι , θα πλη­ρο­φο­ρη­θούν τις δυσκο­λί­ες, θα φάνε και θα πιούν μαζί τους από το υστέ­ρη­μά τους , θα νιώ­σουν βαθιά τη φιλό­ξε­νη διά­θε­σή τους, θα περι­η­γη­θούν διά­φο­ρες τοπο­θε­σί­ες του νησιού, θα συνα­ντη­θούν με μερι­κούς από τους κατοί­κους , θα κλη­θούν στο τμή­μα , μα πάνω από όλα θα συζη­τή­σουν με τους εξό­ρι­στους και θα μας προ­σφέ­ρουν πλού­σιες και πολύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη ζωή τους, τη δρά­ση τους και τις ιδε­ο­λο­γι­κές τους θέσεις. Εκτός από τις μορ­φές των εξο­ρί­στων που ανα­δει­κνύ­ο­νται μέσα από  τις συζη­τή­σεις – συνε­ντεύ­ξεις , ξεχω­ρι­στό ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζει και το κεφά­λαιο , το οποίο ανα­φέ­ρε­ται στην απερ­γία πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στην Ανάφη.

«« Και τώρα μιλή­στε μας για την απερ­γία πεί­νας», είπα την επό­με­νη νύχτα, όταν οι σύντρο­φοι είχαν ολο­κλη­ρώ­σει τη μελέ­τη τους…

Ανάφη. Απεργία πείνας εξορίστων 1935

Ανά­φη. Απερ­γία πεί­νας εξο­ρί­στων 1935

Συνα­ντη­θή­κα­με στην τρα­πε­ζα­ρία της ομά­δας, όπου κρε­μό­ταν το μεγά­λο παστέλ πορ­τρέ­το του Ένγκελς. Έφε­ραν μισό τενε­κέ κηρο­ζί­νης γεμά­το στά­χτες και χόβο­λη στην επι­φά­νεια και τον τοπο­θέ­τη­σαν κάτω από το τρα­πέ­ζι για να ζεσταί­νει τα πόδια μας. Καθί­σα­με όλοι, με τα πανω­φό­ρια μας ριγ­μέ­να στους ώμους σαν κάπες, χωρίς να φορά­με τα μανί­κια όπως συνη­θί­ζε­ται στην Ελλά­δα. Τα φορού­σα­με συνε­χώς, όσον και­ρό μεί­να­με στην Ανά­φη. Το νησί ήταν κρύο ακό­μα και με λια­κά­δα. Άνε­μος παντού, αδύ­να­το να του ξεφύ­γεις ακό­μα και μέσα σε αυτά τα πρω­τό­γο­να αγρο­τό­σπι­τα που κατα­λάμ­βα­ναν οι εξό­ρι­στοι και ήταν παγω­μέ­να, κυρί­ως τη νύχτα – πέτρι­νοι τοί­χοι, χωμά­τι­νο πάτω­μα, χωρίς τζά­κια, πέρα από μια μικρή εστία στην κου­ζί­να για το μαγεί­ρε­μα, σπα­σμέ­νες πόρ­τες που δεν έκλειναν…

Γύρω μας πρέ­πει να είχαν συγκε­ντρω­θεί καμιά εικο­σα­ριά μέλη της ομά­δας, ενώ η Ντό­ρα και ο Γιώρ­γος ως συνή­θως μετέ­φρα­ζαν. Καθί­σα­με εκεί για πολ­λές ώρες και, μολο­νό­τι η Ντό­ρα είχε την εντύ­πω­ση ότι δεν θα στα­μα­τού­σα να τους ρωτάω, εκεί­νοι εκτί­μη­σαν το πάθος μου για την ακρί­βεια και απα­ντού­σαν ενσυ­νεί­δη­τα. Το φως της λάμπας σχη­μά­τι­ζε βαθιές σκιές στα βαθου­λω­μέ­να τους πρό­σω­πα, εξι­δα­νι­κεύ­ο­ντας τη λεπτο­μέ­ρεια όπως στα ιμπρε­σιο­νι­στι­κά πορ­τρέ­τα. Καρ­τε­ρι­κό­τη­τα και ταλαι­πω­ρία – αυτά ήταν τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά που δια­βά­ζα­με σε όλα εκεί­να τα πρόσωπα.»

Η απερ­γία αυτή κρά­τη­σε δεκα­τέσ­σε­ρις μέρες , από τις 19 Δεκεμ­βρί­ου 1935 έως την Πρω­το­χρο­νιά του 1936 με αίτη­μα τη χορή­γη­ση γενι­κής αμνηστίας.

«Αυτή η επα­να­στα­τι­κή γενιά μπο­ρεί να αισθά­νε­ται περή­φα­νη για πολ­λά πράγματα….Ήταν περή­φα­νοι που είχαν περά­σει από έναν τόσο σκλη­ρό αγώ­να όπως η απερ­γία πεί­νας χωρίς να κάνουν βήμα από τις αρχές τους, ωστό­σο δεν υπήρ­χε ίχνος κομπορ­ρη­μο­σύ­νης στην εκτί­μη­σή τους για το γεγο­νός… Είχαν ένα σωρό πράγ­μα­τα να μας διη­γη­θούν, δεν ήξε­ραν από πού ν’ αρχί­σουν και, καθώς μιλού­σαν, τα πρό­σω­πά τους φλέ­γο­νταν από μια εσω­τε­ρι­κή υπε­ρέ­ντα­ση. Ήταν ο πιο εκτε­τα­μέ­νος μεμο­νω­μέ­νος αγώ­νας που είχαν δώσει στην εξο­ρία και η πιο μεγα­λο­πρε­πής από­δει­ξη αλληλεγγύης.

Ήταν άλλω­στε και μια νίκη.

Όχι ολο­κλη­ρω­τι­κή, αλλά σημαντική.»

Ο θάνα­τος του Βενι­ζέ­λου γίνε­ται η αφορ­μή για να επι­σκε­φθεί την Κρή­τη και να μας δώσει  εκτός από την περι­γρα­φή του τόπου το κλί­μα, που επι­κρα­τού­σε στο νησί , αλλά να ανα­λύ­σει και την πολι­τι­κή κατά­στα­ση πριν από το θάνα­το του Βενι­ζέ­λου και μετά από αυτόν.

Οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου

Οι βου­λευ­τές του Παλ­λαϊ­κού Μετώπου

Στην Αθή­να τα πολι­τι­κά πράγ­μα­τα δεν πήγαι­ναν καλά και η απο­κά­λυ­ψη του μυστι­κού συμ­φώ­νου που είχε υπο­γρά­ψει ο Σοφού­λης με τους κομ­μου­νι­στές του Παλ­λαϊ­κού Μετώ­που όξυ­νε ακό­μα περισ­σό­τε­ρο το κλί­μα. Η τετα­μέ­νη ατμό­σφαι­ρα ενι­σχύ­θη­κε με την παρα­χώ­ρη­ση στο Μετα­ξά του προ­νο­μί­ου της δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας. Οι νέες πολι­τι­κές εντά­σεις σημα­δεύ­τη­καν από τη μεγά­λη απερ­γία στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το Μάη του 1936 και τις μαζι­κές δολο­φο­νί­ες εργα­τών. Ο Μπερ­τλς δεν βρι­σκό­ταν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη εκεί­νη τη μέρα, αλλά την επι­σκέ­φτη­κε αργό­τε­ρα για­τί ήθε­λε να έχει μια εκτί­μη­ση από τους ντό­πιους και για­τί ήθε­λε να ερευ­νή­σει ο ίδιος τις αντι­κρουό­με­νες λεπτο­μέ­ρειες στα ρεπορ­τάζ των εφη­με­ρί­δων και έτσι μας παρου­σιά­ζει εκτε­νώς τα γεγο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­στη­καν εμπλου­τι­σμέ­να με πολ­λές λεπτομέρειες.

Και αν η απο­κά­λυ­ψη του Συμ­φώ­νου Σκλά­βαι­να – Σοφού­λη προ­κά­λε­σε θύελ­λα στα πολι­τι­κά κόμ­μα­τα και ενώ η Αθή­να και οι μεγά­λες πόλεις βρί­σκο­νταν στη δίνη μιας γενι­κής απερ­γία, ο Μπερ­τλς δεν χάνει την πολύ­τι­μη ευκαι­ρία να επι­σκε­φθεί τα γρα­φεία σύντα­ξης του Ριζο­σπά­στη και να κατορ­θώ­σει με επί­μο­νες προ­σπά­θειες να συνο­μι­λή­σει με τον Σκλά­βαι­να. Πρό­κει­ται για μια εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρου­σα συνέ­ντευ­ξη  διάρ­κειας τρει­σή­μι­σι ωρών για όλα τα κρί­σι­μα πολι­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά ζητή­μα­τα της επο­χής του.

Κατά τη διάρ­κεια της γενι­κής απερ­γί­ας συνε­λή­φθη­σαν δεκά­δες εργά­τες. Από αυτούς όσοι κρί­νο­νταν επι­κίν­δυ­νοι κομου­νι­στές ή υπο­κι­νη­τές ταρα­χών κατα­δι­κά­ζο­νταν σε πολ­λά χρό­νια φυλά­κι­σης ή εξο­ρί­ζο­νταν. Μέσα σε αυτό το κλί­μα των διώ­ξε­ων ‚της τρο­μο­κρα­τί­ας και των  έντο­νων δια­μαρ­τυ­ριών από το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα και κανο­νι­κού σαμπο­τάζ από τους Φιλε­λεύ­θε­ρους του Σοφού­λη , ο αυστρα­λός δημο­σιο­γρά­φος κατορ­θώ­νει λίγες μέρες μετά τη συζή­τη­ση με τον Σκλά­βαι­να να συνα­ντή­σει άλλο ένα σημα­ντι­κό πρό­σω­πο εκεί­νων των ημε­ρών, τον Μιχά­λη Τυρί­μο , βου­λευ­τή , διευ­θυ­ντή και συντά­κτη του Ριζο­σπά­στη, μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, ο οποί­ος κρυ­βό­ταν από την αστυ­νο­μία σχε­δόν τρία χρό­νια. Από αυτόν μαθαί­νει για τη Γαύδο.

«Απ’ όλα αυτά τα νησιά εξο­ρί­ας , ποιο είναι το χει­ρό­τε­ρο από άπο­ψη στέ­γα­σης και τρο­φής;» τον ρώτησα

Λιμανάκι του Καραβέ στη Γαύδο. Από εδώ γινόταν ο ανεφοδιασμός

Λιμα­νά­κι του Καρα­βέ στη Γαύ­δο. Από εδώ γινό­ταν ο ανεφοδιασμός

«Η Γαύ­δος», μου απά­ντη­σε αμέ­σως, « μολο­νό­τι δεν θα συνι­στού­σα κανέ­να. Δεν έχω βρε­θεί ποτέ στην Ανά­φη, όλοι όμως συμ­φω­νούν ότι η Γαύ­δος είναι μακράν το χει­ρό­τε­ρο. Όπως πρέ­πει να έχε­τε ακού­σει ‚το απο­κα­λού­με Νησί του Θανάτου…»

Ξεπερ­νώ­ντας τα πολ­λα­πλά εμπό­δια η Γαύ­δος είναι ο επό­με­νος σταθ­μός της επί­σκε­ψής του. Και πηγαί­νει μόνος του χωρίς τη γυναί­κα του αυτή η φορά.

«Μισή ώρα μετά τα μεσά­νυ­χτα αρά­ξα­με με θόρυ­βο σε μια εσο­χή στη βορειο­α­να­το­λι­κή ακτή της Γαύ­δου, σ’ ένα αρα­ξο­βό­λι που έμοια­ζε μάλ­λον με γωνί­τσα των από­κρη­μνων ακτών. Ο καπε­τά­νιος φώνα­ξε, σκιά­ζο­ντας τη νύχτα, αλλά δεν πήρε από­κρι­ση, εκτός από την ξαφ­νι­κή ηχώ και τον παφλα­σμό του νερού στα βρά­χια. « Έχουν δρό­μο μέχρι να φτά­σουν σ’ αυτό το αρα­ξο­βό­λι», μου είπε….

Μόλις είχα­με ξαπλώ­σει, ακού­στη­κε μια φωνή από το νησί και είδα­με δυο σκιές που πλη­σί­α­ζαν από την πλαγιά.

«Να τοι», είπε ο καπε­τά­νιος και απά­ντη­σε στο κάλε­σμά τους λέγο­ντας ότι είχε επι­βά­τη. Μετά με φόρ­τω­σε με τις προ­μή­θειες κι εκεί­νοι με βοή­θη­σαν να απο­βι­βα­στώ λέγο­ντας: « Καλω­σό­ρι­σες, σύντρο­φε, πόση είναι η ποι­νή σου;»

Εξή­γη­σα ότι δεν ήμουν εξό­ρι­στος, αλλά ένας ξένος επι­σκέ­πτης, ένας δημοσιογράφος.

«Και πάλι καλω­σό­ρι­σες», είπαν και με ρώτη­σαν από πού είχα έρθει, ανα­φω­νώ­ντας: « Από την Αυστρα­λία; Μεγά­λο ταξί­δι έκα­νες. Και πάλι, καλωσόρισες».

Βαδί­σα­με για μια ατέ­λειω­τη ώρα πάνω σε άμμο και πέτρες, μια δια­δρο­μή δύσκο­λη, κυρί­ως πάνω στην άμμο που ήταν απα­λή και βαθιά και γέμι­ζε τα παπού­τσια μας. Όταν φτά­σα­με στη ομά­δα – στο «παλά­τι» για το οποίο τόσα είχα ακού­σει – πολ­λοί σύντρο­φοι είχαν κιό­λας κοι­μη­θεί, όλοι τους όμως σηκώ­θη­καν για να κου­βε­ντιά­σουν μαζί μου. Στην Ανά­φη με περί­με­ναν, εδώ όμως η επί­σκε­ψή μου ήταν απρό­σμε­νη. Ξένος επι­σκέ­πτης στη Γαύ­δο; Μα αυτό είναι ανήκουστο!»

Στη Γαύ­δο μένει πολύ λίγο αλλά προ­λα­βαί­νει να συνει­δη­το­ποι­ή­σει τα βάσα­να και τις ταλαι­πω­ρί­ες των εξορίστων.

«Μόνο όταν το καΐ­κι άρχι­σε να απο­μα­κρύ­νε­ται και η μικρή ομά­δα στην ακτή να μικραί­νει πάνω στο περί­γραμ­μα του κόλ­που και του λόφου του νησιού πίσω τους, συνει­δη­το­ποί­η­σα τι βασά­νι­ζε περισ­σό­τε­ρο αυτούς τους εξό­ρι­στους. Δεν ήταν οι στε­ρή­σεις, η ανε­πάρ­κεια τρο­φής, η έλλει­ψη ανέ­σε­ων – μολο­νό­τι όλα αυτά μερι­κές φορές έπρε­πε να μοιά­ζουν αβά­στα­χτα – αλλά η απο­μό­νω­ση πάνω σ΄ένα νησί όπου τίπο­τε δεν φύτρω­νε, όπου δεν υπήρ­χε έστω μια μικρή κοι­νό­τη­τα για να συνα­να­στρα­φούν, όπου έπρε­πε να ισιώ­σουν ένα κομ­μά­τι γης και να υπο­κρι­θούν ότι ήταν πλα­τεία – ένα μέρος για να συγκε­ντρώ­νο­νται το από­γευ­μα – όπου δεν υπήρ­χε κανείς άλλος για να κου­βε­ντιά­σουν πέρα από τους δεκα­τρείς τους, όλη μέρα, όλο το χρό­νο. Ένα κύμα οργής με πλημ­μύ­ρι­σε ενα­ντί­ον των κυβερ­νη­τι­κών αρχών που μπο­ρού­σαν να κατα­δι­κά­ζουν αυτούς τους ανθρώ­πους σε μια τέτοια ποι­νή, ανθρώ­πους καθω­σπρέ­πει, νέους και γεμά­τους ιδα­νι­κά. Στά­θη­κα στο ακρια­νό κατάρ­τι και αφού στη­ρί­χτη­κα  με το ένα χέρι στο άλμπου­ρο, τους χαι­ρέ­τη­σα με το άλλο, κρα­τώ­ντας σφιγ­μέ­νη τη γρο­θιά μου. Εκεί­νοι αντα­πέ­δω­σαν το χαι­ρε­τι­σμό φωνά­ζο­ντας: « Καλό ταξί­δι, σύντροφε!»

Στο μετα­ξύ στην Αθή­να οι πολι­τι­κές δια­μά­χες ήταν έντο­νες με κυρί­αρ­χο ζήτη­μα την ανά­γκη σχη­μα­τι­σμού ενός Ενιαί­ου Μετώ­που όλων των δημο­κρα­τι­κών κομ­μά­των για την κατα­πο­λέ­μη­ση του φασι­στι­κού κιν­δύ­νου που ελλό­χευε στις κινή­σεις του Μετα­ξά και των υπο­στη­ρι­κτών του. Σύμ­φω­να με τον Μπερ­τλς οι μόνοι που μιλού­σαν πιο καθα­ρά ήταν οι κομ­μου­νι­στές ενώ όλοι οι άλλοι υπο­τι­μού­σαν αυτόν τον κίν­δυ­νο. Έτσι ανα­φέ­ρε­ται στον Αλέ­ξαν­δρο Παπα­να­στα­σί­ου , ο οποί­ος αν και δημο­κρα­τι­κός ήταν αντι­κομ­μου­νι­στής και ο δημο­σιο­γρά­φος ανα­λαμ­βά­νει να μας παρου­σιά­σει ορι­σμέ­νες χαρα­κτη­ρι­στι­κές από­ψεις του , τις οποί­ες ονο­μά­ζει «μαρ­γα­ρι­τά­ρια» και να τις σχο­λιά­σει με δηκτι­κό τρόπο.

«Ενώ οι αντι­πα­ρα­θέ­σεις κορυ­φώ­νο­νταν, κου­βέ­ντια­σα αυτά τα ζητή­μα­τα με τον Δημή­τρη Γλη­νό, ένα βου­λευ­τή του Παλ­λαϊ­κού Μετώ­που, που πριν την επά­νο­δο του βασι­λιά διέ­πρε­πε μετα­ξύ των μεσο­α­στών αντι­μο­ναρ­χι­κών, τους οποί­ους ο Κον­δύ­λης απο­στρε­φό­ταν ως «κομ­μου­νι­στές διανοούμενους».»

Αρχι­κά  σκια­γρα­φεί  την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Γλη­νού και τα εξω­τε­ρι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του δίνο­ντας ταυ­τό­χρο­να  πτυ­χές της δρά­σης του και στη συνέ­χεια παρα­θέ­τει τα ερω­τή­μα­τα που του υπέ­βα­λε για πολ­λά κρί­σι­μα και δύσκο­λα ζητή­μα­τα του κινή­μα­τος και της πολι­τι­κής κατά­στα­σης σε σχέ­ση και με τη δρά­ση των κομ­μου­νι­στών και τις απα­ντή­σεις του.

«Τον ρώτη­σα ποια απά­ντη­ση μπο­ρού­σε να δώσει, ως ηγε­τι­κό στέ­λε­χος των κομ­μου­νι­στών, στην κατη­γο­ρία του Παπα­να­στα­σί­ου ότι, συνη­γο­ρώ­ντας υπέρ ενός Λαϊ­κού Μετώ­που κατά του φασι­σμού, οι κομ­μου­νι­στές απλώς «συγκά­λυ­πταν» τους πραγ­μα­τι­κούς τους στό­χους. Εκεί­νος έκα­νε μια χει­ρο­νο­μία απο­δο­κι­μα­σί­ας και μια γκρι­μά­τσα απέ­χθειας. Μα πώς μπο­ρού­σε να μιλά­ει έτσι ο Παπα­να­στα­σί­ου; Ήταν γελοίο. Βέβαια, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα ήταν ο πιο σημα­ντι­κός παρά­γο­ντας του Λαϊ­κού Μετώ­που, αλλά το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα και το Λαϊ­κό Μέτω­πο ήταν δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα, κάτι που εξαρ­χής είχαν δηλώ­σει οι κομ­μου­νι­στές. Ο σκο­πός του Λαϊ­κού Μετώ­που ήταν να συμπε­ρι­λά­βει όλα τα αντι­φα­σι­στι­κά κόμ­μα­τα και να παλέ­ψει για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του λαού. Ήθε­λε να συμπε­ρι­λά­βει τους Αγρο­τι­στές, τα παλαιο­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα, τους σοσια­λι­στές και όλες τις προ­ο­δευ­τι­κές οργα­νώ­σεις που είχαν κοι­νή επι­θυ­μία με το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα τη δια­τή­ρη­ση των λαϊ­κών ελευθεριών.

Ομάδα εξορίστων στη Γαύδο στα τέλη του 1935

Ομά­δα εξο­ρί­στων στη Γαύ­δο στα τέλη του 1935

«Το έχου­με προ­τεί­νει έντι­μα», δήλω­σε. « Το Λαϊ­κό Μέτω­πο δεν απο­τε­λεί συγκά­λυ­ψη. Δεν χάνου­με το χαρα­κτή­ρα μας ως κομ­μου­νι­στές μέσα στο Λαϊ­κό Μέτω­πο και ουδέ­πο­τε υπαι­νι­χθή­κα­με κάτι τέτοιο. Εξα­κο­λου­θού­με να ανή­κου­με στην Τρί­τη Διε­θνή. Αυτό δια­κη­ρύσ­σει το κόμ­μα μας. Το γρά­φου­με στα μανι­φέ­στα μας. Σήμε­ρα όμως ζητά­με από όλα τα άλλα αντι­φα­σι­στι­κά κόμ­μα­τα, τα οποία μπο­ρούν να δια­τη­ρή­σουν τα ξεχω­ρι­στά κομ­μα­τι­κά τους προ­γράμ­μα­τα, να ενω­θούν μαζί μας σ’ ένα κοι­νό πρό­γραμ­μα για την κατα­πο­λέ­μη­ση της φασι­στι­κής απει­λής. Αυτή είναι μια ειλι­κρι­νής πρό­τα­ση. Δεν χρειά­ζε­ται να μιλά­με με γρί­φους και παρα­δο­ξο­λο­γί­ες. Δεν υπάρ­χει ανά­γκη συγκά­λυ­ψης ενός προ­γράμ­μα­τος το οποίο ενστερ­νί­ζε­ται θερ­μά η μεγά­λη μάζα του λαού. Εμείς έχου­με την πολυ­τέ­λεια να μιλά­με καθα­ρά και ξάστερα».

Αμέ­σως μετά τη συνο­μι­λία με τον Γλη­νό ζήτη­σε συνέ­ντευ­ξη από τον Μετα­ξά. Περι­γρά­φει όλες τις προ­σπά­θειες που έγι­ναν από τη μεριά του και την ανα­βλη­τι­κή τακτι­κή των εκπρο­σώ­πων του Μετα­ξά,  οι οποί­ες τελι­κά κατέ­λη­ξαν σε άρνηση.

«Δεν μπο­ρού­σε να παρα­χω­ρή­σει τη συνέ­ντευ­ξη. Αν και φασί­στας, ο Μετα­ξάς δεν ήταν ανό­η­τος. Αν απα­ντού­σε με ειλι­κρί­νεια στις ερω­τή­σεις μου, όφει­λε να ομο­λο­γή­σει ότι οι δια­βε­βαιώ­σεις του προς τους φιλε­λεύ­θε­ρους και  τα δημο­κρα­τι­κά του προ­σχή­μα­τα ήταν απλώς μια συγκά­λυ­ψη , ουσια­στι­κά μια πλά­νη. Αν όμως, από την άλλη , μου είχε πει όσα  είχε πει και στους φιλε­λεύ­θε­ρους και εκεί­να με τα οποία προ­σπα­θού­σε να πεί­σει τους Έλλη­νες, δεν θα μου δήλω­νε κάτι που ο ίδιος ήταν έτοι­μος να δια­ψεύ­σει . Αυτά ήταν τα κέρα­τα του ταύ­ρου στο δίλημ­μά του και έπρα­ξε σωστά που αρνή­θη­κε να με δεχτεί. Μόνο εφό­σον ήθε­λε να χαρα­κτη­ρι­στεί πάραυ­τα ψεύ­της , θα μπο­ρού­σε να μου πει ότι πρό­θε­σή του ήταν η απο­κα­τά­στα­ση των δημο­κρα­τι­κών ελευ­θε­ριών και ο σεβα­σμός των δημο­κρα­τι­κών μορ­φών δια­κυ­βέρ­νη­σης, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επέ­σπευ­δε τις «πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κές» προ­ε­τοι­μα­σί­ες του για τη διά­λυ­ση και την κατάρ­γη­ση του Κοι­νο­βου­λί­ου και την εγκα­θί­δρυ­ση μιας βασι­λι­κο­στρα­τιω­τι­κής φασι­στι­κής δικτατορίας».

Στο διά­στη­μα που περι­μέ­νει την απά­ντη­ση από το επι­τε­λείο του Μετα­ξά και καθώς συντο­μεύ­ει το διά­στη­μα της παρα­μο­νής του στην Ελλά­δα επι­σκέ­φτη­κε τις εργα­τι­κές συνοι­κί­ες και μίλη­σε με άνδρες και γυναί­κες για τη δου­λειά και τις συν­θή­κες δια­βί­ω­σης. Παρα­θέ­τει την εμπει­ρία του από τα Ταμπού­ρια, « ένα προ­σφυ­γι­κό συνοι­κι­σμό έξω από τον Πει­ραιά, που ….ήταν ενδει­κτι­κός όλων των αντί­στοι­χων συνοι­κι­σμών στις βιο­μη­χα­νι­κές περιοχές»

Όλα έδει­χναν, στο μετα­ξύ, ότι τα πολι­τι­κά γεγο­νό­τα οδη­γού­σαν σε σφο­δρή σύγκρου­ση. Από τη μια οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες του Μετα­ξά για την επι­βο­λή φασι­στι­κής δικτα­το­ρί­ας και από την άλλη το αίτη­μα για τη συνερ­γα­σία των δημο­κρα­τι­κών κομ­μά­των όσο ήταν ακό­μα και­ρός. Δια­μαρ­τυ­ρί­ες συν­δι­κα­λι­στών, αντι­φα­σι­στών , απερ­γί­ες και συνέ­δρια για να συζη­τη­θούν οι ενω­τι­κές προ­τά­σεις και να προ­ε­τοι­μα­στεί ο μαζι­κός αγώ­νας κατά των αντερ­γα­τι­κών μέτρων και των συλ­λή­ψε­ων. Συγ­χρό­νως γίνο­νταν προ­σπά­θειες για το συνα­σπι­σμό των δημο­κρα­τι­κών κομ­μά­των σε ένα ενιαίο αντι­φα­σι­στι­κό μέτωπο.

«Στα μέσα Ιου­νί­ου, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα εξέ­δω­σε μια δρα­μα­τι­κή ανα­κοί­νω­ση προς τον ελλη­νι­κό λαό να είναι έτοι­μος για να υπε­ρα­σπι­στεί τις ελευ­θε­ρί­ες του και έκα­νε έκκλη­ση στους βου­λευ­τές όλων των δημο­κρα­τι­κών κομ­μά­των να απο­σύ­ρουν την υπο­στή­ρι­ξή τους προς τον Μετα­ξά και να τον καθαιρέσουν…»

Στις 5 Αυγού­στου οι δύο εργα­τι­κές Ομο­σπον­δί­ες είχαν εξαγ­γεί­λει από κοι­νού γενι­κή απερ­γία. Τα μεσά­νυ­χτα της 4ης Αυγού­στου ο Μετα­ξάς επέ­βα­λε δικτα­το­ρι­κό καθε­στώς. « Δικτα­το­ρία – Για πόσο και­ρό ;»ανα­ρω­τιέ­ται ο Μπερτ Μπερ­τλς ενώ περι­γρά­φει ανα­λυ­τι­κά την νέα πολι­τι­κή κατά­στα­ση και τις συνέ­πειες της στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα των Ελλή­νων, αλλά και την μεγά­λη τρο­μο­κρα­τία με τις διώ­ξεις, συλ­λή­ψεις , φυλα­κί­σεις και εκτοπίσεις .

Το ζευ­γά­ρι των αυστρα­λών,  αν και στο Λον­δί­νο πλέ­ον, εξα­κο­λου­θού­σε να δια­τη­ρεί επα­φές με μερι­κούς φίλους στην Ελλά­δα και να επι­κοι­νω­νεί μαζί τους όχι μόνο μαθαί­νο­ντας τα νέα, αλλά προ­σπα­θώ­ντας να βοη­θή­σει όπως μπορεί.

«Βρι­σκό­μα­στε στα τέλη του 1937. Πριν από λίγες μέρες έλα­βα μια άλλη επι­στο­λή, κάπου απ’ έξω από την Ελλά­δα. Είχε στα­λεί από έναν Έλλη­να που διέ­φυ­γε την εξο­ρία. Για λόγους που δεν μπο­ρώ να εξη­γή­σω, δεν ανα­φέ­ρω το όνο­μά του, ούτε καν τη χώρα που δια­μέ­νει. Είναι κομ­μου­νι­στής, περή­φα­νος που το Κόμ­μα του στην Ελλά­δα, παρά την παρα­νο­μία και τις παρα­κο­λου­θή­σεις, τις διαρ­κείς διώ­ξεις των μελών του από την αστυ­νο­μία και με επι­κη­ρυγ­μέ­νους μερι­κούς από τους ηγέ­τες του, εξα­κο­λου­θεί να αγω­νί­ζε­ται για ένα Λαϊ­κό Μέτω­πο, το μόνο που ( σύμ­φω­να με τη γνώ­μη του) μπο­ρεί να βάλει τέλος στη φασι­στι­κή τυραν­νία και να απε­λευ­θε­ρώ­σει το λαό…»

bertls

Μπερτ Μπερ­τλς, Εξό­ρι­στοι στο Αιγαίο. Αφή­γη­μα Πολι­τι­κού και Ταξι­διω­τι­κού Ενδια­φέ­ρο­ντος, μετά­φρ. Γιάν­νης Καστα­νά­ρας, πρό­λο­γος – εισα­γω­γή Ντέ­βι­ντα Κλό­ουζ – Άλκης Ρήγος, Φιλί­στωρ, Αθή­να 2002.

Με την αφιέρωση : 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΤΟΡΑ
που ταξί­δε­ψε μαζί μου
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ
ΕΛΛΗΝΕΣ – ΘΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
στη φυλα­κή και την
ΕΞΟΡΙΑ
Σε αυτούς και στη χώρα τους
αφιε­ρώ­νε­ται αυτό το βιβλίο

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο