Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπίλι Χόλιντεϊ: ένας παράξενος καρπός (Μέρος Α’)

Γρά­φει ο Κων­στα­ντί­νος Δέδες //

Στις 17 Ιου­λί­ου του 1959 και ώρα 3:10 το πρωί, η Μπί­λι Χόλι­ντεϊ εγκα­τα­λεί­πει τη μάχη. Η κηδεία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τέσ­σε­ρις μέρες μετά και έλα­βε χώρα στην εκκλη­σία του Σεντ Πολ με τρεις χιλιά­δες άτο­μα να βρί­σκο­νται εκεί για να δουν για τελευ­ταία φορά την Lady Day από κοντά. Το φέρε­τρο ήταν ανοι­κτό καθώς η λει­του­γία συνο­δευό­ταν από ένα ρέκ­βιεμ. Ένα λυπη­μέ­νο ρέκ­βιεμ που οι τόνοι του έμοια­ζαν με αυτούς της Μπί­λι. Εκεί­νη, ήταν όπως πάντα όμορ­φη, άφθαρ­τη και ας είχε φύγει για κάποιον άλλο κόσμο. Ίσως πλέ­ον βρι­σκό­ταν εκεί που πάντα επι­θυ­μού­σε, βρι­σκό­ταν σε: «μια μεγά­λη έκτα­ση στην εξο­χή, όπου θα ασχο­λού­μαι με χαμέ­να σκυ­λιά και ορφα­νά, με παι­διά που δεν ζήτη­σαν να γεν­νη­θούν και που κυρί­ως δεν ζήτη­σαν να γεν­νη­θούν μαύ­ρα, μπλε ή πρά­σι­να. Θα ήθε­λα να είμαι σίγου­ρη για ένα μόνο πράγ­μα: ότι κανείς στον κόσμο δεν θα τα ήθε­λε, ότι είναι καρ­ποί παρά­νο­μου έρω­τα, χωρίς μητέ­ρα και πατέ­ρα. Θα τα έπαιρ­να, λοι­πόν, μαζί με τρεις τέσ­σε­ρις χοντρές και τρυ­φε­ρές τρο­φούς, σαν τη μάνα μου, για ν’ ασχο­λού­νται μαζί τους, να τα ταΐ­ζουν και να τα προ­σέ­χουν μέχρι που τα μικρά μου μπα­σταρ­δά­κια να πάνε στο σχο­λείο, να τους τρα­βάω τα αφτιά όταν κάνουν βλα­κεί­ες, αλλά κυρί­ως να τ’ αγα­πώ έτσι όπως είναι, καλά ή κακά».

H Mπί­λι στο Κόβανς και η πρώ­τη ηχογράφηση

holiday2

H Μονετ Μουρ, έκα­νε πρό­βες για το σόου της στο Μπρό­ντ­γου­εϊ. Μια εύσω­μη τρα­γου­δί­στρια, μόλις στα δεκα­ε­πτά της χρό­νια, όμορ­φη και με περί­ερ­γη φωνή θα την αντι­κα­τα­στή­σει. Στο κοι­νό που περι­μέ­νει τη νεα­ρή αυτή κοπέ­λα να τρα­γου­δή­σει, βρί­σκε­ται και ο Τζον Χάμοντ (αργό­τε­ρα υπεύ­θυ­νος στον τομέα της τζαζ της Κολού­μπια), κυνη­γός ταλέ­ντων και αρθρο­γρά­φος. Ο Χάμοντ μένει ενθου­σια­σμέ­νος με τη λεπτή και αισθη­σια­κή φωνή της νεα­ρής τρα­γου­δί­στριας γρά­φο­ντας στο περιο­δι­κό Melody Maker: «Αυτό το μήνα έγι­νε μια πραγ­μα­τι­κή ανα­κά­λυ­ψη στο πρό­σω­πο της Μπί­λι Χόλι­ντεϊ. Είναι δεκα­ε­πτά χρο­νών, ζυγί­ζει πάνω από ενε­νή­ντα κιλά, είναι απί­στευ­τα όμορ­φη και δεν έχω ακού­σει ποτέ από κανέ­ναν άλλον να τρα­γου­δά σαν κι αυτή».

Η Μπί­λι, με τη βοή­θεια του Χάμοντ, μπαί­νει στο στού­ντιο της Κολού­μπια. Εκεί, είναι και η πρώ­τη φορά που τρα­γου­δά με μικρό­φω­νο. Ηχο­γρα­φεί τo κομ­μά­τι Your Mother’s Son-in-Law μαζί με τον Μπέ­νι Γκού­ντμαν κερ­δί­ζο­ντας τριά­ντα πέντε δολά­ρια. Θα κάνει δύο χρό­νια να ξανα­μπεί σε στούντιο.

Εμφα­νί­σεις σε διά­φο­ρα κλαμπ

holiday3

Το Νοέμ­βριο του 1934, η Μπί­λι και το τότε αγό­ρι της Μπό­μπι Χέντερ­σον, προ­σλαμ­βά­νο­νται για μια εβδο­μά­δα στο Από­λο. Είναι τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη και φοβι­σμέ­νη, τόσο που την περισ­σό­τε­ρη ώρα βρί­σκε­ται κλει­σμέ­νη στην τουα­λέ­τα. Όταν o Χέντερ­σον παί­ζει την εισα­γω­γή, εκεί­νη είναι έτοι­μη να πάει ξανά στην τουα­λέ­τα, όμως ο Πίγκ­μιτ Μάρκ­χαμ την σπρώ­χνει στη σκη­νή. Με την ίδια να τρέ­μει και τη φωνή της να μην είναι στα­θε­ρή, τρα­γου­δά μπρο­στά σε δύο χιλιά­δες θεα­τές τα κομ­μά­τια If the Moon Turns Green και το Τhe Man I love. Δεν τα πήγε άσχη­μα παρά το τρο­με­ρό άγχος της, με τον Τύπο της επο­χής, ωστό­σο, να μη δίνει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία. Την ίδια περί­ο­δο εμφα­νί­ζε­ται στο Αλά­μπρα, στο Σάν­σετ και στο εστια­τό­ριο Χοτ-Τσα όπου αρχί­ζει και γοη­τεύ­ει ακό­μα τους πιο δύσπι­στους δημοσιογράφους.

Strange Fruit

Μόλις κατά­λα­βε τη σημα­σία του τρα­γου­διού, η Μπί­λι άρχι­σε να κλαί­ει από συγκί­νη­ση. Το Strange Fruit, τρα­γού­δι-σταθ­μός για την Lady Day και για το Καφέ Σοσάιε­τι που εμφα­νι­ζό­ταν εκεί­νο τον και­ρό, θεω­ρεί­ται ως το πρώ­το protest song, τρα­γού­δι που θα απο­τε­λέ­σει λάβα­ρο των μαύ­ρων στον πόλε­μο κατά των φυλε­τι­κών δια­κρί­σε­ων, ιδιαί­τε­ρα στο Νότο, εκεί που το λιν­τσά­ρι­σμα ενα­ντί­ον τους είναι συχνό φαι­νό­με­νο. Τρα­γού­δι που θα αφιε­ρώ­σει και στον πατέ­ρα της μετά τον θάνα­τό του.

Τα δέντρα του Νότου έχουν έναν παρά­ξε­νο καρπό

Με αίμα στα φύλ­λα και στις ρίζες

Ένα μαύ­ρο κορ­μί ταλα­ντεύ­ε­ται από την αύρα του Νότου

Περί­ερ­γος καρ­πός κρε­μα­σμέ­νος στις λεύκες.

Βου­κο­λι­κή στιγ­μή του γεν­ναί­ου Νότου,

Με βγαλ­μέ­να μάτια, παρα­μορ­φω­μέ­νο στόμα

Με γλυ­κό και φρέ­σκο άρω­μα μανόλιας,

Και μια ξαφ­νι­κή μυρω­διά καμέ­νης σάρκας.

Αυτόν τον καρ­πό θα τον αρπά­ξουν τα κοράκια,

Θα τον μαζέ­ψει η βρο­χή, και θα τον σκορ­πί­σει ο άνεμος

Θα τον σαπί­σει ο ήλιος, θα πέσει από το δέντρο,

Τι παρά­ξε­νη και πρι­κή σοδειά

Κάθε βρά­δυ, η Μπί­λι κλεί­νει το σόου της με αυτό, ενώ την ώρα που αρχί­ζει το κομ­μά­τι δια­κό­πτε­ται το σερ­βί­ρι­σμα των πελα­τών, χαμη­λώ­νουν τα φώτα, υπάρ­χει από­λυ­τη ησυ­χία και το μόνο πρό­σω­πο που λάμπει, είναι το δικό της. Δένε­ται τόσο με αυτό, που θα γίνει η υπέρ­μα­χός του. Η δημο­τι­κό­τη­τά της εκτο­ξεύ­ε­ται με την ερμη­νεία του Strange Fruit και δεν είναι λίγες οι φορές που επι­τί­θε­ται σε καλ­λι­τέ­χνες που θέλουν ή ήδη το τραγούδησαν.

Τα δύσκο­λα παι­δι­κά χρόνια

Στις 17 Απρι­λί­ου του 1915, έρχε­ται στον κόσμο ένα μικρό κορι­τσά­κι, η μικρή Ελε­α­νό­ρα. «Η μαμά και ο μπα­μπάς ήταν πιτσι­ρί­κια τη μέρα του γάμου τους: εκεί­νος ήταν δεκα­ο­χτώ χρο­νών και εκεί­νη δεκα­έ­ξι, εγώ ήμουν τριών». Με αυτά τα λόγια ξεκι­νά η αυτο­βιο­γρα­φία της Μπί­λι Χόλι­ντεϊ, Lady Sings the Blues, χωρίς να είναι από­λυ­τα ακρι­βές αφού στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο πατέ­ρας της, Κλά­ρενς Χόλι­ντεϊ ήταν δεκα­ε­πτά και η μητέ­ρα της, Σέι­ντι, δεκα­εν­νιά, ενώ γάμος δεν υπήρ­ξε ποτέ.

holiday4

Η Ελε­α­νό­ρα, πάει από σπί­τι σε σπί­τι. Η μητέ­ρα της, ανί­κα­νη να μεγα­λώ­σει την κόρη της, δου­λεύ­ει για να συντη­ρή­σει τον εαυ­τό της. Ο πατέ­ρας της, όντας περι­πλα­νώ­με­νος μου­σι­κός δεν βρέ­θη­κε παρά ελά­χι­στες φορές κοντά της. Τον περισ­σό­τε­ρο και­ρό είναι στο σπί­τι της της θεί­ας της, Εύα, ετε­ρο­θα­λή αδερ­φή της Σέι­ντι. Η βία δεν λεί­πει από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα της Μπί­λι και το μονα­δι­κό στή­ριγ­μά της, μια γυναί­κα μεγά­λης ηλι­κί­ας που απο­κα­λού­σε «για­γιά» πέθα­νε την ώρα που την είχε στην αγκα­λιά της. Αυτά στη Βαλ­τι­μό­ρη, όπου η πόλη ήταν ζωντα­νή από μου­σι­κή, με ωραία σπί­τια και με τον ρατσι­σμό να είναι σε χαμη­λό βαθ­μό συγκρι­τι­κά με άλλες περιο­χές. Ο πατέ­ρας της που την επι­σκέ­πτε­ται κάποιες φορές, της δίνει το ψευ­δώ­νυ­μο «Μπί­λι» λόγω της μαγκιάς και του τσα­μπου­κά που έδει­χνε η μικρή Ελε­α­νό­ρα.

Ανή­λι­κη άνευ γονι­κής επιμέλειας

H Μπί­λι κλέ­βει ένα ζευ­γά­ρι μετα­ξω­τές κάλ­τσες, κάτι που πάντα ήθε­λε, όμως για κακή της τύχη γίνε­ται αντι­λη­πτή από έναν αστυ­νο­μι­κό. Αυτό, ήταν το πρώ­το μπλέ­ξι­μο που είχε με τις αστυ­νο­μι­κές αρχές, ένα από τα πολ­λά που θα ακο­λου­θή­σουν. Στα δέκα της χρό­νια, ενώ­πιον του εισαγ­γε­λέα που έκρι­νε πως «είναι ανή­λι­κη άνευ γονι­κής επι­μέ­λειας», η Ματζ όπως θα την απο­κα­λέ­σουν αργό­τε­ρα, θα μεί­νει για εννέα μήνες στον Οίκο Καλού Ποι­μέ­να, ένα ίδρυ­μα που δημιουρ­γή­θη­κε το 1894 απο­κλει­στι­κά για έγχρω­μες ανή­λι­κες κακο­ποιούς. Λόγω καλής δια­γω­γής, η Σέι­ντι κατα­φέρ­νει να την φέρει στο σπί­τι που συζού­σε με έναν εργά­τη σε μια κακή συνοι­κία της Βαλ­τι­μό­ρης. Ένα βρά­δυ, η Σέι­ντι γυρί­ζει σπί­τι και ακού­ει λυγ­μούς και ανοί­γο­ντας την πόρ­τα βλέ­πει έναν γεί­το­να να βιά­ζει τη μικρή Ελε­α­νό­ρα. Στη δίκη, επα­νέρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο το θέμα της ανευ­θυ­νό­τη­τας της μητέ­ρας και η Μπί­λι μετα­φέ­ρε­ται ξανά στον Καλό Ποι­μέ­να. Η Κρι­στίν Σκοτ θυμά­ται την συμπε­ρι­φο­ρά της εκεί: «Η Μαντζ (Ελε­α­νό­ρα), ήταν μεγα­λό­σω­μη και αφρά­τη, όπως οποιο­δή­πο­τε δεκα­τε­τρά­χρο­νο κορί­τσι (ήταν όμως έντε­κα χρο­νών). Είχε πολύ ωραίο μελα­χρι­νό δέρ­μα, λεπτά χαρα­κτη­ρι­στι­κά και υπέ­ρο­χα μαλ­λιά. Ήταν όμορ­φη και καθα­ρή. Ήταν όμως σαν ξυλάγ­γου­ρο. Δεν την ενδιέ­φε­ρε τίπο­τα πέρα από τη ραπτι­κή. Είχε πάντα τις μαύ­ρες της. Σπά­νια ερχό­ταν σε επα­φή με άλλους. Ακό­μα και στην αυλή, καθό­ταν σε μια γωνία».

Μετά από χρό­νια, η Χόλι­ντεϊ θα παρα­δε­χθεί πως εκδι­δό­ταν από μικρή ηλι­κία, κρύ­βο­ντας ωστό­σο πως η μητέ­ρα της την είχε εγκα­τα­στή­σει σε οίκο ανο­χής στη Νέα Υόρκη…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο