Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τσε Γκεβάρα: Στίχοι για τον Φιντέλ

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Η αγά­πη του Τσε για την ποί­η­ση ξεπή­δη­σε σαν φλό­γα και φού­ντω­σε από τα πρώ­τα κιό­λας χρό­νια της ζωή του. Οι στί­χοι του Νερού­δα, του Βερ­λαίν, του Μαρ­τί, του Μπο­ντλαίρ, του Φελί­πε και άλλων ποι­η­τών ταξί­δευαν με τα φτε­ρά τους τον «Ερνε­στί­το» (μικρός Ερνέ­στο) όταν ο ασθε­νι­κός οργα­νι­σμός του τον κρα­τού­σε φυλα­κι­σμέ­νο στο εφη­βι­κό του δωμά­τιο· ακο­λού­θη­σαν τον ανή­συ­χο νεα­ρό επι­στή­μο­να Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα στα ταξί­δια του όταν περι­δια­βαί­νο­ντας τις άκρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής με τη μοτο­σι­κλέ­τα του απο­φά­σι­ζε «με τους φτω­χούς της γης να μοι­ρα­στεί την τύχη του» (κατά το στί­χο του Μαρ­τί) και να αφιε­ρώ­σει τη ζωή του στην υπό­θε­ση της επα­νά­στα­σης των κατα­πιε­σμέ­νων της Κού­βας, της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής και όλης της γης· έγι­ναν οι αχώ­ρι­στοι σύντρο­φοί του κομα­ντά­ντε Τσε Γκε­βά­ρα στις κορ­φές της Σιέ­ρα Μαέ­στρα, όταν στο πλευ­ρό του Φιντέλ πολε­μού­σε τις ορδές του τυράν­νου Μπα­τί­στα, στις ατέ­λειω­τες συνε­δριά­σεις του υπουρ­γεί­ου Βιο­μη­χα­νί­ας της Κού­βας, μετά τη νικη­φό­ρα επα­νά­στα­ση, στην καθη­με­ρι­νή επα­φή του με τον κου­βα­νι­κό λαό στο χωρά­φι και στο εργο­στά­σιο· μέσα από τις χει­ρό­γρα­φες πυκνο­γραμ­μέ­νες σελί­δες ενός τετρα­δί­ου στί­χοι του Νερού­δα, του Βαγιέ­χο, του Γκι­γιέν και του Φελί­πε συντρό­φε­ψαν τον μεγά­λο Αργε­ντί­νο επα­να­στά­τη στη ζού­γκλα της Αφρι­κής και στα τελευ­ταία του λαχα­νια­σμέ­να βήμα­τα στ’ αφι­λό­ξε­να φαράγ­για της Βολι­βί­ας, μέχρι να του κόψει το νήμα της ζωής ένας ένστο­λος τιπο­τέ­νιος και να περά­σει στην αθανασία.

Ο ιστο­ρι­κός ηγέ­της της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης Φιντέλ Κάστρο, που πριν λίγες μέρες συμπλή­ρω­σε τα 90 του χρό­νια, θα πει, χρό­νια αργό­τε­ρα: «Αυτοί που ήθε­λαν να τον σκο­τώ­σουν, που ήθε­λαν να τον εξα­φα­νί­σουν, δεν μπό­ρε­σαν να κατα­λά­βουν ότι θα άφη­νε ένα ανε­ξί­τη­λο σημά­δι στην ιστο­ρία, και ότι το φωτει­νό, προ­φη­τι­κό βλέμ­μα του θα τον μετα­μόρ­φω­νε σε ένα σύμ­βο­λο για όλα τα εκα­τομ­μύ­ρια των εκα­τομ­μυ­ρί­ων φτω­χών αυτής της γης.»

Ο Τσε δεν ήταν μόνο ένας πιστός, φανα­τι­κός ανα­γνώ­στης της ποί­η­σης· «δοκι­μά­στη­κε» απέ­να­ντί της γρά­φο­ντας τους δικούς του στί­χους. Με τη σεμνό­τη­τα που διέ­κρι­νε τις εκφάν­σεις της σύντο­μης μα τόσο γεμά­της ζωής του δεν διεκ­δί­κη­σε από την ποί­η­ση τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο πέρα από τη «δική τους» σχέ­ση  που απλω­νό­ταν ανά­με­σα στα όρια του σεβα­σμού και της απε­ριό­ρι­στης αγά­πης (και η ποί­η­ση «αγά­πη­σε» τον Τσε ― ο θρυ­λι­κός επα­να­στά­της παρα­μέ­νει μια ζωντα­νή πηγή έμπνευ­σης για τους ποι­η­τές σε όλο τον κόσμο).

Οι παρα­κά­τω στί­χοι γρά­φτη­καν από τον Τσε για τον Φιντέλ. Δημο­σιεύ­τη­καν στο Ριζο­σπά­στη το 1974, μετα­φρα­σμέ­νοι από τον κομ­μου­νι­στή για­τρό, συνερ­γά­τη της εφη­με­ρί­δας, Στά­θη Κανναβό.

Τρα­γού­δι στον Φιντέλ

Είπες πως ο ήλιος, όπου να ’ναι, θα φανεί.
Εμπρός να πιά­σου­με πέρα-κει
τα μονο­πά­τια κεί­να τα ξεχα­σμέ­να κι ανύποπτα,
τον πρά­σι­νο αλι­γά­το­ρα που αγα­πάς  να ξεσκλαβώσουμε.

Εμπρός και ξεκι­νού­με τις ντρο­πές σαρώνοντας,
με τα ματό­φρυ­δά μας
αναρ­ρι­πι­σμέ­να στην ανά­στα­ση αστροφεγγιά.
Βιν­τσε­ρέ­μος. Κι αν όχι, το θάνα­το δίχως άλλο θα πατήσουμε.

Από την πρώ­τη μπα­τα­ριά η ζούγκλα
πέρα ως πέρα θε ν’ αφυπνιστεί,
σ’ ένα πρω­τό­φα­ντο θάμπω­μα αλαφιασμού.
Κι’ ιδιο­στιγ­μής, συντρο­φιά εμείς γαλήνια,
θε να βρε­θού­με πλάι σου.

Κι όντας ο λόγος σου καλπάζοντας
τους τέσ­σε­ρους ανέ­μους θε να σχίζει
ρεφόρ­μα, αγκρά­σια, δικαιο­σύ­νη, ψωμί, λιμπερτά
μ’ ολόι­δια ατό­φιες εμείς κραυγές,
θα ’μαστε πλάι σου.

Κι ως το γιου­ρού­σι του καθαρ­μού κατά του τύρρανου
εκεί κατά το γέρ­μα της ημέ­ρας θα τελειώνει,
Αβά­ντι ξανά, την ίδια στιγ­μή για την τελι­κή σύρραξη,
εμείς θα ’μαστε πλάι σου.

Κι όντας πια, ματω­μέ­νο από της Κού­βας τις σαϊτιές,
το ανή­με­ρο χτή­νος τις πλη­γές του λήχει,
πλάι σου εμείς θα ’μαστε
και οι καρ­διές μας περήφανες.

Την τιμή μας ποτέ μη λογιά­σεις, να ζαλί­σουν μπορούν
οι χιλιο­πλού­μι­στοι ψύλ­λοι που χορο­πη­δούν ταρα­κου­νώ­ντας τα λει­ριά τους.
Εμείς τα όπλα τους, τις σφαί­ρες τους κι ένα μετε­ρί­ζι θέλουμε.
Τίπο­τες άλλο.

Κι αν είναι και βόλια θερί­σουν το δρό­μο μας
ένα δακρυ­σέ­ντο­νο κου­βα­νέ­ζι­κο ζητούμε
να τύλι­γες το ρέμπε­λο σκε­λε­τό μας,
καθώς για την Ιστο­ρία του Δυτι­κού Ημι­σφαι­ρί­ου θα τραβούμε.

Τίπο­τε περισσότερο.

Τσε Γκε­βά­ρα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο