Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Cubania

Γρά­φει ο Βαγ­γέ­λης Γονα­τάς //

Αυτή τη λέξη (cubania) χρη­σι­μο­ποιούν οι κου­βα­νοί για να απο­δώ­σουν τη συνεί­δη­ση της εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας και της αγά­πης τους για την πατρί­δα. Μάλ­λον δεν μετα­φρά­ζε­ται εύκο­λα στα ελλη­νι­κά, τα πλη­σιέ­στε­ρα “ελλη­νι­σμός” παρα­πέ­μπει κυρί­ως στο σύνο­λο του πλη­θυ­σμού ελλη­νι­κής κατα­γω­γής ανά τον κόσμο και το “ελλη­νι­κό­τη­τα” στην προ­έ­λευ­ση προ­ϊ­ό­ντων ή το πολύ τέχνης και κουλ­τού­ρας. Όμως η cubania είναι άλλο πράγ­μα, εκφρά­ζει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα, εκφρά­ζει το σύνο­λο των στοι­χεί­ων που συνα­πο­τε­λούν το κου­βα­νι­κό έθνος, που για να κατα­νοη­θεί χρειά­ζε­ται να πάμε πολύ πριν την επα­νά­στα­ση (1959) η οποία δεν ήταν απλά μια στιγ­μή, αλλά η κορύ­φω­ση μιας μακρό­χρο­νης εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κής διαδικασίας.

Όταν κάπο­τε ρώτη­σαν τον κορυ­φαίο κου­βα­νό λογο­τέ­χνη Alejo Carpentier (1904–1980) για την προ­έ­λευ­ση των κατοί­κων της Κού­βας, εκεί­νος απά­ντη­σε απλού­στα­τα ότι “Όλοι προ­ερ­χό­μα­στε από τα καράβια”.

Πράγ­μα­τι, με καρά­βια έφτα­σαν οι κατα­κτη­τές από την Ισπα­νία που σε λίγο και­ρό είχαν εξο­λο­θρεύ­σει πλή­ρως τους ιθα­γε­νείς, με τα όπλα και την σκλη­ρή δου­λειά ανα­ζη­τώ­ντας χρυ­σό. Όταν οι ιθα­γε­νείς εξο­λο­θρεύ­τη­καν, τα απα­ραί­τη­τα εργα­τι­κά χέρια, τώρα για την ζάχα­ρη, μετα­φέρ­θη­καν κατά χιλιά­δες από την Αφρι­κή με τα δου­λε­μπο­ρι­κά καράβια.

Το 1847 άρχι­σαν να φθά­νουν στις κου­βα­νι­κές ακτές καρά­βια γεμά­τα με φτω­χούς κινέ­ζους με την φιλο­δο­ξία να κερ­δί­σουν πολ­λά λεφτά και την ελπί­δα να επι­στρέ­ψουν πλού­σιοι στην πατρί­δα τους, πράγ­μα που τελι­κά δεν το κατά­φε­ραν ποτέ, καθώς δου­λεύ­ο­ντας στις χει­ρό­τε­ρες συν­θή­κες, άφη­σαν τα κόκ­κα­λα και τους απο­γό­νους τους στο νησί.

Αργό­τε­ρα, χιλιά­δες αγρο­τών από τα Κανά­ρια κατέ­φθα­σαν για να δου­λέ­ψουν στα χωρά­φια του καπνού και των τρο­πι­κών φρού­των. Από κοντά, Άρα­βες και Ινδοί για να ανα­πτύ­ξουν το εμπό­ριο στις αστι­κές ζώνες, άνδρες και γυναί­κες από τις ελεύ­θε­ρες αμε­ρι­κα­νι­κές εκτά­σεις, Για­πω­νέ­ζοι, Κορε­ά­τες, Σου­η­δοί, Ολλαν­δοί, Άγγλοι, Γάλ­λοι και Βορειο­α­με­ρι­κα­νοί, κ.α.

Ανα­κα­τε­μέ­να αίμα­τα και κοι­νές φιλο­δο­ξί­ες δημιούρ­γη­σαν μια ιδιό­μορ­φη αίσθη­ση με δική της κουλ­τού­ρα. Από όλο αυτό το εθνο­λο­γι­κό χαρ­μά­νι προ­έ­κυ­ψε το κου­βα­νι­κό έθνος που απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε στους αγώ­νες για την ανε­ξαρ­τη­σία. Την δια­δι­κα­σία αυτήν την μελέ­τη­σε ο επι­φα­νής κου­βα­νός δια­νο­ού­με­νος Fernando Ortiz (1881–1969) και της έδω­σε τον ονο­μα­σία “transculturación” (δια­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα).

Αυτό είναι λοι­πόν η “cubania”. Στην Κού­βα όταν αγα­πάς την πατρί­δα σου, αγα­πάς εκ πεποι­θή­σε­ως όλους τους λαούς του κόσμου, αφού από αυτούς προ­ήλ­θες μόλις δύο αιώ­νες πριν. Πρό­κει­ται για μια εθνι­κή συνεί­δη­ση που δια­μορ­φώ­θη­κε κατά την διάρ­κεια των απε­λευ­θε­ρω­τι­κών πολέ­μων που ξεκί­νη­σαν το 1868 και ολο­κλη­ρώ­θη­καν με τον θρί­αμ­βο της επα­νά­στα­σης. Επι­πλέ­ον, η απει­λή ‑όλα αυτά τα χρό­νια- από τον βόρειο γεί­το­να, ακρι­βώς για την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, συντή­ρη­σαν και ανα­βάθ­μι­σαν μια εθνι­κή συνεί­δη­ση με το επα­να­στα­τι­κό – απε­λευ­θε­ρω­τι­κό στοι­χείο να είναι μόνι­μο συστα­τι­κό της.

Τηρου­μέ­νων όλων των ποιο­τι­κών ανα­λο­γιών, αντί­στοι­χη είναι η εθνι­κή συνεί­δη­ση σε όλη την Νότια και Κεντρι­κή Αμε­ρι­κή και Καραϊ­βι­κή. Η κοι­νή γλώσ­σα, ο κοι­νός εχθρός (Ισπα­νός και Βορειο­α­με­ρι­κά­νος) δια­μόρ­φω­σαν μια εθνι­κή συνεί­δη­ση ολό­κλη­ρης της Ηπεί­ρου (της Δικής μας Αμε­ρι­κής) βασι­κά αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή. Η δια­δι­κα­σία που συντε­λεί­ται σήμε­ρα στην Ήπει­ρο, πατά­ει ακρι­βώς σε αυτό το στοι­χείο, και όπως είναι φυσι­κό, υπάρ­χουν, ανα­πτύσ­σο­νται και δημιουρ­γού­νται σε αυτήν, διά­φο­ρα ιδε­ο­λο­γι­κά και πολι­τι­κά ρεύματα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο