Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Μητροπάνος: «Παραγίναμε νόμιμοι…»

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Υπήρ­ξε ένας από τους σπου­δαιό­τε­ρους αυθε­ντι­κούς λαϊ­κούς ερμη­νευ­τές. Σημά­δε­ψε για πάντα το ελλη­νι­κό τρα­γού­δι με την από σπά­νιο μέταλ­λο και με λεβέ­ντι­κη χροιά φωνή του και το βαρύ του «πάτη­μα» στο πάλ­κο-σκη­νή. Ερμή­νευ­σε μεγά­λους συν­θέ­τες, ποι­η­τές και στι­χουρ­γούς και δεν αρνή­θη­κε να στα­θεί δίπλα στους νεώ­τε­ρους δημιουρ­γούς που είχαν κάτι να «πουν»· τα τρα­γού­δια του τρα­γου­δή­θη­καν από όλες τις ηλι­κί­ες. Συν­δέ­θη­κε με το ζεϊ­μπέ­κι­κο όσο ίσως κανείς άλλος ερμη­νευ­τής. Αγα­πή­θη­κε από το λαό και κυρί­ως τη νεο­λαία όσο λίγοι.

Ο Δημή­τρης Μητρο­πά­νος γεν­νή­θη­κε στις 2 Απρί­λη του 1948 σε μια συνοι­κία των Τρι­κά­λων που την κατοι­κού­σαν μερο­κα­μα­τιά­ρη­δες και αγω­νι­στές. Από παι­δί γνώ­ρι­σε τη φτώ­χεια και τη βιο­πά­λη και τι θα πει να είσαι γιος αγω­νι­στών της Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Τον μαχη­τή του ΔΣΕ και πολι­τι­κό πρό­σφυ­γα πατέ­ρα του θα τον γνω­ρί­σει όταν θα γίνει 29 ετών. Πάλε­ψε με τις δυσκο­λί­ες της ζωής και βγή­κε νικη­τής ακο­λου­θώ­ντας από τα πρώ­τα του βήμα­τα μέχρι το τέλος τα χνά­ρια μιας πορεί­ας χαραγ­μέ­νης από συνέ­πεια, ήθος και αξιο­πρέ­πεια. Πρώ­τα με τα χέρια του, στο μερο­κά­μα­το, και στη συνέ­χεια αξιο­ποιώ­ντας και εξε­λίσ­σο­ντας το θείο χάρι­σμα της φωνής του.

Ανα­φε­ρό­με­νος στο ρόλο των καλ­λι­τε­χνών και των δια­νο­ου­μέ­νων στην αφύ­πνι­ση του λαού, ο Δ. Μητρο­πά­νος λέει ότι «σε μια επο­χή αδια­φο­ρί­ας και βολέ­μα­τος, όπως η σημε­ρι­νή, δεν είναι ουσια­στι­κή η συμ­με­το­χή τους (σ.σ. των καλ­λι­τε­χνών) στον αγώ­να για τέτοια ζωτι­κής σημα­σί­ας προ­βλή­μα­τα. Εχει αλλά­ξει και ο τρό­πος που αντι­με­τω­πί­ζο­νται από το κατε­στη­μέ­νο… Σήμε­ρα, ασκού­νται άλλου είδους πιέ­σεις. Και στην περί­πτω­ση της συναυ­λί­ας για τον Οτσα­λάν ειδι­κό­τε­ρα υπήρ­ξαν φοβε­ρές πιέ­σεις, τηλέ­φω­να. Εγώ πάντως δεν τις κατα­λα­βαί­νω αυτές τις πιέ­σεις, που λένε δε θα σε παί­ξου­με στην τηλε­ό­ρα­ση ή θα το πλη­ρώ­σεις αν δεν είσαι μαζί μας… Οχι, δεν είμαι μαζί τους. Είμαι αυτό που θέλω. Με αυτό που ζητώ να βιώ­σουν τα παι­διά τα δικά μου και του δίπλα μου, ώστε να μπο­ρέ­σουν να ζουν ανθρώ­πι­να, ευτυ­χι­σμέ­να. Ας με κυνη­γή­σουν… Και τι έγι­νε; Μπο­ρώ να φτιά­ξω μια καλύ­τε­ρη κοι­νω­νία; Αυτό με απα­σχο­λεί. Εξάλ­λου, αν πας σε μια δια­δή­λω­ση, μπο­ρείς να κάνεις και πέντε φίλους… Μπο­ρεί κάποιοι να με λένε και γρα­φι­κό για τις επι­λο­γές μου. Αυτοί, όμως, τι είναι; Εγώ μπο­ρεί να είμαι γρα­φι­κός, αυτοί, όμως, είναι δου­λο­πρε­πείς, γλεί­φτες. Δε με νοιά­ζουν, ούτε με αφο­ρούν. Εχω την αξιο­πρέ­πειά μου, που λεί­πει απ’ αυτούς που σκύ­βουν το κεφά­λι και κλί­νουν το “βολεύ­ο­μαι” σε όλες τις πτώσεις».
[Συνέ­ντευ­ξη στη Ρου­μπί­νη Σού­λη. Πηγή: Ριζο­σπά­στης, 23/4/2000]

Τρα­γού­δη­σε τις αγω­νί­ες, τα βάσα­να και τους αγώ­νες του λαού με περη­φά­νια και έγνοια για τους αδι­κη­μέ­νους· τρα­γού­δη­σε τον έρω­τα και την αγά­πη «με βαριά παλι­κα­ρί­σια ανα­πνοή», με αξιο­πρέ­πεια και αρχο­ντιά χωρίς να χάσει ποτέ «το αντρι­λί­κι» του. Τόλ­μη­σε να δοκι­μά­σει τη φωνή του σε «δια­δρο­μές» απερ­πά­τη­τες από άλλους μεγά­λους του λαϊ­κού τρα­γου­διού, και να μας δωρί­σει μονα­δι­κές στιγ­μές ψυχι­κής ανά­τα­σης και αξε­πέ­ρα­στες ερμηνείες.

«―Εσείς είστε μεγάλος τραγουδιστής. ―Δεν θα το πω εγώ αυτό. Αυτό που θέλω να μείνει είναι ότι πέρασε κάποιος απ’ αυτή τη δουλειά και την έκανε καλά. Μου φτάνει.»

«―Εσείς είστε μεγά­λος τρα­γου­δι­στής.
―Δεν θα το πω εγώ αυτό. Αυτό που θέλω να μεί­νει είναι ότι πέρα­σε κάποιος απ’ αυτή τη δου­λειά και την έκα­νε καλά. Μου φτάνει.»

Ο Δ. Μητρο­πά­νος δεν κρύ­φτη­κε ποτέ, ούτε μάση­σε τα λόγια του. Πνεύ­μα ανυ­πό­τα­χτο και στρα­τευ­μέ­νη συνεί­δη­ση, συμ­με­τεί­χε ενερ­γά ο ίδιος και στά­θη­κε πάντα στο πλευ­ρό των αγώ­νων του λαού, δια­τυ­πώ­νο­ντας καυ­στι­κή κρι­τι­κή στο σύστη­μα και τα πλο­κά­μια του (και) στην τέχνη, αλλά και στους συνα­δέλ­φους του που επέ­λε­γαν τη σιω­πή-συνε­νο­χή. Ο λόγος του είναι και θα παρα­μέ­νει επί­και­ρος όσο ο συμ­βι­βα­σμός και η υπο­τα­γή θα καθο­ρί­ζουν το παρόν και θα υπο­θη­κεύ­ουν το μέλλον.

Κατα­δι­κά­ζο­ντας το επαί­σχυ­ντο αντι­κομ­μου­νι­στι­κό μνη­μό­νιο που πέρα­σε από την Κοι­νο­βου­λευ­τι­κή Συνέ­λευ­ση του Συμ­βου­λί­ου της Ευρώ­πης και εξι­σώ­νει ευθέ­ως τον κομ­μου­νι­σμό με το ναζι­σμό, δρο­μο­λο­γώ­ντας επι­κίν­δυ­νες εξε­λί­ξεις για τα δημο­κρα­τι­κά δικαιώ­μα­τα και τις λαϊ­κές ελευ­θε­ρί­ες, θα πει:

«Το να πεις ότι αυτά που συμ­βαί­νουν είναι απα­ρά­δε­κτα είναι λίγο. Συμ­βαί­νουν τόσα πράγ­μα­τα. Κάθε μέρα σκο­τώ­νουν τον κόσμο, κάθε μέρα κάνουν πράγ­μα­τα και δεν ασχο­λεί­ται κανέ­νας. Τώρα ξαφ­νι­κά τους πεί­ρα­ξε ότι ο κομ­μου­νι­σμός είναι βλα­βε­ρός. Αν έτσι νομί­ζουν τι να κάνου­με, δεν μπο­ρού­με να τους πού­με να μην απο­φα­σί­ζουν. Δικαί­ω­μά τους είναι να απο­φα­σί­ζουν. Ομως, δικαί­ω­μά μας είναι να αντι­στε­κό­μα­στε και να αγω­νι­ζό­μα­στε και να παλεύ­ου­με. Από μια πλευ­ρά θεω­ρώ μπας και είναι και λίγο καλό να ξυπνή­σου­με και λίγο και να δού­με τι γίνε­ται, πού βαδί­ζου­με, πού πάμε, για­τί κάπου βολευ­τή­κα­με, κάπου είπα­με εντά­ξει, είμα­στε καλά, νόμι­μο το ΚΚΕ, νόμι­μο το ένα, νόμι­μο το άλλο, όμως παρα­γί­να­με νόμι­μοι. Ισως μας ξυπνή­σει λίγο και να ξανα­μά­θου­με να αγω­νι­ζό­μα­στε. Καλό θα μας κάνει. Οι προ­ο­δευ­τι­κοί άνθρω­ποι που αγω­νί­ζο­νται και που σηκώ­νουν το κεφά­λι θα το σηκώ­σουν και θα το σηκώ­σουν και πιο πολύ. Γι’ αυτό σας λέω, ότι κάπου θα ξυπνή­σουν συνει­δή­σεις, θα ξυπνή­σουν πράγ­μα­τα, θα ξυπνή­σουν τα μαζι­κά κινή­μα­τα.» [Πηγή: Ριζο­σπά­στης, 31/12/2005–1/1/2006]

Ο Δημή­τρης Μητρο­πά­νος έφυ­γε πρό­ω­ρα από τη ζωή, στις 17 Απρί­λη του 2012, στα 64 του χρό­νια, έχο­ντας πολ­λά ακό­μα να δώσει, αφή­νο­ντας πίσω του «του αιώ­να την παρά­γκα» να δέρ­νε­ται από «βοριά­δες» που απει­λούν να αφα­νί­σουν ό,τι αντι­στέ­κε­ται στο πέρα­σμά τους. Η φωνή του θα μας συντρο­φεύ­ει πάντα, στην αγω­νία για το μερο­κά­μα­το και στον αγώ­να για μια καλύ­τε­ρη ζωή, τρα­γου­δώ­ντας γι’ αυτούς που ερω­τεύ­ο­νται, παλεύ­ουν και ζουν την κάθε τους στιγ­μή «στη διαπασών»…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο