Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δίνε το χέρι σε όποιον σηκώνεται», Μαξίμ  Γκόρκι (1868–1936)

Γρά­φει η Αννε­κε Ιωαν­νά­του //

7 Νοεμ­βρί­ου χθες και η σκέ­ψη πάει 99 χρό­νια πίσω στις μέρες που συγκλό­νι­σαν τον κόσμο τότε στη Ρωσία. Σαν φόρο τιμής σε αυτή την «έφο­δο στον ουρα­νό» θα ακο­λου­θή­σει σε τρία μέρη ένα αφιέ­ρω­μα στο μεγά­λο λογο­τέ­χνη-επα­να­στά­τη Μαξίμ Γκόρ­κι – ανα­δη­μο­σί­ευ­ση με κάποιες μικρές αλλα­γές από το τεύ­χος 47–48 της επι­θε­ώ­ρη­σης «Θέμα­τα Παιδείας».

Άλλος ένας αποσιωπημένος

Από τη λίστα των σχε­δόν «αγνο­ού­με­νων» επα­να­στα­τών της παγκό­σμιας καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας δεν μπο­ρεί να λεί­πει ο Μαξίμ Γκόρ­κι. Γεν­νή­θη­κε το 1868. Αρα τις δύο επα­να­στά­σεις (1905 και 1917) τις έζη­σε σαν μεγά­λος άνθρω­πος και όχι σαν μια «βουή» από τα παι­δι­κά χρό­νια. Αφού ο Γκόρ­κι πέθα­νε το 1936, έζη­σε και κάποια από τα  «στα­λι­νι­κά» χρό­νια της «αμαρ­τω­λής» και μυριο­δια­στρε­βλω­μέ­νης δεκα­ε­τί­ας του 1930.

Η περί­πτω­ση του Γκόρ­κι είναι εξαι­ρε­τι­κή, αν όχι μονα­δι­κή στην παγκό­σμια ιστο­ρία. Με μια μικρή επι­φύ­λα­ξη (λόγω ενδε­χό­με­νης παρά­λει­ψης άγνω­στων στην υπο­γρά­φου­σα περι­πτώ­σε­ων) μπο­ρού­με να πού­με, ότι δεν υπάρ­χει άλλος συγ­γρα­φέ­ας παγκό­σμιας εμβέ­λειας, που να έχει ξεκι­νή­σει κυριο­λε­κτι­κά από τον βυθό της κοι­νω­νί­ας. Υπάρ­χει και η γνώ­μη, ότι γι’αυτό το λόγο πάντα στα έργα του υπήρ­χε μια τρα­χιά βάση σε αντί­θε­ση με την τερά­στια πλειο­νό­τη­τα των συγ­γρα­φέ­ων –παγκο­σμί­ως – που κατά­γο­νται από ένα λιγό­τε­ρο ή περισ­σό­τε­ρο καλ­λιερ­γη­μέ­νο οικο­γε­νεια­κό περι­βάλ­λον.  Ο Γκόρ­κι λοι­πόν,  από το «βυθό» της κοι­νω­νί­ας –τίτλος κιό­λας ενός από τα θεα­τρι­κά του έργα- έδω­σε μια μεγά­λη μάχη για την κατά­κτη­ση γνώ­σε­ων. Το ταλέ­ντο του σε συν­δυα­σμό με την κολα­σμέ­νη κατα­γω­γή του τάρα­ξε τα νερά της κοι­νω­νί­ας. Στην «τρα­χιά» αυτή βάση θέλουν κάποιοι να ανά­γουν τις «ελλεί­ψεις εσω­τε­ρι­κών ψυχο­γρα­φι­κών ανα­λύ­σε­ων», το «βίαιο τρό­πο γρα­φής» του, τη «μονο­το­νία των θεμά­των» και την «έμφα­ση στην εξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά» (εκφρά­σεις του Γάλ­λου ακα­δη­μαϊ­κού Ανρί Τρουα­γιά) και κυρί­ως την ακλό­νη­τη υπο­στή­ρι­ξή του του σοβιε­τι­κού καθε­στώ­τος της περιό­δου 1924–1936, για την οποία έμει­ναν εμβρό­ντη­τοι τόσοι θαυ­μα­στές του. Το μεγά­λο αμάρ­τη­μα του Γκόρ­κι ήταν, ότι ποτέ και που­θε­νά δεν μπο­ρούν να του βρουν αρνη­τι­κές δηλώ­σεις σχε­τι­κά με τον «δικτά­το­ρα» Στά­λιν και το τότε σοβιε­τι­κό καθε­στώς. Ο Γκόρ­κι είχε γίνει ένα είδος γρα­φειο­κρα­τι­κός υπάλ­λη­λος με την πένα, που δεν ήθε­λε να βλέ­πει τις εκτε­λέ­σεις από τον «σοβιε­τι­κό ουμα­νι­σμό», θα γρά­φει ο Τρουα­γιά. Ο όρος «σοβιε­τι­κός» ή «προ­λε­τα­ρια­κός ουμα­νι­σμός» είχε καθιε­ρω­θεί από τον Γκόρ­κι σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τον αστι­κό ψευ­δο-ουμα­νι­σμό. Ετσι ο Βίκτωρ Σερζ θα γρά­φει στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα ενός επα­να­στά­τη»: «Τί γινό­ταν μέσα του; Ξέρα­με, ότι συνέ­χι­ζε να μουρ­μου­ρί­ζει, ότι είχε χάσει την υπο­μο­νή του, ότι η σκλη­ρό­τη­τά του είχε μια άλλη πλευ­ρά, αυτή της δια­μαρ­τυ­ρί­ας και της θλί­ψης. Λέγα­με μετα­ξύ μας: «Θα σκά­σει μια μέρα!»

Ομως, όλοι οι συνερ­γά­τες του της «Νέα Ζωή» εξα­φα­νί­ζο­νταν στις φυλα­κές και δεν είπε τίπο­τα. .……Μήπως, ανα­ρω­τιό­μουν, έπα­σχε από μια γερο­ντι­κή στέ­γνω­ση, απο­ψί­λω­ση, ακαμ­ψία, που άρχι­σε σ’αυτόν ήδη στα εξή­ντα του;»

«Απ’αυτή την ακαμ­ψία της γηρα­τειάς», προ­σθέ­τει ο Ανρί Τρουα­γιά, στο βιβλίο του οποί­ου για τον Γκόρ­κι βρί­σκου­με την ως άνω παρά­θε­ση, «ο Γκόρ­κι έπα­σχε σαν από μια δια­νοη­τι­κή αγκύλωση».

Εγκλήσεις και αντεγκλήσεις

Ενδια­φέ­ρον σ’αυτά τα πλαί­σια έχουν κάποιες απα­ντή­σεις του Γκόρ­κι σε επι­θέ­σεις  που του έγι­ναν για τη στά­ση του, είτε από εμι­γκρέ­ντες στο δυτι­κό κόσμο, είτε από εχθρούς στο εσω­τε­ρι­κό της Ρωσί­ας. Οταν η Κατε­ρί­να Κου­σκό­βα τον είχε ρωτή­σει  για τα πραγ­μα­τι­κά (!) του αισθή­μα­τα σχε­τι­κά με τη σοβιε­τι­κή εξου­σία, απά­ντη­σε σε γράμ­μα του της 19 Αυγού­στου του 1927: «Οι σχέ­σεις μου με τη σοβιε­τι­κή εξου­σία είναι πεντα­κά­θα­ρες. Δεν βλέ­πω καμία άλλη εξου­σία σαν δυνα­τό­τη­τα για το ρώσι­κο λαό, δεν σκέ­φθο­μαι καμία άλλη εξου­σία, δεν επι­θυ­μώ καμία άλλη».

Η Κου­σκό­βα, η οποία είχε απε­λα­θεί από την ΕΣΣΔ, τον είχε επι­κρί­νει για τις κατά τη γνώ­μη της άδι­κες και βάναυ­σες επι­θέ­σεις του στους Ρώσους εμι­γκρέ­ντες και για την  μονο­με­ρή, μερο­λη­πτι­κή άρα εσφαλ­μέ­νη εκτί­μη­ση της σοβιε­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, όπως έλε­γε. Αντα­πο­δί­δο­ντάς της τη μονο­μέ­ρεια, την οποία η ίδια διά­θε­τε, σύμ­φω­να με τον Γκόρ­κι, και μιλώ­ντας για την και­νούρ­για ρώσι­κη αλή­θεια, η οποία ήδη έχει σπαρ­θεί στις μάζες δίνο­ντάς τους εμπι­στο­σύ­νη στην ίδια τη θέλη­ση και τη λογι­κή τους, ο Γκόρ­κι θα κατα­λή­ξει: «Για μένα δεν πρό­κει­ται μόνο για τον εξη­λε­κτρι­σμό, για την εκβιο­μη­χά­νι­ση, την ανά­πτυ­ξη της γεωρ­γί­ας και των όσων απα­ξιώ­νει ο Τύπος σας…Για μένα το σημα­ντι­κό είναι ένας εργά­της ενός διϋ­λι­στη­ρί­ου ζάχα­ρης να δια­βά­ζει τον Σέλ­λεϋ στο πρω­τό­τυ­πο. Σημα­ντι­κό για μένα είναι ο άνθρω­πος, που νοιώ­θει για τη ζωή ένα μεγά­λο και υγιές ενδια­φέ­ρον, που κατα­λα­βαί­νει, ότι χτί­ζει ένα και­νούρ­γιο κρά­τος, ο άνθρω­πος που δεν ζει από λόγια, αλλά από το πάθος του για την εργα­σία και τη δραστηριότητα.….»

Και σε άρθρο του του 1927 με τίτλο «Δέκα χρό­νια» θα πει: «Η χαρά και η περη­φά­νειά μου είναι ο και­νούρ­γιος Ρώσος άνθρω­πος, χτί­στης ενός και­νούρ­γιου κρά­τους. Απευ­θύ­νω τον ειλι­κρι­νή μου χαι­ρε­τι­σμό σ’αυτό το μικρό, αλλά γιγα­ντιαίο άνθρω­πο, που τον βρί­σκεις σε όλες τις γωνιές της χώρας, στα εργο­στά­σια, στα χωριά, στις αχα­νείς στέπ­πες, στην τάϊ­γκα της Σιβη­ρί­ας, στα βου­νά του Καυ­κά­σου και στις τούν­δρες του Βορ­ρά, σ’αυτό τον συχνά πολύ μονα­χι­κό άνθρω­πο, ο οποί­ος δου­λεύ­ει ανά­με­σα σε κόσμο που ακό­μα δυσκο­λεύ­ε­ται να τον κατα­λα­βαί­νει. Σύντρο­φε, να ξέρεις και να είσαι πολύ πεπει­σμέ­νος, ότι είσαι ο πιο απα­ραί­τη­τος άνθρω­πος σε τού­τη τη γη. Συντε­λώ­ντας τη σεμνή σου υπό­θε­ση, έχεις αρχί­σει να δημιουρ­γείς έναν και­νούρ­γιο κόσμο».

Αυτά, μαζί με τις δηλώ­σεις του για το Λένιν (σαν τον άνθρω­πο, τον οποίο περί­με­νε ο κόσμος), απο­τέ­λε­σαν αφορ­μή για τον Ανρί Τρουα­γιά να μιλή­σει για την «εθνι­κι­στι­κή και μπολ­σε­βί­ζου­σα έπαρ­ση» του Γκόρκι.

Τα πιο λαμπρά ονό­μα­τα, όμως, της δυτι­κής λογο­τε­χνί­ας της επο­χής του είχαν μια άλλη γνώ­μη. Ανά­με­σα στις προ­σω­πι­κό­τη­τες, οι οποί­ες υπέ­γρα­ψαν στη «New York Times» στις 25 Μαρ­τί­ου του 1928 τα συγ­χα­ρη­τή­ρια για τον Μαξίμ Γκόρ­κι με αφορ­μή τα 60χρονά του (50 υπο­γρα­φές) ήταν οι Ρομέν Ρολ­λάν, Στέ­φαν Τσβάιχ, Χάιν­ριχ Μαν, Γκολ­σου­έρ­θι, Ντι­χα­μέλ, Ουέλς, Σέλ­μα Λάγκερλεφ.

Οι δύο ψυχές της Ρωσίας

Λαβές για να βλέ­πουν οι τοτι­νοί και μετέ­πει­τα πολέ­μιοι του «σοσια­λι­σμού του 20ου αιώ­να» στον Γκόρ­κι έναν επα­να­στά­τη αρχι­κά και μετέ­πει­τα «υπο­ταγ­μέ­νο» της στα­λι­νι­κής περιό­δου δίνει η ίδια η εξέ­λι­ξη του Γκόρ­κι, που παρου­σιά­ζει ακρι­βώς τα χρό­νια της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης – λίγο πριν και μετά- μια μετά­πτω­ση σε σχέ­ση με το φλο­γε­ρό επα­να­στα­τι­σμό του των αρχών του 20ου αιώ­να, που είχε εκδη­λω­θεί ιδιαί­τε­ρα με αφορ­μή την Επα­νά­στα­ση του 1905.  Εδώ βρί­σκου­με και αντι­πα­ρα­θέ­σεις με το Λένιν. Ο Γκόρ­κι δεν «βλέ­πει» την Επα­νά­στα­ση ακό­μα λόγω καθυ­στέ­ρη­σης των εργα­τι­κών και αγρο­τι­κών μαζών και φοβά­ται μια άγρια, βάρ­βα­ρη θύελ­λα, κατα­στρο­φι­κή για τη Ρωσία, αν γίνει τώρα (το 1917 δηλα­δή) η Επα­νά­στα­ση. Είναι η περί­ο­δος, στην οποία ο Γκόρ­κι μπαί­νει σε θέσεις που μοιά­ζουν μ’αυτές των οπορ­του­νι­στών. Ηδη στα τέλη του 1916 σ’ένα γράμ­μα του στην Ινέσ­σα Αρμάν, σταλ­μέ­νο από τη Ζυρί­χη, ο Λένιν γρά­φει για το και­νούρ­γιο του βιβλίο «Ο ιμπε­ρια­λι­σμός», που το είχε στεί­λει στη Ρωσία για εκτύ­πω­ση: «Το χει­ρό­γρα­φό μου έφτα­σε στην Πετρού­πο­λη και να, σήμε­ρα μου γρά­φουν πως ο εκδό­της (σκέ­ψου ο Γκόρ­κι! Ω, το μοσχά­ρι!) πει­ρά­χτη­κε από τον τρό­πο που επικρίνω…ποιόν λέτε;…τον Κάου­τσκι! Και θέλει, λέει, να μου γρά­ψει τις παρα­τη­ρή­σεις του!!! Να γελάς και να θλίβεσαι».

Ο Γκόρ­κι σ’αυτή τη φάση βλέ­πει δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές, όπως ανά­με­σα στην «άπρα­γη, καθυ­στε­ρη­μέ­νη, νωχε­λι­κή» Ανα­το­λή και την «πολι­τι­σμέ­νη», δρα­στή­ρια Δύση. Τέτοιες σκέ­ψεις εκφρά­ζει εκεί­να τα χρό­νια σε μια αρθρο­γρα­φία του, όπως στο «Οι δύο ψυχές»: «Πρέ­πει να σηκώ­σου­με πόλε­μο στις ασια­τι­κές κατα­βο­λές μέσα στο αίμα μας, στη ρώσι­κη ψυχή μας, να για­τρευ­τού­με από τον πεσι­μι­σμό που είναι ντρο­πή για την ψυχή ενός νέου έθνους και τον τρέ­φει η κλί­ση, που έχουν οι αδρα­νείς θεω­ρη­τι­κοί χαρα­κτή­ρες να ξεχω­ρί­ζουν μες στη ζωή τις σκιε­ρές και άσχη­μες πλευ­ρές της, αυτές που ταπει­νώ­νουν τον άνθρωπο».

Αυτά, εννο­εί­ται, δεν κάνουν το ρώσι­κο λαό ιδιαί­τε­ρο κατάλ­λη­λο για μια ριζι­κή ανα­τρο­πή σε σοσια­λι­στι­κή κατεύ­θυν­ση, σύμ­φω­να με τον Γκόρ­κι, που θέλει τον ρώσι­κο λαό να «στρα­φεί από τη Ρωσία του Ντο­στο­γέφ­σκι στην Ευρώ­πη του Πού­σκιν και του Χέρ­τσεν». Ρωσία ναι, δηλα­δή, αλλά όχι της μετα­φυ­σι­κής και του θρη­σκευ­τι­κού σκο­τα­δι­σμού. Ο ίδιος ο Γκόρ­κι, ο «αγγε­λιο­φό­ρος της θύελ­λας», έχο­ντας μεγα­λώ­σει στον τσα­ρι­σμό και ανθί­σει στο σοσια­λι­σμό, είχε, σύμ­φω­να με τον Ασσέ­γιεφ, δύο φτε­ρά: «Ενα από τα φτε­ρά του βυθί­ζε­ται βαθιά στα σκο­τά­δια και στη σιω­πή της επο­χής των τσάρων…Το άλλο φτε­ρό, που σηκώ­νε­ται πολύ ψηλά, ξαλα­φρω­μέ­νο και καθα­ρι­σμέ­νο από τη σκό­νη της παρά­δο­σης, από το βάρος των ανα­μνή­σε­ων, αιω­ρεί­ται ελεύ­θε­ρα σε μεγά­λο ύψος, φωτι­σμέ­νο από τη λάμ­ψη μιας νέας επο­χής, από τη νέα ακτί­να της χαραυγής».

Κατά τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1920, θα πει στον δοκι­μιο­γρά­φο Ιλια Τσάπ­κα, ο οποί­ος τον ρωτού­σε για την τοπο­θέ­τη­σή του στο πλευ­ρό του Λένιν μετά από τα χρό­νια της ακα­τα­νοη­σί­ας και της κρι­τι­κής: «Εγώ δεν είμαι πολι­τι­κός άνθρω­πος. Μόνο ο Λένιν μπο­ρού­σε να τα βλέ­πει και να τα κατα­λα­βαί­νει όλα. Αλλά ήταν μεγα­λο­φυ­ϊα, δημιουρ­γός γεγονότων…Εγώ φοβό­μουν την αναρ­χία που θα έρι­χνε την επα­νά­στα­ση στο βάλ­το του χαμού της…Δεν είμαι ο μόνος που έκα­νε λάθος…Τώρα όλος ο κόσμος έχει κατα­λά­βει, ότι ο Λένιν και το Κόμ­μα του είχαν δίκιο σε όλα τα στά­δια της μάχης τους: αν ο Πέτρος Α’ άνοι­ξε  για  τη Ρωσία ένα παρά­θυ­ρο προς την Ευρώ­πη, ο  Λένιν, τον Οκτώ­βρη, άνοι­ξε ένα παρά­θυ­ρο προς το σοσια­λι­στι­κό μέλ­λον για όλη την ανθρω­πό­τη­τα» (από τα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Τσάπκα).

Με το νέο εκδο­τι­κό «Πάρους» και το περιο­δι­κό «Χρο­νι­κά», που αρχί­ζει να βγαί­νει από το Δεκέμ­βρη του 1915, θα προ­σπα­θή­σει να συσπει­ρώ­σει εκεί­νες τις πνευ­μα­τι­κές δυνά­μεις, οι οποί­ες θα δου­λέ­ψουν για τον ως άνω σκο­πό της απο­τί­να­ξης των ασια­τι­κών κατα­βο­λών, για τη δημο­κρα­τία, τη σοσια­λι­στι­κή προ­ο­πτι­κή, ενά­ντια στον πόλε­μο. Καλού­σε να συνερ­γα­στούν στο και­νούρ­γιο περιο­δι­κό και τους Ουέλς,  Μπέρ­ναρ Σο, Ρομαίν Ρολ­λάν για την παγκό­σμια Λίγκα των Διανοουμένων.

Ο Γκόρ­κι, σ’αυτή την περί­ο­δο εκφρά­ζει φόβους για μια ανε­ξέ­λεγ­κτη βία, μια αντε­πα­νά­στα­ση: «Δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία πως ετοι­μά­ζε­ται αντε­πα­νά­στα­ση που θα ξεσπά­σει πολύ γρή­γο­ρα – η πιο απαί­σια και φρι­κτή. Φοβά­μαι τους φαντά­ρους εδώ της φρου­ράς, περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα το μου­ζί­κο. Αυτος, αν δεν επα­να­φέ­ρει τη μοναρ­χία, θα επι­βά­λει την αναρχία».

Οι ταλαντεύσεις μιας ιδιοφυϊας

Το Μάρ­τη του 1917- δηλα­δή μόλις είχε γίνει η αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή επα­νά­στα­ση του Κέρεν­σκι – ο Γκόρ­κι προει­δο­ποιεί ακό­μα τον 20χρονο γιο του, που είναι με τους μπολ­σε­βί­κους επα­να­στά­τες, να μην αφή­σει τα γεγο­νό­τα να τον παρα­σύ­ρουν. Υπάρ­χουν μεγά­λοι κίν­δυ­νοι, για­τί «δεν νική­σα­με για­τί είχα­με τη δύνα­μη, αλλά για­τί η εξου­σία ήταν αδύ­να­τη. …Κάνα­με μια πολι­τι­κή επα­νά­στα­ση και πρέ­πει να κατο­χυ­ρώ­σου­με τις κατα­κτή­σεις της…Εγώ είμαι σοσιαλ­δη­μο­κρά­της, αλλά λέγω και θα λέγω ότι για σοσια­λι­στι­κές αλλα­γές δεν ήρθε η στιγ­μή ακόμα».

Ετσι έλε­γε ο Γκόρ­κι που ομο­λο­γεί σε ένα άλλο σημείο, ότι ζού­σε σε μια ψυχι­κή αντί­θε­ση με τον ίδιο τον εαυ­τό του. Και ρίχνε­ται στην κουλ­τού­ρα, για­τί οι μάζες είναι αμόρ­φω­τες και ούτε η αστι­κή τάξη της Ρωσί­ας είναι προετοιμασμένη.

Αργό­τε­ρα θα πει: «Πίστευα ότι η επι­στη­μο­νι­κή και η τεχνι­κή δια­νό­η­ση, γενι­κά ο κάθε δια­νο­ού­με­νος που είχε μια ειδι­κό­τη­τα ήταν κιό­λας ένας επα­να­στά­της και μαζί με την εργα­τι­κή και τη σοσια­λι­στι­κή δια­νό­η­ση ήταν η πολυ­τι­μό­τε­ρη δύνα­μη που διέ­θε­τε η Ρωσία, άλλη δύνα­μη ικα­νή να πάρει την εξου­σία στη Ρωσία του 1917 και να χει­ρα­γω­γή­σει το χωριό δεν έβλε­πα. …Πρώ­τι­στο καθή­κον της επα­νά­στα­σης θεω­ρού­σα να δημιουρ­γή­σει τέτοιες συν­θή­κες που θα ευνο­ού­σαν την ανά­πτυ­ξη των πολι­τι­στι­κών δυνά­με­ων της χώρας».

Αργό­τε­ρα θα ανα­γνω­ρί­σει το λάθος του μιλώ­ντας γι’αυτά στις ανα­μνή­σεις του για τον Λένιν: «Οταν το 1917 ήρθε ο Λένιν στη Ρωσία και δημο­σί­ευ­σε τις «Θέσεις» του (του Απρί­λη, Α.Ι.) εγώ ήμουν βέβαιος πως όλη εκεί­νη τη λιγο­στή αριθ­μη­τι­κά αλλά τόσο ηρω­ι­κή πρω­το­πο­ρία των πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νων εργα­τών κι όλη επί­σης τη συνε­πή επα­να­στα­τι­κή δια­νό­η­ση την προ­σφέ­ρει θυσία στο Μινώ­ταυ­ρο των Ρώσων μου­ζί­κων». Για να προ­σθέ­σει παρα­κά­τω: «Ετσι σκε­φτό­μουν εγώ τότε. Τού­το ήταν το σφάλ­μα μου».

Στο μετα­ξύ στην επα­να­στα­τι­κή χρο­νιά του 1917 υπάρ­χει μια θελ­λώ­δης κορύ­φω­ση αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων. Ο Γκόρ­κι κατη­γο­ρεί­ται επα­νει­λημ­μέ­νως για γερ­μα­νό­φι­λο με τις θέσεις του ενα­ντια στον πόλε­μο. Θέσεις που έμοια­ζαν με αυτές του Λένιν, ο οποί­ος κατη­γο­ρή­θη­κε ακό­μα και για πρά­κτο­ρας των Γερ­μα­νών. Στο περιο­δι­κό «Νέα Ζωή» ο Γκόρ­κι γρά­φει δρι­μύ άρθρο ενά­ντια στους μπολ­σε­βί­κους. Πλη­σιά­ζει η 20η Οκτω­βρί­ου και όταν γρά­φει: «Ολο και πιο επί­μο­να κυκλο­φο­ρούν οι φήμες ότι στις 20 του Οκτώ­βρη επί­κει­ται «εξόρ­μη­ση των μπολ­σε­βί­κων», ο Στά­λιν απα­ντά, «τί θέλουν επι­τέ­λους από μας οι νευ­ρο­πα­θείς της «Νέας Ζωής; «Αν επι­θυ­μούν να τους ανα­κοι­νώ­σου­με την «ημέ­ρα» για να μπο­ρέ­σουν έγκαι­ρα να κινη­το­ποι­ή­σουν τους πανι­κό­βλη­τους δια­νο­ού­με­νους για μια φυγή προς Φιν­λαν­δία το κατα­λα­βαί­νου­με και το επιδοκιμάζουμε…Αν ζητάν να πλη­ρο­φο­ρη­θούν για να ησυ­χά­σουν τ’ «ατσα­λέ­νια» νεύ­ρα τους μπο­ρού­με να τους δια­βε­βαιώ­σου­με πως κι αν ακό­μα είχε ορι­στεί μια τέτοια «μέρα» κι αν ακό­μα τους το ψιθυ­ρί­σου­με στο αυτί, πάλι δεν θα μας αφή­σουν ήσυ­χους – θα έχου­με αμέ­σως βρο­χή από άλλα ερω­τή­μα­τα, κρί­σεις υστε­ρί­ας κλπ.»

Αλλά υπήρ­χαν κι άλλα άρθρα ενά­ντια στους μπολ­σε­βί­κους σ’αυτό το περιο­δι­κό σ’όλη τη διάρ­κεια του 1917, που έδω­σαν αφορ­μή στο Στά­λιν να γρά­φει τον Αύγου­στο της ίδιας χρο­νιάς: «Η ομά­δα αυτή…αιωνίως ταλα­ντεύ­ε­ται ανά­με­σα στην επα­νά­στα­ση και την αντε­πα­νά­στα­ση, στον πόλε­μο και την ειρή­νη, ανά­με­σα στους εργά­τες και τους καπι­τα­λι­στές, τους μεγα­λο­κτη­μα­τί­ες και τους αγρότες».

Ο Μαγια­κόφ­σκι απο­χω­ρεί από τη «Νέα Ζωή» εκεί­νο τον Αύγουστο.

Ο Γκόρ­κι σ’ένα του γράμ­μα λίγο μετά θα ανα­στε­νά­ξει: «Είναι κλο­νι­σμέ­να  (τα νεύ­ρα του, Α.Ι.) Παρά πολύ. …Πολύ άσχη­μη τρο­πή πήρε η Ρωσία μας, πάρα πολύ!»

Στους ακό­λου­θους μήνες η αρθρο­γρα­φία του στη «Νέα Ζωή» είναι σε μια μόνι­μη αντι­πα­ρά­θε­ση με την «Πράβ­ντα».

 

Στο δεύ­τε­ρο μέρος θα δού­με την ιδε­ο­λο­γι­κή στρο­φή του Γκόρ­κι που σήμα­νε την επι­στρο­φή του στις γραμ­μές των μπολσεβίκων.

 

Πηγές:

-Μαξίμ Γκόρ­κι, Ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός, Εκδ. «Ειρή­νη», 1975

-Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρ­κι, Εκδ. «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», 2004

- Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986

Συνε­χί­ζε­ται

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μαρ­ξι­σμός και λογοτεχνία

ΠΡΟΜΗΘΕΩΝ ΤΟΠΟΙ «Δύσκο­λο πια να χαμηλώσουνε…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο