Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δίνε το χέρι σε όποιον σηκώνεται» Μαξίμ Γκόρκι  (Β’ Μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

 Η (επι)στροφή

Την άνοι­ξη και το καλο­καί­ρι του 1918 δια­πι­στώ­νε­ται μια στρο­φή στα άρθρα του Γκόρ­κι στη «Νέα Ζωή». Αργό­τε­ρα θα γρά­ψει στο Ρομαίν Ρολ­λάν: «Από τις αρχές του 1918 κατά­λα­βα πια ότι στη Ρωσία δεν μπο­ρεί να στα­θεί άλλη εξου­σία κι ότι ο Λένιν είναι ο μόνος ικα­νός να στα­μα­τή­σει την ανά­πτυ­ξη αυτής της στοι­χεια­κής αναρ­χί­ας μέσα στις μάζες των αγρο­τών και των φαντά­ρων. Ακό­μα όμως δεν είχα συντα­χθεί πλή­ρως με τη γραμ­μή του Λένιν».

Η (επι)στροφή του Γκόρ­κι επη­ρε­ά­ζει πλή­θος δια­νο­ου­μέ­νων που ο Γκόρ­κι τους συσπει­ρώ­νει μέσα από διά­φο­ρα σώμα­τα και οργα­νώ­σεις σε μια «εκπο­λι­τι­στι­κή εξόρ­μη­ση». Η χαρι­στι­κή βολή στα αντε­πα­να­στα­τι­κά του χρό­νια δόθη­κε με την από­πει­ρα δολο­φο­νί­ας του Λένιν το καλο­καί­ρι του 1918: «Από τη μέρα που έγι­νε η από­πει­ρα κατά του Λένιν ένοιω­σα πάλι μπολσεβίκος».

Από κει και πέρα η πορεία του Γκόρ­κι είναι πια σφρα­γι­σμέ­νη, παρ’ όλες τις δια­φω­νί­ες του με τους μπολ­σε­βί­κους και τους δισταγ­μούς του για ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα. Ο πιο πει­στι­κός παρά­γων γι’αυτόν σ’αυτή τη Ρωσία σε ανα­βρα­σμό ήταν ο Λένιν, με τον οποίο είχε μετά από χρό­νια μια αρκε­τά φιλι­κή προ­σω­πι­κή συζή­τη­ση, προς το τέλος του Σεπτέμ­βρη του 1918, στην οποία ο Λένιν ανά­με­σα σ’άλλα θα του πει και τα εξής: «Οποιος δεν είναι μαζί μας είναι ενα­ντί­ον μας. Δεν μπο­ρεί να στα­θεί κανείς πάνω από την Ιστο­ρία, είναι αυτα­πά­τη. Κι αν παρα­δε­χτού­με πως κάπο­τε μπο­ρού­σε να γίνει κι αυτό, τώρα πια δεν είναι δυνα­τό – σε κανέ­ναν δεν χρειά­ζε­ται άλλω­στε. Ολοι μέχρι τον τελευ­ταίο έχου­με μπει στο χορό, είναι τώρα πολύ πιο περί­πλο­κη η  ζωή από άλλο­τε. Νομί­ζε­τε ότι απλου­στεύω πολύ τα πράγ­μα­τα; Σε βαθ­μό επι­κίν­δυ­νο  για την κουλ­τού­ρα; …Και νομί­ζε­τε ότι τα εκα­τομ­μύ­ρια οι μου­ζί­κοι με την καρα­μπί­να στο χέρι δεν είναι απει­λή για την κουλτούρα;»

Για να προ­σθέ­σει μετά από κάποιες άλλες παρα­τη­ρή­σεις σχε­τι­κά με εργά­τες και δια­νο­ού­με­νους: «Γι’αυτά και γι’αυτά μου φύτε­ψε η δια­νό­η­ση τού­τη τη σφαίρα…»

Ο Γκόρ­κι έχει κατα­λά­βει πια, ότι σε τέτοιες συν­θή­κες οξυ­μέ­νης ταξι­κής πάλης είναι λάθος να διστά­ζεις, δεν υπάρ­χει μέσος δρό­μος, δεν υπάρ­χουν τα περι­θώ­ρια για συμ­βι­βα­σμούς, για μεσο­βέ­ζι­κες στά­σεις κλπ. Εκφρά­ζο­ντας την εκτί­μη­σή του για το Λένιν θα πει: «Ο Λένιν δεν είναι απλώς ο άνθρω­πος που η ιστο­ρία του ανέ­θε­σε το τρο­μα­κτι­κό χρέ­ος ν’αναταράξει από τα βάθη τον πολύ­χρω­μο, χαο­τι­κό κι οκνη­ρό ανθρω­πο­μυρ­μη­γκό­κο­σμο που λέγε­ται Ρωσία – η δική του θέλη­ση είναι ένας ακού­ρα­στος κατα­πέλ­της και τα χτυ­πή­μα­τά του σεί­ουν εκ θεμε­λί­ων τα βαριά οικο­δο­μή­μα­τα των κεφα­λαιο­κρα­τι­κών χωρών στη Δύση και τ’ απαί­σια κάστρα του δεσπο­τι­σμού που τα έχτι­ζαν με τους αιώ­νες στην Ανατολή».

Οπως θα το δια­τυ­πώ­σει πολύ αργό­τε­ρα, εντε­λώς ξεκα­θα­ρι­σμέ­νος πια απέ­να­ντι σε σοβιε­τι­κούς δημο­σιο­γρά­φους και συγ­γρα­φείς, οι οποί­οι επέ­κρι­ναν τον τρό­πο ζωής στην ΕΣΣΔ δίνο­ντας στους αντι­πά­λους ένα πρό­σχη­μα για να περι­φρο­νή­σουν το σοβιε­τι­κό καθε­στώς: «Οι εχθροί μας φαντά­ζο­νται, ότι μας «δίνουν ξύλο» μ’αυτές τις ανεκ­δο­τι­κές αλή­θειες. Ας τους αφή­σου­με στην ομί­χλη των αυτα­πα­τών τους, αλλά ας ασχο­λού­μα­στε με τη μεί­ω­ση των βρώ­μι­κων ανέκδοτων…Καιρός πια να καλ­λιερ­γή­σου­με στον εαυ­τό μας το αίσθη­μα της παν­σο­βιε­τι­κής και σοσια­λι­στι­κής  υπευ­θυ­νό­τη­τας και αλληλεγγύης».

Σ’αυτή τη φάση δυσκο­λεύ­ο­νται οι «προ­στά­τες» του, για­τί έχου­με φτά­σει πια στο 1932 και ο Λένιν έχει πεθά­νει εδώ και 8 χρό­νια. Πώς να εξη­γή­σουν την όλο και πιο ξεκά­θα­ρη στά­ση του Γκόρ­κι προς το σοβιε­τι­κό καθε­στώς, ενός τόσο ταλα­ντού­χου και ευαί­σθη­του συγ­γρα­φέα με τέτοια παγκό­σμια εμβέ­λεια; Οταν προ­χώ­ρη­σε ο Γκόρ­κι προ­τεί­νο­ντας στους συνά­δερ­φούς του να φύγουν από την παλαιά «αιώ­νια» θεμα­τι­κή τους –έρω­τας, θάνα­τος κλπ – και να στρα­φούν στον επι­στη­μο­νι­κό τομέα της ανθρώ­πι­νης δρα­στη­ριό­τη­τας, αυτό μπο­ρεί να φαί­νε­ται υπερ­βο­λι­κό και σίγου­ρα μέσα στη φόρα της νέας οικο­δό­μη­σης κάποια πράγ­μα­τα μπο­ρεί να τα έβλε­παν πολύ σχη­μα­τι­κά και να έχουν χαρα­κτη­ρι­στεί πολύ εύκο­λα κάποια έργα σαν αντε­πα­να­στα­τι­κά, άρα κατα­κρι­τέα. Για παρά­δειγ­μα στο πρώ­το Συνέ­δριο Σοβιε­τι­κών Συγ­γρα­φέ­ων, τον Αύγου­στο του 1934, με τον Γκόρ­κι πρό­ε­δρο, οι σύνε­δροι κατα­δί­κα­σαν στο όνο­μα του επα­να­στα­τι­κού ρομα­ντι­σμού τα έργα των Τζέιμς Τζόις, Μαρ­σέλ Προυστ και Λουί­τζι Πιρα­ντέλ­λο. Ο Γκόρ­κι εκλέ­χθη­κε πρό­ε­δρος της Ενω­σης των Συγγραφέων.

Κάποιες χαρα­κτη­ρι­στι­κές του δηλώ­σεις εκεί­νων των χρό­νων: «Είναι απα­ραί­τη­το να παλέ­ψου­με ανε­λε­ή­τα να καθα­ρί­σου­με τη λογο­τε­χνία από τις ασχή­μιες του λεξι­λο­γί­ου, να παλέ­ψου­με για την καθα­ρό­τη­τα και τη σαφή­νεια της γλώσ­σας μας, για μια τίμια συγ­γρα­φι­κή τεχνι­κή, χωρίς την οποία δεν υπάρ­χει ιδε­ο­λο­γι­κή ακρίβεια».

Για το χρέ­ος του καλ­λι­τέ­χνη με αφορ­μή την επί­σκε­ψή του σε μια έκθε­ση ζωγρα­φι­κής τον Ιού­λη του 1933: «Οι ζωγρά­φοι μας δεν πρέ­πει να φοβού­νται μια κάποια εξι­δα­νί­κευ­ση της σοβιε­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και του και­νούρ­γιου ανθρώ­που… Σ’ο,τι αφο­ρά τα υπο­κεί­με­να στους πίνα­κες, θα ήθε­λα να έβλε­πα περισ­σό­τε­ρο παι­δι­κά πρό­σω­πα, περισ­σό­τε­ρο χαμό­γε­λα, περισ­σό­τε­ρη αυθόρ­μη­τη χαρά».

Την ίδια μέρα έλε­γε μιλώ­ντας σε σοβιε­τι­κούς γλύ­πτες: «Είναι αξιέ­παι­νος ο καλ­λι­τέ­χνης, όταν ψάχνει νέα θέμα­τα και νέες εικα­στι­κές μορ­φές, αλλά το απο­τέ­λε­σμα των προ­σπα­θειών του πρέ­πει πάντα να είναι κατα­νοη­τό για το λαό».

Λίγα χρό­νια νωρί­τε­ρα ήδη είχε απα­ντή­σει σ’έναν εργά­τη, ο οποί­ος τον είχε ρωτή­σει, αν στη λογο­τε­χνία είναι προ­τι­μό­τε­ρο να παρου­σιά­ζεις την κακή ή την καλή πλευ­ρά της ζωής: «Είμαι υπέρ του να επι­μέ­νου­με στην καλή πλευρά…Η κακιά δεν είναι χει­ρό­τε­ρη από πάντα, ενώ η καλή πλευ­ρά, σε μας, είναι καλύ­τε­ρη από παντού και ποτέ».

Πράγ­μα­τα κατα­νοη­τά σε ‘κεί­να τα χρό­νια για να στα­θε­ρο­ποι­η­θεί το και­νούρ­γιο απ’ όλες τις πλευ­ρές, αν και άνοι­ξε την πόρ­τα για στε­νό­τε­ρες αντι­λή­ψεις και μάλ­λον και για μια υπερ­βο­λι­κή αυστη­ρό­τη­τα ως προς τους νέους συγ­γρα­φείς. Η πάλη ενά­ντια στο φορ­μα­λι­σμό στην τέχνη, τοσο ανα­γκαία για να φέρουν το λαό κοντά στην τέχνη, κιν­δυ­νεύ­ει σε λιγό­τε­ρο έμπει­ρα χέρια απ’ αυτά του Γκόρ­κι να ξεγλι­στρή­σει σε πλή­ρη απα­ξί­ω­ση της μορ­φής. Η τερά­στια ανά­γκη, όμως, να είναι «πάντα κατα­νοη­τή για το λαό» η τέχνη, όπως το δια­τύ­πω­νε ο Γκόρ­κι, παρα­πέ­μπει σε ένα τερά­στιο μορ­φω­τι­κό έργο τότε στη νεα­ρή Σοβιε­τι­κή Ενω­ση, όταν η διεύ­ρυν­ση, το πλά­τε­μα της κουλ­τού­ρας ερχό­ταν πριν από το βάθε­μα. Γι΄αυτούς τους λόγους ο Γκόρ­κι είχε χαρα­κτη­ρί­σει τη σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία την πιο οικουμενική.

Ποιος φοβάται τον Γκόρκι;

Η αφο­σί­ω­ση του Γκόρ­κι στη σοβιε­τι­κή εξου­σία, ιδιαί­τε­ρα τα «αμαρ­τω­λά» χρό­νια της δεκα­ε­τί­ας του ’30, δυσκό­λε­ψαν κάποιους, που κατά τ’ άλλα δεν ήθε­λαν να τον πετά­ξουν στο καλά­θι των αχρή­στων. Πώς να εξη­γή­σουν, όμως, αυτή τη στά­ση του; Υπάρ­χουν διά­φο­ρες παραλ­λα­γές. Είτε τον θεω­ρούν αφε­λή, είτε οπορ­του­νι­στή, είτε τυφλω­μέ­νο από τις πολ­λές τιμές που του έγι­ναν τότε στην πατρί­δα του, ώστε να μην βλέ­πει τη χει­ρα­γώ­γη­σή του εκ μέρους του καθε­στώ­τος. Είτε ένα μίγ­μα όλων αυτών, πάντως δεν είναι κολα­κευ­τι­κό για το Γκόρ­κι. Χαρα­κτη­ρι­στι­κός ο Ανρί Τρουα­γιά στο βιβλίο του «Γκόρ­κι», ο οποί­ος δεν διστά­ζει ακό­μα να αμφι­σβη­τεί την ειλι­κρί­νεια του Γκόρ­κι: «Ποιά ήταν η μερί­δα της ειλι­κρί­νειας και ποιά του οπορ­του­νι­σμού σ’αυτή την αφο­σί­ω­ση στην εξου­σία; Χωρίς αμφι­βο­λία ο Γκόρ­κι ήθε­λε να πεί­σει τον εαυ­τό του σώνει και καλά, ότι υπη­ρε­τού­σε ένα ιδα­νι­κό καθε­στώς. Η άρνη­σή του να βλέ­πει τις ελλεί­ψεις προ­ερ­χό­ταν από το ένστι­κτο της συντή­ρη­σης. Για αυτόν το να πάψει να πιστεύ­ει θα σήμαι­νε να απαρ­νη­θεί το παρελ­θόν του, την ακε­ραιό­τη­τά του, το έργο του, τη ζωή του. Καλύ­τε­ρα που και που να κοροϊ­δεύ­ει τον εαυ­τό του παρά να χάσει το λόγο ύπαρ­ξής του από μια υπερ­βο­λι­κή οξύ­νοια. Παίρ­νο­ντας τις επι­θυ­μί­ες του για πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είχε τις περισ­σό­τε­ρες ευκαι­ρί­ες να επι­βάλ­λει τη μοί­ρα. Το μέλ­λον άνη­κε στους φλο­γε­ρούς, όχι στους σκε­πτι­κι­στές, άνη­κε στους οργι­σμέ­νους, όχι στους χλια­ρούς, όχι στους ανθρώ­πους με παρω­πί­δες, όχι σ’αυτούς που κοι­τού­σαν πότε δεξιά πότε αρι­στε­ρά χωρίς να πάρουν μια απόφαση».

Αυτά γρά­φτη­καν τη δεκα­ε­τία του ’80. Ακό­μα δεν έχει δια­λυ­θεί η Σοβιε­τι­κή Ενω­ση, αλλά οι «απο­στα­λι­νι­σμοί» καλά κρα­τούν. Το προ­κλη­τι­κό εδώ είναι, ότι μην θέλο­ντας τη στά­ση του Γκόρ­κι – που αρνεί­ται να μπει στον κορ­σέ της Δυτι­κής αντι­προ­πα­γάν­δας – τον προ­σβάλ­λουν με το να υπο­θέ­τουν σκο­πι­μό­τη­τα, ακό­μα και απά­τη, ενώ η όλη συγκρό­τη­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Γκόρ­κι δεν παρα­πέ­μπει σε καμία δολιό­τη­τα ή πονη­ριά. Περί­ερ­γος τρό­πος να «προ­στα­τεύ­εις» τον Γκόρ­κι από τον επα­να­στα­τι­κό του εαυ­τό. Κατά τ’ άλλα, κατά Τρουα­γιά, « η ανά­γκη να λατρεύ­ει, να πιστεύ­ει, ήταν πάντα χαρα­κτη­ρι­στι­κό της σλα­βι­κής φυλής. Η προ­σω­πο­λα­τρεία ήταν μέσα στο αίμα αυτού του αφε­λούς και γεν­ναιό­δω­ρου έθνους. Με τον Γκόρ­κι είχε βρει τον «δάσκα­λο της σκέ­ψης του», προ­ερ­χό­με­νο από τις πιο σκο­τει­νές γραμ­μές του πλήθους».

Επο­μέ­νως, ο Γκόρ­κι ταί­ρια­ζε θαυ­μά­σια στη λογι­κή της «στα­λι­νι­κής προ­σω­πο­λα­τρεί­ας». Η «εκ φυλής» αυτή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία είναι στο κάτω κάτω της γρα­φής και προ­σβλη­τι­κή για το ρώσι­κο λαό,  στον οποίο ο Τρουα­γιά αρνεί­ται κάθε δυνα­τό­τη­τα σκέ­ψης και κρί­σης. Ε, δεν μπο­ρεί να είναι ολό­κλη­ρος λαός στο πλευ­ρό μιας τέτοιας επα­νά­στα­σης! Κάτι δεν του πάει καλά, σύμ­φω­να με την αφ’ υψη­λού αυτή θεώ­ρη­ση των γεγο­νό­των στη Ρωσία των αρχών και του πρώ­του μισού του 20ου αιώνα.

Αλλω­στε, πρό­κει­ται για μια γνω­στή συντα­γή αντι­με­τώ­πι­σης, σε περί­πτω­ση και όπου οι λαοί ξεση­κώ­νο­νται: ο πρω­τό­γο­νος λαός κινεί­ται τυφλά και ορμη­τι­κά, οι ηγέ­τες του δαιμονοποιούνται.

Μέσα σ’αυτή τη λογι­κή ται­ριά­ζει και η αντι­με­τώ­πι­ση του θεα­τρι­κού έργου του Γκόρ­κι «Βάσα Γκε­λεσ­νό­βα», το οποίο ο Γκόρ­κι έγρα­ψε το 1910. Υπάρ­χει, όμως, και μια άλλη έκδο­ση, η οποία ολο­κλη­ρώ­θη­κε ένα μήνα πριν το θάνα­τό του το 1936. Δηλα­δή 25 χρό­νια μετά. Το θέα­τρο της Μόσχας είχε ζητή­σει από το Γκόρ­κι να εκσυγ­χρο­νί­σει το έργο ώστε να ται­ριά­ξει πιο πολύ στις κατα­στά­σεις της δεκα­ε­τί­ας του ’30. Υπέ­στη έπει­τα αρκε­τές «παρεμ­βά­σεις» το έργο, ακό­μα και η πρώ­τη εκδο­χή, αυτή του 1910, αλλά κι αυτή πολ­λές φορές «πλα­σα­ρι­σμέ­νη». Μια δια­σκευή, για παρά­δειγ­μα, του έργου έπαι­ξε η Ολυ­μπία Δου­κά­κη, αλλά πρώ­τα προ­σαρ­μό­στη­κε το κεί­με­νο στις απαι­τή­σεις του αμε­ρι­κα­νι­κού κοι­νού. Το έργο ήταν τάχα μια «μαύ­ρη κωμω­δία, ως Νηλ Σάι­μον με τσε­χω­φι­κό μπακ­γκρά­ουντ» και η ηρω­ί­δα Βάσ­σα κάτι σαν Μάνα Κου­ρά­γιο. Κυρί­ως ξεπρο­βάλ­λε­ται η διά­στα­ση της μητέ­ρας, ενώ το έργο στην πρώ­τη έκδο­χή του με υπό­τι­τλο μεν «Η μάνα» είναι μια βαθιά ψυχο­κοι­νω­νι­κή ανά­λυ­ση της ανα­δυό­με­νης μικρο­με­σαί­ας τάξης εμπό­ρων. «Το μυστή­ριο των εμπό­ρων», θα πει ο Γκόρ­κι, «είναι πολύ απλό και εξη­γεί­ται με την αβε­βαιό­τη­τα του έμπο­ρα για τη στα­θε­ρό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής του θέσης» μιλώ­ντας και για την εξά­ντλη­ση της βιο­λο­γι­κής τους ενέρ­γειας και τον εκφυ­λι­σμό τους λόγω της προ­σπά­θειας γρή­γο­ρου πλου­τι­σμού. Η πρώ­τη εκδο­χή του έργου έχει υπο­στεί αρκε­τές ανα­μορ­φώ­σεις και παρα­μορ­φώ­σεις είτε από αφέ­λεια, είτε συνει­δη­τά. Στην παρά­στα­ση του Horizon Theatre Rep στη Νέα Υόρ­κη, φερ’ ειπείν, έχει κατα­νοη­θεί ως το πρω­τό­τυ­πο της σαπου­νό­πε­ρας «Δυνα­στεία» με την πρω­τα­γω­νί­στρια της σει­ράς Αλέ­ξις Κάρινγκτον!

Η πρώ­τη εκδο­χή προ­τι­μή­θη­κε και από το Θέα­τρο «Πρά­ξη» τη χει­με­ρι­νή περί­ο­δο 2007–2008, αλλά με από­λυ­το σεβα­σμό. Για τη δεύ­τε­ρη εκδο­χή ο Γκόρ­κι γρά­φει ένα άλλο κεί­με­νο με περισ­σό­τε­ρο ενδια­φέ­ρον και δυνα­μι­σμό, διό­τι μπαί­νει η αντι­πα­ρά­θε­ση του παλαιού τσα­ρι­κού κόσμου με τη νέα επα­να­στα­τι­κή Ρωσία, που ξεπρο­βάλ­λει σαν μια ανα­γκαιό­τη­τα. Το πλαί­σιο παρα­μέ­νει η οικο­γε­νεια­κή επι­χεί­ρη­ση, αλλά έχουν αλλά­ξει οι σχέ­σεις, ώστε, σύμ­φω­να με τη μπρο­σού­ρα του θεά­τρου «να ται­ριά­ζει σε συγκε­κρι­μέ­νες ηθι­κι­στι­κές προ­δια­γρα­φές», και σε άλλο σημείο της ίδιας μπρο­σού­ρας ο Γκόρ­κι τότε, «ήταν πλέ­ον το φερέ­φω­νο του καθε­στώ­τος» , ο οποί­ος είχε γίνει εξαι­ρε­τι­κά δημο­φι­λής στη χώρα, αλλά «ο εθνι­κός ήρω­ας ήταν ένα όργα­νο της εξουσίας».

Με χορη­γό το Υπουρ­γείο Πολι­τι­σμού κατα­λα­βαί­νου­με, πώς στον τομέα της τέχνης το παι­χνί­δι της δια­μόρ­φω­σης συνει­δή­σε­ων παί­ζε­ται με πολ­λές φορές λεπτό τρό­πο και χωρίς να κατε­βεί η ποιό­τη­τα, όπως σε άλλες περι­πτώ­σεις. Μακριά η δια­μόρ­φω­ση επα­να­στα­τι­κών συνει­δή­σε­ων, αλλά όχι έκπτω­ση στην ποιό­τη­τα. Έτσι μοιά­ζει να υπα­γο­ρεύ­ουν οι χορηγοί.

Η αντίδραση χτυπά

Σύμ­φω­να με τον Ανρί Τρουα­γιά στο τελευ­ταίο κεφά­λαιο του βιβλί­ου του, ο Γκόρ­κι μπο­ρεί να ήταν ο στα­θε­ρός «επαι­νη­τής» του καθε­στώ­τος, αλλά δεν μπο­ρού­σε να αγνο­ή­σει το δικτα­το­ρι­κό χαρα­κτή­ρα, που ο Στά­λιν είχε επι­βά­λει πάνω στην δρα­στη­ριό­τη­τά του. Ηξε­ρε, γρά­φει ο Τρουα­γιά, ότι η χώρα ζού­σε κάτω από μια μόνι­μη τρο­μο­κρα­τία, ότι κανείς δεν τολ­μού­σε να σηκώ­σει κεφά­λι, ότι μια άγρια εκκα­θά­ρι­ση εκτει­νό­ταν ήδη στους παρα­δο­σια­κούς ηγέ­τες του Κόμ­μα­τος, ανά­με­σα σε άλλους και στους Τρό­τσκι, Ζινό­βιεφ, Κάμε­νεφ και ότι ο ένας μετά τον άλλον εξο­ντώ­νο­νταν οι παλαιοί του συνο­δοι­πό­ροι από το νέο ηγέ­τη της Ρωσί­ας με πολ­λές και διά­φο­ρες κατη­γο­ρί­ες. Ολα αυτά, κατά Τρουα­γιά, ο Γκόρ­κι τα ήξε­ρε, σίγου­ρα τον ανη­συ­χού­σαν, αλλά εφη­σύ­χα­ζε τον εαυ­τό του αμέ­σως λέγο­ντας, ότι  «η συγκέ­ντρω­ση εξου­σιών στα χέρια ενός μονά­χα ανθρώ­που ήταν χωρίς αμφι­βο­λία ανα­γκαία για να σηκώ­σει στα πόδια του ένα έθνος από τη φύση του απα­θές και χαο­τι­κό. Ο ακραί­ος κρα­τι­σμός, ο αστυ­νο­μι­κός έλεγ­χος, ο χαφιε­δι­σμός, η ενο­ποί­η­ση της σκέ­ψης σύμ­φω­να με εντο­λές από τα πάνω δεν στε­νο­χω­ρού­σαν αυτό τον ουτο­πι­στή, κάπο­τε συνε­παρ­μέ­νο από την ελευ­θε­ρία. Κάθε περιο­ρι­σμός του φαι­νό­ταν καλός, προ­κει­μέ­νου να είχε σαν δικαιο­λο­γία την ευτυ­χία του προλεταριάτου».

Για τα πρώ­τα ο Τρουα­γιά δεν φέρ­νει καμ­μία παρά­θε­ση από λόγια του Γκόρ­κι, που να στη­ρί­ζουν την άπο­ψή του, ενώ κατά τ’άλλα στο βιβλίο του φέρ­νει αρκε­τές παρα­θέ­σεις, που να απο­δεί­χνουν τα ισχυ­ρι­ζό­με­νά του. Είναι δικές του εικα­σί­ες, ότι ο Γκόρ­κι «ήξε­ρε ότι η χώρα ζού­σε κάτω από μια μόνι­μη τρο­μο­κρα­τία κλπ.» προ­σά­πτο­ντας στον Γκόρ­κι σκέ­ψεις δικές του. Φτά­νει, κατά Τρουα­γιά λίγο παρα­κά­τω, ο Στά­λιν να του μιλά­ει ευγε­νι­κά για τα βιβλία του για να αισθαν­θεί «μια αλη­θι­νή ηθι­κή παρη­γο­ριά»…ανα­φε­ρό­με­νος σε κατά και­ρούς «κραυ­γές ενθου­σια­σμού» του Γκόρ­κι, όπως η εξής: «Ζήτω ο Στά­λιν, αυτός ο άνθρω­πος της τερά­στιας καρ­διάς και πνεύ­μα­τος!» Αλλω­στε, θέα­τρα, δρό­μοι και πόλεις είχαν πάρει το όνο­μα του Γκόρ­κι και η «Γκορ­κι-μάνια» στη χώρα δίνει τρο­φή στους αντί­πα­λους να μιλούν για χει­ρα­γώ­γη­ση μην μπο­ρώ­ντας ή μη θέλο­ντας να φαντα­στούν τί σημαί­νει ένας γνή­σιος γίγας προ­λε­τα­ρια­κός συγ­γρα­φέ­ας –μονα­δι­κό φαι­νό­με­νο – στην οικο­δό­μη­ση ενός προ­λε­τα­ρια­κού κράτους.

Αλλά και όταν ο Τρουα­γιά χαρα­κτη­ρί­ζει τον Γκόρ­κι αφε­λή, χει­ρα­γω­γη­μέ­νο, ασυμ­βί­βα­στο και πλα­νού­με­νο, δεν στη­ρί­ζει τις από­ψεις του παρά μονά­χα με τις δικές του εικασίες.

Το Δεκέμ­βρη του 1934 δολο­φο­νεί­ται ο Κίροφ, κάτι που τσά­κι­σε το Γκόρ­κι με θλί­ψη και οργή και αρχί­ζει η περί­ο­δος των περι­βό­η­των δικών και «εκκε­θα­ρί­σε­ων». Πίσω απ’ όλα αυτά –ακό­μα και πίσω από το θάνα­το του Γκόρ­κι – «είναι», βεβαί­ως, ο Στάλιν…

Ενα στοι­χείο, που δεν θέλουν να βλέ­πουν για να δώσουν μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη εικό­να, άρα και πιο σωστή κρί­ση των γεγο­νό­των οι διά­φο­ροι αντί­πα­λοι της «στα­λι­νι­κής περιό­δου», είναι ότι –και γι’αυτό υπάρ­χουν απο­δεί­ξεις – ο Γκόρ­κι με τις τακτι­κές του δια­μο­νές (για λόγους υγεί­ας κυρί­ως) στο ιτα­λι­κό νησί Κάπρι, δια­πί­στω­νε την άνο­δο του φασι­σμού, την όλο και πιο εχθρι­κή στά­ση των Ρώσων εμι­γκρέ­ντων στην Ευρώ­πη και την προ­χω­ρη­μέ­νη σήψη της αστι­κής κουλ­τού­ρας. Αυτό, πραγ­μα­τι, τον ανη­συ­χού­σε βλέ­πο­ντας και τον κίν­δυ­νο για την πατρί­δα του. Το τελευ­ταίο του μερό­νυ­χτο ‑17 προς 18 του Ιού­νη 1936 – παρα­μι­λού­σε για τον πολε­μο, που ερχό­ταν και την ανά­γκη να του αντισταθούν…

Μήπως ο Γκόρ­κι είχε ζυγί­σει σωστά την κατά­στα­ση και κατα­λά­βει, ότι η σοβιε­τι­κή εξου­σία είχε από­λυ­τη ανά­γκη από υπο­στή­ρι­ξη και ότι εκεί­νες τις στιγ­μές η κάθε δια­φω­νία ήταν μια πολυ­τέ­λεια ή ακό­μα προδοσία;

Στο τρί­το μέρος θα στα­θού­με στην ιδε­ο­λο­γι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση στην τέχνη, στον επα­να­στα­τι­κό ρομα­ντι­σμό, το σοσια­λι­στι­κό ρεα­λι­σμό και τον προ­λε­τα­ρια­κό ουμα­νι­σμό του Γκόρκι.

 

Πηγές:
‑Μαξίμ Γκόρ­κι, Ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός, Εκδ. «Ειρή­νη», 1975
‑Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρ­κι, Εκδ. «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», 2004
— Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986

Συνε­χί­ζε­ται

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

«Δίνε το χέρι σε όποιον σηκώ­νε­ται», Μαξίμ  Γκόρ­κι (1868–1936)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο