Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Η (επι)στροφή
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1918 διαπιστώνεται μια στροφή στα άρθρα του Γκόρκι στη «Νέα Ζωή». Αργότερα θα γράψει στο Ρομαίν Ρολλάν: «Από τις αρχές του 1918 κατάλαβα πια ότι στη Ρωσία δεν μπορεί να σταθεί άλλη εξουσία κι ότι ο Λένιν είναι ο μόνος ικανός να σταματήσει την ανάπτυξη αυτής της στοιχειακής αναρχίας μέσα στις μάζες των αγροτών και των φαντάρων. Ακόμα όμως δεν είχα συνταχθεί πλήρως με τη γραμμή του Λένιν».
Η (επι)στροφή του Γκόρκι επηρεάζει πλήθος διανοουμένων που ο Γκόρκι τους συσπειρώνει μέσα από διάφορα σώματα και οργανώσεις σε μια «εκπολιτιστική εξόρμηση». Η χαριστική βολή στα αντεπαναστατικά του χρόνια δόθηκε με την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν το καλοκαίρι του 1918: «Από τη μέρα που έγινε η απόπειρα κατά του Λένιν ένοιωσα πάλι μπολσεβίκος».
Από κει και πέρα η πορεία του Γκόρκι είναι πια σφραγισμένη, παρ’ όλες τις διαφωνίες του με τους μπολσεβίκους και τους δισταγμούς του για ένα χρονικό διάστημα. Ο πιο πειστικός παράγων γι’αυτόν σ’αυτή τη Ρωσία σε αναβρασμό ήταν ο Λένιν, με τον οποίο είχε μετά από χρόνια μια αρκετά φιλική προσωπική συζήτηση, προς το τέλος του Σεπτέμβρη του 1918, στην οποία ο Λένιν ανάμεσα σ’άλλα θα του πει και τα εξής: «Οποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Δεν μπορεί να σταθεί κανείς πάνω από την Ιστορία, είναι αυταπάτη. Κι αν παραδεχτούμε πως κάποτε μπορούσε να γίνει κι αυτό, τώρα πια δεν είναι δυνατό – σε κανέναν δεν χρειάζεται άλλωστε. Ολοι μέχρι τον τελευταίο έχουμε μπει στο χορό, είναι τώρα πολύ πιο περίπλοκη η ζωή από άλλοτε. Νομίζετε ότι απλουστεύω πολύ τα πράγματα; Σε βαθμό επικίνδυνο για την κουλτούρα; …Και νομίζετε ότι τα εκατομμύρια οι μουζίκοι με την καραμπίνα στο χέρι δεν είναι απειλή για την κουλτούρα;»
Για να προσθέσει μετά από κάποιες άλλες παρατηρήσεις σχετικά με εργάτες και διανοούμενους: «Γι’αυτά και γι’αυτά μου φύτεψε η διανόηση τούτη τη σφαίρα…»
Ο Γκόρκι έχει καταλάβει πια, ότι σε τέτοιες συνθήκες οξυμένης ταξικής πάλης είναι λάθος να διστάζεις, δεν υπάρχει μέσος δρόμος, δεν υπάρχουν τα περιθώρια για συμβιβασμούς, για μεσοβέζικες στάσεις κλπ. Εκφράζοντας την εκτίμησή του για το Λένιν θα πει: «Ο Λένιν δεν είναι απλώς ο άνθρωπος που η ιστορία του ανέθεσε το τρομακτικό χρέος ν’αναταράξει από τα βάθη τον πολύχρωμο, χαοτικό κι οκνηρό ανθρωπομυρμηγκόκοσμο που λέγεται Ρωσία – η δική του θέληση είναι ένας ακούραστος καταπέλτης και τα χτυπήματά του σείουν εκ θεμελίων τα βαριά οικοδομήματα των κεφαλαιοκρατικών χωρών στη Δύση και τ’ απαίσια κάστρα του δεσποτισμού που τα έχτιζαν με τους αιώνες στην Ανατολή».
Οπως θα το διατυπώσει πολύ αργότερα, εντελώς ξεκαθαρισμένος πια απέναντι σε σοβιετικούς δημοσιογράφους και συγγραφείς, οι οποίοι επέκριναν τον τρόπο ζωής στην ΕΣΣΔ δίνοντας στους αντιπάλους ένα πρόσχημα για να περιφρονήσουν το σοβιετικό καθεστώς: «Οι εχθροί μας φαντάζονται, ότι μας «δίνουν ξύλο» μ’αυτές τις ανεκδοτικές αλήθειες. Ας τους αφήσουμε στην ομίχλη των αυταπατών τους, αλλά ας ασχολούμαστε με τη μείωση των βρώμικων ανέκδοτων…Καιρός πια να καλλιεργήσουμε στον εαυτό μας το αίσθημα της πανσοβιετικής και σοσιαλιστικής υπευθυνότητας και αλληλεγγύης».
Σ’αυτή τη φάση δυσκολεύονται οι «προστάτες» του, γιατί έχουμε φτάσει πια στο 1932 και ο Λένιν έχει πεθάνει εδώ και 8 χρόνια. Πώς να εξηγήσουν την όλο και πιο ξεκάθαρη στάση του Γκόρκι προς το σοβιετικό καθεστώς, ενός τόσο ταλαντούχου και ευαίσθητου συγγραφέα με τέτοια παγκόσμια εμβέλεια; Οταν προχώρησε ο Γκόρκι προτείνοντας στους συνάδερφούς του να φύγουν από την παλαιά «αιώνια» θεματική τους –έρωτας, θάνατος κλπ – και να στραφούν στον επιστημονικό τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, αυτό μπορεί να φαίνεται υπερβολικό και σίγουρα μέσα στη φόρα της νέας οικοδόμησης κάποια πράγματα μπορεί να τα έβλεπαν πολύ σχηματικά και να έχουν χαρακτηριστεί πολύ εύκολα κάποια έργα σαν αντεπαναστατικά, άρα κατακριτέα. Για παράδειγμα στο πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, τον Αύγουστο του 1934, με τον Γκόρκι πρόεδρο, οι σύνεδροι καταδίκασαν στο όνομα του επαναστατικού ρομαντισμού τα έργα των Τζέιμς Τζόις, Μαρσέλ Προυστ και Λουίτζι Πιραντέλλο. Ο Γκόρκι εκλέχθηκε πρόεδρος της Ενωσης των Συγγραφέων.
Κάποιες χαρακτηριστικές του δηλώσεις εκείνων των χρόνων: «Είναι απαραίτητο να παλέψουμε ανελεήτα να καθαρίσουμε τη λογοτεχνία από τις ασχήμιες του λεξιλογίου, να παλέψουμε για την καθαρότητα και τη σαφήνεια της γλώσσας μας, για μια τίμια συγγραφική τεχνική, χωρίς την οποία δεν υπάρχει ιδεολογική ακρίβεια».
Για το χρέος του καλλιτέχνη με αφορμή την επίσκεψή του σε μια έκθεση ζωγραφικής τον Ιούλη του 1933: «Οι ζωγράφοι μας δεν πρέπει να φοβούνται μια κάποια εξιδανίκευση της σοβιετικής πραγματικότητας και του καινούργιου ανθρώπου… Σ’ο,τι αφορά τα υποκείμενα στους πίνακες, θα ήθελα να έβλεπα περισσότερο παιδικά πρόσωπα, περισσότερο χαμόγελα, περισσότερη αυθόρμητη χαρά».
Την ίδια μέρα έλεγε μιλώντας σε σοβιετικούς γλύπτες: «Είναι αξιέπαινος ο καλλιτέχνης, όταν ψάχνει νέα θέματα και νέες εικαστικές μορφές, αλλά το αποτέλεσμα των προσπαθειών του πρέπει πάντα να είναι κατανοητό για το λαό».
Λίγα χρόνια νωρίτερα ήδη είχε απαντήσει σ’έναν εργάτη, ο οποίος τον είχε ρωτήσει, αν στη λογοτεχνία είναι προτιμότερο να παρουσιάζεις την κακή ή την καλή πλευρά της ζωής: «Είμαι υπέρ του να επιμένουμε στην καλή πλευρά…Η κακιά δεν είναι χειρότερη από πάντα, ενώ η καλή πλευρά, σε μας, είναι καλύτερη από παντού και ποτέ».
Πράγματα κατανοητά σε ‘κείνα τα χρόνια για να σταθεροποιηθεί το καινούργιο απ’ όλες τις πλευρές, αν και άνοιξε την πόρτα για στενότερες αντιλήψεις και μάλλον και για μια υπερβολική αυστηρότητα ως προς τους νέους συγγραφείς. Η πάλη ενάντια στο φορμαλισμό στην τέχνη, τοσο αναγκαία για να φέρουν το λαό κοντά στην τέχνη, κινδυνεύει σε λιγότερο έμπειρα χέρια απ’ αυτά του Γκόρκι να ξεγλιστρήσει σε πλήρη απαξίωση της μορφής. Η τεράστια ανάγκη, όμως, να είναι «πάντα κατανοητή για το λαό» η τέχνη, όπως το διατύπωνε ο Γκόρκι, παραπέμπει σε ένα τεράστιο μορφωτικό έργο τότε στη νεαρή Σοβιετική Ενωση, όταν η διεύρυνση, το πλάτεμα της κουλτούρας ερχόταν πριν από το βάθεμα. Γι΄αυτούς τους λόγους ο Γκόρκι είχε χαρακτηρίσει τη σοβιετική λογοτεχνία την πιο οικουμενική.
Ποιος φοβάται τον Γκόρκι;
Η αφοσίωση του Γκόρκι στη σοβιετική εξουσία, ιδιαίτερα τα «αμαρτωλά» χρόνια της δεκαετίας του ’30, δυσκόλεψαν κάποιους, που κατά τ’ άλλα δεν ήθελαν να τον πετάξουν στο καλάθι των αχρήστων. Πώς να εξηγήσουν, όμως, αυτή τη στάση του; Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές. Είτε τον θεωρούν αφελή, είτε οπορτουνιστή, είτε τυφλωμένο από τις πολλές τιμές που του έγιναν τότε στην πατρίδα του, ώστε να μην βλέπει τη χειραγώγησή του εκ μέρους του καθεστώτος. Είτε ένα μίγμα όλων αυτών, πάντως δεν είναι κολακευτικό για το Γκόρκι. Χαρακτηριστικός ο Ανρί Τρουαγιά στο βιβλίο του «Γκόρκι», ο οποίος δεν διστάζει ακόμα να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του Γκόρκι: «Ποιά ήταν η μερίδα της ειλικρίνειας και ποιά του οπορτουνισμού σ’αυτή την αφοσίωση στην εξουσία; Χωρίς αμφιβολία ο Γκόρκι ήθελε να πείσει τον εαυτό του σώνει και καλά, ότι υπηρετούσε ένα ιδανικό καθεστώς. Η άρνησή του να βλέπει τις ελλείψεις προερχόταν από το ένστικτο της συντήρησης. Για αυτόν το να πάψει να πιστεύει θα σήμαινε να απαρνηθεί το παρελθόν του, την ακεραιότητά του, το έργο του, τη ζωή του. Καλύτερα που και που να κοροϊδεύει τον εαυτό του παρά να χάσει το λόγο ύπαρξής του από μια υπερβολική οξύνοια. Παίρνοντας τις επιθυμίες του για πραγματικότητα είχε τις περισσότερες ευκαιρίες να επιβάλλει τη μοίρα. Το μέλλον άνηκε στους φλογερούς, όχι στους σκεπτικιστές, άνηκε στους οργισμένους, όχι στους χλιαρούς, όχι στους ανθρώπους με παρωπίδες, όχι σ’αυτούς που κοιτούσαν πότε δεξιά πότε αριστερά χωρίς να πάρουν μια απόφαση».
Αυτά γράφτηκαν τη δεκαετία του ’80. Ακόμα δεν έχει διαλυθεί η Σοβιετική Ενωση, αλλά οι «αποσταλινισμοί» καλά κρατούν. Το προκλητικό εδώ είναι, ότι μην θέλοντας τη στάση του Γκόρκι – που αρνείται να μπει στον κορσέ της Δυτικής αντιπροπαγάνδας – τον προσβάλλουν με το να υποθέτουν σκοπιμότητα, ακόμα και απάτη, ενώ η όλη συγκρότηση της προσωπικότητας του Γκόρκι δεν παραπέμπει σε καμία δολιότητα ή πονηριά. Περίεργος τρόπος να «προστατεύεις» τον Γκόρκι από τον επαναστατικό του εαυτό. Κατά τ’ άλλα, κατά Τρουαγιά, « η ανάγκη να λατρεύει, να πιστεύει, ήταν πάντα χαρακτηριστικό της σλαβικής φυλής. Η προσωπολατρεία ήταν μέσα στο αίμα αυτού του αφελούς και γενναιόδωρου έθνους. Με τον Γκόρκι είχε βρει τον «δάσκαλο της σκέψης του», προερχόμενο από τις πιο σκοτεινές γραμμές του πλήθους».
Επομένως, ο Γκόρκι ταίριαζε θαυμάσια στη λογική της «σταλινικής προσωπολατρείας». Η «εκ φυλής» αυτή επιχειρηματολογία είναι στο κάτω κάτω της γραφής και προσβλητική για το ρώσικο λαό, στον οποίο ο Τρουαγιά αρνείται κάθε δυνατότητα σκέψης και κρίσης. Ε, δεν μπορεί να είναι ολόκληρος λαός στο πλευρό μιας τέτοιας επανάστασης! Κάτι δεν του πάει καλά, σύμφωνα με την αφ’ υψηλού αυτή θεώρηση των γεγονότων στη Ρωσία των αρχών και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Αλλωστε, πρόκειται για μια γνωστή συνταγή αντιμετώπισης, σε περίπτωση και όπου οι λαοί ξεσηκώνονται: ο πρωτόγονος λαός κινείται τυφλά και ορμητικά, οι ηγέτες του δαιμονοποιούνται.
Μέσα σ’αυτή τη λογική ταιριάζει και η αντιμετώπιση του θεατρικού έργου του Γκόρκι «Βάσα Γκελεσνόβα», το οποίο ο Γκόρκι έγραψε το 1910. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη έκδοση, η οποία ολοκληρώθηκε ένα μήνα πριν το θάνατό του το 1936. Δηλαδή 25 χρόνια μετά. Το θέατρο της Μόσχας είχε ζητήσει από το Γκόρκι να εκσυγχρονίσει το έργο ώστε να ταιριάξει πιο πολύ στις καταστάσεις της δεκαετίας του ’30. Υπέστη έπειτα αρκετές «παρεμβάσεις» το έργο, ακόμα και η πρώτη εκδοχή, αυτή του 1910, αλλά κι αυτή πολλές φορές «πλασαρισμένη». Μια διασκευή, για παράδειγμα, του έργου έπαιξε η Ολυμπία Δουκάκη, αλλά πρώτα προσαρμόστηκε το κείμενο στις απαιτήσεις του αμερικανικού κοινού. Το έργο ήταν τάχα μια «μαύρη κωμωδία, ως Νηλ Σάιμον με τσεχωφικό μπακγκράουντ» και η ηρωίδα Βάσσα κάτι σαν Μάνα Κουράγιο. Κυρίως ξεπροβάλλεται η διάσταση της μητέρας, ενώ το έργο στην πρώτη έκδοχή του με υπότιτλο μεν «Η μάνα» είναι μια βαθιά ψυχοκοινωνική ανάλυση της αναδυόμενης μικρομεσαίας τάξης εμπόρων. «Το μυστήριο των εμπόρων», θα πει ο Γκόρκι, «είναι πολύ απλό και εξηγείται με την αβεβαιότητα του έμπορα για τη σταθερότητα της κοινωνικής του θέσης» μιλώντας και για την εξάντληση της βιολογικής τους ενέργειας και τον εκφυλισμό τους λόγω της προσπάθειας γρήγορου πλουτισμού. Η πρώτη εκδοχή του έργου έχει υποστεί αρκετές αναμορφώσεις και παραμορφώσεις είτε από αφέλεια, είτε συνειδητά. Στην παράσταση του Horizon Theatre Rep στη Νέα Υόρκη, φερ’ ειπείν, έχει κατανοηθεί ως το πρωτότυπο της σαπουνόπερας «Δυναστεία» με την πρωταγωνίστρια της σειράς Αλέξις Κάρινγκτον!
Η πρώτη εκδοχή προτιμήθηκε και από το Θέατρο «Πράξη» τη χειμερινή περίοδο 2007–2008, αλλά με απόλυτο σεβασμό. Για τη δεύτερη εκδοχή ο Γκόρκι γράφει ένα άλλο κείμενο με περισσότερο ενδιαφέρον και δυναμισμό, διότι μπαίνει η αντιπαράθεση του παλαιού τσαρικού κόσμου με τη νέα επαναστατική Ρωσία, που ξεπροβάλλει σαν μια αναγκαιότητα. Το πλαίσιο παραμένει η οικογενειακή επιχείρηση, αλλά έχουν αλλάξει οι σχέσεις, ώστε, σύμφωνα με τη μπροσούρα του θεάτρου «να ταιριάζει σε συγκεκριμένες ηθικιστικές προδιαγραφές», και σε άλλο σημείο της ίδιας μπροσούρας ο Γκόρκι τότε, «ήταν πλέον το φερέφωνο του καθεστώτος» , ο οποίος είχε γίνει εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα, αλλά «ο εθνικός ήρωας ήταν ένα όργανο της εξουσίας».
Με χορηγό το Υπουργείο Πολιτισμού καταλαβαίνουμε, πώς στον τομέα της τέχνης το παιχνίδι της διαμόρφωσης συνειδήσεων παίζεται με πολλές φορές λεπτό τρόπο και χωρίς να κατεβεί η ποιότητα, όπως σε άλλες περιπτώσεις. Μακριά η διαμόρφωση επαναστατικών συνειδήσεων, αλλά όχι έκπτωση στην ποιότητα. Έτσι μοιάζει να υπαγορεύουν οι χορηγοί.
Η αντίδραση χτυπά
Σύμφωνα με τον Ανρί Τρουαγιά στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Γκόρκι μπορεί να ήταν ο σταθερός «επαινητής» του καθεστώτος, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει το δικτατορικό χαρακτήρα, που ο Στάλιν είχε επιβάλει πάνω στην δραστηριότητά του. Ηξερε, γράφει ο Τρουαγιά, ότι η χώρα ζούσε κάτω από μια μόνιμη τρομοκρατία, ότι κανείς δεν τολμούσε να σηκώσει κεφάλι, ότι μια άγρια εκκαθάριση εκτεινόταν ήδη στους παραδοσιακούς ηγέτες του Κόμματος, ανάμεσα σε άλλους και στους Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και ότι ο ένας μετά τον άλλον εξοντώνονταν οι παλαιοί του συνοδοιπόροι από το νέο ηγέτη της Ρωσίας με πολλές και διάφορες κατηγορίες. Ολα αυτά, κατά Τρουαγιά, ο Γκόρκι τα ήξερε, σίγουρα τον ανησυχούσαν, αλλά εφησύχαζε τον εαυτό του αμέσως λέγοντας, ότι «η συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια ενός μονάχα ανθρώπου ήταν χωρίς αμφιβολία αναγκαία για να σηκώσει στα πόδια του ένα έθνος από τη φύση του απαθές και χαοτικό. Ο ακραίος κρατισμός, ο αστυνομικός έλεγχος, ο χαφιεδισμός, η ενοποίηση της σκέψης σύμφωνα με εντολές από τα πάνω δεν στενοχωρούσαν αυτό τον ουτοπιστή, κάποτε συνεπαρμένο από την ελευθερία. Κάθε περιορισμός του φαινόταν καλός, προκειμένου να είχε σαν δικαιολογία την ευτυχία του προλεταριάτου».
Για τα πρώτα ο Τρουαγιά δεν φέρνει καμμία παράθεση από λόγια του Γκόρκι, που να στηρίζουν την άποψή του, ενώ κατά τ’άλλα στο βιβλίο του φέρνει αρκετές παραθέσεις, που να αποδείχνουν τα ισχυριζόμενά του. Είναι δικές του εικασίες, ότι ο Γκόρκι «ήξερε ότι η χώρα ζούσε κάτω από μια μόνιμη τρομοκρατία κλπ.» προσάπτοντας στον Γκόρκι σκέψεις δικές του. Φτάνει, κατά Τρουαγιά λίγο παρακάτω, ο Στάλιν να του μιλάει ευγενικά για τα βιβλία του για να αισθανθεί «μια αληθινή ηθική παρηγοριά»…αναφερόμενος σε κατά καιρούς «κραυγές ενθουσιασμού» του Γκόρκι, όπως η εξής: «Ζήτω ο Στάλιν, αυτός ο άνθρωπος της τεράστιας καρδιάς και πνεύματος!» Αλλωστε, θέατρα, δρόμοι και πόλεις είχαν πάρει το όνομα του Γκόρκι και η «Γκορκι-μάνια» στη χώρα δίνει τροφή στους αντίπαλους να μιλούν για χειραγώγηση μην μπορώντας ή μη θέλοντας να φανταστούν τί σημαίνει ένας γνήσιος γίγας προλεταριακός συγγραφέας –μοναδικό φαινόμενο – στην οικοδόμηση ενός προλεταριακού κράτους.
Αλλά και όταν ο Τρουαγιά χαρακτηρίζει τον Γκόρκι αφελή, χειραγωγημένο, ασυμβίβαστο και πλανούμενο, δεν στηρίζει τις απόψεις του παρά μονάχα με τις δικές του εικασίες.
Το Δεκέμβρη του 1934 δολοφονείται ο Κίροφ, κάτι που τσάκισε το Γκόρκι με θλίψη και οργή και αρχίζει η περίοδος των περιβόητων δικών και «εκκεθαρίσεων». Πίσω απ’ όλα αυτά –ακόμα και πίσω από το θάνατο του Γκόρκι – «είναι», βεβαίως, ο Στάλιν…
Ενα στοιχείο, που δεν θέλουν να βλέπουν για να δώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα, άρα και πιο σωστή κρίση των γεγονότων οι διάφοροι αντίπαλοι της «σταλινικής περιόδου», είναι ότι –και γι’αυτό υπάρχουν αποδείξεις – ο Γκόρκι με τις τακτικές του διαμονές (για λόγους υγείας κυρίως) στο ιταλικό νησί Κάπρι, διαπίστωνε την άνοδο του φασισμού, την όλο και πιο εχθρική στάση των Ρώσων εμιγκρέντων στην Ευρώπη και την προχωρημένη σήψη της αστικής κουλτούρας. Αυτό, πραγματι, τον ανησυχούσε βλέποντας και τον κίνδυνο για την πατρίδα του. Το τελευταίο του μερόνυχτο ‑17 προς 18 του Ιούνη 1936 – παραμιλούσε για τον πολεμο, που ερχόταν και την ανάγκη να του αντισταθούν…
Μήπως ο Γκόρκι είχε ζυγίσει σωστά την κατάσταση και καταλάβει, ότι η σοβιετική εξουσία είχε απόλυτη ανάγκη από υποστήριξη και ότι εκείνες τις στιγμές η κάθε διαφωνία ήταν μια πολυτέλεια ή ακόμα προδοσία;
Στο τρίτο μέρος θα σταθούμε στην ιδεολογική αντιπαράθεση στην τέχνη, στον επαναστατικό ρομαντισμό, το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τον προλεταριακό ουμανισμό του Γκόρκι.
Πηγές:
‑Μαξίμ Γκόρκι, Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, Εκδ. «Ειρήνη», 1975
‑Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρκι, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004
— Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986
Συνεχίζεται
ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
«Δίνε το χέρι σε όποιον σηκώνεται», Μαξίμ Γκόρκι (1868–1936)