Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δραπετεύοντας προς το σοσιαλισμό

Συνέ­ντευ­ξη στον Anton Saefkow //

Πριν από λίγες ημέ­ρες είχα­με παρου­σιά­σει από τις στή­λες του Ατέ­χνως το βιβλίο του Victor Grossman “Crossing the River” και τη συγκλο­νι­στι­κή ιστο­ρία του Αμε­ρι­κά­νου που δρα­πέ­τευ­σε απ’ τη Δύση στη ΛΔΓ. Σήμε­ρα παρου­σιά­ζου­με μια συνέ­ντευ­ξη που έδω­σε στο συνερ­γά­τη μας, Anton Saefkow, που παρου­σιά­ζει εξί­σου μεγά­λο ενδια­φέ­ρον. Η συνέ­ντευ­ξη δόθη­κε με τη μορ­φή ερω­το­α­πα­ντή­σε­ων που υπο­βλή­θη­καν γρα­πτώς. Με κόκ­κι­νη, πλά­για κι έντο­νη γρα­φή είναι οι ερω­τή­σεις, που σε κάποια σημεία απα­ντιού­νται κατά ομά­δες, δυο και τρεις μαζί, απ’ το V. Grossman, που το επέ­λε­ξε για τη δική του διευκόλυνση.

4e283e3c808b88d2be92d52e0fe3c6ce

Όπως βγαί­νει από το βιβλίο, σε όλη τη δια­δρο­μή σου είχες επα­φές με Έλλη­νες και με τις εξε­λί­ξεις στην Ελλά­δα. Πες μας δύο λόγια γι’ αυτές. Ειδι­κό­τε­ρα για την περί­ο­δο του ελλη­νι­κού εμφυ­λί­ου: Πώς γινό­ταν αυτός αντι­λη­πτός στις ΗΠΑ; Διορ­γα­νώ­νο­νταν κάποιες δρά­σεις αλλη­λεγ­γύ­ης ή εκδη­λώ­σεις ενά­ντια στην αμε­ρι­κα­νι­κή παρέμ­βα­ση; Ποια η στά­ση των Ελληνοαμερικανών;

Πλέ­ον θυμά­μαι σχε­τι­κά λίγες από τις επα­φές μου με την Ελλά­δα και τις εξε­λί­ξεις σε αυτή. Τα γεγο­νό­τα προς το τέλος του β’ παγκο­σμί­ου πολέ­μου, με απο­κο­ρύ­φω­μα το Δεκέμ­βρη του 1944 με είχαν συγκλο­νί­σει τόσο, που ως μαθη­τής τότε έγρα­ψα γύρω από αυτό το θέμα το πρώ­το (και τελευ­ταίο μου) Σονέ­το (μια αρκε­τά δύσκο­λη μορ­φή ποι­ή­μα­τος, δεκα­τε­τρά­στι­χου και πάντα με συγκε­κρι­μέ­νη σει­ρά στις ρίμες).

Τα γεγο­νό­τα τότε σαφώς και ήταν στα πρω­το­σέ­λι­δα. Θεω­ρώ πως αρχι­κά του­λά­χι­στον, κυρί­ως οι αρι­στε­ροί είχαν συγκλο­νι­στεί τόσο, μιας και σε εκεί­νη τη φάση ακό­μη υπήρ­χε εμπλο­κή μόνο των Άγγλων και όχι ακό­μη των ΗΠΑ.

Το 1948 δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κα ιδιαί­τε­ρα στην προ­ε­κλο­γι­κή εκστρα­τεία ενός νέου προ­ο­δευ­τι­κού κόμ­μα­τος, με υπο­ψή­φιο τον Henry Wallace. Αυτό τασ­σό­ταν καθα­ρά ενα­ντί­ον του δόγ­μα­τος Τρού­μαν, επο­μέ­νως και ενα­ντί­ον της παρέμ­βα­σης των ΗΠΑ στην Ελλά­δα και την Τουρ­κία. Σε αυτήν τη δια­δι­κα­σία απέ­κτη­σα στε­νούς δεσμούς με ένα αρι­στε­ρό πολι­τι­στι­κό κέντρο Ελλη­νο­α­με­ρι­κα­νών στη Βοστό­νη. Δυστυ­χώς δε θυμά­μαι πια λεπτο­μέ­ρειες, μόνο πως ήταν εξαι­ρε­τι­κά χαρού­με­νοι και μαχη­τι­κοί αρι­στε­ροί – και πως περ­νού­σα πολύ ωραία χορεύ­ο­ντας μαζί τους.

Όσο σπού­δα­ζα στο Harvard ήμουν πολύ ερω­τευ­μέ­νος με μία νεα­ρή Ελλη­νο­α­με­ρι­κα­νί­δα, με την οποία γνω­ρι­στή­κα­με σε χορω­δία της σχο­λής. Ο πατέ­ρας της είχε ένα εστια­τό­ριο και πιθα­νό­τα­τα ήταν συντη­ρη­τι­κός. Και η ίδια γνώ­ρι­ζε ελά­χι­στα για όσα συνέ­βαι­ναν στην Ελλά­δα, με τον και­ρό όμως άρχι­σε να κατα­νο­εί τις θέσεις που εξέ­φρα­ζα και να ενδια­φέ­ρε­ται γι αυτές. Έπει­τα δυστυ­χώς χωρί­σα­με (αλλιώς δεν απο­κλεί­ε­ται σήμε­ρα να ήμουν ταβερ­νιά­ρης στο New Hampshire).

Τέλος, μετά τη φυγή μου από τον αμε­ρι­κα­νι­κό στρα­τό και την εγκα­τά­στα­σή μου στη DDR (στο Bautzen, που τελευ­ταία ακού­στη­κε στις ειδή­σεις λόγω του ξενο­φο­βι­κού κλί­μα­τος εκεί) έπια­σα φιλί­ες με μια ομά­δα νεα­ρών πολι­τι­κών εξό­ρι­στων από την Ελλά­δα που –μετά τις μάχες του εμφυ­λί­ου που είχαν πίσω τους- είχαν ξεκι­νή­σει να σπου­δά­ζουν μηχα­νι­κοί. Μετα­ξύ τους ήταν κι ένας μεγα­λύ­τε­ρος και ιδιαί­τε­ρα έξυ­πνος άντρας, ο Θωμάς, που ήταν δάσκα­λος για τα παι­διά των πολι­τι­κών εξό­ρι­στων στη Δρέσ­δη, ενώ (τότε ακό­μα) δού­λευε παράλ­λη­λα και σαν χει­ρι­στής μηχα­νής σε ένα εργο­στά­σιο παρα­γω­γής τρακτέρ.

Ως γιο ενός μικρού αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νου και επη­ρε­α­σμέ­νου από τη μεγά­λη ύφε­ση, τι και πώς σε τρά­βη­ξε στη ΚΝ των ΗΠΑ και στο κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα; Πώς δρα­στη­ριο­ποιού­νταν η ΚΝ των ΗΠΑ μπρο­στά και κατά τη διάρ­κεια του β’ παγκο­σμί­ου πολέμου;

Όπως ανα­φέ­ρεις, ήσουν στη κομ­μα­τι­κή ομά­δα του ΚΚ ΗΠΑ στο Harvard, που έφτα­σε να έχει πάνω από 30 δρα­στή­ρια μέλη στα τέλη του ‘40. Πώς δρού­σαν οι νέοι κομ­μου­νι­στές φοι­τη­τές τα πρώ­τα μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια στο αμε­ρι­κά­νι­κο πανε­πι­στή­μιο; Ποιες μορ­φές έπαιρ­νε ο αντι­κο­μου­νι­σμός στο χώρο και πόσο/πώς επι­δρού­σε στη νεο­λαία και στο κίνημα;

Η στρα­τη­γι­κή που χάρα­ξε το ΚΚ ΗΠΑ στο 12ο συνέ­δριό του το 1944 μετά από πρό­τα­ση του Γενι­κού Γραμ­μα­τέα του Έαρλ Μπρά­ου­ντερ, θεω­ρή­θη­κε και θεω­ρεί­ται και σήμε­ρα από πολ­λούς σαν μια από­φα­ση, η οποία έβλα­ψε ιδιαί­τε­ρα το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα στις ΗΠΑ. Πώς έζη­σες αυτές τις απο­φά­σεις ως νέος κομ­μου­νι­στής; Υπήρ­χε πάνω σ’ αυτή την εξέ­λι­ξη εσω­κομ­μα­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση στο Harvard ή όπου αλλού βρισκόσουν;

Οι γονείς μου ήταν και οι δύο αρι­στε­ροί (δε γνω­ρί­ζω αν υπήρ­ξαν ποτέ και μέλη του ΚΚ. Δεν απο­κλεί­ε­ται). Το κόμ­μα σε καμία περί­πτω­ση δεν απο­τε­λού­νταν μόνο από βιο­μη­χα­νι­κούς εργά­τες. Τη δεκα­ε­τία του 1930, λόγω των μεγά­λων εργα­τι­κών αγώ­νων που ανα­πτύσ­σο­νταν, λόγω του ισπα­νι­κού εμφυ­λί­ου και τη στά­ση της ΕΣΣΔ σε αυτόν, αλλά και για άλλους λόγους, πολ­λοί αμε­ρι­κα­νοί θεω­ρού­σαν τον εαυ­τό τους αρι­στε­ρό κι επη­ρε­ά­ζο­νταν από το ΚΚ – ιδιαί­τε­ρα στη Νέα Υόρ­κη κι ακό­μη περισ­σό­τε­ρο στον εβραϊ­κό της πλη­θυ­σμό, όπου ανή­κα κι εγώ. Βέβαια τον Αύγου­στο του 1939 αρκε­τοί απο­μα­κρύν­θη­καν από το κόμ­μα (συμ­φω­νία Μολό­τοφ-Ρίμπε­ντροπ), έπει­τα όμως, ιδιαί­τε­ρα μετά τον Ιού­νη του 1941 και τη συμ­μα­χία ΗΠΑ-ΕΣΣΔ απέ­να­ντι στο Χίτλερ, η επιρ­ροή μας άρχι­σε ξανά ν’ αυξά­νε­ται. Σ’ αυτό συνέ­βα­λε και η ορμή του Κόκ­κι­νου Στρα­τού στο πεδίο των μαχών.

Πράγ­μα­τι το ΚΚ ΗΠΑ απο­φά­σι­σε το 1944 ν’ αυτο­δια­λυ­θεί και να μετα­τρα­πεί σε έναν «κομ­μου­νι­στι­κό πολι­τι­κό όμι­λο». Η κίνη­ση έγι­νε κάτω από την αυτα­πά­τη ενός ειρη­νι­κού μετα­πο­λε­μι­κού κόσμου, στον οποίο θα μειώ­νο­νταν και η οξύ­τη­τα των ταξι­κών αντι­θέ­σε­ων, άρα και η ανά­γκη ταξι­κής πολι­τι­κής πάλης. Οι θέσεις αυτές είχαν την έγκρι­ση του ΚΚΣΕ και κινού­νταν στην ίδια λογι­κή που επέ­βαλ­λε και τη διά­λυ­ση της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς εκεί­νη την περί­ο­δο. Παρό­μοιες απο­φά­σεις υπήρ­ξαν και σε άλλες χώρες. Παρο­μοί­ως αυτο­δια­λύ­θη­κε η «Ένω­ση Νέων Κομ­μου­νι­στών» στην οποία ανή­κα τότε και δια­χύ­θη­κε στην «αμε­ρι­κα­νι­κή δημο­κρα­τι­κή νεο­λαία», με την ελπί­δα ενός πλα­τύ­τε­ρου μετώ­που. Ήμουν ενα­ντί­ον αυτής της από­φα­σης, η οποία είχε προη­γη­θεί της αυτο­διά­λυ­σης των κομ­μα­τι­κών οργανώσεων.

Ωστό­σο αυτές οι απο­φά­σεις αναι­ρέ­θη­καν το 1945 ‑σε συνεν­νό­η­ση με το ΚΚ Γαλ­λί­ας (και λογι­κά και με το ΚΚΣΕ)- με τις κομ­μα­τι­κές οργα­νώ­σεις και τα όργα­να να ξανα­χτί­ζο­νται. Αυτό συνέ­βη πάνω που ξεκι­νού­σα τις σπου­δές μου. Ήμουν έτσι από τους πρω­τερ­γά­τες στην ίδρυ­ση κομ­μα­τι­κής οργά­νω­σης στο Harvard, η οποία ήταν αρκε­τά δρα­στή­ρια, αν και λόγω φόβου δε κάνα­με δημό­σιες εμφα­νί­σεις ως τέτοια. Πάνω στο ζήτη­μα της αυτο­διά­λυ­σης των κομ­μα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων δεν υπήρ­χαν μετα­ξύ μας δια­φω­νί­ες. Νομί­ζω για όλους ήταν μια λαν­θα­σμέ­νη από­φα­ση που ανή­κε στο παρελθόν.

Στο Harvard δρα­στη­ριο­ποιού­μα­σταν έντο­να ενά­ντια στο ρατσι­σμό, τόσο στη σχο­λή όσο και στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή, βοη­θού­σα­με σε απερ­γί­ες και στη δια­πά­λη που ήταν σε εξέ­λι­ξη εντός της εργα­τι­κής συνο­μο­σπον­δί­ας CIO (δυστυ­χώς με αρνη­τι­κή κατά­λη­ξη), δια­δη­λώ­να­με ενα­ντί­ον επι­σκέ­ψε­ων του Τσόρ­τσιλ, για τη δια­κο­πή των σχέ­σε­ων με την Ισπα­νία του Φράν­κο, ενα­ντί­ον του δόγ­μα­τος Τρού­μαν και του πυρη­νι­κού οπλο­στα­σί­ου των ΗΠΑ. Οργα­νώ­να­με συσκέ­ψεις, ομι­λί­ες για το μαρ­ξι­σμό και καλού­σα­με τρα­γου­δι­στές όπως τους Pete Seeger, Woody Guthrie, Leadbelly κτλ. σε πολι­τι­στι­κές εκδηλώσεις.

Πρά­γα, 1947. Ήσουν από τους 200 αμε­ρι­κα­νούς που συμ­με­τεί­χαν ως αντι­προ­σω­πεία στο πρώ­το Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας και Φοι­τη­τών. Από την αφή­γη­ση φαί­νε­ται πως υπήρ­χαν σημα­ντι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις. Στην αμε­ρι­κα­νι­κή αντι­προ­σω­πεία, ανά­με­σα σε Εβραί­ους του Ισρα­ήλ και Παλαιστίνιους/ντόπιους άρα­βες, πάνω απ’ όλα όμως στους ίδιους τους Τσέ­χους και στη τσε­χο­σλο­βά­κι­κη κοι­νω­νία. Ποιο το κλί­μα του φεστι­βάλ και ποια η στιγ­μή που σου μένει πιο έντο­να χαραγμένη;

Το 1947 η κατά­στα­ση στη Πρά­γα ήταν αρκε­τά τετα­μέ­νη, σε μεγά­λο βαθ­μό και λόγω του πακέ­του Μάρ­σαλ που είχαν προ­σφέ­ρει οι ΗΠΑ στη χώρα (και το οποίο οι Τσε­χο­σλο­βά­κοι έπει­τα απέρ­ρι­ψαν). Οι δια­φω­νί­ες στην αντι­προ­σω­πία των ΗΠΑ ήταν ανά­με­σα στη πλειο­ψη­φία (οι οποί­οι ήμα­σταν αρι­στε­ροί, μέλη και επιρ­ρο­ές του ΚΚ ΗΠΑ) και στη μειο­ψη­φία που ήταν αντι­κο­μου­νι­στές, κάποιοι αρκε­τά δεξιοί και άλλοι σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες. Η επο­χή του Μακαρ­θι­σμού είχε ήδη ξεκι­νή­σει: Μπο­ρεί στην αντι­προ­σω­πία στο Φεστι­βάλ να ήμα­σταν ακό­μη η πλειο­ψη­φία, συνο­λι­κά όμως στο φοι­τη­τι­κό κίνη­μα ήδη ο αντι­κο­μου­νι­σμός είχε επι­κρα­τή­σει. Στους μειο­ψη­φού­ντες της αντι­προ­σω­πί­ας σίγου­ρα κάποιοι είχαν κι επα­φές με κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες. Γρή­γο­ρα δημιουρ­γή­θη­καν κι επα­φές ανά­με­σα στους δικούς μας δεξιούς και σε αντί­στοι­χες ομά­δες των Τσέ­χων, πράγ­μα που έκα­νε την όλη δια­πά­λη ακό­μη πιο έντο­νη. Στη κορύ­φω­ση του Φεστι­βάλ μια οργα­νω­μέ­νη προ­βο­κά­τσια λίγο έλει­ψε να προ­κα­λέ­σει πραγ­μα­τι­κό σκάν­δα­λο (*). Τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ συντο­νι­σμέ­να χρη­σι­μο­ποί­η­σαν το περι­στα­τι­κό έπει­τα ενα­ντί­ον μας.

(*Σημεί­ω­ση A.S.: Στη κεντρι­κή εκδή­λω­ση-δια­δή­λω­ση του Φεστι­βάλ ήταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο να μιλή­σει ο Γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚ Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας Klement Gottwald. Εν όψει αυτού οι διά­φο­ρες «δεξιές ομά­δες» κάποιων αντι­προ­σω­πειών του Φεστι­βάλ είχαν προ­ε­τοι­μά­σει μαζί με αντί­στοι­χες Τσέ­χι­κες ομά­δες οργα­νω­μέ­νη μαζι­κή παρέμ­βα­ση, με τρικ, πανό κ.ά. Λόγω αυτού, όπως περι­γρά­φει ο συγ­γρα­φέ­ας, σε κάποιους συμ­με­τέ­χο­ντες στο φεστι­βάλ εκεί­νη τη μέρα δεν επε­τρά­πη όσο διαρ­κού­σε η εκδή­λω­ση να βγουν από τους χώρους δια­μο­νής τους (χωρίς κι ο ίδιος να γνω­ρί­ζει παρα­πά­νω λεπτο­μέ­ρειες). Το γεγο­νός αξιο­ποι­ή­θη­κε έπει­τα στις ΗΠΑ ως ένδει­ξη της κατα­πί­ε­σης της νεο­λαί­ας από τους κομ­μου­νι­στές κτλ).

Άλλα σημεία τρι­βής υπήρ­ξαν ανά­με­σα σε μια (κομ­μου­νι­στι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη) ενιαία χορω­δία Εβραί­ων και Αρά­βων της Παλαι­στί­νης και σε μια ομά­δα χορού που είχε οργα­νω­θεί από το «Jewish Agency» και εμφα­νι­ζό­ταν παντού με παρα­δο­σια­κές στο­λές. Παράλ­λη­λα υπήρ­χαν κάποια μικρά σημά­δια των δια­φω­νιών ανά­με­σα σε Σοβιε­τι­κούς και Γιου­γκο­σλά­βους. Συνο­λι­κά όμως και πάνω απ’ όλα υπήρ­χε ένα υπέ­ρο­χο κλί­μα γεμά­το ελπί­δα, μετά τον μόλις πριν από 2 χρό­νια κερ­δι­σμέ­νο πόλε­μο, υπήρ­χε μια δυνα­τή αίσθη­ση συντρο­φι­κό­τη­τας και διε­θνούς αλλη­λεγ­γύ­ης στους αγω­νι­ζό­με­νους λαούς: Βιετ­νάμ, Ινδο­νη­σία, Μπούρ­μα, Ισπα­νία, Νότια Αφρι­κή και ‑με πραγ­μα­τι­κά εξέ­χου­σα θέση- Ελλά­δα! Στις μέρες του Φεστι­βάλ συνέ­πε­σε η ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­ση της Ινδί­ας (και του Πακι­στάν), γεγο­νό­τα που προ­κά­λε­σαν ενθου­σια­σμό και γιορ­τά­στη­καν ιδιαί­τε­ρα. Κορυ­φαία στιγ­μή γα πολ­λούς ήταν ‑από πολι­τι­στι­κής άπο­ψης- η εμφά­νι­ση των μπα­λέ­των Μοϊ­σέ­γιεφ από την ΕΣΣΔ.

Θυμά­μαι τους Έλλη­νες νεο­λαί­ους, οι οποί­οι λογι­κά είχαν έρθει στη Πρά­γα κατευ­θεί­αν από τα πεδία των μαχών: Κάποια στιγ­μή μια ομά­δα τους είχε συνα­ντή­σει στο δρό­μο δύο νεο­λαί­ους από το Βιετ­νάμ και, μιας και δε μπο­ρού­σαν να εκφρα­στούν σε κάποια κοι­νή γλώσ­σα, εξέ­φρα­σαν την αλλη­λεγ­γύη και τη χαρά τους πετώ­ντας τους έκπλη­κτους Βιετ­να­μέ­ζους στον αέρα. Ίσως να τους είχα γνω­ρί­σει και κάπως καλύ­τε­ρα, για­τί θυμά­μαι ακό­μη και τώρα το στί­χο ενός τρα­γου­διού τους: «Embros ELAS, ELAS, ELAS, ja tin Ellada» (ή κάπως έτσι). Νομί­ζω πολ­λοί από εμάς το τρα­γου­δού­σαν μαζί τους.

Μετά την απο­φοί­τη­ση, απο­φα­σί­ζεις ως πτυ­χιού­χος του Harvard ν’ ακο­λου­θή­σεις τη κομ­μα­τι­κή προ­τρο­πή για εργα­σία ως βιο­μη­χα­νι­κός εργά­της, προ­κει­μέ­νου ν’ ανα­πτυ­χθεί το κόμ­μα σε αυτούς τους χώρους. Είναι κάτι που το μετά­νιω­σες; Τι απο­κό­μι­σες από τη σύντο­μη προ­σπά­θεια παρέμ­βα­σης στη βιο­μη­χα­νι­κή εργα­τι­κή τάξη των ΗΠΑ;

Από όλο το τμή­μα του βιβλί­ου που ανα­φέ­ρε­ται στη ζωή σου στις ΗΠΑ, φαί­νε­ται μια σχε­τι­κά άγνω­στη ‑στην Ελλά­δα του­λά­χι­στον- πτυ­χή της ιστο­ρί­ας του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος στη χώρα: Η πρω­το­πό­ρα δρά­ση, σε και­ρούς που σχε­δόν κανείς άλλος δεν «ασχο­λιό­ταν», ενά­ντια στις φυλε­τι­κές και ρατσι­στι­κές δια­κρί­σεις. Με ποιους τρό­πους ξεδι­πλώ­νο­νταν αυτή η δρά­ση και σε ποιο βαθ­μό έφτα­νε η φωνή του κόμ­μα­τος σε αυτούς τους πληθυσμούς;

Την από­φα­ση να γίνω βιο­μη­χα­νι­κός εργά­της δεν τη μετά­νιω­σα ποτέ, παρό­τι υπήρ­ξε μια δύσκο­λη και συχνά μονα­χι­κή περί­ο­δος για μένα, αφού και άπει­ρος ήμουν ως εργά­της και εν τέλει απο­δεί­χθη­κα αρκε­τά ανε­πρό­κο­πος και ακα­τάλ­λη­λος. Παρ’ ότι οι πλειο­ψη­φία των συνα­δέλ­φων είχε ρατσι­στι­κές αντι­λή­ψεις και πολύ έντο­νο αντι­κομ­μου­νι­σμό, έμελ­λε να ζήσω σε μικρό χρό­νο αλλά αρκε­τά έντο­να τους όρους πραγ­μα­τι­κής διε­ξα­γω­γής της ταξι­κής πάλης: Ακό­μη και η αύξη­ση λίγων Cent στους εργά­τες της γραμ­μής παρα­γω­γής έπρε­πε να κερ­δη­θεί με κινη­το­ποι­ή­σεις, ενώ έγι­νε και αγώ­νας για υπο­γρα­φή νέας σύμ­βα­σης, παρ’ ότι η διοί­κη­ση του σωμα­τεί­ου ήταν εργο­δο­τι­κή. Συνο­λι­κά όμως ήταν μια περί­ο­δος που για τους κομ­μου­νι­στές κι ευρύ­τε­ρα τους αρι­στε­ρούς, οι δυνα­τό­τη­τες παρέμ­βα­σης στέ­νευαν συνε­χώς, ιδιαί­τε­ρα μετά την έναρ­ξη του πολέ­μου της Κορέ­ας (Ιού­νης 1950) και τη κορύ­φω­ση του Μακαρθισμού.

Ακό­μη σημα­ντι­κό­τε­ρα πάντως θεω­ρώ όσα έμα­θα τη περί­ο­δο εκεί­νη μέσα από την πολι­τι­κή μου δρα­στη­ριό­τη­τα και τις φιλί­ες μου στο Γκέ­το του αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κού πλη­θυ­σμού. Οι εμπει­ρί­ες μου εκεί πραγ­μα­τι­κά σφρά­γι­σαν τον τρό­πο σκέ­ψης μου, αφού –όπως απο­δει­κνύ­ε­ται και σήμε­ρα- το συγκε­κρι­μέ­νο ζήτη­μα είναι κομ­βι­κό για την κατα­νό­η­ση ολό­κλη­ρης της ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης των ΗΠΑ. Εκεί λοι­πόν συγκρο­τή­σα­με μια ομά­δα της νέας (και πλέ­ον ανοι­χτά φιλο­κομ­μου­νι­στι­κής) οργά­νω­σης Labour Youth League, στην οποία συμ­με­τεί­χαν από κοι­νού νεα­ροί μαύ­ροι από το Γκέ­το ‑συνή­θως το πολύ με απο­λυ­τή­ριο από τα σχο­λείο- καθώς και λευ­κοί νεο­λαί­οι, συνή­θως φοι­τη­τές ή από­φοι­τοι. Το πράγ­μα δού­λε­ψε αρκε­τά καλά, ανέλ­πι­στα καλά θα έλε­γα. Μεγά­λο κομ­μά­τι της δρά­σης μας ήταν ο αγώ­νας ενά­ντια στις ρατσι­στι­κές δια­κρί­σεις, σε μία περί­πτω­ση μάλι­στα με αιμα­τη­ρή αντι­πα­ρά­θε­ση με την αστυ­νο­μία, όπου λίγο έλει­ψε να είχα­με και θανά­τους. Ακο­λού­θη­σε ένας μακρύς αγώ­νας για την απε­λευ­θέ­ρω­ση ενός από τα πιο δρα­στή­ριά μας μέλη, τόσο δικα­στι­κά όσο και μέσω κινη­το­ποι­ή­σε­ων. Επί­σης μαζεύ­α­με υπο­γρα­φές για τη δια­κή­ρυ­ξη ειρή­νης της Στοκ­χόλ­μης, ενά­ντια στη χρή­ση των πυρη­νι­κών όπλων. Σε τέτοιες δρά­σεις, όπως και στην εξόρ­μη­ση με τη κομ­μα­τι­κή εφη­με­ρί­δα, τολ­μού­σα να εμφα­νι­στώ ανοι­χτά μόνο στο Γκέ­το των μαύ­ρων. Εκεί μπο­ρεί μεν συχνά να συνα­ντού­σες αδια­φο­ρία (αφού ο πλη­θυ­σμός είχε ανε­πί­λυ­τα βασι­κά προ­βλή­μα­τα επι­βί­ω­σης και ό,τι έλε­γες το ένιω­θε μακρι­νό), σχε­δόν ποτέ όμως δε συνα­ντού­σες το μίσος, την πιθα­νή βιαιο­πρα­γία, την κλή­ση της αστυ­νο­μί­ας ή/και του FBI –το οποίο παρε­μπι­πτό­ντως παρα­κο­λου­θού­σε στα­θε­ρά το σπί­τι μου- που αντι­με­τω­πί­ζα­με εκεί­νη την περί­ο­δο σε άλλες συνοικίες.

Το μίσος απέ­να­ντι στον αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κό πλη­θυ­σμό (πλέ­ον και απέ­να­ντι σε Λατί­νους και μου­σουλ­μά­νους) ήταν σε όλη την ιστο­ρία των ΗΠΑ το μεγα­λύ­τε­ρο όπλο της άρχου­σας τάξης, που παρα­μέ­νει ακό­μη και σήμε­ρα πολύ ισχυ­ρό. Το ΚΚ ήταν πρω­το­πό­ρο στον αγώ­να ενα­ντί­ον αυτών των δια­κρί­σε­ων τη δεκα­ε­τία του 1930 και κέρ­δι­σε εκεί­νη την περί­ο­δο σημα­ντι­κή επιρ­ροή και μέλη στον αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κό πλη­θυ­σμό. Αυτή η επιρ­ροή υπο­χώ­ρη­σε στα χρό­νια του πολέ­μου, οπό­τε και η δρά­ση του κατευ­θυ­νό­ταν κυρί­ως στο δυνά­μω­μα του μετώ­που και ζητή­μα­τα όπως τα δικαιώ­μα­τα των μαύ­ρων αμε­ρι­κα­νών έμει­ναν σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Μετά το ’45 βέβαια αυτό άλλα­ξε, όμως ποτέ δεν έγι­νε κατορ­θω­τό να ξανα­φτά­σει η σύν­δε­ση με τον αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κό πλη­θυ­σμό το επί­πε­δο που είχε προ­πο­λε­μι­κά, με εξαί­ρε­ση ανθρώ­πους όπως τον Paul Robeson (βλέ­πε παρακάτω).

Σε μικρό­τε­ρες ηλι­κί­ες σήμε­ρα, αν και είναι πασί­γνω­στη και προ­βαλ­λό­με­νη από τα αστι­κά ΜΜΕ η παρου­σία του κόκ­κι­νου στρα­τού στην Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία, είναι σχε­τι­κά άγνω­στη η χρό­νια παρου­σία του στρα­τού των ΗΠΑ στη Δυτι­κή. Εσύ βρέ­θη­κες εκεί ως φαντά­ρος στις αρχές του ’50. Ποια η έκτα­ση αυτής της παρου­σί­ας και πώς σας αντι­με­τώ­πι­ζε ο ντό­πιος πληθυσμός;

Αλή­θεια; Θεω­ρού­σα πως όλοι γνω­ρί­ζουν πω,ς όπως οι Σοβιε­τι­κοί είχαν στρα­τιω­τι­κή παρου­σία στην ανα­το­λι­κή, έτσι και οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Γαλ­λία είχαν στρα­τιω­τι­κή παρου­σία σε όλη τη Δυτι­κή Γερ­μα­νία. Στους περί­που 9 μήνες που πέρα­σα στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία, παρα­τη­ρού­σα πως ανά­με­σα στους αμε­ρι­κα­νούς στρα­τιώ­τες δεν υπήρ­χε καμία κατα­νό­η­ση αλλά και κανέ­να ενδια­φέ­ρον για τον τρό­πο ζωής των ντό­πιων, πέραν των επι­σκέ­ψε­ών τους σε καπη­λειά και μπαρ που μπο­ρού­σαν να βρουν γυναί­κες. Η Διοί­κη­ση της μονά­δας μας έκα­νε κάθε τόσο κάποιες κινή­σεις, όπως τη διορ­γά­νω­ση χορο­ε­σπε­ρί­δας και την επί­σκε­ψή μας σε Όπε­ρα, στα πλαί­σια της «καλ­λιέρ­γειας της Αμε­ρι­κα­νο-Γερ­μα­νι­κής φιλί­ας», χωρίς ιδιαί­τε­ρο απο­τέ­λε­σμα. Οι περισ­σό­τε­ροι Γερ­μα­νοί ‑εκτός από εκεί­νους που δου­λεύ­α­νε στις αμε­ρι­κα­νι­κές βάσεις- ήταν καχύ­πο­πτοι απέ­να­ντί μας και οι αρι­στε­ροί ουσια­στι­κά εχθρι­κοί. Με εξαί­ρε­ση τον εαυ­τό μου, νομί­ζω κανείς στη μονά­δα μου δεν είχε απο­κτή­σει φιλι­κό δεσμό με Γερ­μα­νούς της περιο­χής. Πιθα­νο­λο­γώ πως τα επό­με­να χρό­νια αυτό άλλαξε.

Φτά­νου­με στη φυγή σου στην Ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη. Τι σε έκα­νε να το σκά­σεις και να χαρα­κτη­ρι­στείς λιπο­τά­κτης; Ποια η αντι­με­τώ­πι­σή σου από τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό ως «αιχ­μα­λώ­του», αφού σε βρή­κε και όσο επι­βε­βαί­ω­ναν τη ταυ­τό­τη­τά σου/γίνονταν συσκέ­ψεις για το τι θα γίνει με σένα;

Μετά το ξεκί­νη­μα του πολέ­μου της Κορέ­ας κλή­θη­κα να κατα­τα­χθώ υπο­χρε­ω­τι­κά το 1951. Παρου­σια­ζό­με­νος τότε, έπρε­πε κανείς να δηλώ­σει αν ανή­κε ποτέ ή ανή­κει ακό­μη σε μια μακριά λίστα από 150 δια­φο­ρε­τι­κές οργα­νώ­σεις και συλ­λό­γους ‑πολ­λές από τις οποί­ες είχαν δια­λυ­θεί από χρό­νια. Εγώ, εκτός από μέλος του κόμ­μα­τος, ήμουν σε 3 από τις ανα­φε­ρό­με­νες οργα­νώ­σεις νεο­λαί­ας (όλες κοντά στο ΚΚ), σε κάποιους άλλους συλ­λό­γους, καθώς και σε έναν σύλ­λο­γο βοή­θειας σε πολι­τι­κούς πρό­σφυ­γες από την Ισπα­νία του Φράν­κο. Επει­δή όμως αυτές οι ιδιό­τη­τες έπρε­πε ήδη να είχαν δηλω­θεί κάποιους μήνες πριν στην αστυ­νο­μία (απο­δε­χό­με­νος παράλ­λη­λα το χαρα­κτη­ρι­σμό ως «ξένος πρά­κτο­ρας», πράγ­μα που δεν είχα κάνει), ενώ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ που πέρ­να­γε χωρίς να το δηλώ­σεις επέ­συ­ρε ΕΠΙΠΛΕΟΝ ποι­νή φυλά­κι­σης έως πέντε χρό­νων, δήλω­σα πως ποτέ δεν ανή­κα σε καμία από αυτές τις οργα­νώ­σεις. Οπό­τε προ­σπά­θη­σα στη θητεία μου να μη δώσω καμία αφορ­μή, ελπί­ζο­ντας πως στα 2 αυτά χρό­νια δε θα δια­σταύ­ρω­ναν τις πλη­ρο­φο­ρί­ες τους και δε θα με ανα­κα­λύ­πτα­νε. Όμως τις δια­σταυ­ρώ­σα­νε, μάθα­νε τις οργα­νώ­σεις που συμ­με­τεί­χα (εκτός από τα ίδιο το ΚΚ, που δε το ανα­φέ­ρα­νε) κι έτσι μια μέρα μου δόθη­κε η δια­τα­γή να μετα­βώ εντός 5 ημε­ρών στο στρα­τιω­τι­κό δικα­στή­ριο της Δυτι­κής Γερ­μα­νί­ας. Επει­δή η ποι­νή ήταν 5 χρό­νια φυλά­κι­σης (και 10.000 δολά­ρια πρό­στι­μο) προ­τί­μη­σα τη φυγή, προ­σπα­θώ­ντας μέσω της Αυστρί­ας και δια­σχί­ζο­ντας με κολύ­μπι το Δού­να­βη (στο Linz) να φτά­σω στον Κόκ­κι­νο Στρατό.

Η υπο­δο­χή μου ήταν πολύ φιλι­κή, παρ’ ότι γι’ άλλες δύο εβδο­μά­δες έμει­να σε ένα κελί στην Αυστρία. Μετά μου δώσα­νε και­νούρ­για ρού­χα και με μετέ­φε­ραν στη DDR. Εκεί βέβαια πάλι κρα­τή­θη­κα αρχι­κά γι’ ακό­μη δύο μήνες, τού­τη τη φορά όμως σε συν­θή­κες που θύμι­ζαν ξενο­δο­χείο. Έπει­τα αφέ­θη­κα ελεύ­θε­ρος, σε μία πόλη, όπου ζού­σαν κι εργά­ζο­νταν άλλοι 40 περί­που λιπο­τά­κτες από τους στρα­τούς στη Δυτι­κή Γερμανία.

Στην Ελλά­δα είναι ουσια­στι­κά άγνω­στη η προ­σω­πι­κό­τη­τα και ιστο­ρία του Πωλ Ρόμπ­σον. Όπως κατα­λα­βαί­νω είναι μια φιγού­ρα που σ’ επη­ρέ­α­σε σημα­ντι­κά, αφού και στην DDR αργό­τε­ρα ίδρυ­σες και διεύ­θυ­νες το αρχείο Πωλ Ρόμπ­σον. Πες μας δύο λόγια γι’ αυτόν το σπου­δαίο μαύ­ρο καλ­λι­τέ­χνη κομ­μου­νι­στή αγω­νι­στή και το πώς αντι­με­τω­πί­στη­κε στη χώρα του.

Ο Paul Robeson πράγ­μα­τι ποτέ δε κατά­φε­ρε να εμφα­νι­στεί στην Ελλά­δα. Ωστό­σο ήταν παγκο­σμί­ως γνω­στός, σίγου­ρα ένας από τους πιο αγα­πη­τούς τρα­γου­δι­στές, ηθο­ποιούς και παράλ­λη­λα αγω­νι­στές παγκο­σμί­ως. Γεν­νή­θη­κε και έγι­νε γνω­στός στις ΗΠΑ μετά το 1925, έπει­τα όμως μετα­κι­νή­θη­κε στη Μεγά­λη Βρε­τα­νία (λόγω ρατσι­σμού στις ΗΠΑ). Εκεί μεγά­λω­σε κι άλλο η φήμη του, ερμη­νεύ­ο­ντας τον Οθέ­λο του Shakespeare και τρα­γου­δώ­ντας τη δεκα­ε­τία του 1930 για εργά­τες και ανέρ­γους – ιδιαί­τε­ρα τους ανθρα­κω­ρύ­χους της Ουα­λί­ας και της Σκο­τί­ας. Είχε όμως επι­πλέ­ον το θαυ­μα­σμό και την ανα­γνώ­ρι­ση μιας εκπλη­κτι­κά μεγά­λης γκά­μας ποι­η­τών, καλ­λι­τε­χνών, αρι­στε­ρών πολι­τι­κών, ανθρώ­πων του Θεά­τρου και του κινη­μα­το­γρά­φου, με τους οποί­ους έκα­νε μια σει­ρά ται­νί­ες στην Αγγλία και τις ΗΠΑ. Υπήρ­χαν σχέ­δια για να κάνει μια ται­νία με τον Αϊζεν­στάιν, με θέμα την επα­νά­στα­ση στην Αϊτή, η οποία όμως τελι­κά δε προ­χώ­ρη­σε. Ωστό­σο επι­σκε­πτό­ταν συχνά την ΕΣΣΔ, όπου γινό­ταν δεκτός με ενθου­σια­σμό, μεγα­λύ­τε­ρο κι απ’ ό,τι σε Παρί­σι, Πρά­γα και Βερο­λί­νο (πριν το 1933). Μαζί με τη δημο­σιο­γρά­φο γυναί­κα του επι­σκέ­φτη­κε την Ισπα­νία το και­ρό του εμφυ­λί­ου, όπου και τρα­γού­δη­σε σε ένα Λαζα­ρέ­το κοντά στο μέτω­πο. Το 1939 επέ­στρε­ψε στις ΗΠΑ, όπου πλέ­ον η καριέ­ρα του απο­γειώ­θη­κε: Η απο­δο­χή του ‑ιδιαί­τε­ρα ανά­με­σα στους μαύ­ρους- ήταν καθο­λι­κή, ενώ με τη δημο­κρα­τι­κή μπα­λά­ντα του „Ballad for Americans“ όμως κέρ­δι­σε αρκε­τή δημο­τι­κό­τη­τα και ανά­με­σα στους δημο­κρα­τι­κούς. Ο Οθέ­λος του στο Broadway ήταν μια μονα­δι­κή επιτυχία.

Μετα­πο­λε­μι­κά έμει­νε πιστός στις τρεις βασι­κές αρχές του: Ενα­ντί­ον του ρατσι­σμού, για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των αποι­κιών (ιδιαί­τε­ρα πολε­μού­σε το Απαρτ­χάιντ) και για τη φιλία με την ΕΣΣΔ και τις υπό­λοι­πες σοσια­λι­στι­κές χώρες. Μετά το 1949 αυτό άρχι­σε να το πλη­ρώ­νει ακρι­βά: Του αφαι­ρέ­θη­κε το δια­βα­τή­ριο και εμπο­δι­ζό­ταν κάθε εμφά­νι­σή του στο κινη­μα­το­γρά­φο, στη σκη­νή, σε συναυ­λί­ες, ακό­μη και σε μικρές εκκλη­σί­ες αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κών κοι­νο­τή­των, όπου ακό­μα θέλα­νε να τον ακού­νε. Το όνο­μά του στις ΗΠΑ ουσια­στι­κά έγι­νε ταμπού. Στη Μεγά­λη Βρε­τα­νία όμως και σε άλλες χώρες, όπως στη DDR, υπήρ­χε πλή­θος κόσμου που κινη­το­ποιού­νταν για το δικαί­ω­μά του να ταξι­δεύ­ει και να εμφα­νί­ζε­ται καλ­λι­τε­χνι­κά· τρα­γού­δη­σε και μίλη­σε δημό­σια μέσω δύο «τηλε­φω­νι­κών συναυ­λιών» στη Μεγά­λη Βρε­τα­νία, οι οποί­ες είχαν τερά­στια ακρο­α­μα­τι­κό­τη­τα και σιγά σιγά η στά­ση των ΗΠΑ απέ­να­ντί του άρχι­σε να γίνε­ται όλο και πιο γελοία. Το 1958 κέρ­δι­σε πίσω το δια­βα­τή­ριό του. Εμφα­νί­στη­κε στο Παγκό­σμιο Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας και Φοι­τη­τών στη Βου­δα­πέ­στη και τρα­γού­δη­σε σε πάρα πολ­λές χώρες. Έπαι­ξε ακό­μη μια φορά τον Οθέ­λο. Έπει­τα όμως αρρώ­στη­σε βαριά και ανα­γκά­στη­κε να περιο­ρί­σει τις δημό­σιες εμφα­νί­σεις του. Πέθα­νε το 1976. Εν τω μετα­ξύ έχουν εκδο­θεί αρκε­τά βιβλία και βιο­γρα­φί­ες γι αυτόν. Το 1998 μάλι­στα βγή­κε και γραμ­μα­τό­ση­μο στις ΗΠΑ, για τα 100 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του.

Ίσως ακου­στεί υπερ­βο­λι­κό, όμως όλα τα παι­διά στην DDR γνω­ρί­ζα­νε τ’ όνο­μά του και τη μονα­δι­κή, υπέ­ρο­χη μπά­σα φωνή του. Την ίδια ώρα, στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία ήταν παντε­λώς άγνωστος.

Τον έζη­σα αρκε­τές φορές. Η φωνή του μπο­ρού­σε να ξεση­κώ­σει ακό­μα και τις πέτρες, στον αγώ­να ενά­ντια σε πόλε­μο και ρατσι­σμό (καμιά φορά μέχρι και για το σοσια­λι­σμό)! Η λεβε­ντιά, η ακτι­νο­βο­λία, η δύνα­μη πει­θούς του ήταν μονα­δι­κές στο κόσμο! Γι αυτό και προ­σπά­θη­σαν για πολ­λά χρό­νια να τον κάνουν να σιωπήσει.

Πόσο ανά­γκη έχει ο κόσμος μας τέτοιους ανθρώ­πους ‑και τέτοιο μυα­λω­μέ­νο πάθος. Σήμε­ρα μπο­ρού­με να δού­με λίγο από αυτόν το συν­δυα­σμό ‑αν και χωρίς τη φωνή και τη κορ­μο­στα­σιά του Robeson- στους Bernard Sanders και Jeremy Corbyn.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο