Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Υπάρ­χουν πολ­λοί άνθρω­ποι που μαρ­τύ­ρη­σαν για την ατα­λά­ντευ­τη πίστη στις ιδέ­ες τους, αλλά δεν θα τους βρού­με στα επί­ση­μα εορ­το­λό­για και δεν γιορ­τά­ζουν ποτέ. «Είναι οι δικοί μας Χρι­στοί, οι δικοί μας Άγιοι.»

Γιώργος Σικελιώτης, Στο απόσπασμα, σχέδιο

Γιώρ­γος Σικε­λιώ­της, Στο από­σπα­σμα, σχέδιο

Πολ­λοί συνάν­θρω­ποί μας δεν  τους γνω­ρί­ζουν  ούτε έχουν ακού­σει κάτι γι’ αυτούς για­τί μπό­λι­κη λάσπη ρίχτη­κε πάνω τους και καλ­λιερ­γή­θη­κε  μεθο­δι­κά η λήθη των αγώ­νων και των  θυσιών τους. Νέοι και ηλι­κιω­μέ­νοι, άνδρες, γυναί­κες, παι­διά, που έπε­σαν στη φωτιά συνει­δη­τά και προ­τί­μη­σαν να αγω­νι­στούν και να θυσια­στούν για  ελευ­θε­ρία, για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, για μια κοι­νω­νι­κά δίκαιη κοι­νω­νία, για τη θεμε­λί­ω­ση και την ανοι­κο­δό­μη­ση ενός κόσμου σοσια­λι­στι­κού. Δεν  συνερ­γά­στη­καν με τους κατα­κτη­τές και την κατε­στη­μέ­νη τάξη,  δεν συν­θη­κο­λό­γη­σαν, δεν  λιπο­τά­κτη­σαν και  πλή­ρω­σαν με τη ζωή τους το τίμη­μα των αγώ­νων τους.  Έφυ­γαν από τη ζωή με τρα­γι­κό τρό­πο αλλά εξα­κο­λου­θούν να ζουν  στις συνει­δή­σεις μας και στις καρ­διές μας φωτί­ζο­ντας με τη θυσία τους τα πυκνά σκο­τά­δια και τους δύσβα­τους δρόμους.

Είναι πολ­λοί, χιλιά­δες, επώ­νυ­μοι και κυρί­ως ανώ­νυ­μοι, δημο­κρά­τες, αρι­στε­ροί, κομ­μου­νι­στές. Μνη­μο­νεύ­ου­με  όλους αυτούς που διώ­χθη­καν, φυλα­κί­στη­καν, βασα­νί­στη­καν, πόνε­σαν, εξο­ρί­στη­καν, στή­θη­καν στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα μόνο και μόνο για­τί ονει­ρεύ­τη­καν έναν κόσμο δια­φο­ρε­τι­κό, έναν κόσμο ανθρώ­πι­νο. Το αίμα τους φωνά­ζει και μας καλεί σε συνε­χή αντί­στα­ση και πάλη…

Τάσσος, χαρακτικό

Τάσ­σος, χαρακτικό

Η ΑΥΓΗ ΚΙ Η ΜΕΡΑ

Η αυγή κι η ημέ­ρα θάνα­τος κι εμείς που­λιά πετούμενα
κι από παντού ξεχύ­νο­νταν ελπί­δας μοσκοβόλημα,
σάμπως να χλόι­ζε ο για­λός σπαρ­μέ­νος αγρολούλουδα
κι ο ήλιος ετρα­γού­δα­γε τη λευ­τε­ριά στα πέρα­τα
. (Β. Ρώτας)

Ηλίας Φέρτης, Γυναίκες στο απόσπασμα, τέμπερα

Ηλί­ας Φέρ­της, Γυναί­κες στο από­σπα­σμα, τέμπερα

ΤΟ ΠΡΩΙ

Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλ­λι­κός ήχος
Ύστε­ρα από τα φορ­τω­μέ­να καμιόνια
Που θρυμ­μα­τί­ζου­νε τις πόρ­τες του ύπνου.
Και το τελευ­ταίο «αντίο» της παραμονής
Και οι τελευ­ταί­οι βημα­τι­σμοί στις υγρές πλάκες
Και το τελευ­ταίο σου γράμμα
Στο παι­δι­κό τετρά­διο της αριθμητικής
Σαν του μικρού παρα­θυ­ριού το δίχτυ
Που τεμα­χί­ζει με κάθε­τες μαύ­ρες γραμμές
Του πρω­ι­νού χαρού­με­νου ήλιου την παρέ­λα­ση
.( Μ.Αναγνωστάκης)

agioi8

«Αμπε­λο­γιάν­νης Σπή­λιος Κων/νου
οδός Άστρους 93, Κολωνός.
Έτσι πεθαί­νουν οι τίμιοι Έλλη­νες. Πεθαί­νω περήφανος.
Ζήτω η Λευ­τε­ριά. Δια­βά­τη Έλλη­να, το ρού­χο τού­το να το πας στην παρα­πά­νω διεύ­θυν­ση. Είναι η στερ­νή επι­θυ­μία ενός ανθρώ­που, που ξέρει να πεθαί­νει για τη Λευ­τε­ριά. Ζήτω ο ελλη­νι­κός Λαός.»

(Του­φε­κί­στη­κε με τους 200 την Πρω­το­μα­γιά του ’44 στο Σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής. Ήταν τότε 22 ετών. Το σημεί­ω­μα βρέ­θη­κε καρ­φι­τσω­μέ­νο στο πέτο του σακα­κιού του στον τόπο όπου εκτελέστηκε)

agioi9

«Εγώ το σπό­ρο έσπειρα
κατά της τυραννίας.
Εξ ου και θέλει θεριστεί
καρ­πός ελευ­θε­ρί­ας.»
(Κανά­ρης — Σπύ­ρος Ανα­λυ­τής. Τον κρέ­μα­σαν στο Ληξού­ρι στις 5 Ιου­λί­ου 1944. Ήταν 22 ετών. Το τετρά­στι­χο βρέ­θη­κε γραμ­μέ­νο στον τοί­χο του κρα­τη­τη­ρί­ου της χωρο­φυ­λα­κής στο Ληξούρι).

agioi10

«Δεν σας ξέχα­σα ποτές. Για σας και για τον ελλη­νι­κό λαό έδω­σα τη ζωή μου. Σήμε­ρα 1η του Μάη 1944 σας φιλώ για τελευ­ταία φορά» (Α. Βαγε­νάς. Δε βρέ­θη­καν βιο­γρα­φι­κά, παλιό μέλος του ΚΚΕ, πια­σμέ­νος κατά τη Μετα­ξι­κή δικτα­το­ρία, παρα­δό­θη­κε το 1941 στους Ναζί και εκτελέστηκε)

Γιώργος Μόσχος, Ξυλογραφία για το σπίτι - κάστρο του Υμηττού

Γιώρ­γος Μόσχος, Ξυλο­γρα­φία για το σπί­τι — κάστρο του Υμηττού

«1η Μαΐ­ου 1944

Αγα­πη­τή Σοφία,

Επει­δή πιστεύω πως θα μας πάρουν και μας το βρά­δι για τον γνω­στό αγύ­ρι­στο προ­ο­ρι­σμό, αφού δεν με άφη­σαν να επι­κοι­νω­νή­σω με κανέ­ναν γνω­στό, σε παρα­κα­λώ εσέ­να αν μπο­ρείς να επι­κοι­νω­νή­σεις με τους δικούς μου ή όταν βγεις μια μέρα να τους πεις τα λόγια που δεν μπό­ρε­σα εγώ να τους πω και να τους δώσεις τους τελευ­ταί­ους μου χαι­ρε­τι­σμούς και τα τελευ­ταία μου φιλιά στο παι­δί μου, τη γυναί­κα μου, τη μητέ­ρα μου και τις αδελ­φές μου. Στη γυναί­κα μου πες να βαφτί­σει το μπέ­μπη με τ’ όνο­μά μου. Πιστεύω πως όλοι θα στα­θούν στορ­γι­κοί στο παι­δί μου ώστε να μην αισταν­θεί την ορφά­νια του. 

Αντίο για πάντα.

Αργύ­ρης» (Εκτε­λέ­στη­κε 3 του Μάη 1944 με αγχό­νη στο Μεγά­λο Πεύκο)

Τάσσος, Οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς του ' 44, ξυλογραφία

Τάσ­σος, Οι δια­κό­σιοι της Πρω­το­μα­γιάς του  ’44,  ξυλογραφία

ΑΝΘΟΥΣ – ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Δεν είντου­σαν πεντέ­ξι κι ουδέ μια δεκαριά,
παρ’ είντου­σαν Δια­κό­σιοι μιαν εκκλη­σιά κορμιά.
Δια­κό­σιοι είν’ ένας κι ένας, μ’ αντρειά, μ’ αξιά, με νου,
δια­κό­σιοι βασι­λιά­δες λεβέ­ντες του λαού.
Πριν φέξει τους χωρί­σαν, τους βάλαν στη σειρά
κι είν’ ομορ­φο­ντυ­μέ­νοι, κεφά­λια τους ψηλά.
Πρω­το­μα­γιά χαρά­ζει, μα δε μοσκοβολάει,
η αυγή φοβά­ται να’ βγει, το φως χασομεράει.
Τους φορ­τώ­σαν δεμέ­νους , τους  στρί­μω­ξαν ορθούς,
κλει­σμέ­νοι εμείς ακού­με: — τους παίρ­νουν, δεν ακούς;
Να, πάνω από τη μάντρα χέρια περ­νά­νε, δες,
τα χέρια τους κου­νά­νε και φεύ­γου­νε και παν,
σαν να κου­νάν σημαί­ες μάς αποχαιρετάν:
Σημαί­ες ματο­βα­μέ­νες πώς ανεμίζουνε,
μιλάν με χίλιες γλώσ­σες και ξεφωνίζουνε:
— Λαέ μας, τα παι­διά σου, στα­θή­κα­με πιστά,
κατά το μάθη­μά σου στον τύραν­νο μπροστά.
Δώσα­με τις ζωές μας ντυ­μέ­νες αρετή,
για τη δική σου δόξα και για την προκοπή.
Λαέ μας δοξα­σμέ­νε, πατρί­δα μας γλυκιά,
μας κόψαν τις ζωές μας ανθούς Πρω­το­μα­γιά
. (Β.Ρώτας)

Ηλίας Φέρτης, Βασανιστήρια, τέμπερα

Ηλί­ας Φέρ­της, Βασα­νι­στή­ρια, τέμπερα

ΨΥΧΟΧΑΡΤΙ

Τα ονό­μα­τά σας μένου­νε, μα πόσο ματωμένα,
Καλά­βρυ­τα και Τρί­πο­λη, Δίστο­μο και Χορτιάτη,
Και­σα­ρια­νή και Κούρ­νο­βο, Κρή­τη και Μονοδέντρι
και κόρη του Ταΰ­γε­του, κατα­καη­μέ­νη Μάνη,
και φτω­χο­μά­να αδού­λω­τη δου­λεύ­τρα Σαλονίκη
και Δρά­μα και Προ­σό­τσια­νη, κακό­μοι­ρο Δοξάτο,
και σεις με δίχως όνο­μα βου­νά, πλα­γιές, λαγγάδια
ραχού­λες, λάκ­κες, ρεμα­τιές, νησιά και περιγιάλια
στα χώμα­τά σας κρύ­ψε­τε καλά τους σκοτωμένους
μην τους ξεθά­βουν τα σκυ­λιά, μην τους σπα­ρά­ζουν τα όρνια
τι’ ναι σημαί­ες οι μνή­μες τους κι εικό­νες οι μορ­φές τους
. (Β.Ρώτας)

Χρίστος Δαγκλής, Γουδί, 29 μαΐου 1944, ξυλογραφία εμπνευσμένη από το μαρτύριο της αγωνίστριας Άννας Παρλιάρου

Χρί­στος Δαγκλής, Γου­δί, 29 μαΐ­ου 1944, ξυλο­γρα­φία εμπνευ­σμέ­νη από το μαρ­τύ­ριο της αγω­νί­στριας Άννας Παρλιάρου

Έπε­σε ο άνε­μος. Σιω­πή. Στη γωνιά της κάμαρας
ένα αλέ­τρι συλ­λο­γι­σμέ­νο – περι­μέ­νει τ’ όργωμα.
Ακού­γε­ται πιο καθα­ρά το νερό που κοχλά­ζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περι­μέ­νουν στον ξύλι­νο πάγκο
είναι οι φτω­χοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμά­χοι, οι σπου­δα­στές κ’ οι προλετάριοι
— κάθε τους λέξη είναι ένα ποτή­ρι κρασί
μια γωνιά μαύ­ρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παρά­θυ­ρο ανοι­χτό στη λιακάδα.

Είναι οι δικοί μας Χρι­στοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα χοντρά τους παπού­τσια είναι σα βαγό­νια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά-
αργα­σμέ­να χέρια, σκλη­ρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγω­μέ­να νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγά­λο δάχτυ­λο φαρ­δύ όσο η ιστο­ρία του ανθρώπου
με τη φαρ­διά σπι­θα­μή σα γιο­φύ­ρι πάνου απ’ το γκρεμό.
Τα δαχτυ­λι­κά τους απο­τυ­πώ­μα­τα δεν είναι μονά­χα στα
μητρώα των φυλακών
φυλά­γο­νται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυ­λι­κά τους απο­τυ­πώ­μα­τα είναι οι πυκνές
σιδη­ρο­δρο­μι­κές γραμμές
που δια­σχί­ζουν το μέλ­λον. Κ’ η καρ­διά μου εμένα
τίπο­τα πιό­τε­ρο, συντρό­φια μου, ένα πήλι­νο μαυ­ρι­σμέ­νο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δου­λειά του – τίποτ’ άλλο. Γειας σας σύντρο­φοι
. (Γ. Ρίτσος)

Κατσικογιάννης Δημήτρης, Άτιτλο, ξερό παστέλ

Κατσι­κο­γιάν­νης Δημή­τρης, Άτι­τλο, ξερό παστέλ

Εσείς που βάλα­τε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχα­τε στρώ­μα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρό­νια δε σηκώ­σα­τε κεφάλι
και καλο­σύ­νη δε σας άγγι­ξε καμιά

Ήρθε και­ρός, ήρθε καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο και­ρός, ήρθε ο καιρός
να ξανα­χτί­σε­τε την γη.

Εσείς αδέρ­φια που ποτέ δεν βγά­λα­τε άχνα
κι ούτε ξημέ­ρω­σε στην πόρ­τα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημ­μύ­ρι­σε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέ­πα­νε σαν άγρα­φο χαρ­τί.
(Ν. Γκά­τσος)

Γιώργος Φαρσακίδης, χαρακτικό

Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, χαρακτικό

Εμείς που μείναμε
στο χώμα το σκληρό
για τους νεκρούς
θ’ ανά­ψου­με λιβάνι
κι όταν χαθεί
μακριά το καραβάνι
του χάρου του μεγά­λου πεχλιβάνη,
στη μνή­μη τους θα στή­σου­με χορό.

Εμείς που μείναμε
θα τρώ­με το πρωί
μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι,
ένα τσα­μπί στα­φύ­λι από τ’ αμπέλι
και δίχως πια του φόβου το τριβέλι,
μπρο­στά θα προ­χω­ρά­με στη ζωή.

Εμείς που μείναμε
θα βγού­με μια βραδιά
στην ερη­μιά να σπεί­ρου­με χορτάρι
και πριν για πάντα
η νύχτα να μας πάρει
θα κάνου­με τη γη προσκηνυτάρι
και κού­νια για τ’ αγέν­νη­τα παι­διά
. (Ν.Γκάτσος)

Γιώργος Φαρσακίδης, από σχέδιο του 1949

Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, από σχέ­διο του 1949

ΞΕΝΕ ΜΟΥ ΟΠΟΥ ΠΑΣ

Ξένε μου, όπου πας και περ­πα­τάς τη γη μας,
να πατάς σεμνά και ν’ αλαφροδιαβαίνεις,
τ’ είναι ο τόπος μας αιματοποτισμένος,
κάθε δρα­σκε­λιά κι από’ νας σκοτωμένος,
ένας σύντρο­φος που’ πεσε πολεμώντας
για το δίκιο μας και για τη λευ­τε­ριά μας.

Κάθο­νται οι ψυχές σε πέτρα, σε λιθάρι,

και μοι­ρο­λο­γάν και τον καη­μό τους λένε. (Β.Ρώτας)

Παπαγεωργίου Δημήτρης, Έπεσαν για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι, Έγχρωμη χαλκογραφία

Παπα­γε­ωρ­γί­ου Δημή­τρης, Έπε­σαν για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τρα­γού­δι, Έγχρω­μη χαλκογραφία

Πηγές:

1) Βασί­λη Ρώτα – Βού­λας Δαμια­νά­κου, Μνη­μό­συ­νο, Αθή­να 1961

2) Μανό­λης Ανα­γνω­στά­κης, Τα ποι­ή­μα­τα (1941 ‑1971), Νεφέ­λη, Αθή­να 2000

3) Γιάν­νης Ρίτσος, Καπνι­σμέ­νο τσου­κά­λι, Κέδρος, Αθή­να, 1977, 13η έκδοση

4) Νίκος Γκά­τσος, ποι­η­τι­κή στι­χουρ­γία για το δίσκο «Νυν και Αεί» (1974)

5) Ασα­ντούρ Μπα­χα­ριάν – Πέτρος Ανταί­ος, Εικα­στι­κές Μαρ­τυ­ρί­ες. Ζωγρα­φι­κή – Χαρα­κτι­κή. Στον πόλε­μο, στην Κατο­χή, στην Αντί­στα­ση. Οδυσ­σέ­ας, Αθή­να 1995, 3η έκδοση

6) Εικα­στι­κές Τέχνες και Αντί­στα­ση. Επι­με­λη­τή­ριο Εικα­στι­κών Τεχνών Ελλά­δας και Δήμος Αθη­ναί­ων, Αθή­να 2014

7) Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, Μακρό­νη­σος, Τυποεκδοτική

8) Εθνι­κή Αντί­στα­ση 1941 ‑1944. Γράμ­μα­τα και μηνύ­μα­τα εκτε­λε­σμέ­νων πατριω­τών, Αθή­να 1974

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο