Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΠΟΝίτες ΗΡΩΕΣ (6): Κώστας Αθανασιάδης (Κωστάκης), ο πρώτος ήρωας του Λόχου Νεολαίας Κεντρικής Μακεδονίας ΔΣΕ

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Ο Δημο­κρα­τι­κός Στρα­τός Ελλά­δας (ΔΣΕ) είχε στις τάξεις του πολ­λούς νέους σε ηλι­κία μαχη­τές και μαχή­τριες που την περί­ο­δο της ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης ήταν στις γραμ­μές της ΕΠΟΝ και των Αετό­που­λων,  αλλά και νέους και νέες που ήταν παι­διά κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής. Περί­που το 80% της συνο­λι­κής δύνα­μης του ΔΣΕ ήταν νεο­λαί­οι οργα­νω­μέ­νοι στη Δημο­κρα­τι­κή Νεο­λαία Ελλά­δας (ΔΝΕ) και στην ΕΠΟΝ. Για το λόγο αυτό στις γραμ­μές του ΔΣΕ ιδρύ­θη­καν και ξεχω­ρι­στά τμή­μα­τα νεο­λαί­ας. Ένα από αυτά ήταν ο Λόχος Νεο­λαί­ας Κεντρι­κής Μακε­δο­νί­ας, που συγκρο­τή­θη­κε το Νοέμ­βρη του 1947 στο όρος Μπέ­λες, μετά από από­φα­ση του Αρχη­γεί­ου της Κεντρι­κής Μακε­δο­νί­ας του ΔΣΕ που έδρευε εκεί.

Το 1953 από το Εκδο­τι­κό του ΚΚΕ «Νέα Ελλά­δα», που λει­τουρ­γού­σε στη ΛΔ Ρου­μα­νί­ας, εκδό­θη­κε το βιβλίο του Μιχά­λη Ανα­στα­σιά­δη Πολε­μώ­ντας για τη Λευ­τε­ριά. Γρά­φτη­κε το 1952 και περι­γρά­φει σημα­ντι­κές στιγ­μές από τη δρά­ση του Λόχου Νεο­λαί­ας Κεντρι­κής Μακε­δο­νί­ας την περί­ο­δο 1947–1948. Το βιβλίο αυτό επα­νεκ­δό­θη­κε πρό­σφα­τα με τη μορ­φή της φωτο­γρα­φι­κής ανα­τύ­πω­σης από τις εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή, με σκο­πό να συμ­βά­λει στο να φωτι­στούν πλευ­ρές της ιστο­ρί­ας και της δρά­σης του ΔΣΕ.

Την πρώ­τη μάχη που έδω­σε ο Λόχος Νεο­λαί­ας την κέρ­δι­σε. Σ’ αυτή τη μάχη, στις 15 Νοέμ­βρη του 1947, έπε­σε ο «Κωστά­κης», ο δεκα­ε­ξά­χρο­νος ΕΠΟ­Νί­της ήρω­ας Κώστας Αθα­να­σιά­δης, στον οποίο είναι αφιε­ρω­μέ­νη η σημε­ρι­νή μας ανάρ­τη­ση. Τα κεί­με­να είναι απο­σπά­σμα­τα από το προ­α­να­φε­ρό­με­νο βιβλίο.

***

Στη φωτιά απα­ντά­με με φωτιά. Οι επο­νί­τες σκο­πευ­τές γαζώ­νουν τα μαύ­ρα στό­μα­τα των πολυ­βο­λεί­ων. Η Μπου­μπου­λί­να με το ταχυ­βό­λο της σίγη­σε το αντι­κρι­νό της μπρεντ και χαί­ρε­ται σα μικρό παι­δά­κι, σφυ­ρί­ζο­ντας αδέ­ξια ένα επα­να­στα­τι­κό μαρς.

Τέσ­σε­ρις ώρες κρά­τη­σε η μάχη. Στις δυο μετά τα μεσά­νυ­χτα το μυδρά­λιο της Δέσποι­νας στέλ­νει προς τον ουρα­νό τρεις άσπρες δέσμες. Δόθη­κε το σύν­θη­μα υπο­χώ­ρη­σης. Απο­συ­ρό­μα­στε κανο­νι­κά και φτά­νου­με στο σημείο συνάντησης.

― Σύντρο­φε λοχα­γέ, η δεύ­τε­ρη διμοι­ρία παρών. Απώ­λεια καμιά! ανα­φέ­ρει ζωη­ρά η Σόφη. Σε λίγο φαί­νο­νται οι άντρες της πρώ­της διμοι­ρί­ας. Μπρο­στά τέσ­σε­ρις μαχη­τές, σε μια τεντω­μέ­νη κου­βέρ­τα, μετα­φέ­ρουν τον Κωστά­κη βαριά τραυματισμένο.

― Την τελευ­ταία στιγ­μή, ανα­φέ­ρει ο πολι­τι­κός επί­τρο­πος της διμοι­ρί­ας Ακού­ρα­στος, δε μπό­ρε­σα να τον κρα­τή­σω. Σηκώ­θη­κε ορθός κι άρχι­σε να τρα­γου­δά­ει και να βάζει με το οπλο­πο­λυ­βό­λο του. Βρο­χή οι οβί­δες σκά­γαν κοντά μας. Χωρίς να βγά­λει μιλιά έγει­ρε λίγο κι ακού­μπη­σε στ’ αυτό­μα­το. «Σύντρο­φε επί­τρο­πε, πάρ­τε με, τραυ­μα­τί­στη­κα», είπε σιγά και ήσυ­χα. Κανείς δεν τον άκου­σε. Έτρε­ξα δίπλα του. Ζεστό το αίμα πήδα­γε απ’ το πλη­γω­μέ­νο του στή­θος. Τον επι­δέ­σα­με επι­τό­που και τον πήρα­με. Καμιά ελπί­δα δεν είχα­με πως θα ζήσει.

Ο ουρα­νός καθά­ρι­σε από τα βαριά σύν­νε­φα που τάδιω­ξε ο αέρας προς τη δύση. Φανή­κα­νε τ’ αστέ­ρια. Να η Μεγά­λη κι η Μικρή Άρκτος. Να ο Πολι­κός αστέ­ρας, που προ­χτές ακό­μα μάθαι­νε ο Κωστά­κης, ότι στα­θε­ρά προ­σα­να­το­λί­ζει τον κόσμο προς Βορ­ρά… Ο Πολι­κός τού­στελ­νε τις τελευ­ταί­ες ακτί­νες του σκύ­βο­ντας λυπη­μέ­να πάνω στο χλω­μό πρό­σω­πο του παλικαριού.

Ο Κωστά­κης μας χαμο­γε­λού­σε. Ένιω­θε ότι η ζωή του έφευ­γε ορμη­τι­κά με το αίμα του, που δεν είχα­με τη δύνα­μη να στα­μα­τή­σου­με, μα δεν έκλαιγε.

«Σύντροφοι!―τον ακού­σα­με να λέγει. Συνε­χί­στε το δρό­μο σας. Μη στα­μα­τή­σε­τε στη μέση. Μη λυπά­στε για μένα. Πέστε στον πατέ­ρα και στη μάνα μου να μη με κλά­ψουν. Εκδι­κη­θεί­τε το αίμα μου. Ζήτω ο Δημο­κρα­τι­κός Στρα­τός! Ζήτω η ΕΠΟΝ». Τα τελευ­ταία λόγια τα πρό­φε­ρε με μεγά­λη προσπάθεια.

Το νεα­ρό κορ­μί τινά­χτη­κε με δύνα­μη για στερ­νή φορά. Απ’ αυτή τη στιγ­μή δίπλα στα τρία αστέ­ρια του Υμητ­τού λάμπει και το δικό μας, ο Κώστας Αθα­να­σιά­δης, ο πρώ­τος ήρω­ας του λόχου νεο­λαί­ας της Κεντρι­κής Μακεδονίας.

Κωστά­κη τον φωνά­ζα­με για­τί μόλις είχε πατή­σει τα δεκάξι…

Χωριό του το Μελισ­σου­ριό Κιλ­κίς. Φτω­χό­παι­δο. Δε γνώ­ρι­σε στα μικρά του χρό­νια καμιά χαρά στη ζωή. Ο πατέ­ρας του Μελί­τας, παρ­τι­ζά­νος κι αυτός, τον άφη­σε στο χωριό. Δεν τον πήρε μαζί του. Ο Κωστά­κης όμως σε λίγο και­ρό βγή­κε και κεί­νος στο βου­νό ακο­λου­θώ­ντας ένα τμή­μα, που το διοι­κού­σε ο επο­νί­της λοχα­γός Θέμης απ’ το χωριό του. Τον πήρα­με στο λόχο νεο­λαί­ας. Ζήτη­σε να πάρει οπλο­πο­λυ­βό­λο. Η διοί­κη­ση του λόχου δεν τού­δι­νε, όμως μπρο­στά στην τόση επι­μο­νή του υποχώρησε.

Το χάι­δευε, το σκού­πι­ζε, το περι­ποιού­νταν όπως μια μάνα το μονά­κρι­βο παι­δί της. Στις ασκή­σεις βολής ερχό­ταν πρώ­τος. Οι σφαί­ρες του, καμιά δεν αστο­χού­σε. Βαρού­σε στο σταυ­ρό. Ήταν κοντού­λης και σβέλ­τος σα σπί­θα. Είχε ένα πολύ αγα­πη­τό πρό­σω­πο. Τα μαύ­ρα μάτια του σε κατα­χτού­σαν αμέ­σως. Όλοι τον αγα­πού­σα­με πολύ.

Τον θάψα­με στα ριζά του περή­φα­νου Μπέ­λες. Πάνω στον τάφο του που σκά­ψα­με με τις λόγ­χες, βάλαν οι κοπέ­λες ένα μεγά­λο μπου­κέ­το αγριο­λού­λου­δα αντί για στε­φά­νι και το δίκω­χό του με το σήμα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού της Ελλά­δας, που του τόχαν κεντή­σει πριν κάμπο­σες μέρες μονά­χες τους.

Ο επί­τρο­πος του λόχου χαι­ρέ­τη­σε το νεκρό ήρωα από μέρους όλων.

Πάνω στον τάφο του ορκι­στή­κα­με να εκδι­κη­θού­με τον ηρω­ι­κό του θάνατο.

Κι ύστε­ρα, αργά, αργά άρχι­σε το πέν­θι­μο εμβατήριο.

Φου­σκώ­νει η καρ­διά και τα μάτια θολώ­νουν. Σφίγ­γου­με με μίσος τις γρο­θιές μας. Κανείς δεν κλαί­ει. Τα χεί­λη ολο­νών είναι σφι­χτά και τα μάτια αυστη­ρά κοι­τά­ζουν το νωπό τάφο που σκέ­πα­σε στην παγω­μέ­νη του αγκα­λιά τον Κώστα μας.

Αιώ­νια η μνή­μη σε σας αδελφοί.
Στον τίμιο που πέσα­τε αγώνα…

― Εκδί­κη­ση σύντρο­φοι! φωνά­ζει κάποιος.

― Εκδί­κη­ση! απα­ντούν αγριε­μέ­να 85 στό­μα­τα μαζί.

Το αγα­πη­μέ­νο ταχυ­βό­λο του Κωστά­κη κελάι­δη­σε προς τιμή του, για τελευ­ταία φορά.

Στις επό­με­νες σελί­δες του βιβλί­ου περι­γρά­φε­ται μια ακό­μα συγκλο­νι­στι­κή σκη­νή. Λίγες μέρες μετά τον τελευ­ταίο απο­χαι­ρε­τι­σμό του νεκρού ήρωα από τους συντρό­φους του, στις 20 Νοέμ­βρη του 1947, ο πατέ­ρας του φτά­νει στο λόχο νεο­λαί­ας για να δει τον γιο του. Ο λοχα­γός με δυσκο­λία του ανα­κοι­νώ­νει το θάνα­τό του και του μετα­φέ­ρει τα τελευ­ταία λόγια του παι­διού του:

― Πατέ­ρα! Ο γιος σου δεν υπάρ­χει πια! Στις 15 του Νοέμ­βρη έπε­σε ηρω­ι­κά στη μάχη «Αντι­σκοί­νων». Κλεί­νο­ντας τα μάτια του στην αγκα­λιά μας μάς παράγ­γει­λε να πού­με στη μάνα του και σε σένα να μην τον κλά­ψε­τε, μα να εκδι­κη­θεί­τε τον ηρω­ι­κό του θάνα­το. Πατέ­ρα! Μην κλαις, πρό­φε­ρε με δυσκο­λία, εμείς τώρα είμα­στε τα παι­διά σου. Εμείς θα πάρου­με πίσω το αίμα του.

Ο πατέ­ρας άκου­γε χωρίς να μιλά­ει. Το χτύ­πη­μα ήταν πολύ βαρύ. Ο Κωστά­κης ήταν το μονά­κρι­βο παι­δί του. Τον έσφι­ξε στο στή­θος του ο λοχα­γός και άρχι­σε να χαϊ­δεύ­ει τα ροζια­σμέ­να χέρια του. Τον αγκά­λια­σε και κεί­νος τρυ­φε­ρά. Του φίλη­σε το μέτω­πο και απο­μα­κρύν­θη­κε με βαριά βήμα­τα χωρίς να χύσει ούτε ένα δάκρυ. Ούτε ένας στε­ναγ­μός δεν πρό­δω­σε το βαθύ σπα­ραγ­μό του. Χάθη­κε μέσα στο δάσος. Ποιος ξέρει, ίσως να μην ήθε­λε να δουν τα μάτια του άλλοι πως υγραί­νο­νται και πώς ξεσπά­ει σε λυγ­μούς. Ίσως πάλι να θυμό­τα­νε την παραγ­γε­λία του γιου του και προ­σπα­θού­σε να εκπλη­ρώ­σει την τελευ­ταία του επιθυμία.

Οι μαχη­τές κοί­τα­γαν αμί­λη­τοι, όμως οι καρ­διές τους σιω­πη­ρά μιλού­σαν με τον Κώστα, που πριν πέντε μέρες ακό­μα ήταν μες στη φλο­γε­ρή μας φάλαγ­γα. Τα αυστη­ρά μάτια των νεα­ρών πολε­μι­στών σα να φώναζαν:

― Κωστά­κη σε θυμού­μα­στε! Είσαι μαζί μας! Ναι! Μαζί κυνη­γού­σα­με χτες τους μπου­ρα­ντά­δες κι ήσουν μπρο­στά! Ακούς Κωστά­κη; Σε θυμού­μα­στε: Είσαι μαζί μας!

Για τη σει­ρά του ΑΤΕΧΝΩΣ «ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ»

Έχου­με χρέ­ος να μην ξεχνά­με το παρελ­θόν. Να μελε­τά­με τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, τις νίκες και τις ήττες του λαϊ­κού κινή­μα­τος, να διδα­σκό­μα­στε από τη δρά­ση των ηρώ­ων του. Χιλιά­δες λαϊ­κοί αγω­νι­στές έπε­σαν νεκροί την περί­ο­δο της Κατο­χής και τα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Χιλιά­δες αγό­ρια και κορί­τσια πέρα­σαν στις γραμ­μές της ΕΠΟΝ και των Αετό­που­λων έχο­ντας μονα­δι­κό κίνη­τρο τη δίψα για λευ­τε­ριά και μια καλύ­τε­ρη ζωή, χωρίς να λογα­ριά­ζουν ότι μπο­ρεί και να χάσουν τη δική τους ζωή, χωρίς να προσ­δο­κούν σε ανταλ­λάγ­μα­τα ή ανα­γνώ­ρι­ση της προ­σφο­ράς τους. Απέ­να­ντι στη θυσία του ανθού της ελλη­νι­κής νεο­λαί­ας εκεί­να τα χρό­νια, το δικό μας χρέ­ος στέ­κει αξόφλητο.

Στο ΑΤΕΧΝΩΣ ξεκι­νή­σα­με μια νέα ενό­τη­τα δημο­σιεύ­σε­ων κάτω από τον τίτλο «ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ». Αντλώ­ντας υλι­κό από το περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» και αλλού, φιλο­δο­ξού­με να φέρου­με στο φως, μέσω του δια­δι­κτύ­ου, μικρά αφιε­ρώ­μα­τα-πορ­τραί­τα μεγά­λων ηρώ­ων. Αρω­γούς σε αυτή την προ­σπά­θεια θα έχου­με την έκδο­ση-λεύ­κω­μα της Σύγ­χρο­νης Επο­χής από το αρχείο της «Νέας Γενιάς», το Επι­μορ­φω­τι­κό Κέντρο Βιβλιο­θή­κη – Αρχείο «Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης», τα Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστο­ρί­ας, βιβλία, ανα­μνή­σεις αγω­νι­στών και άλλες πηγές.

Τα ήδη αναρ­τη­μέ­να αφιε­ρώ­μα­τα θα ενη­με­ρώ­νο­νται-εμπλου­τί­ζο­νται με νέα στοι­χεία όταν αυτά ανακαλύπτονται.

Στην ίδια σειρά:

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ: Νεί­λος Μαστρα­ντώ­νης (Κλέ­αρ­χος), όπως οι ωραί­οι νεκροί της Ιστορίας…

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ (2): Κώστας Κορ­δά­τος, νέος ηθο­ποιός που δεν ήξε­ρε τι θα πει συμβιβασμός

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ (3): Χαρί­λα­ος Κατσού­λης, την ώρα που τον του­φέ­κι­ζαν τραγουδούσε

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ (4): Αθη­νά Μαύ­ρου, δέχτη­κε με το κεφά­λι ψηλά το θάνα­το στο Μπλό­κο της Κοκκινιάς

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ (5) – Άκης Μπά­τζιος: «Συνε­χί­στε τη δου­λειά που εγώ αφή­νω στη μέση»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο