Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φτώχεια, ταξικές ανισότητες και σχολική ζωή

Γρά­φει η Ανα­στα­σία Ζήση* //

Η ραγδαία υπο­βάθ­μι­ση του υλι­κού επι­πέ­δου ζωής και η επι­δεί­νω­ση των αντί­ξο­ων  αντι­κει­με­νι­κών όρων ύπαρ­ξης για εκτε­τα­μέ­να τμή­μα­τα της κοι­νω­νί­ας, όπως για τους ανει­δί­κευ­τους εργά­τες, τους αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νους, και τους μακρο­χρό­νιους από-ενταγ­μέ­νους της εργα­σί­ας ως απο­τέ­λε­σμα των πολι­τι­κών λιτό­τη­τας που επέ­βα­λαν οι όροι της αγο­ράς και οι ευρύ­τε­ρες σχέ­σεις ισχύ­ος απο­τε­λούν δομι­κά γνω­ρί­σμα­τα των αλλε­πάλ­λη­λων κοι­νω­νι­κών μετα­μορ­φώ­σε­ων της χώρας, όπως αυτές εκτυ­λίσ­σο­νται με ιδιαί­τε­ρη έντα­ση την τελευ­ταία δεκα­ε­τία. Η απώ­λεια εισο­δή­μα­τος, ο φόβος της από­λυ­σης και της χρε­ο­κο­πί­ας, η φτώ­χεια και τα εμπό­δια έντα­ξης στον εργα­σια­κό βίο δημιούρ­γη­σαν συν­θή­κες υψη­λής δια­κιν­δύ­νευ­σης και τρω­τό­τη­τας ειδι­κά για τις ταξι­κές κατη­γο­ρί­ες που δια­θέ­τουν τα λιγό­τε­ρα υλι­κά μέσα βιο­πο­ρι­σμού, δια­μέ­νουν σε υπο­βαθ­μι­σμέ­νες περιο­χές και είναι εκτε­θει­μέ­νες σε εργα­σια­κούς κιν­δύ­νους και άχθη. Η υλι­κή εξα­θλί­ω­ση των  εργα­τι­κών τάξε­ων σε συν­δυα­σμό με την απο­κα­θή­λω­ση των συλ­λο­γι­κο­τή­των ταξι­κού αγώ­να στη βάση της ταξι­κής συνεί­δη­σης είχε ως συνέ­πεια την εμφά­νι­ση νέων τύπων μετα­γρα­φών στους τρό­πους του κοι­νω­νι­κού «σκέ­πτε­σθαι» και του «αισθά­νε­σθαι», όπως και στις εκδη­λώ­σεις του ατο­μι­κού και του συλ­λο­γι­κού πράτ­τειν. Η πρό­σβα­ση στη μελέ­τη των αντι­κει­με­νι­κών μετα­βο­λών στις συν­θή­κες ζωής των ανθρώ­πων που είναι φορείς  ορι­σμέ­νων ταξι­κών θέσε­ων είναι σχε­τι­κά ευθύ­βο­λη και τυπο­ποι­η­μέ­νη στο να απο­τυ­πω­θεί και να μετρη­θεί. Τα ερευ­νη­τι­κά κέντρα της χώρας και άλλοι επί­ση­μοι φορείς, αρχές και παρα­τη­ρη­τή­ρια τεκ­μη­ρί­ω­σης κομί­ζουν στη δημό­σια και πολι­τι­κή σφαί­ρα δεί­κτες και μεγέ­θη, προ­βο­λές, ποσο­τι­κά αλλά και ποιο­τι­κά ευρή­μα­τα για τις βιο­τι­κές συν­θή­κες των Ελλή­νων και Ελλη­νί­δων, την απα­σχό­λη­ση, τη φτώ­χεια, την ανερ­γία, την ανά­πτυ­ξη, την εκπαί­δευ­ση, κ.ο.κ. Παρά τον κίν­δυ­νο της άμβλυν­σης της αισθη­τι­κό­τη­τας που μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει η από­στα­ση μιας ουδέ­τε­ρης ποσο­τι­κής επα­λή­θευ­σης, ορι­σμέ­νες χρή­σεις αυτής είναι όχι μόνο ανα­γκαί­ες, αλλά συχνά και διαφωτιστικές.

Η υλι­κή εξα­θλί­ω­ση, η εργα­σια­κή επι­σφά­λεια, ο φόβος της χρε­ο­κο­πί­ας, η απει­λή της δήμευ­σης, και η από-έντα­ξη από την παρα­γω­γή και την εργα­σία που οδή­γη­σαν μεγά­λα τμή­μα­τα της κοι­νω­νί­ας στο περι­θώ­ριο μιας κοι­νής όμως ζωής συνο­δεύ­τη­καν από ισχυ­ρά αισθή­μα­τα απο­στέ­ρη­σης, αδι­κί­ας, ντρο­πής, ταπεί­νω­σης και φόβου. Τα δει­νά της ψυχι­κής ζωής, οι απαλ­λο­τριώ­σεις του ιδιω­τι­κού, εσω­τε­ρι­κού βίου εκτο­νώ­θη­καν στα πολι­τι­κά προ­γράμ­μα­τα των σοσια­λι­στι­κών και των αρι­στε­ρών κομ­μά­των από τη Ρουα­γιάλ μέχρι τον Τσί­πρα που επέν­δυ­σαν τις πολι­τι­κές τους εκστρα­τεί­ες σε μια νέου τύπου ρητο­ρι­κή στραμ­μέ­νη στα άχθη της συμ­φο­ράς ανα­ζη­τώ­ντας την ανθρω­πι­στι­κή εδραί­ω­ση στην σχέ­ση πολί­τη-κρά­τους. Η στρο­φή στη γλώσ­σα της «οδύ­νης» και οι σχε­τι­κές της εκδη­λώ­σεις στα πολι­τι­κά αιτή­μα­τα του ΣΥΡΙΖΑ για ανά­κτη­ση της χαμέ­νης «αξιο­πρέ­πειας» και το ζωντά­νε­μα της «ελπί­δας» πέτυ­χαν να συν­δε­θούν με τα τοπία της συγκί­νη­σης. Μια σύν­δε­ση στην οποία συνη­γό­ρη­σαν αρκε­τά σύγ­χρο­να θεω­ρη­τι­κά και φιλο­σο­φι­κά προ­γράμ­μα­τα που υπε­ρα­σπί­στη­καν τη ρευ­στό­τη­τα, την ευε­λι­ξία του ανο­στα­χα­στι­κού εκσυγ­χρο­νι­σμού και την απο­μά­κρυν­ση του σύγ­χρο­νου κοι­νω­νι­κού υπο­κει­μέ­νου από τις παρα­δο­σια­κές υπα­γω­γές της κοι­νω­νι­κής τάξης, του φύλου και της φυλής. Τα πορ­τραί­τα της ατο­μι­κής οδύ­νης και τα εκτρο­χια­σμέ­να βιο­γρα­φι­κά πρό­τυ­πα μπο­ρεί να είναι εκδη­λώ­σεις μια καθο­λι­κής ανθρω­πι­στι­κής κρί­σης, την ίδια στιγ­μή όμως απο­τε­λούν- στις διά­φο­ρες μεσο­λα­βή­σεις του κοι­νω­νι­κού- φορείς μιας μονα­δι­κής, βιο­γρα­φι­κής εμπει­ρί­ας οδύ­νης. Η πολ­λό­τη­τα εναλ­λάσ­σε­ται της μονα­δι­κό­τη­τας στο πολι­τι­κό πρό­ταγ­μα της ανθρω­πι­νό­τη­τας. Οι νέες μορ­φές κοι­νω­νι­κού συν-υπάρ­χειν συν­δέ­θη­καν την περί­ο­δο της οικο­νο­μι­κής κρί­σης με

συλ­λο­γι­κό­τη­τες ειδι­κευ­μέ­νων ή μη ειδι­κευ­μέ­νων επαϊ­ό­ντων της ατο­μι­κής οδύ­νης δημιουρ­γώ­ντας συναι­σθη­μα­τι­κές δομές στην επι­τέ­λε­ση του συλ­λο­γι­κού πράτ­τειν, απο­μα­κρυ­σμέ­νες των ταξι­κών συλ­λο­γι­κο­τή­των και των σωμα­τεια­κών συνδικάτων.

Η κατάρ­ρευ­ση των παλαιών, παρα­δο­σια­κών μορ­φών πολι­τι­κού εγκοι­νω­νι­σμού που συνο­δεύ­τη­καν από νέους τύπους ελα­στι­κής, χαμη­λά αμει­βό­με­νης υπο-απα­σχό­λη­σης με αόρα­τα κέντρα λήψης απο­φά­σε­ων (πχ. τηλε­φω­νή­τριες, πωλητές/τριες πολυ­κα­τα­στη­μά­των, σού­περ-μάρ­κετς) ελα­χι­στο­ποί­η­σαν τους πόρους για την σφυ­ρη­λά­τη­ση μιας μάχι­μης ταξι­κής συνεί­δη­σης μεγι­στο­ποιώ­ντας ταυ­τό­χρο­να το αίσθη­μα της ξένω­σης που εκτο­νώ­θη­κε στις μαζι­κές εκδη­λώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας των «αγα­να­κτι­σμέ­νων», όχι μόνο στην Ελλά­δα αλλά και σε άλλες πόλεις της Ευρώ­πης. Η ίδρυ­ση μιας νέας σχέ­σης μετα­ξύ πολι­τι­κής και συναι­σθή­μα­τος απο­τε­λεί ακό­μη ένα ειδι­κό γνώ­ρι­σμα των σύγ­χρο­νων κοι­νω­νι­κών μετα­μορ­φώ­σε­ων. Ο δικτυα­κός καπι­τα­λι­σμός έχει επι­βάλ­λει, ανε­παί­σθη­τα και αδιό­ρα­τα, τρό­πους ζωής, απα­σχό­λη­σης και κοι­νω­νι­κό­τη­τας που απο­τρέ­πουν την σφυ­ρη­λά­τη­ση μιας συλ­λο­γι­κής εμπει­ρί­ας της αντι­κει­με­νι­κής εξα­θλί­ω­σης που θα οδη­γή­σει στην ταξι­κή πάλη. Οι σύγ­χρο­νες κοι­νω­νι­κές θεω­ρί­ες χρειά­ζε­ται να κατα­δεί­ξουν αυτές τις λεπτές και ανε­παί­σθη­τες διερ­γα­σί­ες που εκδη­λώ­νο­νται ως τρό­ποι ζωής, σκέ­πτε­σθαι και αισθά­νε­σθαι και να φανε­ρώ­σουν τις νέες μορ­φές εκμε­τάλ­λευ­σης, κερ­δο­φο­ρί­ας και πλου­τι­σμού. Οι πολι­τι­κές μιας Αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης οφεί­λουν να επι­λύ­σουν μια σει­ρά από θεμε­λιώ­δη ηθι­κά διλήμ­μα­τα σχε­τι­κά με τη δικαιο­σύ­νη, τα γενε­σιουρ­γά αίτια της ανι­σό­τη­τας, και την κατα­πο­λέ­μη­ση της.

Πώς σχε­τί­ζο­νται οι ανι­σό­τη­τες με την σχο­λι­κή ζωή; Τα πεδία της κοι­νω­νιο­λο­γί­ας της εκπαί­δευ­σης και οι θεω­ρί­ες της κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής έχουν κατα­δεί­ξει μέσα από κλα­σι­κές μελέ­τες, ορι­σμέ­νες από τις οποί­ες υπήρ­ξαν και ορό­ση­μο, όπως  Oι Κλη­ρο­νό­μοι των Bourdieu & Passeron (1985) τα ιδε­ο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να που ανα­πτύσ­σο­νται κατά την σχο­λι­κή ζωή και τις ταξι­κά δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νες δια­δρο­μές της σχο­λι­κής, ακα­δη­μαϊ­κής και μετέ­πει­τα επαγ­γελ­μα­τι­κής ζωής, την σημα­σία της κοι­νω­νι­κής προ­έ­λευ­σης και τη μετα­κύ­λη­ση της από την σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής στη σφαί­ρα παρα­γω­γής. Η όξυν­ση του εισο­δη­μα­τι­κού χάσμα­τος στην Ελλά­δα σε συν­δυα­σμό με τις μετα­βο­λές τις οποί­ες έχω περι­γρά­ψει παρα­πά­νω αλλά και με άλλες που ανα­μέ­νο­νται τις οποί­ες θα απα­ριθ­μή­σω στην συνέ­χεια στρέ­φει επι­τα­κτι­κά την προ­σο­χή μας στις δοκι­μα­σί­ες της σχο­λι­κής ζωής και τους τύπους δια­κιν­δύ­νευ­σης που συν­δέ­ο­νται με αυτήν. Από ένα εύρω­στο σώμα ερευ­νών γνω­ρί­ζου­με ότι ο φαύ­λος κύκλος της φτώ­χειας, ειδι­κά στα μονο­γο­νεϊ­κά νοι­κο­κυ­ριά, δημιουρ­γεί ορι­σμέ­νες αλυ­σι­δω­τές δια­συν­δέ­σεις που παγι­δεύ­ουν τα μέλη της οικο­γέ­νειας σε μια συν­θή­κη χρό­νιας δυσχέ­ρειας με ισχυ­ρές μακρο­πρό­θε­σμες συνέ­πειες στην ανά­πτυ­ξη του παι­διού και την μετέ­πει­τα ενή­λι­κη ζωή του. Αν ένα παι­δί έχει βιώ­σει επί­μο­νη φτώ­χεια κατά τα πρώ­τα πέντε χρό­νια της ζωής του, αυτό θα επη­ρε­ά­σει τη μετέ­πει­τα ανα­πτυ­ξια­κή του πορεία ακό­μη και ανε­ξάρ­τη­τα μιας θετι­κής μετα­βο­λής στην οικο­νο­μι­κή ζωή που μπο­ρεί στην συνέ­χεια να υπάρ­ξει. Η ανα­πτυ­ξια­κή περί­ο­δος της πρώ­ι­μης παι­δι­κής ηλι­κί­ας είναι καθο­ρι­στι­κή για τη δια­μόρ­φω­ση δεσμών με τους σημα­ντι­κούς άλλους, και η ποιό­τη­τα των δεσμών με την σει­ρά της είναι καθο­ρι­στι­κή για τα εσω­τε­ρι­κά μοντέ­λα εργα­σί­ας και κατα­νό­η­σης που το παι­δί δια­μορ­φώ­νει κατά την ανά­πτυ­ξη του. Μόνες μητέ­ρες ή φτω­χοί γονείς χωρίς θεσμι­κά αντι­στη­ρίγ­μα­τα βιώ­νουν ισχυ­ρά αισθή­μα­τα ανα­σφά­λειας και αγω­νί­ας, είναι ευά­λω­τοι σε συν­θή­κες δια­κιν­δύ­νευ­σης και μιας συνε­χούς κρί­σης που εξα­ντλούν τα ψυχι­κά τους απο­θέ­μα­τα και τους οδη­γούν σε αρνη­τι­κές εμπει­ρί­ες της συναι­σθη­μα­τι­κής και γονι­κής τους ζωής, δοκι­μά­ζο­ντας τις αντο­χές της οικο­γε­νεια­κής λει­τουρ­γι­κό­τη­τας. Σε ένα τέτοιο περι­βάλ­λον υλι­κής και συναι­σθη­μα­τι­κής κακου­χί­ας είναι πιθα­νόν να αμβλυν­θούν οι δια­δι­κα­σί­ες παρα­κο­λού­θη­σης από τους γονείς των σχο­λι­κών καθη­κό­ντων και των σχο­λι­κών δρα­στη­ριο­τή­των του παι­διού με συνέ­πειες στην σχο­λι­κή του επί­δο­ση, αλλά και τις σχο­λι­κές του εμπει­ρί­ες συνο­λι­κά. Αν τα παι­διά των πλου­σί­ων που σε πολύ χαμη­λό­τε­ρα ποσο­στά εγκα­τα­λεί­πουν το σχο­λείο συνή­θως για λόγους ακα­τάλ­λη­λης συμπε­ρι­φο­ράς, τα παι­διά των φτω­χών οικο­γε­νειών εγκα­τα­λεί­πουν το σχο­λείο σε σαφώς υψη­λό­τε­ρα ποσο­στά για λόγους σχο­λι­κής υπο-επί­δο­σης αλλά και για οικο­νο­μι­κούς. Η σχο­λι­κή εγκα­τά­λει­ψη ή η σχο­λι­κή απο­τυ­χία είναι παρά­γο­ντας που μπο­ρεί να οδη­γή­σει ακό­μη και από μόνος του σε βιο­γρα­φι­κό εκτρο­χια­σμό με δυσοί­ω­νες εκβά­σεις. Τα παι­διά που εγκα­τα­λεί­πουν την επι­θυ­μία για σχο­λι­κή ζωή, είναι τα παι­διά που τα ίδια και οι γονείς τους έχουν εγκα­τα­λει­φθεί από θεσμι­κές μετα­βι­βά­σεις πόρων.

Όταν το φαγη­τό δεν φτά­νει στο τρα­πέ­ζι για όλους, τα μέλη της οικο­γέ­νειας αισθά­νο­νται καταρ­ρα­κω­μέ­να. Αυτά τα αισθή­μα­τα μπο­ρεί κάτω από ορι­σμέ­νες  προ­ϋ­πο­θέ­σεις να μετα­μορ­φω­θούν σε εμπει­ρί­ες εγω­ι­στι­κής σχε­τι­κής απο­στέ­ρη­σης και να εκτο­νω­θούν σε επι­θε­τι­κές αντι­δρά­σεις, και απα­ξί­ω­ση των θεσμών. Σ’ αυτές τις συν­θή­κες, η δια­κιν­δύ­νευ­ση είναι υψη­λή και το αίσθη­μα της σχο­λι­κής συγκρό­τη­σης επι­σφα­λές. Σε υψη­λή δια­κιν­δύ­νευ­ση βρί­σκο­νται, επί­σης, οι γονείς και οι μαθη­τές με ανα­πτυ­ξια­κές δυσκο­λί­ες που έχουν αυξη­μέ­νες και ειδι­κές ανά­γκες για στη­ρίγ­μα­τα στην σχο­λι­κή δια­δι­κα­σία. Οι επι­δη­μιο­λο­γι­κοί δεί­κτες κατα­δει­κνύ­ουν την ραγδαία αύξη­ση των δια­τα­ρα­χών του αυτι­στι­κού φάσμα­τος, δημιουρ­γώ­ντας νέες προ­κλή­σεις στην σχο­λι­κή δια­δι­κα­σία και τον σχεδιασμό.

Το σχο­λείο ως δια­νοη­τι­κό και συναι­σθη­μα­τι­κό θεμέ­λιο της ανά­πτυ­ξης του παι­διού, του εφή­βου και του νέου μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει το αξια­κό υπό­βα­θρο μιας κοι­νής ζωής, μιας συνύ­παρ­ξης με παι­δα­γω­γι­κό και απε­λευ­θε­ρω­τι­κό χαρα­κτή­ρα που συν­δέ­ει τα μέλη της με μορ­φές πολι­τι­σμι­κού εγκοι­νω­νι­σμού. Αυτές τις μορ­φές και τις θετι­κές τους επι­δρά­σεις, οι εύπο­ρες τάξεις τις γνω­ρί­ζουν και αυτός είναι ένας από τους βασι­κούς λόγους που επεν­δύ­ουν σε ακρι­βά ιδιω­τι­κά σχο­λεία τα οποία λει­τουρ­γούν ειδι­κές λέσχες αθλη­τι­σμού, τέχνης όπως και λέσχες απο­φοί­των για τους λίγους εκλε­κτούς, τους «κλη­ρο­νό­μους» των μορ­φω­τι­κών και πολι­τι­σμι­κών προνομίων.

Τι συμ­βαί­νει όμως στην άκρη της πόλης, στις λαϊ­κές φτω­χο­γει­το­νιές όπου το μερο­κά­μα­το δεν φτά­νει για να βγει η μέρα; Εκεί οι νέοι διά­γουν μια ζωή χωρίς ορί­ζο­ντες νοή­μα­τος, και προ­ο­πτι­κή σε συν­θή­κες μεγά­λης απο­στέ­ρη­σης. Σ’ αυτές τις ζώνες της αστι­κής ζωής αλλά και σε τόπους γεω­γρα­φι­κά απο­μο­νω­μέ­νους, το νέο σχο­λείο που θα λει­τουρ­γεί ανοι­χτό επτά ημέ­ρες την εβδο­μά­δα με δρα­στη­ριό­τη­τες πολι­τι­σμού, δημιουρ­γι­κής έκφρα­σης και τέχνης μπο­ρεί να δια­μορ­φώ­σει μια υπό­σχε­ση για έναν αγώ­να κατά της ανισότητας.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο