Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γ. Ανατολίτης, Έλληνας ποιητής της Σοβιετικής Ρωσσίας

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

«Στο Δνεί­πε­ρο φτιά­νου­με παλά­τια της τέχνης
στο Βόλ­χοβ γιγά­ντους της νέας ζωής.
Στους κάμπους, στις στέ­πες που χώρι­ζαν φράχτες
απέ­ρα­ντη μια κολε­χτί­βα γης…»

Αν ανα­ζη­τή­σει κανείς στοι­χεία για κάποιον Έλλη­να της ΕΣΣΔ των δεκα­ε­τιών 1920–40  θα βρε­θεί αντι­μέ­τω­πος με ανα­φο­ρές για  εκκα­θα­ρί­σεις, διώ­ξεις και εκτο­πι­σμούς χιλιά­δων Ελλή­νων Ποντί­ων από το «στα­λι­νι­κό καθε­στώς». Ανα­φο­ρές που με μια πρώ­τη ματιά, (που συνή­θως παρα­μέ­νει «πρώ­τη» και δεν ακο­λου­θεί μια πιο ερευ­νη­τι­κή δεύ­τε­ρη ή και τρί­τη…) μοιά­ζουν να στη­ρί­ζο­νται σε «ατρά­ντα­χτα επι­χει­ρή­μα­τα». Αν όμως ακο­λου­θή­σουν και άλλες «ματιές» τότε γίνο­νται δια­κρι­τές  οι μέθο­δοι και οι πηγές δια­φό­ρων «ποντιο­λό­γων» και της σχο­λής των σύγ­χρο­νων ιστο­ριο­γρά­φων που δια­στρε­βλώ­νουν την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και  που, ανε­ξαρ­τή­τως της αφε­τη­ρί­ας του καθέ­να, όλοι  «τερ­μα­τί­ζουν» στην  ανα­θε­ώ­ρη­ση της Ιστο­ρί­ας μέσα από την ανα­βί­ω­ση του αντι­κομ­μου­νι­σμού-αντι­σο­βιε­τι­σμού και την εξί­σω­ση του φασι­σμού με τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Αφορ­μή για αυτή την εισα­γω­γή μας έδω­σαν δυο ποι­ή­μα­τα που ανα­κα­λύ­ψα­με ξεφυλ­λί­ζο­ντας τις σελί­δες του Ριζο­σπά­στη της δεκα­ε­τί­ας του ΄30 και η έρευ­να που ακο­λού­θη­σε για να βρού­με στοι­χεία για τον ποι­η­τή που τα έγρα­ψε. Το πρώ­το ποί­η­μα δημο­σιεύ­τη­κε στο φύλ­λο του Σαβ­βά­του 21 Απρί­λη 1934. Ακρι­βώς από κάτω υπήρ­χε η σημεί­ω­ση: «Του Έλλη­να ποι­η­τή της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης Γ. Ανα­το­λί­τη. (Από την εφη­με­ρί­δα «Κομ­μου­νι­στής» του Ροστόβ)».

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΙΕΤΑΙ

Σωπαί­νουν τα όπλα βου­βά τα κανόνια
τη γη δε βαρά­νε αλό­γων οπλές
μα έτοι­μοι οι λόχοι προ­σμέ­νουν σινιάλο
για νέους αγώ­νες και μάχες σκληρές.
Στους κάμπους, στις στέ­πες τ’ ατσά­λι­να [τζέ­τια;] γκρε­μί­ζουν τους φρά­χτες δεσμά της δουλειάς
κι ο φαντά­ρος απά­νω στα τρά­χτο­ρα κει πέρα,
τις πρό­λη­ψες ρίχνει, τους θρύ­λους πετά.
Στο Δνεί­πε­ρο φτιά­νου­με παλά­τια της τέχνης
στο Βόλ­χοβ γιγά­ντους της νέας ζωής.
Στους κάμπους, στις στέ­πες που χώρι­ζαν φράχτες
απέ­ρα­ντη μια κολε­χτί­βα γης.
Βου­βά τα κανό­νια, βου­βά τα ντουφέκια,
μιλά­ει το μοτόρ, τρα­γου­δά­ει το σφυρί
και πλά­στες και χτί­στες τα χέρια μας τώρα
πανώ­ρια την πλά­θουν τη νέα ζωή.
Δεν θέλου­με αίμα, πολύ­νε­κρες μάχες
που παίρ­νουν εργά­τη κι αγρό­τη παιδιά,
μ’ αν είνε ανά­γκη, σαν δοθεί το σινιάλο,
στα άλο­γα πάλι, στα όπλα ξανά.

Από τα λίγα στοι­χεία που μπο­ρέ­σα­με να βρού­με, την εφη­με­ρί­δα «Κομ­μου­νι­στής» την έβγα­ζε εκδο­τι­κός οίκος με το ίδιο όνο­μα, που μαζί με τον οίκο «Κολε­κτι­βι­στής» ήταν οι δυο μεγα­λύ­τε­ροι ελλη­νό­γλωσ­σοι εκδο­τι­κοί οίκοι στην ΕΣΣΔ εκεί­νη την περί­ο­δο, με παρα­γω­γή εκα­το­ντά­δων βιβλί­ων  πολι­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κού περιε­χο­μέ­νου, αγρο­τι­κής οικο­νο­μί­ας και υγιει­νής, λογο­τε­χνι­κά, σχο­λι­κά κ.ά. Ο «Κομ­μου­νι­στής» συσπεί­ρω­νε πολ­λούς λογο­τέ­χνες και ποι­η­τές και φιλο­ξε­νού­σε τα έργα τους σε βιβλία αλλά και σε φιλο­λο­γι­κά και λογο­τε­χνι­κά  περιο­δι­κά. Ανά­με­σα στους λογο­τέ­χνες αυτούς ήταν και ο ποι­η­τής Γ. Ανατολίτης.

Ένα ακό­μα ποί­η­μά του, δημο­σιεύ­τη­κε στον Ριζο­σπά­στη της Κυρια­κής 22 Απρί­λη 1934, με την υπο­γρα­φή «Γ. Ανα­το­λί­της. Έλλη­νας ποι­η­τής της Σοβιε­τι­κής Ρωσσίας»:

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ

Από τα σπλά­χνα του Οχτώβρη
φρου­ρός εγώ κ’ εγώ παι­δί του
ψηλά το λάβα­ρο κρατώ·
του αρχη­γού μας του μεγάλου
πιστά εδώ τη διαθήκη,
τις εντο­λές πιστά φρουρώ.

Οι θρό­νοι γύρω μου συντρίμμια,
για δες: κου­ρέ­λια τις πορφύρες,
ράκη τις πρό­λη­ψες πατώ,
τον τίμιο κόπο σου αγρότη
στα σύνορ’ άγρυ­πνος φρουρώ.

Ας παν’ ν’ ουρ­λιά­ζου­νε τ’ αγρίμια,
ας παν να σκού­ζου­νε τα όρνια,
εγώ στον όρκο μου πιστός,
της εργα­τιάς όλου του κόσμου,
της αγρο­τιάς του κόσμου όλου
στέ­κω ακοί­μη­τος φρουρός.

Ήλιος η λόγ­χη μου, αχτίδες
ελπί­δας στέλ­νει στα μπουντρούμια
κει που στε­νά­ζει η εργατιά·
και κόκ­κι­νοι ξυπνά­νε οι φαντάροι
κι οι πρω­το­πό­ροι της ιδέας
μες στου οχτρού μου την καρδιά.

Από τα σπλά­χνα του Οχτώβρη
γέν­νη­μα θρέμ­μα και παι­δί του
στέ­κω στον όρκο μου πιστός,
του Οχτώ­βρη να που πλησιάζει,
να, του παγκό­σμιου Οχτώβρη
φρου­ρός εγώ και οδηγός.

Πάντως, ενώ δυσκο­λευ­τή­κα­με να βρού­με περισ­σό­τε­ρα στοι­χεία για τον ποι­η­τή Γ. Ανα­το­λί­τη δεν συνέ­βη το ίδιο για να συμπε­ρά­νου­με ότι όπως δεν είναι σώνει και καλά έγκυ­ρα τα συμπε­ρά­σμα­τα-βιβλία όλων των ιστο­ρι­κών επι­στη­μό­νων, επει­δή και μόνο τα έγρα­ψαν ιστο­ρι­κοί, έτσι δεν είναι ανα­γκαίο  κιό­λας να σπου­δά­σει κάποιος ιστο­ρία για να απο­χτή­σει μια πιο σαφή και έγκυ­ρη εικό­να για μια συγκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή περί­ο­δο. Σημα­σία έχει πόσο ανή­συ­χος είναι (αν είναι) ο ανα­γνώ­στης κάθε φορά και που θα απευ­θυν­θεί για να απο­χτή­σει την  αλη­θι­νή ‑άρα πολύ­τι­μη–  γνώ­ση που θα τον βοη­θή­σει να γυρί­σει την πλά­τη στους επι­στή­μο­νες αυτούς που, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αντιε­πι­στη­μο­νι­κά εργα­λεία, δια­στρε­βλώ­νουν «επι­στη­μο­νι­κά», παρα­χα­ράσ­σουν ή και ξανα­γρά­φουν κάποιες φορές την ιστο­ρία όταν δεν τους βολεύ­ει, δηλα­δή όταν δεν εξυ­πη­ρε­τεί τα συμ­φέ­ρο­ντα της τάξης των «νικη­τών» που οι ίδιοι υπηρετούν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο