Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γ. Φαρσακίδης: «Να μπορώ να ζωγραφίζω αν τα καταφέρω και επιζήσω…»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

hmerologio_boynoy2Δεν ήταν η εφη­βι­κή ορμή ή η απε­ρι­σκε­ψία που έσπρω­ξαν τον Γιώρ­γο Φαρ­σα­κί­δη στο βου­νό. Επο­χές δύσκο­λες, σκλη­ρές. Τα γεγο­νό­τα κυλού­σαν βίαια και στοι­βά­ζο­νταν στις νεα­νι­κές ψυχές, ωρι­μά­ζο­ντας πριν την ώρα τους τις συνει­δή­σεις. Από έφη­βος ακό­μα συμ­με­τεί­χε στην αντι­στα­σια­κή οργά­νω­ση των Γερ­μα­νι­κών Φούρ­νων, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου δού­λευε ως αρτερ­γά­της. Στα δεκα­ο­χτώ έπια­σε το του­φέ­κι και «βαφτί­στη­κε» ανταρ­το­ε­πο­νί­της στον ΕΠΟ­Νί­τι­κο λόχο του Τάγ­μα­τος Χορ­τιά­τη. Όσα ακο­λού­θη­σαν σημά­δε­ψαν για πάντα τον ίδιο και κάμπο­σες λαμπρές σελί­δες στην χιλιό­το­μη ιστο­ρία των αγώ­νων του λαού και της τέχνης του.

«Μισώ τον πόλε­μο, τον Χίτλερ, την αλα­ζο­νεία, το φασι­σμό. Ωστό­σο θα ’θελα, αν το μπο­ρού­σα, πολε­μώ­ντας το φασι­σμό, να μη βρι­σκό­μου­να στην ανά­γκη να σκο­τώ­σω κανέ­να. Ούτε και τώρα νιώ­θω μίσος γι’ αυτούς με τους οποί­ους θα αλλη­λο­σκο­τω­θού­με σε λίγο…» θα γρά­ψει στο ημε­ρο­λό­γιό του. «Σε λίγο…», στη Μάχη της Κρή­νης, στις 12 Σεπτέμ­βρη 1944…

Ο νεα­ρός αντάρ­της μέχρι πριν από λίγο γεμί­ζει τις σελί­δες του μπλογκ του με σκί­τσα από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα της αντάρ­τι­κης ζωής και σχε­δια­γράμ­μα­τα με τις θέσεις που κατα­λαμ­βά­νουν οι δυνά­μεις του εχθρού, πολύ­τι­μα για το τμή­μα του ΕΛΑΣ, μιας και οι χάρ­τες σπα­νί­ζουν. «Ξημε­ρώ­νει. Αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νοι, οι Γερ­μα­νοί πλέ­νο­νται αμέ­ρι­μνοι, πει­ρά­ζο­νται, πλα­τσου­ρί­ζουν στα νερά. Κάποιοι θα πέσουν σε λίγο νεκροί, μα κανείς τους δεν ξέρει πως ο χάρος, παρα­μο­νεύ­ο­ντας στο σκο­τά­δι, τους έχει βάλει στο στόχαστρο…»

«Σε λίγο…», μια ριπή γερ­μα­νι­κού πολυ­βό­λου θα σακα­τέ­ψει τα δυο του χέρια, για πάντα. Και τότε… Οι σύντρο­φοί του δεν τον εγκα­τα­λεί­πουν στο πεδίο της μάχης. Χάρη στην αυτο­θυ­σία τους και μετά από περι­πέ­τειες ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης θα νική­σει το θάνα­το. Μα η αγά­πη του για τη ζωή δεν ξεχώ­ρι­ζε απ’ την αγά­πη για τη ζωγρα­φι­κή. Η έγνοια του είναι να μπο­ρέ­σει να ξαναζωγραφίσει…

Ο τραυ­μα­τι­σμός του και οι πρώ­τες στιγ­μές που ακο­λού­θη­σαν, περι­γρά­φο­νται στο συγκλο­νι­στι­κό αυτό από­σπα­σμα από το  βιβλίο του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ – 1944 (Αθή­να 2014). Σελί­δες πλημ­μυ­ρι­σμέ­νες από τον χει­μαρ­ρώ­δη και τρυ­φε­ρό λόγο του αει­κί­νη­του αγω­νι­στή εικα­στι­κού καλ­λι­τέ­χνη και συγ­γρα­φέα, που ο σπου­δαί­ος δημιουρ­γός «παντρεύ­ει» αρμο­νι­κά με εικα­στι­κά έργα του και φωτο­γρα­φί­ες από τα χρό­νια της Αντί­στα­σης, απέ­να­ντι στους Γερ­μα­νούς και Βούλ­γα­ρους καταχτητές.

Ο χώρος της μάχης. Στο βάθος ασπρίζουν τ’ απομεινάρια από τα πολυβολεία των Γερμανών. Δεξιά το βουνό «Κατσίκα».

Ο χώρος της μάχης. Στο βάθος ασπρί­ζουν τ’ απο­μει­νά­ρια από τα πολυ­βο­λεία των Γερ­μα­νών. Δεξιά το βου­νό «Κατσί­κα».

Πρέ­πει να πέρα­σαν πάνω από δυο ώρες π’ αρχί­σα­με. Ήρθε ο σύν­δε­σμος και μας λέει ότι ο λόχος έχει κιό­λας αποσυρθεί.
― Συνα­γω­νι­στές, οι τελευ­ταί­οι θα πιά­νου­νε ένας-ένας θέση μπρο­στά. Οι άλλοι θα ρίχνουν και προ­σο­χή μην το πάρουν χαμπά­ρι οι Γερμανοί.

Ξεκί­νη­σα πρώ­τος. Σε κάποια σημεία το ανά­χω­μα χαμη­λό, μόλις σε καλύ­πτει στα μπρού­μυ­τα. Έβγα­λα το κεφά­λι να δω. Ένας Γερ­μα­νός, σκυ­φτός, μ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο στο χέρι, σε ίσα­με δεκα­πέ­ντε μέτρα από­στα­ση, δρα­σκε­λά κατά μας να μπει μες στο όρυγ­μα. Φοβά­μαι ότι μπο­ρεί ν’ απο­κό­ψει το δρό­μο σε όσους είναι πιο πίσω.

Ανα­ση­κώ­νο­μαι, ακά­λυ­πτος από τη μέση και πάνω, και του ρίχνω. Ο Γερ­μα­νός έπε­σε χτυ­πη­μέ­νος και τον βλέ­πω κρα­τώ­ντας το οπλο­πο­λυ­βό­λο να σέρ­νε­ται στους αγκώ­νες να μπει μες το όρυγ­μα. Ανε­βο­κα­τε­βά­ζω το κινη­τό ουραίο να ξαναοπλίσω).

― Όχι, δε θα μπεις, κερα…

Δε θ’ απο­σώ­σω τη λέξη. Μια ριπή, απ’ το πέρα πολυ­βο­λείο, μου πετά­ει θρυμ­μα­τι­σμέ­να όπλο και χέρια. Νιώ­θω συγκλο­νι­στι­κή την αίσθη­ση του μοι­ραί­ου και το ότι εκεί­νο που το σκε­φτό­σου­να τόσες φορές έγι­νε αμε­τά­κλη­τη πράξη!

Τα μανί­κια του μπου­φάν σηκω­μέ­να, απ’ τον αγκώ­να και πάνω, τιναγ­μέ­να σάρ­κες και κόκα­λα, στη μέση κενό. Ο καρ­πός, που κρα­τιέ­ται από κάτι άσπρο σαν νεύ­ρο, πάει πέρα δώθε σαν εκκρε­μές και το αίμα χοχλα­στό πετιέ­ται με δύναμη.

Και τώρα… μια ζωή δίχως χέρι… Σκατά…

Δεν αισθά­νο­μαι πόνο. Μονά­χα μια ζεστα­σιά, ένα μού­δια­σμα. Έτσι θα πρέ­πει να είναι κι ο θάνα­τος, απα­λός και ανώ­δυ­νος! Κι αν μεί­νω για λίγο;

Το αρχέ­γο­νο ένστι­κτο μπο­λια­σμέ­νο τη λογι­κή αντι­πα­λεύ­ει τον πει­ρα­σμό. Είναι και η λευ­τε­ριά που περί­με­νες, κι οι δικοί σου που σε προ­σμέ­νουν και όλα εκεί­να που δεν έχεις ακό­μα γνωρίσει!

Η ζωή βαραί­νει στη ζυγα­ριά. Τώρα θέλω να ζήσω, πρέ­πει να ζήσω! Ο καρ­πός καθώς κρέ­με­ται, όπου να ναι θα πέσει να κυλι­στεί στη σκό­νη του δρό­μου. Και τα μαντρό­σκυ­λα του χωριού θα τον τρα­βο­λο­γά­νε γρυ­λί­ζο­ντας! Το δικό μου το χέρι! Ίσως κάποιος για­τρός, μ’ ένα νυστέ­ρι… θα ήταν… πιο «φυσι­κό».

Το χου­φτώ­νω με το δεξί μη μου πέσει και δίνω, ολόρ­θος, σάλ­το για τη χαράδρα.

Καλυμ­μέ­νοι πίσω απ’ την όχθη του ρέμα­τος οι δικοί μας μου γνέ­φουν. Στην τελευ­ταία δρα­σκε­λιά με προ­λα­βαί­νει ριπή. Θρυμ­μα­τι­σμέ­νος ο χωμα­τό­βρα­χος γεμί­ζει το πρό­σω­πο μου σκό­νη και πετρα­δά­κια. Το σακί­διο, διά­τρη­το από τις σφαί­ρες, πέφτει, από την πλά­τη κι εγώ σωριά­ζο­μαι στ’ απλω­μέ­να χέρια του καπετάνιου…

«Μεταφορά τραυματία» είναι ο τίτλος του χαρακτικού του Γ. Φαρσακίδη. Αν έχεις διαβάσει το βιβλίο ή το απόσπασμα, τότε δεν χρειάζεται να το παρατηρήσεις πολύ για να καταλάβεις ποιος είναι ο τραυματίας…

«Μετα­φο­ρά τραυ­μα­τία» είναι ο τίτλος του χαρα­κτι­κού του Γ. Φαρ­σα­κί­δη. Αν έχεις δια­βά­σει το βιβλίο ή το από­σπα­σμα, τότε δεν χρειά­ζε­ται να το παρα­τη­ρή­σεις πολύ για να κατα­λά­βεις ποιος είναι ο τραυματίας…

Ο καπε­τά­νιος προ­σπα­θεί να μου δώσει κουράγιο:

― Άντε, πάλι τη γλίτωσες…

― Ρε σεις, το Ρουσάκι.

― Παι­διά, φέρ­τε επι­δέ­σμους, ό,τι έχετε.

Τι να σου κάνουν πέντε-έξι επί­δε­σμοι; Μού­λια­σαν κι εξα­φα­νί­στη­καν σαν τσι­γα­ρό­χαρ­τα μέσα στην πλημ­μυ­ρί­δα από αίμα.

― Μια λου­ρί­δα, φωνά­ζει ο καπε­τά­νιος, να δέσω το μπρά­τσο, κι ένα χιτώ­νιο, σύντομα.

Με ένα εγγλέ­ζι­κο μπου­φάν μου τυλί­γουν το χέρι προ­σέ­χο­ντας μην πέσει ο καρ­πός και το δένου­νε μ’ ένα σκοινί.

Μόλις δια­πί­στω­σα ότι έχω δια­μπε­ρές και στον δεξί μου καρ­πό. Ευτυ­χώς που κου­νιού­νται τα δάχτυ­λα. Να μπο­ρώ να ζωγρα­φί­ζω αν τα κατα­φέ­ρω και επι­ζή­σω με τόση αιμορραγία.

Ξεθάρ­ρε­ψαν μερι­κοί Γερ­μα­νοί, βγή­καν απ’ τα ορύγ­μα­τα και μας ρίχνουν.

― Εσείς προ­χω­ρή­στε, μας λέει ο καπε­τά­νιος, θα σας καλύ­ψω. Με συνο­δεύ­ου­νε τρεις, βαδί­ζου­με γρή­γο­ρα να κερ­δί­σου­με δρό­μο. Τώρα που άρχι­σαν να κρυώ­νουν τα τραύ­μα­τα, ο πόνος γίνε­ται όλο και πιο δυνα­τός και η λου­ρί­δα στο μπρά­τσο θαρ­ρείς και βγά­ζει φωτιές. Νιώ­θω, καθώς μου φεύ­γει το αίμα, να μ’ εγκα­τα­λεί­που­νε οι δυνά­μεις. Κάνω κου­ρά­γιο, όμως τα πόδια, σαν ξένα, αρνιού­νται να υπα­κού­σουν. Σωριά­στη­κα. Ζητάω νερό.

― Όχι, μου λένε, δεν κάνει.

Μου βρέ­χουν τα χεί­λη, το μέτω­πο. Τα παι­διά με φορ­τώ­νο­νται για λίγα μέτρα ο καθέ­νας, ανή­μπο­ροι και οι ίδιοι να σηκώ­σουν το βάρος. Κι ο σύν­δε­σμος μας βιά­ζει να προ­χω­ρή­σου­με, μη μας κόψουν το δρό­μο. Νιώ­θω άσχη­μα που είμαι εμπόδιο.

― Παι­διά, δεν ακού­τε, τους λέω, αφή­στε με. Έτσι κι αλλιώς για πολύ δε θ’ αντέξω.

«Μακρόνησος 1949: Με τον Βαγγέλη Παντελάκο, τον καπετάνιο της Υποδειγματικής Διμοιρίας μας, τον άνθρωπο που με κουβάλησε μέσα από τους πολυβολισμούς και μου έσωσε τη ζωή!»

Μακρό­νη­σος 1949. Ο Γιώρ­γος  Φαρ­σα­κί­δης (δεξιά) «με τον Βαγ­γέ­λη Παντε­λά­κο, τον καπε­τά­νιο της Υπο­δειγ­μα­τι­κής Διμοι­ρί­ας μας, τον άνθρω­πο που με κου­βά­λη­σε μέσα από τους πολυ­βο­λι­σμούς και μου έσω­σε τη ζωή!»…

― Άσε να έρθει ο καπε­τά­νιος, μου απα­ντούν βλέ­πο­ντάς τον να έρχεται.

― Καπε­τάν Βαγ­γέ­λη, του λέω, δε θέλω να πέσω στα χέρια τους ζωντα­νός κι όπως είμαι δε θα το μπο­ρέ­σω μονά­χος μου!

Ο καπε­τά­νιος συν­νέ­φια­σε και τον ακούω να λέει κοι­τώ­ντας τους άλλους ότι ο λαϊ­κός μας στρα­τός δεν εγκα­τα­λεί­πει συντρόφους.

― Σωστά το λες, καπε­τά­νιε, θα μεί­νου­με όλοι, όλοι μαζί σου, του απαντούν.

― Καπε­τάν Βαγ­γέ­λη, επι­μέ­νω, έχεις καθή­κον να γνοια­στείς να γλι­τώ­σουν οι άλλοι. Κι αν δεν το μπο­ρεί­τε αφή­στε μου μια χει­ρο­βομ­βί­δα και φύγε­τε, θα μπο­ρέ­σω να τρα­βή­ξω τον κρίκο.

Ο καπε­τά­νιος έχει αγριέ­ψει και βάζει φωνή.

― Βού­λω­σέ το επι­τέ­λους γαμώ­το, που θα μου πεις για καθήκον.

Και τον κοι­τάω που βγά­ζει εξάρ­τυ­ση και χιτώνιο.

― Παι­διά, πιά­στε τον. Όλοι μαζί.

Μ’ απι­θώ­νου­νε μπρού­μυ­τα στις πλά­τες του καπε­τά­νιου. Το έχω βου­λώ­σει. Άλλω­στε και τι θα μπο­ρού­σες να πεις όταν σου χαρί­ζουν έστω και μια αβέ­βαιη ελπί­δα να ζήσεις!

Μου έρχο­νται δάκρυα και θέλω να ξέρου­νε όλοι τους πόσο μα πόσο τους αγαπώ.

(Παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου μπο­ρεί­τε να δεί­τε εδώ).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο