Γράφει η Μαργαρίτα Φρονιμάδη — Ματάτση //
20 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ, ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΑ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟΥ ΜΠΛΕΤΑ ‑ΔΟΥΚΑΡΗ, ΕΜΠΝΕΥΣΤΗ ΤΩΝ “ΑΛΚΥΟΝΙΔΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ”
Συμπληρώθηκαν, ήδη, 20 χρόνια από τον αιφνίδιο θάνατο του ποιητή Νίκου Μπλέτα –Δούκαρη που άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 Μάη του 1995, συνοδεύοντας στο ύστατο ταξίδι του, τον καρδιακό κι επιστήθιο φίλο και συναγωνιστή του, λογοτέχνη Φίλιππα Γελαδόπουλο, με διαφορά τριών-τεσσάρων ημερών.
Του ποιητή που μας τίμησε επιλέγοντας την πόλη της Κορίνθου, γενέθλια πόλη της συζύγου του Κάτιας Μεθενίτη, ως ύστατο αγκυροβόλι της πολυτάραχης ζωής του.
Του ποιητή που εμπνεύστηκε τις «Αλκυονίδες Λογοτεχνίας» της Κορίνθου και που κατάφερε να τις μεταφέρει σε «δεύτερη έκδοση», στο Κοριλιάνο ντ΄ Οτραντο, της Κ. Ιταλίας ανοίγοντάς μας τους δρόμους επικοινωνίας με την Γκρετσία Σαλεντίνα.
Του ποιητή που μας στήριξε, σχεδόν, επί μία ολόκληρη δεκαετία, στην εναγώνια προσπάθεια παραγωγής ντόπιου πνευματικού-καλλιτεχνικού έργου και αναβάθμισης της πολιτιστικής ζωής της επαρχίας μας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά την αδελφή του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ιζαμπέλλα, τον Χιλιανό φιλόσοφο Σέρτζιο Βούσκοβιτς Ρόχο, πρώην Δήμαρχο του Βαλπαραΐζο της Χιλής, την Ελβετίδα ποιήτρια Αντονιέτα Τουρέττα-Μπλάζερ.
Του ποιητή που εμπνεύστηκε και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Απολλώνιας Ακαδημίας Πολιτιστικών Ερευνών της Κορίνθου.
Του ποιητή που με πατρική στοργή, γενναιοδωρία και σεμνότητα μας μετάγγισε στάλα-στάλα και με προσωπικό μόχθο, την πολύχρονη σοφία και την πλούσια εμπειρία που αποκόμισε από τη συμμετοχή του στην διεθνή λογοτεχνική δράση και δημιουργία.
Φιλόπονος και δραστήριος ο ποιητής, ώριμος σε πείρα και σε γνώση, ακάματος και ενεργητικός στο έπακρο, δεν κράτησε για τον εαυτό του μια στιγμή ανάπαυσης ή ελεύθερου χρόνου, που τυχόν του περίσσευε, αλλά την τοποθετούσε, ριζιμιό λιθαράκι κι αυτή, στο χτίσιμο του καινούργιου κόσμου στον οποίο πίστευε και για τον οποίο αγωνιζόταν μια ολόκληρη ζωή.
Ο ποιητής Νίκος Μπλέτας-Δούκαρης γεννήθηκε στο Περιστέρι της Λακωνίας το 1924. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τη Γερμανική κατοχή και την Εθνική μας Αντίσταση. Εμπνεόμενος από τα ιδανικά της Απελευθέρωσης, της Ανεξαρτησίας και της Λαϊκής Κυριαρχίας συστρατεύτηκε στον αγώνα εναντίον του Γερμανού κατακτητή, με συναγωνιστές του στην ΕΠΟΝ και επιστήθιους φίλους, εκλεκτούς ανθρώπους της Τέχνης και της Επιστήμης, όπως οι Λάκωνες συντοπίτες του Νικηφόρος Βρεττάκος, Νότης Περγιάλης, Γιάννης Ρίτσος και Βασίλης Καπετανέας. Σ’ αυτό τον άνισο αγώνα που έληξε άδοξα με την ήττα του Λαού μας, ο Νίκος Μπλέτας-Δούκαρης σύρθηκε κι αυτός ως ένας ακόμα, Προμηθέας δεσμώτης στον Καύκασο της Μακρονήσου.
Υπήρξε ένας από τους 1000 «απροσκύνητους» φαντάρους που σύρθηκαν, 29 Φλεβάρη με 1η Μάρτη του 1948, για αναμόρφωση στο «σύγχρονο Παρθενώνα» της Φρειδερίκης και των Εγγλέζων «συμμάχων» μας.
Υπήρξε ένας από τους 372 νεκρούς εκείνης της ομάδας των «απροσκύνητων» φαντάρων, που λίγο πριν την ταφή του, διαπιστώθηκαν επάνω του «ίχνη ζωής», από τον συμπατριώτη του γιατρό Λεωνίδα Γεωργιλάκο, ο οποίος έκανε τα αδύνατα δυνατά και τον διέσωσε τελικά από την κόλαση του εκτοπισμού και το βέβαιο θάνατο. Από εκεί κι ύστερα παρά την κλονισμένη υγεία του, η ζωή κερδήθηκε με το γνωστό πείσμα του Κομμουνιστή, αγωνιστή της Αντίστασης που χαρακτήριζε και τον ίδιο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική, έκανε οικογένεια, παιδιά, εργάστηκε βιοποριστικά σε μια ταξιδιωτική εταιρεία και πήρε μέρος σε όλους τους κοινωνικο-πολιτικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του ΄50 και του ΄60, ενώ ταυτόχρονα υπηρέτησε με πάθος και ζέση την ποίηση και τη Λογοτεχνία που υπεραγαπούσε. Τα βιώματα της Αντίστασης των λαών της Ευρώπης και του Λαού μας και της νίκης κατά του φασισμού, μετατράπηκαν από την γλαφυρή πέννα του σε επικά τραγούδια και επαναστατική ποίηση.
Στη διάρκεια της δικτατορίας αναγκάστηκε να φυγαδευτεί στη Μπολόνια της Ιταλίας και να ζητήσει πολιτικό άσυλο το οποίο και του παρεσχέθη από την Ιταλική Κυβέρνηση. Έζησε εκεί μέχρι το 1986 που επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο. Τα χρόνια της παραμονής του στη γείτονα χώρα υπήρξαν τα πιο παραγωγικά του χρόνια σε λογοτεχνική δημιουργία, τόσο ποιοτική όσο και ποσοτική. Αναγνωρίστηκε εκεί, γράφοντας κατ’ ευθείαν στην Ιταλική γλώσσα, ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της μεταπολεμικής ιταλικής λογοτεχνίας, ως μεγάλος έλληνας δημιουργός αλλά και ως ένας από τους καλύτερους πρεσβευτές του λαού μας στο εξωτερικό κατά της χούντας, συνεχίζοντας αμείωτη την αντιδικτατορική του δράση.
Ανάμεσα στα πολλά του έργα σημαντική θέση κατέχει η 7η ποιητική του συλλογή με τίτλο «Εγώ πήγα στη Γρανάδα», αφιερωμένη στον αδικοσκοτωμένο ποιητή, θύμα του Ισπανικού Εμφυλίου πολέμου Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Το έργο αυτό, ένα λυρικό αριστούργημα, έκφρασης και λόγου αποδόθηκε στα Ισπανικά από τον ίδιο, μιας και κατείχε τη γνώση επτά ξένων γλωσσών, μεταξύ των οποίων και της Ισπανικής και του δόθηκε η ευκαιρία να προσεγγίσει και να λατρέψει το έργο του Λόρκα και τον ίδιο, ως ποιητή και θεατράνθρωπο ολκής, μέσα από τα πρωτότυπα κείμενά του.
Η συλλογή αυτή αναφέρεται στη ζωή και τη δράση του Λόρκα και αποπνέει όλο το θαυμασμό και το πάθος του Ν.Μ.Δ. για τη δυνατή του πένα που κατάφερε μέσα από τα αθάνατα τελετουργικά και βαθύτατα ηθογραφικά έργα του, να ανασύρει από την περιφρόνηση τη λαϊκή ψυχή της Ανδαλουσίας και όλης της Ισπανίας. Από ότι ο ίδιος μας αφηγήθηκε πολλές φορές ήταν η γνωριμία του με τον άλλο μεγάλο Ισπανό ποιητή και καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο πανεπιστήμιο της Ρώμης Ραφαέλ Αλμπέρτι , η αγάπη του η βαθειά για το Λόρκα, το έργο του και το τραγικό του τέλος από τους φαλαγγίτες του Φράνκο που «κοιλοπόνησαν» τη συλλογή αυτή. Ο Ραφαέλ, φίλος του Λόρκα από την εποχή της θρυλικής «Μπαρράκας» που ήταν ο περιοδεύων θίασός του, ένα είδος «άρματος του Θέσπη», μια επίπονη και επίμονη προσπάθεια ανάδειξης της αξίας της Λαϊκής Ισπανικής παράδοσης, αφ’ ότου αυτοεξορίστηκε από την Ισπανία, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις και προσκλήσεις του συναγωνιστή του Λόρκα να πάει στη Γρανάδα και παρά τις ειλικρινείς δικές του υποσχέσεις ότι θα πάει, δεν τα κατάφερε όσο ζούσε ο φίλος του κι έτσι του έμεινε αυτός ο αβάσταχτος καημός που με κάθε ευκαιρία τον έκφραζε.
Αυτή η ιστορία άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής του ποιητή Ν.Μ.Δ, που αποφάσισε να πάει αυτός στη Γρανάδα σ’ ένα ειλικρινές και σεμνό προσκύνημα στα καλντερίμια και τους ανθώνες της, εκεί που περπάτησε και εμπνεύστηκε το έργο του ο Λόρκα. Πυρωμένος από τη ζωντανή μνήμη και πονεμένος βαθειά από το γεγονός της αποτρόπαιας και στυγερής δολοφονίας του Λόρκα, ο Ν.Μ.Δ. έγραψε το αριστούργημα, όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς, «Εγώ πήγα στη Γρανάδα», το οποίο και βραβεύτηκε στην Ιταλία, όσο ζούσε ακόμα ο Ραφαέλ Αλμπέρτι. Για το πόνημα αυτό ο ακαδημαϊκός λογοτέχνης Τομμάζο Τζιαμπά έγραψε μεταξύ άλλων:
«Αυτή η συλλογή του Ν.Μ.Δ. είναι καθαρή μουσική και σου φέρνει στην καρδιά και στο νου τους μεγάλους λυρικούς της παντοτινής Ελλάδας. Είναι μια αιώρα από δυνατές συγκινήσεις που κάνουν την καρδιά σου να σπάσει. Πραγματικότητα και φαντασία, φύση και ανθρωπότητα, χρώματα από τα πιο απαλά έως τα πιο έντονα, σαν τα χείλια από αίμα, σμίγουν σ’ ένα ενιαίο σώμα: την ποίηση του Ν.Μ.Δ. Διατρέχοντας τις σελίδες ο αναγνώστης μπαίνει στα μυστηριακά δωμάτιά της και δεν θέλει πια να ξαναβγεί. Κι αν υπάρχει ένα συναίσθημα που κυριαρχεί πάνω σ’ όλα είναι η Αγάπη, Αγάπη για το κάθε τι, για όλους και προπάντων για την Ειρήνη, τη Δημοκρατία, τη Λευτεριά».
Και συνεχίζει ο Ακαδημαϊκός Τομμάζο Τζιαμπά: «Και να η πραγματικότητα και η ποίηση σε μια αρμονική και τέλεια συμβίωση:
«…… οι σταγόνες του ποταμού/θα θρέφουν τις ελιές, τα μοσχάρια/τα όνειρα των πεινασμένων ξωμάχων/τα τρυγόνια την Ειρήνη του κόσμου/ το νυφικό πέπλο της πεταλούδας/ τ’ ορφανό του μετανάστη, το κεχρί, το κριθάρι/ το στάρι για το ψωμί του Σύμπαντος».
Αυτό το ποίημα κρύβει ένα κοσμικό μήνυμα ασύγκριτης λυρικής ομορφιάς. Μοιάζει σαν να βλέπει κανείς ολόκληρη την ανθρωπότητα καθισμένη στο ίδιο τραπέζι να μοιράζεται το ψωμί της Αγάπης και της Ειρήνης»
«Τελειώνοντας το διάβασμα της συλλογής» συμπληρώνει ο Τομμάζο Τζιαμπά «μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι το κορμί της είναι η φασιστική Ισπανία με τον πόνο, τα μαρτύρια, το αίμα των ηρώων που χύθηκε. Το μίσος που έθρεψε ο λαός, η ελπίδα που ποτέ δε χάθηκε, η ελπίδα για τη λευτεριά. Θα μας πουν αυτή είναι πολιτική ποίηση, αριστερή ποίηση, ποίηση που πρέπει κανείς να απαρνηθεί γιατί είναι ανατρεπτική. Ας αφήσουμε τα ανθρωπάκια να λένε ότι τους αρέσει. Αυτοί είναι δυνατοί μόνο όταν βρίσκονται με το σπαθί στο χέρι κι όταν βρίσκονται όλοι μαζί. Εμείς αγαπάμε την Ειρήνη, τη Λευτεριά, την ποίηση. Εμείς είμαστε δυνατοί κι επειδή μεταχειριζόμαστε την πένα και την καρδιά, ο λαός μας νοιώθει και μας ακολουθεί. Ο Νίκος ξέρει να μεταχειρίζεται την πένα και την καρδιά. Σκάβει στις ψυχές των λαών. Κι όπως το νερό του χείμαρρου παρασέρνει τον άνθρωπο σε ιδανικά πραγματοποιήσιμα, ανθρώπινα, συγκεκριμένα , πραγματικά αλλά και θεϊκά. –Έτσι δεν είναι Φεντερίκο? Έτσι δεν είναι Μανουέλ? Έτσι δεν είναι δολοφονημένα μας αδέλφια?… ».
Από τη συλλογή στην οποία αναφερόμαστε και η οποία αποτελείται από 4 μέρη με τους υπότιτλους: α) Εγώ πήγα στη Γρανάδα β) Ντόνια Ροσίτα, το γ) Ματωμένος γάμος και το δ) Η επιστροφή, θα παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα του πρώτου μέρους σε δική μου απόδοση από την Ιταλική.
«Εγώ πήγα στη Γρανάδα/ενώ οι γαλαρίες της νύχτας/γκρεμίζονταν κι άφηναν να περάσει / το τρένο της αυγής σφυρίζοντας.//Το φως περιμάζευε την πρωινή αρμονία/ των λουλουδιών και τους αργοπορημένους/ εραστές των αποκοιμισμένων πλατειών.// Εγώ πήγα στη Γρανάδα μια μέρα από κίτρινα/ στάχυα, στίχους, κιθάρες, γαλάζιο ουρανό./ Ήταν σαν ένα ωραίο όνειρο. Ένα όνειρο…./ Ένα ωραίο όνειρο που θάμπωνε τις καρδιές,/ ένα ωραίο όνειρο που θάμπωνε την αναμονή,/ ένα ωραίο όνειρο που θάμπωνε τις αναμνήσεις,/ ένα ωραίο όνειρο που θάμπωνε τις νυφούλες.// Όλοι θαυμάζανε το χαμόγελό μου/ σαν άγριο βοσκοτόπι με πεταλούδες,/ κι ο Φεντερίκο μ’ ένα κεχριμπαρένιο βιολί/ έδειχνε τη παιδική του φλέβα στους γέρους/ μεταλλωρύχους και τα φωτισμένα θέατρα./ Η ευτυχία ήταν ορατή από παντού/ όπως κάθε θαύμα, κι εμείς είχαμε πετάξει/ μακριά τα ρολόγια του βαριού κρύου,/τα ημερολόγια της λύπης. Ήταν μεγάλη/ η ευθυμία. «Γιατί λοιπόν», λέγαμε,/’θα πρέπει να σκεφτόμαστε τον πόνο;»
Ή ακόμα:… «Εμείς ανακαλύψαμε το χρόνο για να/ βάλουμε τέρμα μια για πάντα στην απελπισία,/στις δυστυχίες του μεγάλου κόσμου»./ Ήμασταν απόλυτα σίγουροι πως θα μπορούσαμε/ να πλέουμε πάντοτε στα πλατιά ποτάμια των ονείρων./……./Ένα σμήνος σπουργίτια πετάει πάνω/ από τα κωδωνοστάσια και διασχίζει με/ φούρια το ρεμπέτικο κέφι μου./…/ Εγώ πήγα στη Γρανάδα.»
Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση
Αρχιτέκτων-ποιήτρια,αντιπρόεδρος Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών