Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Ρίτσος: Μακρονησιώτικα (Οι ρίζες της Ρωμιοσύνης)

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Λίγα καψα­λια­σμέ­να σκοί­να στη μασκά­λη του καλοκαιριού
λίγες ασφάκες
το θυμάρι

Διψά­σα­με πολύ.
Πολύ πεινάσαμε.
Πολύ πονέσαμε.

Δεν το πιστεύ­α­με ποτές,
νάναι τόσο σκλη­ροί οι ανθρώποι
Δεν το πιστεύ­α­με ποτές
νάχει τόση αντο­χή η καρ­διά μας.

Αξού­ρι­στοι
μ’ ένα κομ­μά­τι θάνα­το στην τσέ­πη μας
— πού­ναι ένα στά­χυ να πει καλημέρα;

Βρα­διά­ζει
με το παγού­ρι του δει­λι­νού χωμέ­νο στην αμμουδιά
με το φεγ­γά­ρι αραγ­μέ­νο σ’ έναν άλλο γιαλό
να το κυλά­ει η γαλή­νη με το μικρό της δάχτυλο –
σε ποιο για­λό; ποια γαλήνη;

Διψά­σα­με πολύ
δου­λεύ­ο­ντας ολη­με­ρίς την πέτρα.
Κάτου απ’ τη δίψα μας
είναι οι ρίζες του κόσμου.

***

ritsos28a

Ήρθαν οι αρρώ­στιες, οι διά­ροιες, ο τέτανος
κου­βα­λά­με τους αρρώ­στους με τα φορεία στ’ αποχωρητήρια
κου­βα­λά­με τους πεθα­μέ­νους πάνου στην τάβλα ως την ακρογιαλιά
από κει μόλις βρα­δυά­ζει τους φορ­τώ­νουν στα καΐ­κια για το Λαύριο
οι εξό­ρι­στοι βγά­ζουν τα σκου­φιά τους, σφίγ­γουν τα δόντια και
κοι­τά­ζουν πέρα τη θάλασσα
δε μιλά­νε, κοι­τά­ζουν μακριά, πίσω απ’ το Σούνιο
ώσπου βρα­δυά­ζει κι ο άνε­μος βολο­δέρ­νει σε μια κου­βέρ­τα πεθαμένου
ετού­τος ο ατέ­λειω­τος άνε­μος που αντι­χτυ­πιέ­ται στη μου­γκα­μά­ρα της πέτρας
που ανα­στα­τώ­νει τ’ αγκά­θια και τα χαρ­τιά του αποχωρητηρίου
παίρ­νει από πίσω τα καρά­βια, γιο­μί­ζει τις τσέ­πες με σπα­σμέ­να τοπεία
χωρί­ζει το πετσί απ’ το κόκα­λο – ο μεγά­λος άνεμος
που λύνει τους κόμπους των άστρων και δένει τις καρ­διές μας

Ένα κρε­βά­τι, δυο κρε­βά­τια – πόσα κρε­βά­τια μεί­ναν άδεια
και τα κου­τα­λο­πή­ρου­να των σκο­τω­μέ­νων μαζε­μέ­να στη γωνιά
σα μια φού­χτα αστέ­ρια δίχως όνομα
και το βλο­γιο­κομ­μέ­νο φεγ­γά­ρι φωνά­ζο­ντας ολο­νυ­χτίς τον τρόμο
του στη θάλασσα
όπως ανοι­γο­κλεί­νει στο σκο­τά­δι ένα παλιό πορτόφυλλο
κι οι μπό­γοι της νύχτας δίπλα στα μαγειρεία
κι η λύπη στρι­μωγ­μέ­νη πλάι στο φόβο
έξω απ’ την καρ­διά μας.

Ύστε­ρα πέφτει ο άνεμος
κι ακού­με που κατρα­κυ­λά­νε πέτρες απ’ το βουνό
ακού­με τ’ άρβυ­λα των πεθαμένων
και πάρα πέρα τ’ άρβυ­λα της λευτεριάς
καθώς ανη­φο­ρί­ζει από τον κάτου κόσμο.

***

ritsos21

Δω πέρα ξεχά­σα­με ένα σωρό πράματα.
Δεν είναι ένα παρά­θυ­ρο να κοι­τά­ξου­με τη θάλασσα
Αλλιώς κοι­τιέ­ται η θάλασ­σα από­να παράθυρο
αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα.

Η φωνή ενός παι­διού τ’ από­γε­μα – πούναι;
μια γυναί­κα στο κατώ­φλι του σπιτιού
το σπί­τι – πούναι;
κ η ντου­λά­πα με τα χει­μω­νιά­τι­κα ρούχα
κι η σιω­πή που πέφτει απ’ το ρολόι του τοί­χου πάνω στις καρέκλες
κι ο ίσκιος ενός ευγε­νι­κού χεριού που βάζει ένα λουλούδι
στο ποτή­ρι – πού είναι;
και το γραμ­μό­φω­νο του Σαβ­βα­τό­βρα­δου στο σκια­σμέ­νο περβάζι
η γάτα που σερ­για­νού­σε στη στέ­γη του αντι­κρυ­νού σπιτιού
μέσα σ’ ένα σού­ρου­πο όλο ναφθαλίνη
η ίδια η γάτα των νεο­λαί­ων του Αρμπούζοφ
εκεί­νη η μαύ­ρη η γάτα της γει­το­νιάς – βασανισμένη
με δυό στα­γό­νες λάδι μονα­ξιάς μέσα στα μάτια της
βασα­νι­σμέ­νη μαύ­ρη γάτα στην αντι­κρυ­νή σκεπή
— παρά­ξε­να ήσυ­χα που σερ­για­νού­σε μες στο σούρουπο
ξύνο­ντας με την ουρά της τ’ άσπρο φεγ­γά­ρι. Ξεχάσαμε.

Εδώ είναι πολύ το κρύο τις νύχτες
είναι πολ­λή μονα­ξιά κάτου απ’ το φόβο
κι είναι πολ­λή συντρο­φιά κάτου απ’ το φόβο
είναι και μια φωτιά κάτου απ’ το φόβο
που καί­ει το φόβο
την ώρα που ο θάνα­τος απά­νου στα φυλάκια
παί­ζει τα ζάρια με τους φρου­ρούς καθι­σμέ­νους σταυροπόδι
στο χώμα.

Εδώ κι οι γάτες είναι αλλιώτικες
άγριες κι υπο­μο­νε­τι­κές κι αμίλητες
δεν τρί­βου­νε το μάγου­λό τους στον αγκώ­να μας
στέ­κουν στα γόνα­τά μας και σπουδάζουν
σπου­δά­ζουν το θάνατο
σπου­δά­ζουν τη λύπη
σπου­δά­ζουν την εκδί­κη­ση και την απόφαση
σπου­δά­ζουν τη σιω­πή και την αγάπη
σπου­δά­ζουν τη ζωή μέσα στα μάτια μας
οι αχάιδευτες
οι άγριες γάτες
οι σιω­πη­λές γάτες της Μακρόνησος.

Και τού­το το αυγου­στιά­τι­κο φεγ­γά­ρι που κρέ­με­ται πάνου μας
είναι σαν τη μεγά­λη λέξη που δεν ειπώθηκε
μαρ­μα­ρω­μέ­νη στο λαρύγ­γι της νύχτα.

***

ritsos24

Πίσω απ’ τη ράχη μας η πυρ­κα­γιά της δύσης.
Βρα­δι­νό προ­σκλη­τή­ριο. 7 η ώρα
Η δύση στο πρό­σω­πο του υπενωματάρχη
η δύση στα ξου­ρι­σμέ­να κεφά­λια των εξόριστων
και κάτου η θάλασσα.

4ο Τάγ­μα Μακρονήσου.
12 κλωβοί.
10.000 εκτοπισμένοι.
Λιόγερμα.

Καθέ­νας μας έχει στους ώμους του
την κού­ρα­ση 12 ωρών από πέτρα
τη δίψα 12 ωρών από ήλιο
τον πόνο τόσων χρόνων
την από­φα­ση μιας ολό­κλη­ρης ζωής
κι ακό­μα κι αυτό το μικρό μπογαλάκι
με τις χρω­μα­τι­στές μαξι­λα­ρο­θή­κες του δειλινού.

Τα παπού­τσια μας σκί­στη­καν στην πέτρα
τα που­κά­μι­σά μας μαυ­ρί­σαν απ’ το χώμα
Απ’ τις χαρα­μα­τιές της πίκρας μπαί­νει πότε – πότε λίγη θάλασσα,
Η βρα­διά κάθε­ται πάνου στα παπού­τσια μας
σαν ένα πιστό μαύ­ρο σκυλί
την ώρα που μπα­λώ­νου­με τα τσου­ρά­πια μας
την ώρα που μπα­λώ­νου­με μ’ ένα άστρο την ελπίδα.

Όταν απο­κοι­μιό­μα­στε
τα γαϊ­δου­ρά­κια της νύχτας σερ­για­νά­νε έξω απ’ τ’ αντίσκηνα
πολ­λά μάτια αγα­θά ρίχνουν το λάδι τους στον αέρα
— είναι τα ήσυ­χα γαϊ­δου­ρά­κια της νύχτας
κρε­μώ­ντας στον ίσκιο μικρά τοπεία με στάχυα
κρε­μώ­ντας κάτι μικρά περ­βό­λια με κου­κιά και με άνιθο
ένα πηγά­δι, ένα σπί­τι φυστι­κί, μια γυναί­κα που χτενίζεται.

Είναι τα γαϊ­δου­ρά­κι της νύχτας που βοσκάν την ησυχία
τα μικρά παρά­θυ­ρα που κοι­τά­νε πίσω απ’ τη σιωπή.

ritsos27

Α μητέ­ρα
τι δύσκο­λες μέρες που περνάμε
Πώς είναι ο ύπνος, μητέ­ρα, μέσα σ’ ένα σπίτι
όταν κάθου­νται οι καρέ­κλες νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νες γύρω στο τραπέζι
σοφές οι καρέ­κλες κι υπο­μο­νε­τι­κές σαν τις καλές γειτόνισσες
όταν ο ίσκιος σου κάθε­ται στη μεσόπορτα
διώ­χνο­ντας το κακό και το φόβο της νύχτας
όπως έδιω­χνες με το χέρι σου ένα κου­νού­πι που σφύριζε
πάνου απ’ το κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πο μας.

Δύσκο­λες ώρες περ­νά­με, μητέρα.
Μην πικραίνεσαι.
Είναι σκλη­ρός ο αγώ­νας, μητέρα
μα είναι πολ­λά τ’ αδέρ­φια μας
είναι πολ­λά τα παι­διά σου, μητέρα
Τα ξημε­ρώ­μα­τα ακού­με τον ίσκιο σου που φεύγει
ακού­με τα μικρά παρά­θυ­ρα που κλείνουν.

Μια ντου­φε­κιά στον αέρα.
Η σφυ­ρί­χτρα του χωροφύλακα.
Μια ντου­φε­κιά που σκοτώνει
τον κού­κο του αυγερινού.

Φεύ­γουν και τα γαϊ­δου­ρά­κια της νύχτας
πίσω απ’ τη μάντρα της αυγής
μονά­χα ο ίσκιος τους αφή­νει μια λίμνη σιγαλιά
ανά­με­σα στα δυό πρώ­τα λόγια του ανέμου.

Ύστε­ρα η μεγά­λη πέτρα στον ώμο
ο μεγά­λος ανήφορος
η μεγά­λη από­φα­ση στην καρδιά.
Μεγά­λες μέρες μάς περι­μέ­νουν, μητέρα.
Με τις μεγά­λες πέτρες στον ώμο
ανη­φο­ρί­ζο­ντας το θάνατο
Μεγά­λες πολι­τεί­ες θα χτίσουμε.

Μητέ­ρα, μην πικραίνεσαι.

***

ritsos22

Τρία μεγά­λα γράμματα
γραμ­μέ­να μ’ ασβέ­στη στη ραχο­κο­κα­λιά της Μακρόνησος.

( Όταν ερχό­μα­στε με το καράβι,
στρι­μωγ­μέ­νοι ανά­με­σα στους μπό­γους και στις υπο­ψί­ες μας,
τα δια­βά­σα­με πάνου απ’ το κατάστρωμα
κάτου απ’ τις βρι­σιές του χωρο­φύ­λα­κα, τα διαβάσαμε
εκεί­νο το ήσυ­χο πρω­ι­νό του Ιουλίου,
κ’ η αρμύ­ρα κ’ η μυρου­διά της ρίγα­νης και το θυμάρι
δεν κατα­λά­βαι­ναν καθό­λου τι θα πουν αυτά τα τρία
ασβε­στω­μέ­να γράμματα).

Α΄Τάγμα
Β΄Τάγμα
Γ΄Τάγμα

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Κ’ η θάλασ­σα του Αιγαί­ου ήταν γαλά­ζια όπως πάντοτες
πολύ γαλά­ζια, μόνο γαλάζια.
Α΄-
Α, ναι, μιλού­σα­με κάπο­τες για μια ποί­η­ση αιγαιοπελαγίτικη,

Β΄-
για το γυμνό στή­θος της υγεί­ας κεντη­μέ­νο με μιαν άγκυ­ρα και
μια γοργόνα

Γ΄-
για το θαλάσ­σιο φως που πλέ­κει τα κουρ­τι­νά­κια των γλάρων

Α. Β. Γ.
300 σκοτωμένοι.

ritsos26

Μιλού­σα­με, ναι, για μια ποί­η­ση αιγαιοπελαγίτικη
— ο κάβου­ρας που ρεμ­βά­ζει στο νοτι­σμέ­νο βράχο
άντι­κρυ στη μαλα­μα­τέ­νια δύση
καθώς ένα μικρό μπρού­τζι­νο άγαλ­μα του Ωκεανού

Α. Β. Γ.
600 τρελοί

Οι γυά­λι­νες γαρί­δες κυνη­γώ­ντας στα ρηχά τον ίσκιο του
πρω­ι­νού άστρου,
το χρυ­σό και γαλα­νό καλο­καί­ρι πετρο­βο­λώ­ντας με κουκουνάρια
το μεση­με­ριά­τι­κο ύπνο των κοριτσιών
τα παλιά πεύ­κα ξύνο­ντας τη ράχη τους στην ασβεστωμένη
μάντρα της αυγής.

Α. Β. Γ.
900 κουτσοί
Ζήτω
ο βασι­λεύς Παύλος
κ’ η πανα­γιά του πελά­ου φλω­ρο­κα­πνι­σμέ­νη απ’ το σούρουπο
να σερ­για­νά­ει ξυπό­λη­τη στην αμμουδιά
συγυ­ρί­ζο­ντας τα σπί­τια των μικρών ψαριών
καρ­φώ­νο­ντας μ’ ένα θαλασ­σι­νό σταυ­ρό τη φεγ­γα­ρί­σια της πλεξούδα

Α. Β. Γ.
Α. Β. Γ.

ritsos28

Μιλού­σα­με για μια ποί­η­ση αιγαιο­πε­λα­γί­τι­κη, ναι, ναι,

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Κ’ η θάλασ­σα είναι ακό­μη γαλά­ζια όπως πάντοτες
κι ο αμε­ρι­κά­νι­κος στό­λος ταξι­δεύ­ει στο Αιγαίο
ήσυ­χος, ήσυ­χος, ωραίος,
και τ’ άστρα ανά­βουν κάθε βρά­δυ μικρές φωτιές
να ψήσουν οι Άγγε­λοι την ψαρό­σου­πα της Παναγίας.

Α. Β. Γ.

Α. Β. Γ.

κι από κάτου απ’ τ΄αστέρια περνάνε
καρα­βιές – καρα­βιές οι εκτοπισμένοι
και τσου­βά­λια με κομ­μέ­να ποδάρια
και τσου­βά­λια με κομ­μέ­να χέρια
και τσου­βά­λια με νεκρούς
ξεβρά­ζουν οι φουρ­τού­νες στις αχτές του Λαυρίου

Αιγαιο­πε­λα­γί­τι­κο τοπείο
χρυ­σό και γαλάζιο
Α. Β. Γ.

Σε τού­τα τα βρά­χια του­φε­κί­στη­καν οι 300 του Α΄ Τάγματος
τού­τα τα φύκια είναι μια τού­φα μαλλιά
ξεκο­λη­μέ­να μαζί με το πετσί
απ’ το καύ­κα­λο ενός συντρό­φου που αρνή­θη­κε να υπογράψει
δήλωση

Α. Β. Γ.

Τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα.
Οι νεκροί.
Οι τρελοί.

Α. Β. Γ.

Γαλά­ζια, η θάλασ­σα – πολύ γαλάζια.
Χρυ­σό αιγαιο­πε­λα­γί­τι­κο τοπείο.
Οι γλάροι.

Α. Β. Γ.

ritsos25

Μαύ­ρη, κατά­μαυ­ρη θάλασσα.
Μαύ­ρο, κατά­μαυ­ρο τοπείο.
Τα συρματοπλέγματα.

Α. Β. Γ.

Μαύ­ρο, κατά­μαυ­ρο τοπείο με σφιγ­μέ­να δόντια
κόκ­κι­νο, κατα­κόκ­κι­νο τοπείο με σφιγ­μέ­νη γροθιά
μαύ­ρη και κόκ­κι­νη καρ­διά πηγ­μέ­νη στο αίμα της
κι ένας κόκ­κι­νος ήλιος πηγ­μέ­νος στο αίμα του.

Α. Β. Γ.

Τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα.
Και τα φυλά­κια στη νύχτα
Κι οι φωνές απ’ τα φυλά­κια όλη τη νύχτα

ΑΛΤ – ΑΛΤ
ΤΙΣ ΕΙ;
ΤΙΣ ΕΙ;
ΤΙΣ ΕΙ;

ΟΙ ΚΟΥΤΣΟΙ
ΟΙ ΚΟΥΛΟΙ
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

ΑΛΤ – ΑΛΤ

ΑΛΤ

ΤΙΣ ΕΙ;

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Γυρεύ­ουν πίσω το ψωμί που δεν φάγανε.
Γυρεύ­ουν τον ήλιο που τους κλέψανε.
Οι νεκροί γυρεύ­ουν τη ζωή τους.
ΑΛΤ – ΑΛΤ
απ’ όλα τα φυλά­κια της νύχτας
όλη τη νύχτα

ritsos23

ΑΛΤ

- ΤΙΣ ΕΙ;
— ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

- ΤΙΣ ΕΙ;
— ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ

- ΤΙΣ ΕΙ;

- ΕΜΕΙΣ

ΑΛΤ – ΑΛΤ – ΑΛΤ

ΔΕ ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ

Οι νεκροί γυρεύ­ουν τη ζωή τους,
Οι τρε­λοί γυρεύ­ουν τον ήλιο τους
Οι κου­τσοί γυρεύ­ουν τα πόδια τους
Οι τυφλοί γυρεύ­ουν τα μάτια τους
Όλοι μαζί γυρεύ­ου­με τη λευ­τε­ριά μας.

Α. Β. Γ.

Απ’ την αρχή μαθαί­νου­με το αλφάβητο
απ’ την αρχή μαθαί­νου­με το φόβο και τον πόνο
Απ’ την αρχή μαθαί­νου­με τη ζωή και το θάνατο

Α. Β. Γ.

Α. Β. Γ.

Α. Β . Γ.

Είναι κοντά η Λευ­τε­ριά, σύντροφοι
μια και μάθα­με, σύντρο­φοι, να πεθαίνουμε
μάθα­με και να ζού­με, σύντροφοι.

Α. Β. Γ.

ΗΛΙΟΣ

Α. Β. Γ.

ΛΕΥΤΕΡΙΑ

 

makronisiotika

 

 

Γιάν­νη Ρίτσου Μακρο­νη­σιώ­τι­κα, Σύγ­χρο­νη Επο­χή , Αθή­να 2016, 2η έκδοση

 

 

(Τα ποι­ή­μα­τα αυτά γρά­φτη­καν στη Μακρό­νη­σο, τον Αύγου­στο και το Σεπτέμ­βρη του 1949, στο Δ’ Τάγ­μα Πολι­τι­κών Εξο­ρί­στων, πριν ακό­μη μετα­φερ­θού­με στο Β’ Τάγ­μα, πριν ακό­μη ζήσου­με όλη τη φρί­κη της Μακρο­νή­σου. Τα χει­ρό­γρα­φα αυτά έμει­ναν θαμ­μέ­να στο χώμα μέσα σε σφρα­γι­σμέ­να μπου­κά­λια. Ξεθά­φτη­καν τον Ιού­λιο του 1950.
Γ.Ρ.)

ritsos-eikastika

 

 

Τα εικα­στι­κά είναι δημιουρ­γί­ες του Γιάν­νη Ρίτσου πάνω σε ρίζες. Από το λεύ­κω­μα Γιάν­νης Ρίτσος  Εικα­στι­κά  με το φακό  του Πλά­τω­να Μάξι­μου, Μου­σείο Μπε­νά­κη, Αθή­να 2002

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο