Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Κοτζιούλας: Το πρώτο σκολιό μου

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Κάθε που ανοί­γουν τα σχο­λεία ξεκι­νά­ει μια νέα χρο­νιά για τους μαθη­τές, τους εκπαι­δευ­τι­κούς και τους γονείς, που καλού­νται να τα βάλουν… εκτός από τα γράμ­μα­τα και τους αριθ­μούς και μ’ ένα σωρό εμπό­δια και προ­βλή­μα­τα, χαρα­κτη­ρι­στι­κά της κοι­νω­νί­ας που αντι­με­τω­πί­ζει την Παι­δεία ως εμπό­ρευ­μα και δικαί­ω­μα για λίγους και όχι ως λαϊ­κή ανά­γκη και δημό­σιο αγα­θό. Και όλοι, ο καθέ­νας από το δικό του μετε­ρί­ζι, καλού­νται ν’ αγω­νι­στούν για το καλύ­τε­ρο στη μόρ­φω­ση και στη ζωή.

Το αφή­γη­μα του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα, όπως ο ίδιος μας ενη­με­ρώ­νει στον πρό­λο­γο, «δεν πρό­κει­ται για έργο φαντα­σί­ας, αλλά για ένα είδος ημε­ρο­λό­γιο από μνή­μης» στο οποίο κατα­γρά­φο­νται «πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα και γεγο­νό­τα, με τα ονό­μα­τά τους». Προ­πο­λε­μι­κά, αλλά και για χρό­νια αργό­τε­ρα οι ―λιγό­τε­ροι, τότε― μαθη­τές και οι φτω­χές οικο­γέ­νειές τους συνα­ντού­σαν δυσκο­λί­ες και είχαν ν’ αντι­με­τω­πί­σουν κατα­στά­σεις  που μοιά­ζουν αδια­νό­η­τες στις νεώ­τε­ρες γενιές· ιδιαί­τε­ρα σε όσους πιστεύ­ουν ότι επο­χές σαν αυτή που περι­γρά­φει γλα­φυ­ρά η πένα του Κοτζιού­λα είναι πολύ μακρι­νές. Είναι άραγε;

***

Το πρώ­το σκο­λιό μου

Ο πρώ­τος μου δάσκα­λος είταν ο πατέ­ρας. Αυτός μου πρω­τό­δει­ξε τυπω­μέ­να τα γράμ­μα­τα, αρχί­ζο­ντας βέβαια απ’ τα πιο εύκο­λα, και μ’ έμα­θε να τα προ­φέ­ρω, να τα συλ­λα­βί­ζω. Αλλά εκεί­νο που του χρω­στάω περισ­σό­τε­ρο είναι πως πήρε με το δου­λευ­τά­ρι­κο, τρι­χω­τό χέρι του το δικό μου το άμα­θο, το διστα­χτι­κό και με δίδα­ξε πώς να γρά­φω. Καθώς ο ίδιος, παρ’ όλη τη λιγο­στή μόρ­φω­σή του, έγρα­φε προ­σε­χτι­κά και κανο­νι­κά, μ’ έναν τύπο δικό του, ευα­νά­γνω­στο κι ελκυ­στι­κό, πήρα απ’ αυτόν τη συνή­θεια του λεπτού και ωραί­ου γρα­ψί­μα­τος, έτσι που με τον και­ρό να γίνω σχε­δόν καλ­λι­γρά­φος και ν’ ακού­σω γι’ αυτό όχι λίγους επαί­νους στη ζωή μου. Μα για την καλ­λι­γρα­φία του πολυ­σπου­δαγ­μέ­νου γιου ευθυ­νό­ταν ο λιγο­γράμ­μα­τος πατέ­ρας, με τις δυο ή τρεις τάξεις του δημοτικού.

Δε μάθαι­ναν πολ­λά γράμ­μα­τα στον και­ρό του∙ πολ­λοί μάλι­στα, της ίδιας ηλι­κί­ας μ’ αυτόν, δεν ήξε­ραν ούτε να βάλουν την υπο­γρα­φή τους. Κι όταν τους πήραν αργό­τε­ρα στο στρα­τιω­τι­κό ή όπο­τε παρου­σιά­ζο­νταν στο δικα­στή­ριο, δήλω­ναν σαν το φυσι­κώ­τε­ρο πρά­μα: αγράμ­μα­τος. Το κατα­λά­βαι­ναν και μόνοι τους πως αυτό δεν είταν σωστό, ίσως να ντρέ­πο­νταν κιό­λας κατά βάθος, μα δε μπο­ρού­σαν πια να το διορ­θώ­σουν. Κι αν η αμορ­φω­σιά τους έμοια­ζε μ’ ένα είδος ανα­πη­ρία, είταν πολ­λοί γύρω τους που έπα­σχαν από το ίδιο σακα­τλί­κι. Στο κάτω-κάτω παρη­γο­ριό­νταν μονά­χοι τους λέγο­ντας: «Δε βαριέ­σαι! Σάμα­τι θα γίνω γω παπάς ή γραμ­μα­τι­κός;». Σ’ αυτές τις δύο κατη­γο­ρί­ες είταν απα­ραί­τη­τα τα γράμ­μα­τα· οι άλλοι μπο­ρού­σαν να κάμουν και χωρίς αυτά.

Το ’ριχναν όξω λοι­πόν επα­να­λα­βαί­νο­ντας δια­σκε­δα­στι­κά το εύθυ­μο στι­χά­κι, που το ξέραν ακό­μα κι οι γυναί­κες και το ’λεγαν σαν παροι­μία ή σαν ξόρκι:

Άλφα βήτα
κόψι πίτα,
φάι κι ισύ,
δο μ’ κι μένα!

Ως εκεί έφτα­ναν οι πνευ­μα­τι­κές γνώ­σεις των περισ­σό­τε­ρων, αντρών και γυναι­κών. Σε μερι­κούς είχε μεί­νει, σα μακρι­νή ανά­μνη­ση παλιάς διδα­χτι­κής μεθό­δου, από τότε που τα μάθαι­ναν από­ξω κι ανα­κα­τω­τά, και το εξής μνη­μο­τε­χνι­κό, ένα είδος κινέζικα:

Άλφα ― ω
βήτα ― ψι
γάμα ― χι…

Οι δάσκα­λοι τότε είταν σπά­νιο δείγ­μα, κι αν έβγαι­νε κάπου κάπου κανέ­νας, δε θα ’ρχό­ταν να φάει ψωμί στα δικά μας τα φτω­χο­χώ­ρια, σ’ εκεί­νο το έρμο καυ­κί ανά­με­σα Τζου­μέρ­κου και Ξερο­βου­νιού, που έχει κατα­κά­τσει φαί­νε­ται από παμπά­λαια γεω­λο­γι­κή καθί­ζη­ση, για να τυραν­νιού­νται από γεν­νη­τά­τη φτώ­χια οι κάτοι­κοί του. Τα πρώ­τα γράμ­μα­τα τα δίδα­σκαν οι παπά­δες, σαν οικο­γε­νεια­κό τους προ­νό­μιο, σα μυστι­κό του σινα­φιού τους, στους γιους των που θα κλη­ρο­νο­μού­σαν το επάγ­γελ­μα, στοι­χεία απ’ το Χτω­ή­χι και το Ψαλ­τή­ρι που τα ’χαν μάθει με κόπο κι οι ίδιοι, υπη­ρε­τώ­ντας κανέ­ναν καλό­γε­ρο κοντι­νού μονα­στη­ριού. Ο πρώ­τος κοι­νο­τι­κός δάσκα­λος που ξέπε­σε στα μέρη μας (τα χωριά μας δεν είχαν ξαγο­ρα­στεί ακό­μα απ’ τον Αφέ­ντη) είταν κάποιος Τσα­πο­δό­ντης, που αξί­ζει να πού­με γι’ αυτόν μερικά.

Ο Τσα­πο­δό­ντης δε λέγο­νταν έτσι πραγ­μα­τι­κά, μα χρω­στού­σε το παρα­τσού­κλι στα δόντια του, μεγά­λα τάχα σαν τσα­πιά. Θα ήταν κακό­θω­ρος, φαί­νε­ται, νομί­ζω πως είχε και κάποια κου­τσα­μά­ρα, έτσι που προ­κα­λού­σε την απο­στρο­φή και τον τρό­μο στ’ ανυ­πό­τα­χτα της επο­χής εκεί­νης παι­διά.    Επει­δή δεν είχαν δια­θέ­σι­μο χτί­ριο για σκο­λιό, τα μάζευε σ’ ένα παρα­κλή­σι, απ’ αυτά που λει­τουρ­γιού­νται μια φορά το χρό­νο, στη μνή­μη του αγί­ου τους, κι εκεί προ­σπα­θού­σε να «τους γιο­μί­σει το κεφά­λι» με κρα­νί­σιες βέρ­γες, με τσου­κνί­δες στα χέρια, με γονα­τί­σμα­τα απά­νω σε χαλί­κια, με κλει­σί­μα­τα μες στην εκκλη­σιά και άλλα μεσαιω­νι­κά μαρ­τύ­ρια. Οι πιο πολ­λοί δεν άντε­χαν και με πρώ­τη ευκαι­ρία το σκά­γαν, για λίγο ή για πάντα. Πιο τυχε­ροί είταν όσοι έκα­ναν υπο­μο­νή στο δάρ­σι­μο, στις κλω­τσιές και στα βρι­σί­δια του μανια­κού δασκά­λου τους, του δια­στρεμ­μέ­νου Τσα­πο­δό­ντη, ώστε πρό­φται­ναν, πριν φύγουν, να έχουν μάθει να χαρά­ζουν «δυο κλί­τσες» στο χαρ­τί και να ξέρουν να κάνουν ένα λογα­ρια­σμό της προκοπής.

Η αλή­θεια είναι πως τη φυσι­κή φυγο­πο­νία των ακαλ­λιέρ­γη­των μαθη­τών και την τάση τους γι’ ανταρ­σία μπρο­στά στον τύραν­νο παι­δα­γω­γό, που η συναί­σθη­ση της δυσμορ­φί­ας του τον έκα­νε ακό­μα χει­ρό­τε­ρο, αυτές όλες τις κακές προ­ϋ­πο­θέ­σεις τις διευ­κό­λυ­νε αρκε­τά κι η ανο­χή των μανά­δων με τις ανά­γκες του σπι­τιού. «Δεν το ’χω γω το παι­δί μου να μου το σκα­νιά­σει ο αντί­χρι­στος», έλε­γαν οι νοι­κο­κυ­ρά­δες με μίσος για το δάσκα­λο. Δεν τα πονού­σαν μονά­χα, τα χρειά­ζο­νταν κιό­λας. Τα είχαν βοη­θούς στις δου­λειές τους, στα γίδια, στα χωρά­φια, παντού. Οι άντρες έλει­παν, δού­λευαν, και τα παι­διά ήταν χρή­σι­μα από έξι-εφτά χρο­νών. Τις καλο­και­ρι­νές δια­κο­πές αντι­κα­θι­στού­σαν τους μεγά­λους. Αλλά και τις καθη­με­ρι­νές δεν τ’ άφη­ναν έτσι τις δια­θέ­σι­μες ώρες. Όταν λοι­πόν οι μεγά­λοι έβλε­παν πως προ­τι­μού­σαν και τα ίδια να λεί­ψουν από το βάσα­νο του σκο­λιού, τα ’κοβαν από κει μια ώρα αρχύ­τε­ρα, για να γίνουν γιδά­ρη­δες ή τεχνί­τες ή σκα­φτιά­δες, σαν τους πατε­ρά­δες τους.

Ο πατέ­ρας μου, αντί­θε­τα προς όλους σχε­δόν τους άλλους χωρια­νούς, είχε από φυσι­κού του μερά­κι για γράμ­μα­τα και δεν έχα­νε την ευκαι­ρία να κάνει συντρο­φιά πρό­σω­πα ανώ­τε­ρά του, προ­πα­ντός γραμματισμένους.

Ένας απ’ αυτούς είταν κι ο δάσκα­λος ο Καρά­μπα­λης, που υπη­ρε­τού­σε στο γει­το­νι­κό χωριό, αν και κατα­γό­ταν απ’ αλλού, πέρα απ’ το ποτά­μι. Δεν ξέρω πώς είχε ριζώ­σει εκεί κι έμει­νε ως τα τέλη σχε­δόν της ζωής του, συνταυ­τι­σμέ­νος με τα λαδά­σκια, με τους σπλη­νιά­ρη­δες, όπως παρα­γκω­μιά­ζαν οι δικοί μας τους κατοί­κους αυτού του χωριού, επει­δή είχε βρου­τσί­λια, μέρη πολύ νοτε­ρά, και τους έπια­ναν συχνά θέρ­μες, κιτρί­νι­ζαν απ’ την αδυ­να­μία. Κρυ­φοί όπως είταν, γεμά­τοι κρυ­ψί­νοια και αντι­ζη­λία μετα­ξύ τους, είχαν ισό­βιες δια­φο­ρές και ο δάσκα­λος, κοντά στην κύρια υπη­ρε­σία του, πρό­σφε­ρε κι άλλην, όχι λιγώ­τε­ρο σπου­δαία γι’ αυτούς: να συντάσ­σει μηνύ­σεις. Ήξε­ρε και τις σκά­ρω­νε μια χαρά, έτσι που να μη μπο­ρείς να ξεφύ­γεις από τις πλε­χτά­νες της δικο­νο­μί­ας του. Επει­δή τον είχαν όλοι ανά­γκη, κατα­φεύ­γο­ντας σ’ αυτόν με κάθε μυστι­κό­τη­τα, προ­σποιού­νταν πως δεν ήξε­ραν ποιος είταν ο συντά­χτης της μήνυ­σης του αντι­δί­κού τους και δεν τον πεί­ρα­ζαν αυτόν, τον είχαν σαν ένα είδος ουδέ­τε­ρο έδα­φος, βγά­ζο­ντας τα μάτια μετα­ξύ τους και μην απο­λεί­πο­ντας ποτέ από δικα­στή­ρια. Νομί­ζω μάλι­στα πως ο δάσκα­λός τους, απα­σχο­λη­μέ­νος να πλου­τί­ζει τις γνώ­σεις του με τα πολύ­πλο­κα της δικο­λα­βί­ας, που έβρι­σκε κιό­λας κάποια κρυ­φή ηδο­νή σ’ αυτά, δεν είχε και­ρό, δεν τον τρα­βού­σε να κατα­γί­νε­ται με τη δασκαλική.

Απ’ τις πολ­λές φορές που ερχό­ταν ο Καρά­μπα­λης ―Θεός σχω­ρέ­στον!―  μου­σα­φί­ρης στο σπί­τι μας και κου­βέ­ντια­ζαν με τον πατέ­ρα μου δίπλα στη γωνιά, κάπο­τε ο τελευ­ταί­ος έφε­ρε την κου­βέ­ντα γύρου σ’ εμέ­να που στε­κό­μουν περί­ερ­γος και άκου­γα με σεβα­σμό, πρω­τό­το­κος της φαμί­λιας, πεντέ­ξι χρο­νών. Ο Καρά­μπα­λης, κιτρι­νο­πρό­σω­πος κι αυτός σαν τους ξενο­χω­ρια­νούς του, με κοί­τα­ζε μ’ εκεί­νο το κρύο του βλέμ­μα πίσω απ’ τα για­λιά και για να φανεί, κατα­λα­βαί­νω, υπο­χρε­ω­τι­κός με κάλε­σε κοντά του. Πλη­σί­α­σα όλο δισταγ­μούς, μ’ εκεί­νο το μίγ­μα συστο­λής και καμώ­μα­τος που έχουν τα παιδιά.

Ο Καρά­μπα­λης έβγα­λε απ’ την τσέ­πη του ένα μολύ­βι και χαρ­τί, πήρε απ’ τη «θου­ρί­δα» μας ένα παλιό μετα­φρα­σμέ­νο Βαγ­γέ­λιο με πέτσι­νο ντύ­μα για ν’ ακου­μπά­ει, και άρχι­σε τη μύη­σή μου στα θαυ­μα­στά της παιδείας.

― Το βλέ­πεις αυτό που ζωγρά­φι­σα εδώ; Με τι μοιά­ζει; Δε σου πάει στο νου, ε; Να σ’ το πω εγώ. Είναι σαν αγκί­στρι, σαν αυτό που ψαρεύ­ουν στο ποτά­μι, τα ξέρεις. (Δε τα ’ξερα καθό­λου, για­τί ο Άρα­χθος μάς έρχο­νταν λίγο μακριά και δεν ψάρευε κανέ­νας απ’ τους δικούς μου). Αυτό λοι­πόν ―συνέ­χι­σε ο Καρά­μπα­λης― είναι το ι, το γιώτα.

Δεν τολ­μού­σα όμως να τον ρωτή­σω∙ ποιο είταν απ’ τα δυο: το ι ή το γιώτα;

Έπει­τα σχε­δί­α­σε ένα στρογγυλάδι.

― Αυτό πάλι με τι μοιά­ζει; (Πάλι δεν ήξε­ρα, τα είχα σα χαμέ­να). Αυτό είναι σαν την κου­λού­ρα που ζυμώ­νει η μάνα σου (και μου έδει­ξε πραγ­μα­τι­κά το ψωμί που ζυμω­νό­ταν εκεί­νη τη στιγ­μή στο σκα­φί­δι). Λέγε­ται ο, όμι­κρον. Τα δύο μαζί κάνουν ίο. Κατάλαβες;

Ξερο­κα­τά­πια απ’ την αμη­χα­νία μου.

― Πρό­σε­ξε τώρα, συμπλή­ρω­σε αμεί­λι­χτος ο ζόρι­κος μου­σα­φί­ρης μας. Θα σου φκιά­σω μια κου­λού­ρα κι ένα αγκί­στρι μαζί. Αυτό είναι το άλφα. Έχου­με λοι­πόν και λέμε: ίο, ία… Πες τα κι εσύ. Έλα μη ντρέπεσαι.

Το κεφά­λι μου είχε γίνει σαν καζά­νι, δε μπο­ρού­σα να στα­θώ στα πόδια απ’ την ταρα­χή μου. Στ’ αφτιά μου σφυ­ρο­κο­πού­σαν ακα­τα­νό­η­τοι ήχοι: ίο-ία. Ανά­θε­μα τα γράμματα!

Φαί­νε­ται πως ο Καρά­μπα­λης με λυπή­θη­κε, ή βαρέ­θη­κε ίσως, και μ’ άφη­σε κεί­νη τη φορά.

Όταν σε κάμπο­σο διά­στη­μα ήρθε η επο­χή να με στεί­λουν στο δάσκα­λο, δεν ήθε­λα να πάω στην αρχή. Δάσκα­λό μου θα είχα τον ίδιο τον Καρά­μπα­λη, για­τί από έλλει­ψη δικού μας θα πήγαι­να στο διπλα­νό χωριό, που το σκο­λιό του δεν είταν και τόσο μακριά απ’ το σπί­τι μου. Με χίλια βάσα­να με κατά­φε­ραν να πάω, για­τί φοβό­μουν το δάσκα­λο, φοβό­μουν τα σκυ­λιά στο δρό­μο, φοβό­μουν και το λόγ­γο που θα περ­νού­σα. Κι αν δέχτη­κα, είταν για­τί θα ’χα συντρο­φιά τη Λάμπρω της Ζωί­τσας, πρώ­τη μου ξαδέρ­φη που θα ’μενε στο σπί­τι μας, επει­δή το δικό της βρι­σκό­ταν σε μεγά­λη από­στα­ση για να πηγαι­νο­έρ­χε­ται. Κι είταν τότε η πρώ­τη κοπέ­λα που απο­φά­σι­ζε να πάει σε σκο­λιό και μάλι­στα σε ξένο χωριό. Η παρα­κί­νη­ση ίσως να προ­ερ­χό­ταν απ’ τον πατέ­ρα μου, για­τί ο δικός της έλει­πε τότε στα ξένα.

Η Λάμπρω, μεγα­λύ­τε­ρή μου στα χρό­νια, είταν και πιο προ­χω­ρη­μέ­νη στα γράμ­μα­τα. Εγώ, με όλη την προ­παί­δεια του πατέ­ρα μου (που ταξι­δεύ­ο­νταν κι αυτός κατά δια­λείμ­μα­τα) θ’ ακο­λου­θού­σα τη μικρό­τε­ρη τάξη: την πρώ­τη κατωτέρα.

Από τότε λοι­πόν ξυπνά­γα­με μπο­νό­ρα, παίρ­να­με το μεση­με­ρια­νό μαζί μας, τρώ­γο­ντας και κατι­τί, για να μη «μας έρθει νέκρα» ως τότε, και ξεκι­νά­γα­με μαζί με τη Λάμπρω περ­νώ­ντας ρού­γες και κου­λού­ρια και δασό­το­πο, ώσπου να φτά­σου­με πέρα στο σκολιό.

Το σκο­λιό δεν είταν άλλο από ένα χαγιά­τι εκκλη­σιάς. Δε θυμά­μαι πια αν είχαν καθό­λου θρα­νία, μα εμείς οι μικροί καθό­μα­σταν από­ξω στα πεζού­λια και χαζεύ­α­με. Κανέ­νας δεν ασχο­λού­νταν μ’ εμάς, ο δάσκα­λος δε μας έδι­νε καμιά σημα­σία. Ούτε μας διά­βα­ζε, ούτε μας έβγα­ζε μάθη­μα. Θαρ­ρώ μάλι­στα που ούτε μας είχε καθό­λου στο λογα­ρια­σμό του, δηλα­δή περα­σμέ­νους στον κατά­λο­γο, που δεν εκφω­νού­νταν ποτέ. Καμιά φορά περ­νού­σε από κοντά μας κανέ­νας μεγά­λος (και σ’ εκεί­νη την ηλι­κία η δια­φο­ρά των ετών δεί­χνει τερά­στια) για να μας πετά­ξει κάνα πεί­ραγ­μα απ’ το ύψος του ανα­στή­μα­τός του:

― Τι κάνετ’ αυτού, μωρέ κουκουτσέλια;

Και είμα­σταν αλή­θεια σαν αλά­λη­τα κοτό­που­λα, προ­ο­ρι­σμέ­νοι να θαυ­μά­ζου­με τα παι­γνί­δια των μεγά­λων, τα τρε­ξί­μα­τα και τα κυνη­γη­τά τους, που αυτοί σαν αλη­θι­νοί κοκό­ροι με γεν­ναίο λει­ρί έδι­ναν μάχες μετα­ξύ τους και παρά­βγαι­ναν ο ένας με τον άλλον σε θαρ­ρα­λέ­ους αγώ­νες. Εμείς ζαρώ­να­με στην άκρη μας και τους κοι­τά­ζα­με μ’ ανοι­χτό στόμα.

Κοι­τά­ζα­με το Σταύ­ρο του Λαμπρά­κη Χήρα, πρα­τά­ρη απά­νω στο βου­νό, που του φώνα­ζαν οι συνο­μή­λι­κοί του «τσαπ! τσαπ!», σα να ’ταν τσά­πος, τρά­γος μαθές κι όχι μαθη­τής, πώς ανέ­βαι­νε τα σκα­λο­πά­τια στην άκρη των ποδιών του και κρυ­φο­τή­ρα­γε από τα σπα­σμέ­να τζά­μια στον οντά, να ιδεί αν ξύπνη­σε ο δάσκα­λος απ’ το μεση­με­ρια­νό ύπνο και του ’ριχνε πετρα­δά­κια κρυμ­μέ­νος, να τον ξαφ­νιά­σει στον ύπνο του, ενώ κι ο ίδιος κι όλοι οι άλλοι απο­κά­τω, ηθι­κοί συνέ­νο­χοί του, είταν έτοι­μοι να το βάλουν στα ποδά­ρια με αλαλαγμούς.

Έτσι περ­νού­σαν οι μέρες μας, με χωρα­τά πιο πολύ, παρά με μαθήματα.

Θυμά­μαι κάπο­τε που ήμα­σταν από­ξω στη λάκ­κα, κοντά στον αυλό­γυ­ρο της εκκλη­σιάς, εκεί που γινό­ταν ο χορός και το πανη­γύ­ρι κάθε Αηλιός, αφού ψελ­νό­ταν την πρώ­τη μέρα η λει­τουρ­γία απά­νω στο βου­νό. Είχε γίνει κάποια φασα­ρία κι ο δάσκα­λος βγή­κε να μαλώ­σει, να «μπα­τσα­λιά­σει» το πολύ, το Γλη­γό­ρη Κωστα­γιώρ­γο, παλ­λη­κα­ρό­που­λο απ’ το μαχα­λά μας, που είχε δεί­ρει έναν άλλον. Μα καθώς έτρε­ξε ο Καρά­μπα­λης να πιά­σει τον ένο­χο, κάπως έκα­νε, κει στο χλοϊ­σμέ­νο γλι­στε­ρό χώμα και γλι­στρά­ει άξαφ­να και πέφτει κατα­γής. Βάνουν τα γέλια τα παι­διά, ο δάσκα­λος σκυ­λιά­ζει απ’ το κακό του:

― Πού θα μου πας, έλα δω! φοβε­ρί­ζει το Γλη­γό­ρη, καθώς πολε­μά­ει να σηκω­θεί λασπωμένος.

Μα εκεί­νος δεν είναι κου­τός να κάτσει να πια­στεί, για να τον κλεί­σει ο Καρά­μπα­λης στη φυλα­κή του.

Με τις αλα­φρές σεγκου­νού­λες του (για­τί ντυ­νό­ταν από τώρα σα βλα­χά­κι), με τις σβέλ­τες πατού­σες του που δεν τις βάραι­νε από κάτω ποδε­σιά, ρίχνο­ντας πίσω μια ύστε­ρη ματιά και βλέ­πο­ντας πώς είχε κατα­ντή­σει το δάσκα­λο άθε­λά του, περή­φα­νος εξ άλλου για να δεχτεί μετά­νοια και τιμω­ρία, έβα­λε όλη του τη φόρα, γίνη­κε άνε­μος, έβγα­λε φτε­ρά και στά­θη­κε μόνο πέρα στο κονά­κι του, ίσως κιό­λας ούτε κει, παρά ψηλά στην Τζού­μα, να πιά­σει από τα τώρα το κλα­ρί, να κάμει για­τά­κι του το γρά­βο, εκεί που ηχού­σαν πρό­σχα­ρα τα κυπρο­κού­δου­να απ’ τα γιδο­πρό­βα­τά του.

― Έχε­τε γεια, γράμ­μα­τα, ψηφιά του δια­τά­νου! Δε θα σκά­σου­με μεις τη χολή μας, δε θα το πάρου­με κρυ­φό μαράζι.

Τσο­πα­νά­κος ήμουνα,
φλο­γε­ρί­τσα λάληγα…

(Κατά τη μετα­γρα­φή δια­τη­ρή­θη­κε η ορθο­γρα­φία της έκδοσης.)

kotzioulas-apanta-2

 

 

Γ. Κοτζιού­λα, Από μικρός στα γράμ­μα­τα, ΑΠΑΝΤΑ, τόμος δεύ­τε­ρος, εκδό­σεις Δίφρος 2013 (2η έκδοση).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο