Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Hταν τρεις, πολέμησαν για μυριάδες

ήταν τρεις, πολέ­μη­σαν για μυριά­δες

στην Κ.Τ

«Well, it’s early in the morn –in the morning, baby
When I rise, Lordy mama
Well, it’s early every morning a‑baby
When I rise well‑a well‑a
It’s early in the morning, baby
When I rise, Lordy baby
You have‑, it’s I have misery, Berta,
Wa, in my right side
Well‑a, in a my right side, Lordy baby-
R‑in‑a my right side, Lordy, sugar.
Well, it´s I have a misery, Berta,
R‑in‑a my right side, well‑a.»

(Prison Songs — Early In The Morning’)

marakis

ήταν τρεις, πολέ­μη­σαν για μυριάδες
έδω­σαν τη ζωή τους για την ελευθερία
και τι αξία έχει μια ζωή σκλαβωμένη
κάτω από τη σιδε­ρέ­νια φτέρ­να του εχθρού
έλα, βάλε κρα­σί, βρα­διά­ζει νωρίς απόψε
ιστο­ρί­ες έχω να σου πω από το μέτωπο
από το αντάρ­τι­κο στο βου­νό και στην πόλη
για ανθρώ­πους που ύψω­σαν ανάστημα
μέσα σε δύσκο­λες τρο­μα­χτι­κές εποχές
μην φεύ­γεις βια­στι­κή, κάνε λιγά­κι υπομονή
άκου το παλιό τρα­γού­δι, ταρά­ζει συνειδήσεις
σιγο­τρα­γου­δά η βρο­χή του σύν­νε­φου τη θλίψη
δεν θα λυγί­σου­με, ούτε για μια στιγμή
εμείς που πολύ αγα­πή­σα­με τη ζωή
τα χέρια δεν θα σηκώ­σου­με, δεν θα παραδοθούμε
έλα, δυνά­μω­σε τον ήχο, κρυώ­νει η πόλη
ανοι­ξιά­τι­κος κι αν είναι ο καιρός
τη φλό­γα της εξέρ­γε­σης ψάχνει
ανα­ζη­τά, του αγώ­να την κρί­σι­μη στιγμή
θυμά­ται, ήταν τρεις, πολέ­μη­σαν για μυριάδες
γεν­ναί­οι αυτοί, τρεις μπρο­στά σε ολό­κλη­ρο στρατό
μάχη έδω­σαν νικη­φό­ρα, πέθα­ναν με το χαμόγελο
στα χεί­λη, στο γέρ­μα του ήλιου
σίγη­σαν οι καρ­διές, τα όπλα σίγησαν
η ελευ­θε­ρία στε­ντό­ρεια σήκω­σε φωνή
σας νική­σα­με τέρα­τα, σας νικήσαμε
ήταν τρεις, πολέ­μη­σαν για μυριάδες
από­ψε με συνέ­λα­βαν στο γραφείο
για δια­τά­ρα­ξη κοι­νής ειρήνης
τα όργα­να της ιδιω­τι­κής τάξης
ηλί­θια χαμο­γε­λού­σαν, ανώριμα
χυδαί­οι και άβου­λοι αντάμα
κόσμο χτυ­πού­σαν φοβισμένοι
άντε­ξα και να ΄μαι τώρα εδώ
ζωντα­νός, δίπλα στα βιβλία μου
σε εσέ­να δίπλα, αγαπημένη
γυμνοί, πάνω σε κρε­βά­τι εκστρατείας
κρα­σί πίνου­με, ιστο­ρί­ες θυμόμαστε
από το αντάρ­τι­κο στο βου­νό και στην πόλη
για ανθρώ­πους που ύψω­σαν ανάστημα
μέσα σε δύσκο­λες τρο­μα­χτι­κές εποχές
στα δια­λείμ­μα­τα έρω­τα κάνου­με παθιασμένο
απά­νω στο περ­βά­ζι του παράθυρου
η γάτα κοι­μά­ται γλυκά
στο πάτω­μα ένα ληγ­μέ­νο εισιτήριο
παλιά ρού­χα, δίσκοι παλιοί
τα Νέγρι­κα του Λοΐ­ζου, Καζαντζίδης
στη Βαλ­τι­μό­ρη ο κόσμος ξεσηκώνεται
ναι, εκεί­νη ημέ­ρα δεν θα αργήσει
που λευ­κοί και μαύ­ροι θα δώσου­νε τα χέρια
διεκ­δι­κώ­ντας την κοι­νω­νι­κή απελευθέρωση
οργι­σμέ­νοι, φωνή να σηκώ­σουν στεντόρεια
σας νική­σα­με τέρα­τα, σας νικήσαμε
ήταν τρεις, πολέ­μη­σαν για μυριάδες
αιώ­νιο σύμ­βο­λο αυτο­θυ­σί­ας τα ονό­μα­τα τους
Δημή­τρης, Κώστας, Θάνος, τρεις άγγελοι
έμπνευ­ση δίνουν σε τού­το το ποίημα
ταξί­δι να κάνει στην ιστο­ρία, στα όνειρα
κι εσύ στην αγκα­λιά μου κοιμήθηκες
γαλή­νιο το χαμό­γε­λό σου, ερωτευμένο
δεν θα σε ενο­χλή­σω άλλο, φτάνει
δίπλα σου ξαπλώ­νω ευτυχισμένος
ξημε­ρώ­νει, παλιά μπλουζ συνοδεύουν
τη νέα μέρα, τρα­γού­δια των σκλάβων
τρα­γού­δια της φυλα­κής, πονεμένα
ρυθ­μι­κή σηκώ­νουν φωνή, υπενθυμίζουν
σας νική­σα­με τέρα­τα, σας νικήσαμε

Ειρη­ναί­ος Μαράκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο