Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

H πολιτική σκέψη του Κώστα Μπόση στο μυθιστόρημα “Ο Θωμάς ο Καρατζάς”

Γρά­φει η ofisofi //

«Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς, ο παπούς, κατέ­βη­κε να κοι­μη­θεί στο τελευ­ταίο του για­τά­κι. Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς, τ’ αγγό­νι, ξεμπαρ­κά­ρει στα Γιού­ρα. Ο αγώ­νας συνε­χί­ζε­ται. Πιο από­το­μη γίνε­ται η ανη­φό­ρα.…» Δια­βά­ζω τις τελευ­ταί­ες γραμ­μές και σκέ­φτο­μαι. Στο νου μου έρχο­νται οι στί­χοι του Μήτσου Ευθυμιάδη

Χάθη­κε η επα­νά­στα­σή μας
και δεν ήρθε η νεκρα­νά­στα­σή μας
όπως γρά­φει η ιστορία
στα μαθη­τι­κά βιβλία

Μπρος λοι­πόν ολιγαρχία
βάλε αγέ­ρα στα πανιά
για μια νέα τυραννία
των αστών την κοινωνία

Ζώσα­με οι ραγιά­δες τ΄ άρμα­τά μας
θέλο­ντας να ζήσουν τα παι­διά μας
σε μια νέα κοινωνία
με ψωμί κι ελευθερία

Μα την ανεξαρτησία
που κερ­δή­θη­κε σκληρά
μας την πήρε η ολιγαρχία
με απά­τη και με βία

Η ιστο­ρία αρχί­ζει στα πολύ παλιά χρό­νια. Τέλη 19ου αι. Η Ελλά­δα δεν έχει απε­λευ­θε­ρω­θεί ολό­κλη­ρη από τους Τούρ­κους. Στην τοι­χο­γρα­φία που στή­νει ο συγ­γρα­φέ­ας απλώ­νο­νται ορει­νοί όγκοι, υψώ­μα­τα, χαρά­δρες, γκρε­μοί, πλα­γιές και διά­σε­λα. Ανά­με­σα τους χωριά , άνθρω­ποι και ζώα με τα βάσα­να τους και τα προ­βλή­μα­τά τους. Προ­χω­ρούν τα χρό­νια, αλλά­ζουν οι επο­χές, οι συν­θή­κες και οι ιστο­ρί­ες αυτών των ανθρώ­πων μεγα­λώ­νουν τον πίνα­κα. Όλα και όλοι δένο­νται μετα­ξύ τους . Οι σχέ­σεις τους είναι δύσκο­λες . Ο τόπος είναι σκλη­ρός και οι άνθρω­ποι τού μοιά­ζουν. Η αδι­κία, η εκμε­τάλ­λευ­ση έρχο­νται να πάρουν τη δική τους θέση στη ζωή των περισ­σο­τέ­ρων. Προ­σπα­θούν να στα­θούν στα πόδια τους , ονει­ρεύ­ο­νται , αλλά τα εμπό­δια που στή­νο­νται δύσκο­λα ξεπερνιούνται.

Κάποιοι ξεχω­ρί­ζουν . Δεν τους αρέ­σει η ζωή τους. Οι πρώ­τοι προ­βλη­μα­τι­σμοί γεν­νιού­νται από μικρά και απλά περι­στα­τι­κά. Τα χρό­νια περ­νούν, νέες ιδέ­ες αρχί­ζουν να κυκλο­φο­ρούν. Ορι­σμέ­νοι μιλούν για μια δια­φο­ρε­τι­κή κοινωνία.

Η αφή­γη­ση του Κώστα Μπό­ση έχει τα γνώ­ρι­μα πλέ­ον χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Πλού­σιες περι­γρα­φές του φυσι­κού τοπί­ου, ρεα­λι­στι­κή από­δο­ση των χαρα­κτή­ρων, φτώ­χεια και αγώ­νας για την επι­βί­ω­ση από τη μια μεριά, και­ρο­σκό­ποι από την άλλοι . Πρω­τα­γω­νι­στι­κή θέση επί­σης κατέ­χουν τα διά­φο­ρα ζευ­γά­ρια μέσα από τις σχέ­σεις των οποί­ων ο Μπό­σης προ­βάλ­λει ανθρώ­πι­νες κατα­στά­σεις και συναι­σθή­μα­τα. Έρω­τες, αγά­πες, προ­δο­σί­ες, πάθη, αλλά και πολ­λή τρυ­φε­ρό­τη­τα . Πάντα στα μυθι­στο­ρή­μα­τα του Μπό­ση ξεχω­ρί­ζουν ένα ή δυο ζευ­γά­ρια πολύ αγα­πη­μέ­να που οι δυσκο­λί­ες της ζωής και η συμ­με­το­χή στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες με όλες τις συνέ­πειες κατορ­θώ­νουν να τα ενώ­σουν ακό­μη περισσότερο.

Οι οικο­νο­μι­κές αντι­θέ­σεις , οι κοι­νω­νι­κές συγκρού­σεις και οι πολι­τι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις σε δια­φο­ρε­τι­κές επο­χές που η μια όμως δια­δέ­χε­ται την άλλη απο­τε­λούν το φόντο μέσα στο οποίο δρουν οι ήρω­ες του μυθι­στο­ρή­μα­τος. Η δρά­ση εκτυ­λίσ­σε­ται σε διά­φο­ρους τόπους. Τα πρό­σω­πα συνε­χώς μετα­κι­νού­νται. Το κέντρο είναι το μικρό χωριό, το Περι­στέ­ρι, και γύρω από αυτό πάνε και έρχο­νται οι άνδρες, οι γυναί­κες ‚τα παι­διά. Από αυτό το κέντρο απλώ­νο­νται σε διά­φο­ρες πόλεις και τόπους και μετά επι­στρέ­φουν πάλι σε αυτό. Θεσ­σα­λο­νί­κη , Αθή­να, Αίγι­να, Αη- Στράτης
Αυτό το μυθι­στό­ρη­μα όμως δια­φέ­ρει από τα προη­γού­με­να του ίδιου συγ­γρα­φέα για­τί μέσα από τις σελί­δες του περ­νά­ει η ιστο­ρία της νεό­τε­ρης Ελλά­δας . Ο Μπό­σης εστιά­ζει κυρί­ως στη δρά­ση των ανθρώ­πων εκεί­νων που δια­φο­ρο­ποι­ή­θη­καν από τους υπό­λοι­πους για­τί προ­χώ­ρη­σαν ένα βήμα πιο μπρο­στά και συνει­δη­το­ποι­ή­θη­καν. Μπό­ρε­σαν δηλα­δή μέσα από τις διά­φο­ρες αντι­ξο­ό­τη­τες της ζωής τους να κατα­λά­βουν την πραγ­μα­τι­κή αιτία των δει­νών τους και να οργα­νω­θούν σε μικρές σοσια­λι­στι­κές ομά­δες αρχι­κά , στο κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα αργό­τε­ρα. Σε όλη την ανά­πτυ­ξη της δρά­σης των ηρώ­ων παρα­κο­λου­θού­με το συνε­χή αγώ­να αυτών των ανθρώπων

Ανά­λο­γα με την επο­χή οι άνθρω­ποι δρουν , βάζουν στό­χους και προ­σπα­θούν να τους πετύ­χουν. Η δρά­ση τους προ­κα­λεί την αντί­δρα­ση της εξου­σί­ας που απα­ντά με διώ­ξεις, φυλα­κί­σεις και εξο­ρί­ες. Άνθρω­ποι συνε­χώς κυνη­γη­μέ­νοι και καταδιωκόμενοι.

Συγκλο­νι­στι­κές οι σκη­νές από τον Αη Στρά­τη, από τις φυλα­κές, από την απο­μό­νω­ση, τα δικαστήρια.

Απο­τύ­πω­ση του φόβου των ανθρώ­πων, της έλλει­ψης εμπι­στο­σύ­νης. Οι προ­δό­τες κυκλο­φο­ρούν ανά­με­σα τους . Σε ποιον να απευ­θυν­θούν , πού να ακου­μπή­σουν; Ποιος είναι ο διπλα­νός τους.;
Τους παρα­κο­λου­θού­με να αγω­νί­ζο­νται συνε­χώς σε όλα τα μέτω­πα και η πλη­ρω­μή ήταν πολ­λές φορές ο θάνατος.

Η πίκρα του πατέ­ρα, η αγω­νία και ο καη­μός της μάνας για το γιο τον φυλακισμένο.

Σε αυτό το μυθι­στό­ρη­μα οι παρεκ­βά­σεις του συγ­γρα­φέα, του Κώστα Μπό­ση, γίνο­νται με τη μορ­φή προ­βλη­μα­τι­σμών για την πολι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και εκφρά­ζο­νται είτε με τη φωνή ή τη σκέ­ψη κάποιου ήρωα ή με τη φωνή του αφη­γη­τή. Αμφι­σβη­τή­σεις , ερω­τη­μα­τι­κά, εκτι­μή­σεις εμπλου­τί­ζουν το μυθι­στο­ρη­μα­τι­κό υλικό.

«Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς» είναι ένα μυθι­στό­ρη­μα πλού­σιο σε πολι­τι­κές εκτι­μή­σεις και ιστο­ρι­κές ανα­λύ­σεις Η ματιά του συγ­γρα­φέα είναι δια­φο­ρε­τι­κή, δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη και αιρε­τι­κή σε σχέ­ση με τα διά­φο­ρα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα , τα αίτια και τις συνέ­πειές τους.

Η ιστο­ρία του Θωμά του Καρα­τζά αρχί­ζει λίγο πριν τον απο­τυ­χη­μέ­νο πόλε­μο του 1897.

« Πόλε­μος! Πόλε­μος ! „,Γενι­κή επιστράτευση!…
Ο Μπό­σης παρου­σιά­ζει με ανά­γλυ­φο τρό­πο την αφέ­λεια των απλών ανθρώ­πων που θεω­ρού­σαν τον πόλε­μο ένα πανη­γύ­ρι « Μια βδομάδα…το πολύ δύο…» Συγ­χρό­νως προ­βάλ­λει το μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμό που είχε καλ­λιερ­γη­θεί από χρό­νια στην κοι­νω­νία και ωθού­σε τους ανθρώ­πους να πιστεύ­ουν ότι « Με του Χρι­στού την πίστη και στρα­τη­λά­τη το γεναίο βασι­λιά μας θα τους κυνη­γή­σου­με πίσω απ’ την Κόκ­κι­νη Μηλιά, θα πάρου­με την Πόλη, θα ανα­στη­θεί ο Κων­στα­ντί­νος ο Παλαιο­λό­γος, θα ανοί­ξουν οι πύλες της Αγί­ας Σοφί­ας, θα ξεμαρ­μα­ρώ­σει ο Πατριάρχης…»
Νομί­ζουν ότι η Ελλά­δα θα γίνει μεγά­λη και τρα­νή . Η εικό­να του στρα­τεύ­μα­τος παρου­σιά­ζε­ται δια­φο­ρε­τι­κή « οι πρώ­τοι πήραν ντουφέκια…για τους υπό­λοι­πους δεν είχαν…Νηστικοί , διψα­σμέ­νοι , σκο­νι­σμέ­νοι , περ­πα­τούν χωρίς σταθ­μό μες στον κάμπο» Ο πόλε­μος εξε­λίσ­σε­ται σε τρα­γω­δία, πανω­λε­θρία, υπο­χώ­ρη­ση « Μάς πήραν φαλάγ­γι, έλε­γαν. Τίπο­τα δεν τους κρατάει»
Ο Μπό­σης σχο­λιά­ζει με μια πικρή ειρω­νεία το απο­τέ­λε­σμα του πολέ­μου, της ήττας « Ο Θωμάς ξέχα­σε και την Κόκ­κι­νη Μηλιά και το Μαρ­μα­ρω­μέ­νο βασι­λιά. Τώρα σκε­φτό­ταν το Περι­στέ­ρι, τη Βάσω» Η ήττα προ­κα­λεί ανη­συ­χία και φόβο. Ποιον να αντι­με­τω­πί­σουν πρώ­τα ; Από τη μια οι Τούρ­κοι από την άλλη οι τσι­φλι­κά­δες, το μονα­στή­ρι. Τα κτή­μα­τα, τα ζώα, οι ακτή­μο­νες. Ο πρώ­τος ξεση­κω­μός των χωρι­κών « Τα χωρά­φια μας θέλουμε!…να μάς δώσε­τε τον τόπο μας!…»

Είναι αλή­θεια πως η προ­βο­λή των εθνι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων και των αλυ­τρω­τι­κών ζητη­μά­των υπήρ­ξαν ανα­σταλ­τι­κοί παρά­γο­ντες στη δια­μόρ­φω­ση ταξι­κής συνεί­δη­σης στην Ελλά­δα. Η λύση των οικο­νο­μι­κών προ­βλη­μά­των και η καλυ­τέ­ρευ­ση της ζωής των φτω­χών ανθρώ­πων είχαν ταυ­τι­στεί με την απε­λευ­θέ­ρω­ση των σκλα­βω­μέ­νων περιο­χών. Έτσι κανείς δεν έβλε­πε τον τσι­φλι­κά ή το μονα­στή­ρι που του έκλε­βε το μόχθο και τον ιδρώτα.

Μετά την ταπει­νω­τι­κή ήττα του 1897 αρχί­ζει να δια­μορ­φώ­νε­ται ένα δια­φο­ρε­τι­κό κλί­μα. Μέσα σε αυτό εντάσ­σε­ται το πρώ­το αυθόρ­μη­το ξέσπα­σμα των αγρο­τών που το κατέ­στει­λε βίαια η αστυνομία.

Αυτή η κατα­στο­λή προ­κα­λεί προ­βλη­μα­τι­σμούς , απο­ρί­ες και οδη­γεί σε αμφι­σβη­τή­σεις τον βασι­κό ήρωα του μυθι­στο­ρή­μα­τος Θωμά Καρατζά.
« Κάτι έσπα­σε μέσα του από­το­μα και τού έφε­ρε δυνα­τό πόνο. Κεί­να τα παρα­μύ­θια έγι­ναν κουρ­νια­χτός και στά­χτη. Αντί να φτά­σου­με στην Κόκ­κι­νη Μηλιά λέει με πίκρα , κόντε­ψε να μπουν οι Τούρ­κοι στην Αθήνα..»

Το αδια­μόρ­φω­το ακό­μη μυα­λό του « βλέ­πει» από τη μια το δίκιο των ακτη­μό­νων αλλά από την άλλη δεν μπο­ρεί να εξη­γή­σει την επέμ­βα­ση της Αστυ­νο­μί­ας, το ρόλο του κρά­τους. Η σκέ­ψη του είναι ακό­μη μπερ­δε­μέ­νη αλλά σιγά σιγά αρχί­ζει να ξεκα­θα­ρί­ζει « Κρί­μα κι άδι­κο να μάς χτυ­πή­σουν οι Τούρ­κοι, αλλά …κάμπο­σοι πήραν χωρά­φια και, όσο κι αν τους ζορί­ζουν, πίσω δεν τα δίνουν…Για τη ντροπή!…Τί να κάνου­με;! Με τον και­ρό θα περάσει…»
Τα πρώ­τα βήμα­τα προς τη συνει­δη­το­ποί­η­ση έγιναν.

Η Ελλά­δα του τέλους του 19ου αι και των αρχών του 20ου δεν έχει ακό­μη βιο­μη­χα­νι­κή ανά­πτυ­ξη. Δίπλα στα υπο­τυ­πώ­δη εργο­στά­σια και τις βιο­τε­χνί­ες συνα­ντά­με τις άσχη­μες συν­θή­κες εργα­σί­ας , την εκμε­τάλ­λευ­ση των εργα­τριών, την παι­δι­κή εργα­σία. Ο σκλη­ρός συνα­γω­νι­σμός των πρώ­των εργο­στα­σιαρ­χών για μεγα­λύ­τε­ρο κέρ­δος και επι­κρά­τη­ση τους σπρώ­χνει σε ακό­μη πιο σκλη­ρή εκμετάλλευση.

« Ο Αγγε­λής δε συμπο­νά­ει ούτε τα μικρά κορι­τσά­κια των 13 χρο­νώ , που κλαί­νε πάνω στους αργα­λιούς, ούτε τις έγκυ­ες γυναί­κες, που λιπο­θυ­μούν , ούτε τις γριού­λες, που τρέ­μουν από τα χρό­νια και την αδυναμία…»

Ο συγ­γρα­φέ­ας απο­τυ­πώ­νει τις πρώ­τες εικό­νες της αδια­μόρ­φω­της ακό­μα ταξι­κής συνεί­δη­σης στην Ελλά­δα. Οι εργά­τες, οι εργά­τριες δεν μπο­ρούν να κατα­λά­βουν ποιος φταί­ει για την άθλια ζωή τους, για την πεί­να τους, την αρρώ­στια τους, την ανη­μπό­ρια τους. « Ο κόσμος πίνει , για να ξεχά­σει τις πίκρες του , τη φτώ­χια του…»

«Ποιος φταί­ει; ποιος φταί­ει; Κανέ­να στόμα
δεν το βρε και δεν το ‘πε ακόμα.»*

Ο Θωμάς όμως έχει αρχί­ζει να ξεχω­ρί­ζει για­τί έχει αρχί­σει να σκέ­φτε­ται « Το φου­κα­ρά τον αγρό­τη όλοι τον κυνη­γά­νε . Και ο χωρο­φύ­λα­κας και ο εισπρά­χτο­ρας και ο δασι­κός, και ο ίδιος ο Θεός…»

Στις πόλεις η άγρια εκμε­τάλ­λευ­ση και στα χωριά η φτώ­χεια. Φτώ­χεια, φτώ­χεια, φτώ­χεια παντού. « Απ’ τα χωριά κατε­βαί­νουν συνέ­χεια για δου­λειά αγρό­τες…» Εσω­τε­ρι­κή μετα­νά­στευ­ση, σκλη­ρή ζωή , το μερο­κά­μα­το που δε βγαί­νει. Οι αγρό­τες μετα­μορ­φώ­νο­νται σε εργά­τες , δου­λεύ­ουν στα εργο­στά­σια . Αρχί­ζουν οι πρώ­τες προ­σπά­θειες οργά­νω­σης σωμα­τεί­ου και οι πρώ­τες απο­λύ­σεις « Στο υφα­ντουρ­γείο έγι­νε μια προ­σπά­θεια να οργα­νω­θεί σωμα­τείο κι έδιω­ξαν μερι­κούς, μαζί και τον Αλέκο…»

Αρχές του 20ου αι. Ο Βενι­ζέ­λος κυριαρ­χεί στην πολι­τι­κή σκη­νή. Ο Θωμάς πάλι ζυγιά­ζει την κατά­στα­ση. Ανα­λύ­ει την πολι­τι­κή κατά­στα­ση. Τον βασι­λιά δεν τον ήθε­λε . Ο νέος πολι­τι­κός λένε ότι είναι ικα­νός, ότι θα φέρει τη δημο­κρα­τία και ότι θα κάνει την Ελλά­δα σπου­δαία και μεγά­λη. Προβληματίζεται .

Και πάλι πόλε­μος . Ο Βαλ­κα­νι­κός αυτή τη φορά. Πικρό και ειρω­νι­κό το σχό­λιο του συγ­γρα­φέα έτσι όπως το εκφρά­ζει η σκέ­ψη του Θωμά.

« Μεγά­λω­σε η Ελλά­δα. Θα μεγα­λώ­σει κι ακό­μα περισ­σό­τε­ρο «Θα τους διώ­ξου­με τους Τούρ­κους πίσω από την Κόκ­κι­νη Μηλιά» Πού βρί­σκε­ται η Κόκ­κι­νη Μηλιά και σήμε­ρα δεν το ξέρει, όμως είναι περή­φα­νος για­τί μεγά­λω­σε η Πατρίδα…Αλλά…Απ’ τον άνθρω­πο ποτέ δε φεύ­γουν οι πίκρες…»

Ο πόλε­μος στα­μά­τη­σε κι έγι­νε ειρή­νη. Η Ελλά­δα μεγά­λω­σε. Τα προ­βλή­μα­τα όμως για τους φτω­χούς παρα­μέ­νουν τα ίδια και χει­ρό­τε­ρα. Οι άνθρω­ποι πει­νούν « μεί­να­με χωρίς καλα­μπό­κι…» και « κεί­νη η σκέ­ψη , πως μεγά­λω­σε η Ελλά­δα, σα να έσβη­σε…» Και πάλι οι άνθρω­ποι ανα­γκά­ζο­νται να ανα­ζη­τή­σουν διε­ξό­δους. Άλλα παι­διά έφευ­γαν και οδη­γού­νταν σε ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρες πόλεις , άλλα δίνο­νταν σε πλού­σιες οικο­γέ­νειες . Ο δρό­μος δεν ήταν στρω­μέ­νος με ρόδα. Κυριαρ­χεί η φτώ­χεια , η ανερ­γία και η ανη­λε­ής εκμε­τάλ­λευ­ση από τη μια και ο πόλε­μος από την άλλη.
Η έκτα­κτη επι­στρά­τευ­ση , η κήρυ­ξη του Α΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου , οι αρχι­κές ταλα­ντεύ­σεις της Ελλά­δας , οι αλλα­γές που συντε­λού­νται στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, την πόλη που έχουν κατα­φύ­γει τα αγό­ρια του Θωμά, η καπι­τα­λι­στι­κή οργά­νω­ση της οικο­νο­μί­ας , οι οικο­νο­μι­κοί και πολι­τι­κοί αντα­γω­νι­σμοί δημιουρ­γούν πρό­σθε­τα προ­βλή­μα­τα στους μικρούς και αδύ­να­μους. Η κατά­στα­ση επι­δει­νώ­νε­ται με τον διχα­σμό, την εμπλο­κή των Μεγά­λων Δυνά­με­ων , τον απο­κλει­σμό , την έξο­δο της Ελλά­δας στον πόλε­μο στο πλευ­ρό της Αντάντ.

« Οι παλιό­τε­ρες δυσκο­λί­ες χάνο­νταν στο βάθος του χρό­νου και ξεθω­ριά­ζουν . Τις μελ­λο­ντι­κές δεν τις ξέρει ακόμα…»

Πόλε­μοι γίνο­νται, κυβερ­νή­σεις αλλά­ζουν, τα σύνο­ρα μεγά­λω­σαν αλλά ο φτω­χός άνθρω­πος παρα­μέ­νει φτω­χός. Γιατί;

Οι νέες συν­θή­κες φέρ­νουν αλλα­γές στις συνή­θειες και στις αντι­λή­ψεις . Η γυναί­κα βγαί­νει στην παρα­γω­γή. Ήδη στην πόλη είναι εργά­τρια . Στο χωριό οι γυναί­κες ανα­γκά­ζο­νται να ξενο­δου­λέ­ψουν για ένα κομ­μά­τι ψωμί, για να ζήσουν τις οικο­γέ­νειές τους.

Οι μεγά­λες αλλα­γές όμως συντε­λού­νται στην πόλη. Δεν είναι τυχαία η επι­λο­γή της Θεσ­σα­λο­νί­κης, μιας πόλης με βιο­μη­χα­νι­κή και βιο­τε­χνι­κή ανά­πτυ­ξη. Εκεί οργα­νώ­νε­ται για πρώ­τη φορά το εργα­τι­κό κίνη­μα, εκεί συνα­ντού­με τις πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες και οργανώσεις.

Ο Μπό­σης έχει δώσει αυτό το ρόλο στον Γιώρ­γο Καρα­τζά. Μετά από αρκε­τές δυσκο­λί­ες και διά­φο­ρες δου­λειές , τον συνα­ντά­με σε καπνο­μά­γα­ζο να έρχε­ται για πρώ­τη φορά σε επα­φή με λέξεις πρω­τά­κου­στες , συν­δι­κά­το, απερ­γία, οχτά­ω­ρο. Όλα αυτά τον οδη­γούν στην συμ­με­το­χή του στην πρώ­τη πολι­τι­κή συγκέ­ντρω­ση που κατα­λή­γει στη δημιουρ­γία σοσια­λι­στι­κής οργάνωσης.

Ο Γιώρ­γος Καρα­τζάς φωτί­ζε­ται σιγά σιγά. Στο μυα­λό του οι μπερ­δε­μέ­νες σκέ­ψεις μπαί­νουν σε σει­ρά και σημα­ντι­κή επί­δρα­ση σε αυτό ασκεί η Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. « Εμείς είμα­στε οι κολασμένοι…Πολλά είναι τα σκο­τει­νά. Μόνο ένα είναι ολο­κά­θα­ρο: Μπαί­νει σε και­νού­ριο δρό­μο…» Το δρό­μο της ταξι­κής συνειδητοποίησης.

Τα χρό­νια περ­νούν . Γύρω στα 1920 , η μικρα­σια­τι­κή εκστρα­τεία είναι σε εξέ­λι­ξη, οι άνθρω­ποι κου­ρα­σμέ­νοι να πολε­μούν κατα­ψη­φί­ζουν τον Βενι­ζέ­λο και επα­να­φέ­ρουν το Βασι­λιά με την ελπί­δα να στα­μα­τή­σει ο πόλε­μος. Όμως ο πόλε­μος στο μικρα­σια­τι­κό μέτω­πο συνε­χί­ζε­ται και νέοι στρα­τιώ­τες μετα­φέ­ρο­νται εκεί.

Ήδη έχει ιδρυ­θεί το ΣΕΚΕ και αντι­πα­λεύ­ει το μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμό και τη συνέ­χι­ση του πολέ­μου. Τι γυρεύ­ει ο ελλη­νι­κός στρα­τός στα βάθη της Μ.Ασίας; Ο συγ­γρα­φέ­ας υιο­θε­τεί τις από­ψεις του νέου κόμ­μα­τος. Η φωνή του ακού­γε­ται να σχο­λιά­ζει « Στα βάθη της Μ.Ασίας. Η Πατρί­δα, ακό­μα και η παρα­λια­κή ζώνη με τον ελλη­νι­κό πλη­θυ­σμό, είναι μακριά. Ο στρα­τός προ­χω­ρά­ει « νικη­φό­ρα». Οι Τούρ­κοι υπε­ρα­σπί­ζουν τα χωρά­φια τους, τα σπί­τια τους, τα παι­διά τους…Μάχες μέρα- νύχτα. Στην πρώ­τη γραμ­μή με τον τακτι­κό στρα­τό . Στις πλά­τες με τους Τσέτες»
Μια δια­φο­ρε­τι­κή άπο­ψη για το μικρα­σια­τι­κό πόλε­μο, αντί­θε­τη από την επικρατούσα.

Λίγο πιο κάτω ο διά­λο­γος είναι αντιπροσωπευτικός
« — Εκεί περ­νά­ει ο Σαγ­γά­ριος , λέει. Μια δρα­σκε­λιά ακό­μη και μπαί­νου­με στην Άγκυρα.
— Και θα γίνει η Πατρί­δα μας μεγά­λη και τρα­νή, μουρ­μου­ρί­ζει ο Γιώργος…»
κρύ­βει το μάταιο της προ­σπά­θειας και το άκαι­ρο του στό­χου. Οι έλλη­νες στρα­τιώ­τες αντι­με­τω­πί­ζο­νται ως θύμα­τα ενός προ­δια­γε­γραμ­μέ­νου τέλους. Μια σει­ρά ερω­τή­σε­ων « Πού πάμε ; Πατά­με ξένη γη, καί­με χωριά, ξεκλη­ρί­ζου­με τον κόσμο, σκο­τώ­νου­με και μάς σκο­τώ­νουν. Θα ξεση­κω­θούν οι Τούρ­κοι , όπως έκα­ναν οι Έλλη­νες το ’21. Τι να κάνου­με;» θίγει θέμα­τα ταμπού για τους Έλλη­νες διό­τι ανα­φέ­ρε­ται στη συμπε­ρι­φο­ρά του ελλη­νι­κού στρα­τού. Δίνει επί­σης τις αντι­δρά­σεις που εκδη­λώ­νο­νταν στην Αθή­να με τις αντι­πο­λε­μι­κές συγκε­ντρώ­σεις αλλά και τις δια­θέ­σεις των στρα­τιω­τών που θέλο­ντας να ξεφύ­γουν από την κόλα­ση αυτο­τραυ­μα­τί­ζο­νται ή πετούν τα όπλα. Αλλά και στην Ελλά­δα οι συνέ­πειες είναι οδυ­νη­ρές « ο Χάρος χτυ­πά­ει πότε το ένα σπί­τι και πότε το άλλο»

Μετά την κατάρ­ρευ­ση του μετώ­που και τη μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή οι ήρω­ες του αντι­με­τω­πί­ζουν διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα. Ανά­με­σα σε αυτά έρχο­νται να προ­στε­θούν οι ιδε­ο­λο­γι­κές δια­μά­χες που ξεσπούν στο χώρο του Σοσια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος. « Φύσα­γαν κάθε λογής αγέ­ρη­δες κι άκου­γες διά­φο­ρες θεω­ρί­ες… « Να βάλου­με άλλους μπρο­στά. Οι εργά­τες μονά­χοι τους δεν τα βγά­ζουν πέρα» , « Να φτιά­ξου­με κόμ­μα με άλλο όνο­μα», « Ο ένας μιλού­σε για λικ­βι­ντα­ρι­σμό, ο άλλος για δογματισμό»

Οι πρώ­τες δια­δη­λώ­σεις , οι αγώ­νες των καπνερ­γα­τών στη Θεσ­σα­λο­νί­κη , η συνω­μο­τι­κή δου­λειά, το κυνη­γη­τό , οι συλ­λή­ψεις , οι φυλα­κί­σεις δίνουν το κλί­μα της μεσο­πο­λε­μι­κής επο­χής και τις δυσκο­λί­ες του κινή­μα­τος. Τίπο­τε δεν είναι εύκο­λο, τίπο­τε δεν είναι δεδομένο.

Ο Μπό­σης κατα­πιά­νε­ται επί­σης με το δύσκο­λο θέμα των σλα­βο­φώ­νων και το χει­ρί­ζε­ται με πολύ λεπτό και ανθρώ­πι­νο τρό­πο μακριά από εθνι­κι­στι­κές φωνές και υστε­ρί­ες.. Ο δάσκα­λος , ο Λευ­τέ­ρης Καρα­τζάς , διο­ρί­ζε­ται σε ένα από τα χωριά αυτά στη Μακε­δο­νία, κοντά στα σύνο­ρα. Έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με τη μισαλ­λο­δο­ξία , τον φανα­τι­σμό και τις δια­κρί­σεις. Ο Λευ­τέ­ρης έχει στο νου του τον πραγ­μα­τι­κό ρόλο του δάσκα­λου, που έχει « υψη­λή απο­στο­λή» και « ανα­μορ­φω­τι­κό ρόλο» Ο δάσκα­λος είναι «ευγε­νι­κό επάγ­γελ­μα» , αλλά η εικό­να του σχο­λεί­ου και η έχθρα των κατοί­κων σε όσους δεν μιλού­σαν ελλη­νι­κά τον καταρ­ρα­κώ­νει . Θύμα­τα της έχθρας οι μικροί μαθη­τές που κάθο­νται χώρια πάνω σε πέτρες μέσα στην τάξη « αυτά είναι Βούρ­γα­ροι κομι­τα­τζή­δες…» και ο ίδιος που κατη­γο­ρεί­ται για συνερ­γα­σία με τους «εχθρούς» και ότι δεν έδω­σε στον κόσμο τη βοή­θεια που ήθε­λε αλλά αντί­θε­τα του πλή­γω­σε τα εθνι­κά αισθήματα.
Αν η συνω­μο­τι­κή δου­λειά δια­μόρ­φω­σε τον επα­να­στα­τι­κό χαρα­κτή­ρα του Γιώρ­γου Καρα­τζά , ο φανα­τι­σμός και η μισαλ­λο­δο­ξία που βίω­σε ο Λευ­τέ­ρης στο μακε­δο­νι­κό χωριό έπλα­σαν τη δική του προ­σω­πι­κό­τη­τα « δια­μόρ­φω­σαν τελειω­τι­κά τη ψυχή του Λευ­τέ­ρη» . Ο Λευ­τέ­ρης πικρα­μέ­νος και ψυχι­κά τραυ­μα­τι­σμέ­νος ονει­ρο­πο­λεί « Θα’ρθει ένας και­ρός και θα σβή­σει η μισαλ­λο­δο­ξία και θα γίνει αφέ­ντης η αγά­πη , που δεν έχει ούτε εθνι­κό­τη­τα ούτε κοι­νω­νι­κή προέλευση …»

Τα χρό­νια και οι μέρες που ακο­λου­θούν είναι δύσκο­λα για τους κομ­μου­νι­στές ήρω­ες του Μπό­ση. Η επο­χή του μεσο­πο­λέ­μου , η δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, η παρά­νο­μη δου­λειά, οι χαφιέ­δες , οι συλ­λή­ψεις , τα βασα­νι­στή­ρια, οι εξο­ρί­ες , η ανα­σφά­λεια αλλά και οι εντει­νό­με­νες κομ­μα­τι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές δια­μά­χες δοκι­μά­ζουν τις αντο­χές τους. Υπάρ­χει μια έντο­νη φαγω­μά­ρα ανά­με­σα στα μέλη του κόμ­μα­τος. Ο ένας κατη­γο­ρεί τον άλλο για χαφιέ , για ταξι­κό έχθρό, για οπορ­του­νι­σμό. Έχει χαθεί η εμπι­στο­σύ­νη και αυτό ο Μπό­σης το σχο­λιά­ζει με αρκε­τή δόση πίκρας « Είμαι χαφιές και δε με πιά­νει η Ασφά­λεια . Με φώνα­ξε ο Τάσος και μού ζήτη­σε να τους βοη­θή­σω να τσα­κί­σω τους πρά­χτο­ρες του εχθρού» Σαν τού είπα: Δεν κατα­λα­βαί­νω τί δια­φο­ρές έχε­τε και δεν πρό­κει­ται να ρίξω κι εγώ λάδι στη φωτιά θύμω­σε: Από σένα το Κόμ­μα περί­με­νε πολ­λά και είπε : Η στά­ση σου βοη­θά­ει τον ταξι­κό εχθρό . Κάτι ξέρει η Ασφά­λεια και δεν σε πιάνει…»

Μολο­νό­τι τα ιδε­ο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα είναι έντο­να , ακό­μα και στην εξο­ρία, όταν συζη­τούν οι κομ­μου­νι­στές μετα­ξύ τους ο αφη­γη­τής επι­μέ­νει να τους ιχνο­γρα­φεί με τα πιο όμορ­φα χρώ­μα­τα. Είναι αισιό­δο­ξοι και ονει­ρο­πό­λοι για την μελ­λο­ντι­κή κοι­νω­νία που θέλουν να κτί­σουν . Είναι ρεα­λι­στές και ξέρουν ότι θα χρεια­στούν χρό­νια, αγώ­νες και θυσί­ες. Λέει κάπου ένα από τα πρό­σω­πα του μυθι­στο­ρή­μα­τος : « …όταν έγι­να κομ­μου­νι­στής, έλε­γα: Σ΄ένα δυο χρό­νια. Όμως τα πράγ­μα­τα δεν ήρθαν έτσι και δεν ξέρου­με τι δυσκο­λί­ες θα συνα­ντή­σει το κίνη­μα και πόσες θυσί­ες θα χρεια­στούν ακό­μη…» Διο­ρα­τι­κός ο αφη­γη­τής στην εκτί­μη­σή του για τα χρό­νια που έρχονταν.

Σε αρκε­τά σημεία των δια­λό­γων ανα­φέ­ρει τη λέξη αισιο­δο­ξία, την οποία θεω­ρεί « νόμο του κινή­μα­τος» για­τί « λιπο­ψυ­χί­ες , ακό­μα και προ­δο­σί­ες παρου­σιά­στη­καν και σε άλλες εποχές…όμως οι λαοί κερ­δί­ζουν τις επα­να­στά­σεις με τον ηρω­ι­σμό και τις θυσίες.»

Και ενώ συμ­βαί­νουν όλα αυτά ξεσπά­ει ο πόλε­μος του 1940. Πολ­λά και δύσκο­λα τα ζητή­μα­τα που θίγει σε σχέ­ση με το κόμ­μα. Δίνει με έντο­νο τρό­πο τη δια­μά­χη ανά­με­σα στα κομ­μα­τι­κά μέλη για τη συμ­με­το­χή των κομ­μου­νι­στών ή όχι στον πόλε­μο. Παρου­σιά­ζει τη σύγ­χυ­ση που επι­κρα­τού­σε. Η δια­φο­ρε­τι­κή γραμ­μή της καθο­δή­γη­σης , οι λαθε­μέ­νες εκτι­μή­σεις. Το γράμ­μα του Ζαχαριάδη.

Ο πρώ­τος χει­μώ­νας της Κατο­χής. Οι εξό­ρι­στοι παρα­δί­νο­νται στους χιτλε­ρι­κούς από τους Έλλη­νες συνερ­γά­τες τους. Το κόμ­μα απο­διορ­γα­νω­μέ­νο από τα χτυ­πή­μα­τα με ελά­χι­στα μέλη . Μια διά­χυ­τη απο­γο­ή­τευ­ση υπάρ­χει παντού. Οι Γερ­μα­νοί προ­χω­ρούν . Οι πρώ­τες φωνές για ένο­πλη αντί­στα­ση αρχί­ζουν να ακούγονται.

Από αυτή την περί­ο­δο και μετά ο Μπό­σης εκφρά­ζει έντο­νους προ­βλη­μα­τι­σμούς, κάνει εκτι­μή­σεις και κρι­τι­κή σε ζητή­μα­τα τακτι­κής του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Οι ήρω­ες του ενθου­σιώ­δεις μπαί­νουν στον αγώ­να για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πατρί­δας από τους κατα­κτη­τές. Να σώσουν το έθνος .Μέσα στη δίνη των γεγο­νό­των δια­πράτ­το­νται λάθη για­τί αδυ­να­τούν να ορί­σουν τις δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές. Δεί­χνουν εμπι­στο­σύ­νη στα πρό­σω­πα «Και αυτή η αγά­πη, η εμπι­στο­σύ­νη, ήταν το βάθρο των κατο­πι­νών επι­τυ­χιών και μια από τις αιτί­ες των λαθών. Κατα­λά­για­ζε τις ανη­συ­χί­ες , τη δημιουρ­γι­κή σκέψη…»

Οι εχθροί δεν ήταν μόνο οι κατα­κτη­τές . Ήταν και οι σύμ­μα­χοι, οι Άγγλοι. Ήταν και οι ντό­πιοι συνερ­γά­τες τους. « Μακριά από τη φαυ­λο­κρα­τία, το παλά­τι , τους Εγγλέζους…»
Ο Μπό­σης διε­ρευ­νά τα αίτια που οδή­γη­σαν το κίνη­μα της Αντί­στα­σης σε ήττα. Στην Αντί­στα­ση απο­δί­δει το εύρος της Επα­νά­στα­σης. Ο στό­χος δεν ήταν απλά να απε­λευ­θε­ρω­θεί η πατρί­δα από τους Γερ­μα­νούς, αλλά ήταν η ευκαι­ρία να ανα­τρα­πεί όλο το προη­γού­με­νο πολι­τι­κό και οικο­νο­μι­κό σύστη­μα και να οικο­δο­μη­θεί μια νέα σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νία στη­ριγ­μέ­νη στη μαρ­ξι­στι­κή –λενι­νι­στι­κή θεω­ρία. Ο πρώ­τος λόγος που αυτό δεν πέτυ­χε ήταν ότι δεν έγι­νε η απα­ραί­τη­τη διά­κρι­ση ανά­με­σα στο εθνι­κό και το ταξι­κό. Οι κομ­μου­νι­στές δεν πρό­σε­ξαν αυτό το ιδιαί­τε­ρο σημείο. Μέσα στην έντα­ση του αγώ­να και στον ενθου­σια­σμό της νίκης δεν κατά­λα­βαν ότι οι πολι­τι­κοί τους αντί­πα­λοι, η αντί­δρα­ση όπως την ονο­μά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας , πολε­μού­σαν λυσ­σα­λέα για να μη χάσουν την εξου­σία. « Εμείς οι κομ­μου­νι­στά­δες …πάμε για το σοσια­λι­σμό , όμως τώρα πάνω απ’ όλα μπαί­νει το εθνι­κό πρόβλημα…δεν τον άφη­νε να δει …πως ο λαός ξεση­κώ­θη­κε σύσ­σω­μος στο πόδι και τα έδω­σε όλα στον αγώ­να , όχι για να ρθει ξανά το καθε­στώς του Μετα­ξά ή κάτι παρό­μοιο και τη θέση των Γερ­μα­νών να την πάρουν οι Εγγλέ­ζοι με κάποια άλλη μορφή…δεν μπο­ρού­σε να ξεχω­ρί­σει το γενι­κό από το μερι­κό, να τα συν­δυά­σει, να υπο­τά­ξει το ένα στο άλλο και να μην τα αντι­πα­ρα­θέ­τει. Τη σκέ­ψη του δια­πό­τι­ζε όλο και περισ­σό­τε­ρο η μικρο­α­στι­κή , η αφη­ρη­μέ­νη κι όχι η ταξι­κή ηθική…»

Φιλ­τρά­ρει τα γεγο­νό­τα, δια­φω­νεί με κου­βέ­ντες , σαν εκεί­νες που δια­τύ­πω­νε ο Άρης, και πρά­ξεις όπως τις σχέ­σεις ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Θεω­ρεί ότι κάποια πολύ βασι­κά γεγο­νό­τα δεν ξεκα­θα­ρί­στη­καν και οδή­γη­σαν την αντί­στα­ση , το κίνη­μα, την επα­νά­στα­ση σε ήττα με την υπο­γρα­φή των συμ­φω­νιών του Λιβά­νου και της Βάρ­κι­ζας. Απο­δί­δει τερά­στιες ευθύ­νες στην καθο­δή­γη­ση του κόμ­μα­τος , στην ηγε­σία του κινήματος.

Ο Γιώρ­γος Καρα­τζάς αντι­προ­σω­πεύ­ει τον τύπο εκεί­νο του κομ­μου­νι­στή που δεν μπο­ρού­σε να δει ή μάλ­λον να παρα­δε­χτεί την αρνη­τι­κή πορεία των γεγο­νό­των , τα λάθη και πίστευε ότι στο τέλος « παρ’ όλες τις ατι­μί­ες τους εμείς θα νικήσουμε!»

Κι όμως τα σημά­δια ήταν κάτι παρα­πά­νω από καθα­ρά « Ο ΕΛΑΣ από και­ρό είχε μπει κάτω από τις δια­τα­γές του Στρα­τη­γεί­ου της Μέσης Ανα­το­λής, δηλα­δή του εγγλέ­ζι­κου ιμπεριαλισμού»
Επι­πλέ­ον πιστεύ­ει ότι η ίδρυ­ση της ΠΕΕΑ δεν ικα­νο­ποί­η­σε τις προσ­δο­κί­ες του μαχό­με­νου λαού, διό­τι οι πραγ­μα­τι­κοί εκπρό­σω­ποι του ήταν μειο­ψη­φία και δεν καθο­δή­γη­σε ούτε προ­στά­τε­ψε την επα­νά­στα­ση από τα χτυ­πή­μα­τα και τις μηχα­νορ­ρα­φί­ες των εχθρών της . Σε αυτή τη θέση φαί­νε­ται η δια­φο­ρο­ποί­η­ση του εθνι­κού από το ταξι­κό. Η ΠΕΕΑ είχε εθνι­κό περί­βλη­μα και για αυτό δεν μπό­ρε­σε να παί­ξει το ρόλο της.

Τα γεγο­νό­τα που ακο­λού­θη­σαν έδει­ξαν γρή­γο­ρα ότι οι Άγγλοι δεν ήταν δια­τε­θει­μέ­νοι να απο­δε­χθούν οποια­δή­πο­τε κατά­στα­ση έθε­τε σε κίν­δυ­νο τα συμ­φέ­ρο­ντά τους. Ο Μπό­σης κατα­δι­κά­ζει την ανευ­θυ­νό­τη­τα της καθο­δή­γη­σης του ΚΚΕ και του ΕΑΜ που « αντί να καλέ­σουν το λαό να υπε­ρα­σπί­σει και με τα όπλα τη λευ­τε­ριά και την τιμή του , τον αφό­πλι­ζαν πολι­τι­κά , ιδε­ο­λο­γι­κά, στρατιωτικά…Και άφη­ναν την αντί­δρα­ση να τον σύρει στη σφα­γή άοπλο…Κι άρχι­σε ο Δεκέμβρης»

Με πόνο, θα έλε­γα , ίσως και παρά­πο­νο, δηλώ­νει « Αύριο – μεθαύ­ριο, όταν φύγουν απ’ τη ζωή και τα τελευ­ταία πρό­σω­πα – πρω­τερ­γά­τες κεί­νων των γεγο­νό­των και μπει τάξη στο Κόμ­μα , κι αν θ’ αξιω­θεί να δει το φως της δημο­σιό­τη­τας τού­τη η προ­σπά­θεια , πολ­λοί θα πουν, πως κάμπο­σα απ΄αυτά της αφή­γη­σης είναι απί­στευ­τα . Ωστό­σο , αν ψάξουν την ιστο­ρία κεί­νης της περιό­δου , θα βρουν κι άλλα περισ­σό­τε­ρο απίστευτα…»

« Δεν θα έπρε­πε να υπο­γρά­ψου­με τη Βάρ­κι­ζα;» ρωτά­ει κάποιος
« Δεν θα έπρε­πε να φτά­σου­με στη Βάρ­κι­ζα» απα­ντά ο άλλος

Οι έντο­νες συζη­τή­σεις οι συγκρού­σεις μετα­ξύ συντρό­φων και συνα­γω­νι­στών δεί­χνουν και τη σύγ­χυ­ση που επικρατεί.
« Ο αγώ­νας χάθη­κε και συνε­πώς ήταν μάταιος» λέει ο ένας
« Ο αγώ­νας απο­τε­λού­σε ιστο­ρι­κή ανά­γκη , τα λάθη δεν ήταν απαραίτητα»

Η πιο σπα­ρα­κτι­κή όμως σκη­νή βρί­σκε­ται σε εκεί­νο το ΓΙΑΤΙ;
Για­τί χάσα­με την Επα­νά­στα­ση; ανα­ρω­τιέ­ται ο φυλα­κι­σμέ­νος κομ­μου­νι­στής, ο αγω­νι­στής ένα βήμα πριν την εκτέλεση.

Επι­χει­ρεί μια ανά­λυ­ση των γεγο­νό­των, της τακτι­κής του Κόμ­μα­τος και δια­πι­στώ­νει με πόνο ψυχής « την αδυ­να­μία , τη σύγ­χυ­ση, τον πανι­κό κι όχι…εθνική μεγα­λο­ψυ­χία. Εθνι­κή μεγα­λο­ψυ­χία, και παλ­λη­κα­ριά , και προ­σή­λω­ση στην ομα­λή εξέ­λι­ξη , και νομι­μο­φρο­σύ­νη θα δεί­χνα­με , αν βοη­θού­σα­με το λαό να πάρει την εξου­σία, να απα­λα­γεί από κάθε ζυγό, εθνι­κό και κοι­νω­νι­κό. Στη δική μας «ευγέ­νεια» , στο δικό μας «ανθρω­πι­σμό» η αστι­κή τάξη απά­ντη­σε με αφά­ντα­στη θηριωδία…»

Πολύ οδυ­νη­ρό το συμπέ­ρα­σμα. Σαν να ακούω ένα βου­βό κλά­μα , ένα σιγα­νό λυγ­μό « Σπά­νια μια επα­νά­στα­ση θα πετύ­χει τόσο ευνοϊ­κές αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες , όμως οι υποκειμενικές!…Το Κόμ­μα δεν ήταν σε θέση να κρα­τή­σει την εξου­σία, ούτε και πάλε­βε για την εξου­σία. Και το τρα­γι­κό­τε­ρο , την εξου­σία που τη δημιουρ­γού­σε αντι­κει­με­νι­κά ο αγώ­νας, την παρά­δω­σε στον ταξι­κό εχθρό. Η πολι­τι­κή του ήταν δεξιο –οπορ­του­νι­στι­κή και η ήτα της Επα­νά­στα­σης αναπόφεχτη…»

Η ήττα άνοι­ξε μια πλη­γή που εξα­κο­λού­θη­σε στα επό­με­να χρό­νια να αιμορ­ρα­γεί για­τί « η αντί­δρα­ση κατά­φε­ρε να πεί­σει μια μερί­δα πώς το ΚΚΕ , το ΕΑΜ, ο ΔΣ έφται­γαν , να χωρί­σει το λαό σε παρα­τά­ξεις και να στρέ­ψει τη μια , τη «νική­τρια» ενά­ντια στην άλλη …»

Το χει­ρό­τε­ρο όμως ήταν η φθο­ρά των συνει­δή­σε­ων , η τρο­μο­κρα­τία. Παλιοί αγω­νι­στές βρέ­θη­καν στην αντί­πε­ρα όχθη , ο καθέ­νας για το λόγο του. Αυτό όμως δεν ματαιώ­νει την προ­σπά­θεια , δεν ακυ­ρώ­νει τον αγώ­να αλλά δεν πρέ­πει να καλύ­πτει και τις ευθύ­νες και τα λάθη . « Το κίνη­μα προχωρεί…»
Πολ­λοί λένε πολλά.

« Ωστό­σο ένα πρά­μα είναι σίγου­ρο . Κεί­νο το όνει­ρο της νιό­της μένει ακό­μα όνειρο…Για τα μεγά­λα όνει­ρα δε φτά­νει η ζωή και οι αγώ­νες μιας γενιάς…Μόνο με την ψήφο στις εκλο­γές και μια συν­δρο­μή στο σωμα­τείο τα όνει­ρα δεν πρό­κει­ται να γίνουν πραγματικότητα…»

« Ο αγώ­νας συνε­χί­ζε­ται . Πιο από­το­μη γίνε­ται η ανηφόρα…»

karatzas2 001

Κώστα Μπό­ση, Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς, Σύγ­χρο­νη Επο­χή , Αθή­να 1978

*Οι στί­χοι από το ποί­η­μα του Κώστα Βάρ­να­λη , Οι μοιραίοι
*Στα απο­σπά­σμα­τα που παρα­τί­θε­νται δια­τη­ρή­θη­κε η ορθο­γρα­φία του συγγραφέα

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το ιστο­λό­γιο ofisofi

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο