Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κατακρήμνιση της «ελευθερίας των επιλογών»

Γρά­φει η Σοφία Χ. Χου­δα­λά­κη //

Είναι και αυτά τα παλιά, έρη­μα σπί­τια που κρύ­βο­νται στις γωνιές της πόλης μας. Όσο οι χρό­νοι ανε­βαί­νουν και κατε­βαί­νουν, σε κάθε δύση ένα κομ­μά­τι τους χάνε­ται. Χθες ένα σκα­λο­πά­τι, σήμε­ρα δύο κερα­μί­δια. Αντί για κουρ­τί­νες, στα φρύ­δια των παρα­θύ­ρων κρέ­μο­νται αγριά­δες και αρά­χνες. Αυτά τα ερεί­πια πονά­νε σαν τα ματαιω­μέ­να όνει­ρα, αφού συνε­χί­ζουν να υπάρ­χουν – όσο και αν πέφτουν – συνε­χί­ζουν οι ίσκοι τους να ορί­ζουν το χώρο, συνε­χί­ζουν  να θυμί­ζουν ότι κάπο­τε υπήρ­ξα­με. Είναι αλή­θεια, κάπο­τε υπήρ­ξα­με και εμείς και αυτά. Κάπο­τε ζήσα­με γιορ­τές και γέλια μέσα σε τοί­χους που μας προ­στά­τευ­σαν από τις παγω­νιές και τις βρο­χές.  Δεν θα ενο­χλού­σαν τόσο τα ρημαγ­μέ­να, ούτε τα σπί­τια, ούτε τα όνει­ρα, αν μέσα τους δεν κεί­το­νταν κορ­μιά. Πίσω από τους τοί­χους, ανά­με­σα σε σπα­σμέ­να πλα­κά­κια και κομ­μα­τια­σμέ­νους σοβά­δες, ακου­μπι­σμέ­νο ένα στρώ­μα και στην άκρη του διπλω­μέ­νες δύο κου­βέρ­τες. Στην παλιά χορ­τα­ρια­σμέ­νη κου­ζί­να ένα γκα­ζά­κι του καφέ και ένα μπου­κά­λι καθα­ρό νερό… ποιό ερεί­πιο να κοι­τά­ξεις πρώ­το; Μπαί­νο­ντας στο χώρο, ψυχα­νε­μί­ζε­σαι την ανθρώ­πι­νη ανα­πνοή και όταν συνα­ντή­σεις την προί­κα του παρά­νο­μου εισβο­λέα ανα­ρω­τιέ­σαι, πως μπό­ρε­σε να βγά­λει το  χει­μώ­να πίσω από τα σπα­σμέ­να τζά­μια, κάτω από τα ετοι­μόρ­ρο­πα δοκάρια…

Τόσο περιτ­τοί έχου­με γίνει πια οι άνθρω­ποι, που δεν υπάρ­χει για καθέ­ναν από μας ένας τόπος να ξαποστάσει;

Τόσο μίκρυ­νε η γη που δε μας χωρά­ει πλέον;

Θα σπεύ­σουν κάποιοι να απο­δώ­σουν ατο­μι­κές ευθύ­νες δίνο­ντας στις δια­πι­στώ­σεις τους μορ­φή κατη­γο­ρη­τη­ρί­ου. Εύκο­λα εντο­πί­ζου­με τις ευθύ­νες, απο­κό­πτο­ντας  την ατο­μι­κή ζωή από το κοι­νω­νι­κό της πλαί­σιο. Εύκο­λα απο­μο­νώ­νου­με το άτο­μο από το περι­βάλ­λον. Εύκο­λα βγά­ζου­με το λου­λού­δι από το χώμα,  περι­μέ­νο­ντας να δού­με πως ανα­πτύσ­σε­ται… όμως, συνή­θως πεθαί­νει. Δε νοεί­ται ανθρώ­πι­νη ζωή έξω από ανθρώ­πι­νη κοι­νω­νία και δε νοεί­ται άνθρω­πος έξω από τα όρια των επι­λο­γών που του  θέτει αυτή η κοι­νω­νία. Ζού­με σε ένα δομη­μέ­νο περι­βάλ­λον και η δόμη­σή του συνί­στα­ται ακρι­βώς στη δια­χεί­ρι­ση δοσμέ­νων πιθα­νο­τή­των.1 Δεν είναι ότι τα άτο­μα δεν έχουν ευθύ­νες. Δεν είναι ότι επέ­λε­ξαν με σωστά ή λάθος κρι­τή­ρια. Είναι, ότι οι άνθρω­ποι δια­λέ­γου­με μέσα από το φάσμα των  επι­λο­γών που μας προ­σφέ­ρει η κοι­νω­νία μας. Είμα­στε όντως homo eligens, το επι­λέ­γον ζώο, σύμ­φω­να με τον Bauman, αλλά όσο και αν κανείς είναι έξυ­πνος, ταλα­ντού­χος ή ικα­νός, όσο και αν θα μπο­ρού­σε να προ­σπα­θή­σει πιο συστη­μα­τι­κά, πιο υπά­κουα, πιο αγόγ­γυ­στα ή πιο πονη­ρά… ότι και αν είναι, δεν μπο­ρεί παρά να κινη­θεί εντός των οριο­θε­τη­μέ­νων κοι­νω­νι­κών πλαι­σί­ων. Αυτά τα πλαί­σια, τα τελευ­ταία χρό­νια βαθ­μιαία στε­νεύ­ουν. Η γλά­στρα μικραί­νει, το λου­λού­δι πνίγεται.

Αυτά τα όρια που χωρί­ζουν εκεί­νον που επι­βιώ­νει από εκεί­νον που φυτο­ζω­εί στα παγκά­κια και στα ερεί­πια έρχο­νται κατά πάνω μας. Δεν είναι οι έκτα­κτες οικο­νο­μι­κές συν­θή­κες της χώρας μας, δεν είναι ούτε η πατρί­δα μας ελατ­τω­μα­τι­κή, ούτε εμείς, ούτε οι απέ­να­ντι. Είναι μια συστη­μα­τι­κή δια­δι­κα­σία απο­κλει­σμού των ανθρώ­πων από τη ζωή που εκτυ­λίσ­σε­ται σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο. Εκεί που η οικο­νο­μία μεγε­θύ­νε­ται, εκεί που ο οικο­νο­μι­κός φιλε­λευ­θε­ρι­σμός βασι­λεύ­ει, εκεί θεριεύ­ει ο κοι­νω­νι­κός απο­κλει­σμός και γίνε­ται τόσο «φυσιο­λο­γι­κός» που, τελι­κά, θεσμο­θε­τεί­ται. Στις Η.Π.Α. έχουν έναν φορέα με το όνο­μα «Εθνι­κό Κέντρο για τις Άστε­γες Οικο­γέ­νειες». Φαντά­σου, τόσο δεδο­μέ­νη θεω­ρεί­ται η κατά­στα­ση της έλλει­ψης στέ­γης που το κρά­τος δημιούρ­γη­σε εξει­δι­κευ­μέ­νο φορέα, όχι για να την αντι­με­τω­πί­σει και να δώσει λύση στους ανθρώ­πους, αλλά για να τη μετρή­σει και να την μετα­τρέ­ψει σε στα­τι­στι­κή. Δεν έφτια­ξε έναν «Εθνι­κό Φορέα Εύρε­σης Στέ­γης», αλλά μια δομή για την περι­γρα­φή της κατά­στα­σης. Σύμ­φω­να με αυτή την αρχή, το 2013 υπήρ­χαν στις  Η.Π.Α. 2,5 εκα­τομ­μύ­ρια άστε­γα παι­διά, δηλα­δή 1 παι­δί άστε­γο για κάθε 30. Στο σύστη­μα που επι­κα­λεί­ται την πλή­ρη ελευ­θε­ρία των επι­λο­γών, εκεί που όλες οι πιθα­νό­τη­τες  χάσκουν ορθά­νοι­χτες, αυτές που κυρί­ως υλο­ποιού­νται είναι εκεί­νες που κατα­βυ­θί­ζουν την ποιό­τη­τα ζωής και κατα­δι­κά­ζουν παι­διά και ενη­λί­κους στην ένδεια. Πόση είναι αυτή η ένδεια; Είναι τόση, ώστε το 2013 η Διε­θνής Οργά­νω­ση Εργα­σί­ας υπο­λό­γι­σε ότι υπήρ­χαν 3 δισε­κα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι που ζού­σαν με λιγό­τε­ρα από 2 αμε­ρι­κά­νι­κα δολά­ρια την ημέ­ρα.2

Επά­νω σ’ αυτή τη φτώ­χια, σ’ αυτόν τον απο­κλει­σμό από κάθε προ­ο­πτι­κή επι­κά­θε­ται και το βάρος της προ­σω­πι­κής ευθύ­νης. Από τη μια μεριά, θύμα­τα μιας οικο­νο­μί­ας που φτω­χο­ποιεί και από την άλλη διά­σπαρ­τες, απο­κομ­μέ­νες ατο­μι­κό­τη­τες που βιώ­νουν την ευθύ­νη μιας κατά­ντιας σαν να ήταν δική τους ανε­πάρ­κεια. Στην πατρί­δα μας, οι σύγ­χρο­νοι απο­κλει­σμέ­νοι — είτε άστε­γοι, είτε απο­λυ­μέ­νοι, είτε περι­στα­σια­κά απα­σχο­λού­με­νοι — στέ­κο­νται στις άκρες των δρό­μων για να μας θυμί­ζουν ότι οφεί­λου­με να νιώ­θου­με ευγνω­μο­σύ­νη, που έχου­με του­λά­χι­στον μισό πιά­το φαγη­τό. Η καθε­στη­κυία τάξη προ­τεί­νει να αρκε­στού­με σε αυτό, να μη διεκ­δι­κή­σου­με την ολό­κλη­ρη μερί­δα. Η στά­ση της παραι­τη­μέ­νης υπο­τα­γής θα μας προ­στα­τεύ­σει, λένε, από τα χει­ρό­τε­ρα. Μια συμ­βου­λή που επι­τρέ­πει την απο­κά­λυ­ψη της απει­λής του χορ­τά­του στον πει­να­σμέ­νο, λίγο πριν λιμοκτονήσει.

Ωστό­σο, πριν κανείς φτά­σει να κοι­μά­ται στα παγκά­κια και στα ερεί­πια — αρκε­τό και­ρό πριν — αντι­λαμ­βά­νε­ται το όριο της ικα­νό­τη­τας επι­βί­ω­σής του να κονταί­νει. Εμείς, αυτό το όριο το νιώ­θου­με. Το νιώ­θου­με κάθε φορά που θέλου­με να στεί­λου­με το παι­δί στην ξένη γλώσ­σα και δε βγαί­νει το μηνιά­τι­κο. Όταν θέλου­με να πάμε στο για­τρό και δε βγαί­νει η επί­σκε­ψη. Όταν ζητά­με από τη ΔΕΗ δια­κα­νο­νι­σμό για το λογα­ρια­σμό ρεύ­μα­τος. Αυτή την αγριό­τη­τα της ελευ­θε­ρί­ας των επι­λο­γών, που κινεί­ται πρα­κτι­κά μετα­ξύ της ελευ­θε­ρί­ας του να έχεις ή να μην έχεις ρεύ­μα, να έχεις ή να μην έχεις φάρ­μα­κα, να έχεις ή να μην έχεις φαγη­τό, τη βιώ­νου­με ως σχε­τι­κή ανέ­χεια και­ρό πριν βρε­θού­με στην από­λυ­τη εκδο­χή της… και  θα βρε­θού­με σίγου­ρα, όσο επι­λέ­γου­με να παί­ζου­με με τα «πει­ραγ­μέ­να ζάρια» που μας δίνουν. Εκεί που τελειώ­νουν τα ράφια και ξεκι­νούν τα ταμεία των μεγά­λων εμπο­ρι­κών κατα­στη­μά­των κατα­κρη­μνί­ζε­ται το νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρο θεώ­ρη­μα της ατο­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας. Εκεί, η κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση της ανθρώ­πι­νης ζωής μεθερ­μη­νεύ­ε­ται σε ατο­μι­κή ευθύ­νη, σε ατο­μι­κό λάθος, σε ατο­μι­κό πρό­βλη­μα, για να δικαιο­λο­γή­σει στη συνέ­χεια, δια­δο­χι­κές ατο­μι­κές αντι­δρά­σεις αδιαφορίας.

Από τα υψη­λό­τε­ρα επι­τεύγ­μα­τα της σύγ­χρο­νης ζωής, από αυτά που είναι τόσο απλη­σί­α­στα ψηλά για τους πολ­λούς, από εκεί αρχί­ζει η κατα­κρή­μνι­ση της ελευ­θε­ρί­ας των επιλογών.

1. Zygmunt Bauman, Πλού­τος και ανι­σό­τη­τα. Μας ωφε­λεί όλους ο πλού­τος των ολί­γων;, μτφ. Γ. Λαμπρά­κος, Οκτώ, Αθή­να 2013, σ. 38.
2. Στο ίδιο, σ. 19.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο