Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κυρία σκύλα

Γρά­φει η Λιά­να Κανέλ­λη //

“Αν μου πεθά­νει το σκυ­λί θα γίνω σκυ­λί. Τί σκυ­λί…!  Σκύ­λα άγρια και δαγκω­νιά­ρα, γαμώ το κέρα­τό σας…”. Μετά από λίγο ξανά τα ίδια. Κάτι ανά­με­σα σε κατά­ρα, ξόρ­κι κι απει­λή. Το βλέμ­μα της ίσιο. Μόνη θολού­ρα κεί­νο το γαλα­κτε­ρό περί­γραμ­μα στο χρώ­μα, αυτή η δολε­ρή υπο­γρα­φή της ηλι­κί­ας, κάπου εκεί λίγο πριν τα εβδομήντα.

Η σει­ρά στο σου­περ­μάρ­κετ μεγά­λη κι αργή, σπεύ­δει βρα­δέ­ως κι εν τάξει στο ένα και μόνο ανοι­χτό ταμείο. “Ανοίξ­τε κι ένα δεύ­τε­ρο ταμείο μωρέ­ε­εε”, γκα­ρί­ζει ο θρα­σύς δέκα­τος της ουράς πελά­της — κον­σέρ­βα της κατα­να­λω­τι­κής μας δημο­κρα­τί­ας. Η δικιά μου εκεί, μιά θέση μπρο­στά μου, σκύ­λα βρι­σιά­ρα, έχει αρχί­σει να γρυ­λί­ζει και κατά­ρες, γυρ­νά­ει από­το­μα και με καρ­φώ­νει μια εμέ­να μιά το καρό­τσι μου. Αμο­λά­ει χαμό­γε­λο πλα­τύ, ξεχει­λω­μέ­νης οικειό­τη­τας. “Έχεις κι εσύ σκυ­λί, ε;” με το μάτι καρ­φω­μέ­νο στις σκυ­λο­τρο­φές μου. Πιά­νει μια κον­σέρ­βα, την περιερ­γά­ζε­ται σαν κυκλα­δί­τι­κο ειδώ­λιο,  “ακρι­βή; σε φτά­νει για πόσο; είναι μεγά­λο το σκυ­λί σου;”. Με πλα­κώ­νει στις ερω­τή­σεις, μα για ράτσα μόκο. Ξανοί­γο­μαι στο ψυθι­ρι­στό, σε ουρά κολ­λη­μέ­νη, βρά­δυ άνοι­ξης, πάντα η περιέρ­γεια αυγα­ταί­νει… “Έχω δύο, ένα γέρι­κο πολύ κι ένα…”. Δεν τη νοιά­ζει τίποτ´ άλλο. Εγκρίνομαι.

Σε πέντε λεπτά, με παίρ­νει παρα­μά­σχα­λα σε έναν κατή­φο­ρο, μια παρα­φο­ρά στο λόγο της, ανε­βα­σμέ­νη δυο τόνους η φωνή, μέσα στο μισο­ά­δειο στρα­τό­πε­δο τακτο­ποι­η­μέ­νων σε ράφια ανα­γκών, η κυρία σκύ­λα, ακού­γε­ται σα θυμω­μέ­νο τσέ­λο, που ανα­γκά­στη­κε να παί­ζει ο βιρ­τού­ο­ζος για να σώσει τη ζωή του.

“Το παι­δί έφυ­γε. Πήρε των ομμα­τιών του. Ξέμει­νε από δου­λειά, χαρα­μο­φά­ης δεν είναι, χώρι­σε και σκο­τώ­νε­ται για τη δια­τρο­φή του παι­διού. Η ξενι­τιά είναι πικρή με ένα χωρι­σμό στην πλά­τη. Δε σαρα­ντά­ρι­σε κι είναι πιο άσπρος από μένα, είκο­σι χρό­νια χήρα. Κι ήρθα­νε και μου κόψα­νε τη σύντα­ξη απα­νω­τά και τώρα θα την ξανα­πά­νε παρα­κά­τω και τί θα κάνω με το σκυ­λί μου λες; Δεν τρώω για να φάει. Μαζί μου γερ­νά­ει ο γερο Φού­κος μου, έτσι τον λένε. Παίρ­νω χύμα ρύζι και κατε­ψυγ­μέ­νο κιμά, βρά­ζω μια κατσα­ρό­λα και τρώ­με μαζί, το ίδιο φαΐ. Με κοι­τά­ει στα μάτια και δεν αντέ­χω μωρέ. Με κατα­λα­βαί­νεις; Και τα φάρ­μα­κα θα κόψω, κι ας μην μπο­ρώ ν´ ανα­σά­νω, πανά­κρι­βα αυτά τα εισπνε­ό­με­να… Αλλά το σκυ­λί τί φταί­ει μωρέ, τί νογά­ει από μνη­μό­νια και μέτρα και κρί­ση. Στη δικιά μου κρί­ση κρέ­με­ται, ζώο πρά­μα. Βλέ­πεις αυτό με παίρ­νει γι´ άνθρω­πο, όχι για ζώο, όπως εσείς οι πολι­τι­κοί, πανά­θε­μά σας…”.

Ο μπρο­στι­νός χαμο­γε­λά­ει με εμβρι­θή, περι­φρο­νη­τι­κή κατα­νό­η­ση. Λίγο παρα­πί­σω, μια ανυ­πό­μο­νη λυσ­σά­ρα, που ήδη βρί­ζει την ταμία “που είναι τα ζώα μου αργά”, έχει στή­σει αυτί, κοι­τά­ει και τα καλά­θια μας, κι αρχί­ζει το λακρι­ντί,  “εδώ πει­νά­νε οι έλλη­νες, τα παι­διά μας, τα σκυ­λιά μας μαρά­να­νε;”. Και τα παίρ­νει στο κρα­νίο η κυρία σκύ­λα μου, τρί­ξα­νε τα ράφια, βγά­λα­νε μπουρ­μου­λή­θρες τ´απορρυπαντικά και ίδρω­σαν τα κατε­ψυγ­μέ­να κρουασάν.

“Τί είπες τώρα μωρή χρυ­σαυ­γού­λα. Τί σύγκρι­ση κάνεις δηλα­δή, για να μας πεις και λεφτά­δες που ταΐ­ζου­με και σκυ­λιά. Θα μας κάνεις και κου­μά­ντο στο στο­μά­χι μας, και στην τσέ­πη μας και στη ζωή μας; Άντε από κει που ήρθες, ή καλύ­τε­ρα από κει που σε στεί­λα­νε. Αχ κακο­μοί­ρα μου, τα παι­διά σου εσύ τα έχεις για σκυ­λιά κι όχι το σκυ­λί σου σαν παι­δί. Τα μαθαί­νεις να γαβγί­ζουν άμα πει­νά­νε; Για­τί εγώ το σκύ­λο μου δεν τον έχω να ψηφί­ζει σαν κι εσένα…”.

Η ουρά προ­χώ­ρη­σε. Το ταμείο έδρα­σε κατα­λυ­τι­κά. Σα δικα­στής τοπι­κού ειρη­νο­δι­κεί­ου, που λαμ­βά­νει μαρ­τυ­ρί­ες δια των χρε­ω­στι­κών καρ­τών των δια­δί­κων. Με περί­με­νε, η κυρία σκύ­λα, στην έξο­δο του σου­περ­τσίρ­κου βασι­κών αγα­θών. “Για να ξέρεις, εγώ σύντρο­φο δεν αφή­νω να πεθά­νει. Κι ο σκύ­λος μου σύντρο­φος είναι. Δεν είν´ αδέ­σπο­το για­τί δε θέλω νά ‘μαι δέσπο­τας της πεί­νας του. ´Οποιος αφή­νει τα ζώα να πει­νά­νε, άνθρω­πος με την ουρά στα σκέ­λια είναι…”, και κακα­ρί­ζο­ντας, άλλα­ξε χέρι τις δύο σακ­κού­λες της, ύψω­σε το δεξί, κι έστει­λε μια γυρι­στή σού­περ μούν­τζα στην πρό­σο­ψη του μάρκετ.

Διπλή μερί­δα στο σκυ­λί το βρά­δυ, έβα­λα. Και βέβαια δεν κατά­λα­βε και δεν ευγνω­μό­νη­σε, για την αύξη­ση, κανέναν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο