Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Μέλπω Αξιώτη για τον Αντόν Τσέχωφ

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Το Νοέμ­βριο του 1963 τυπώ­θη­κε από τις εκδό­σεις Κέδρος η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Αντόν Τσέ­χωφ «Η κυρία με το σκυ­λά­κι» σε μετά­φρα­ση Μέλ­πως Αξιώ­τη. Εκτός από τα 58 διη­γή­μα­τα, που επέ­λε­ξε να μετα­φρά­σει, η Μέλ­πω Αξιώ­τη έγρα­ψε  και έναν εξαι­ρε­τι­κό πρό­λο­γο με τίτλο «Το διή­γη­μά του» εισά­γο­ντάς μας  στον κόσμο του Τσέ­χωφ και στα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του έργου του. Από αυτό τον πρό­λο­γο παρα­θέ­του­με το παρα­κά­τω απόσπασμα.

tsehof2

Μέσα στη δημιουρ­γη­μέ­νη παρά­δο­ση στους κύκλους των δια­νο­ου­μέ­νων της χώρα και της επο­χής οπού ανή­κει (1860 – 1904), ο Αντόν Τσέ­χοφ δεν ήταν επα­να­στά­της, λένε. Σωστό είναι, σύμ­φω­να με την πολι­τι­κή ορο­λο­γία. Μα το επα­να­στα­τι­κό στοι­χείο μπο­ρεί κάπο­τε να βρί­σκε­ται στο «χέρι» του τεχνί­τη, στον τρό­πο που κατα­σκευά­ζει τα πράγ­μα­τα, και προ­πα­ντός στη διά­θε­σή του. Παρό­μοια ιδιώ­μα­τα, στον Τσέ­χοφ είναι αρκε­τά. Εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα, απόρ­ρι­ψη του συμ­βα­τι­κού, η και­νο­το­μία, όταν αυτός στον και­ρό του ανα­νέ­ω­σε το θέα­τρο, όπως ανα­κά­λυ­ψε το μικρο­σκο­πι­κό διή­γη­μα, της μιας και μόνης ακό­μα σελί­δας – για να το κάμει αρι­στούρ­γη­μα, η πίστη στην ανο­δι­κή πορεία της ζωής, στην επι­στή­μη, η αφο­σί­ω­σή του να για­τρεύ­ει τις πλη­γές του ανή­μπο­ρου στην ψυχή και τα σώμα­τα, η συνεί­δη­ση της ατο­μι­κής του ευθύ­νης απέ­να­ντι στο μέλ­λον. Δίπλα σ’ όσους κρά­τη­σαν τις σημαί­ες στην πατρί­δα του, καλό θα ήταν να τον μετρούν, οι απόγονοι.

Μ’ αυτά τα εφό­δια είναι που έμει­νε ο Τσέ­χοφ ολο­ζώ­ντα­νος, όταν τόσα λογο­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα και τεχνο­τρο­πί­ες πλημ­μύ­ρι­σαν από τότε τον κόσμο. Στο έργο του, βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε μια αφή­γη­ση που γίνε­ται στο παρόν, στον ενε­στώ­τα. Δε βγή­κε αλη­θι­νή εκεί­νη η  φωνή της αγω­νί­ας του – του για­τρού Αστρόφ – στο «Θείο Βάνια»: «Κάθη­σα, έκλει­σα τα μάτια μου – έτσι – κι άρχι­σα να σκέ­φτο­μαι. Όσοι θα ζήσουν ύστε­ρα από εκα­τό, δια­κό­σια χρό­νια, που γι’ αυτούς ανοί­γο­με σήμε­ρα το δρό­μο, θα’ χουν του­λά­χι­στον μια καλή σκέ­ψη για μας; Ντα­ντά, δε θα μας συλ­λο­γι­στού­νε!» Πόσα εκα­τομ­μύ­ρια σήμε­ρα ανα­γνώ­στες, θεα­τές, σ’ όλη τη γη να τον συλλογιούνται;

***

Μόλις ανοί­ξεις  την πόρ­τα του Τσέ­χοφ, πρό­σω­πα των πατέ­ρων βλέ­πεις να σε κοι­τά­ζουν. Μονό­το­να, σιγα­νά, στις μύτες των ποδιών, χωρίς πλο­κές θαρ­ρείς, είτε φασα­ρί­ες, προ­χω­ρεί στη σκη­νή ο κόσμος ο τσε­χο­φι­κός, τίπο­τα λες δεν έκα­με στο παρελ­θόν, δε θα κάμει τίπο­τα στο μέλ­λον, πρά­ξεις σημα­ντι­κές, όμως τα ταπει­νά τού­τα και τα μονό­το­να, κάτι κοι­νό έχουν όλα. Ένα μεγαλείο.

Σχε­δόν ανύ­παρ­κτος είναι εδώ ο μύθος, η ιστο­ρία, υπάρ­χει ωστό­σο το μεγά­λο μυστι­κό της τέχνης του: πολ­λά χρό­νια πριν τις πρώ­τες αδέ­ξιες δοκι­μές του κινη­μα­το­γρά­φου – στις αρχές του αιώ­να μας – ο Τσέ­χοφ κινη­μα­το­γρά­φη­σε ένα – ένα κομ­μά­τι τα επί­και­ρα της ζωής, όσα μικρά που το ανθρώ­πι­νο μάτι δεν τα πιά­νει, να τα γλυ­τώ­σει απ’ του χρό­νου τη λήθη, κι αυτό είναι ακό­μα σπου­δαιό­τε­ρο απ’ το ίδιο  το διή­γη­μά του. Ο όρος «φακός – οφθαλ­μός», που μόλις τώρα παρου­σιά­στη­κε, για να χαρα­κτη­ρι­στεί από τους θεω­ρη­τι­κούς – σε αντί­θε­ση προς τα έργα που διη­γού­νται ιστο­ρί­ες – ως κινη­μα­το­γρα­φι­κή μέθο­δος που ανοί­γει μέλ­λον απέ­ρα­ντο στην έβδο­μη τέχνη, είχε ουσια­στι­κά εφαρ­μο­στεί απ’ τον Τσέ­χοφ του­λά­χι­στον πριν ογδό­ντα χρό­νια, στη λογο­τε­χνία. Απ’ όταν άρχι­σε το διή­γη­μά του.

Δυσκο­λο­διά­βα­στος είναι ο Τσέ­χοφ. Να μη φανεί παρα­δο­ξο­λο­γία. Στην επι­φα­νεια­κή του απλό­τη­τα, μες στην ακι­νη­σία, να ψάχνεις πρέ­πει, να βρί­σκεις. Άλλα θέλει να πει όταν άλλα λέει. Αυτός ο κλα­σι­κός – της παρά­δο­σης ο μάστο­ρας – με τη στρω­τή του φρά­ση, τα γνω­στά μονο­πά­τια όπου περ­νά όλος ο κόσμος, το νου μας μη μας ξεγε­λά­σει. Πολ­λές και­νο­το­μί­ες μάς έφε­ρε, πολ­λά αξιώ­μα­τα ανά­τρε­ψε. Στον κόσμο του καμιά ψυχο­λο­γία δε γίνε­ται, κατρα­κυ­λούν οι συμ­βα­τι­κό­τη­τες της απα­ραί­τη­της ψυχο­λο­γί­ας  του ήρωα, της προ­ε­τοι­μα­σί­ας να τον παρα­δε­χτεί ο ανα­γνώ­στης, μια λέξη κάπο­τε, μια μόνη εικό­να, κ’ η σιω­πή πολύ συχνά, η πλα­στι­κή του σιω­πή, με τού­τα ζωγρα­φί­ζει και πλά­θει. Ψυχο­λο­γία κάνεις άμα ζεις μες στον κόσμο, στη γει­το­νιά σου; από τα μέσα άμα βρί­σκε­σαι; Ίσως αυτό να είχε στο νου του. Τίπο­τα δεν είναι εδώ «ανα­πό­φευ­κτο», καμία λύση δεν ετοι­μά­ζε­ται ούτε ετοι­μά­ζει τον ανα­γνώ­στη, καθώς οι δημιουρ­γοί κανό­νων το απαι­τούν. Το αντί­θε­το μάλι­στα. Πολ­λές φορές σου ετοί­μα­σε απ’ όλα τα καθέ­κα­στα την ανα­πό­φευ­κτη αυτή λύση, κι άλλη σου δίνει, ανα­πά­ντε­χη, στην τελευ­ταία κάπο­τε φρά­ση του έργου. Το γεγο­νός εδώ, ο μύθος και η ανά­πτυ­ξή τους, δεν είναι παρά ένα καλού­πι, για να τυλί­ξει το πραγ­μα­τι­κό περιε­χό­με­νο. Πάλι κ’ εδώ αντι­στρά­φη­καν οι ορι­σμοί των κανόνων.

Και δεν έχου­με μόνο αντί­θε­ση ανά­με­σα στην αφή­γη­ση και στο ξέσπα­σμα του τέλους, που σου ανα­στα­τώ­νει ό,τι ήταν πιο από­λυ­τα βέβαιο, αντί­θε­ση δημιουρ­γι­κή έχου­νε και οι τίτλοι, σε σχέ­ση με το περιε­χό­με­νο. Μικροί οι τίτλοι του, το πιο συχνά μονό­λε­ξοι, δεν έχει φού­ρια να προ­λά­βει να σ’ εντυ­πω­σιά­σει, δια­βά­ζο­με όμως τη «Νύστα». Νυστά­ζει ένα δου­λά­κι, νυστά­ζει. Μια γλύ­κα μιαν ησυ­χία, μας προ­μη­νά ο τίτλος, γνω­στά πράγ­μα­τα γίνο­νται τρι­γύ­ρω απ’ το δου­λά­κι, πρέ­πει όμως να φτά­σεις στις δυό αρά­δες του τέλους για να παρου­σια­στεί μια απ’ τις πιο φοβε­ρές τρα­γω­δί­ες. Που ούτε και τι από­γι­νε δεν πρό­κει­ται να μας πει.

Άλλο κι αυτό στοι­χείο του Τσέ­χοφ. Να μην τελειώ­νει το διή­γη­μά του‘ ατέ­λειω­τα κατά κανό­να τ’ αφή­νει. Λες κι ο ανα­γνώ­στης τού χρειά­ζε­ται – συνερ­γά­τη τον παίρ­νει – για να τ’ απο­τε­λειώ­σει. Ύστε­ρα από το τέλος αρχί­ζει το διή­γη­μα. Με τη στερ­νή του φρά­ση, ανοί­γε­ται κόσμος μπρο­στά σου. Προ­έ­κτα­ση τότε παίρ­νουν οι ζωές, τις συμπλη­ρώ­νεις, σίγου­ρος είσαι πως κάτι θα γίνει, ώστε να δεις τη συνέ­χεια. Κ’ έχεις να βασα­νί­ζε­σαι, να ονει­ρο­πο­λείς. Εκεί­νοι οι ελά­χι­στοι υπαι­νιγ­μοί, οι σκέ­ψεις που μόλις χαρά­κτη­καν. Μαρ­τύ­ριο και χαρά σου. Αύριο το πρωί θα βγεις στο δρό­μο να τους συνα­ντή­σεις, κάπου θα πας κ’ εκεί θα βρί­σκου­νται οι Αννέ­τες, οι Ανιού­τες, οι Άννες, οι Μαρί­ες, οι Γιάν­νη­δες, οι Γρη­γό­ρη­δες, και θα σου πουν τι από­κα­μαν από την ώρα που τους έχασες.

Κι ούτε τον νιά­ζει καν τον Τσέ­χοφ να δίνει δια­φο­ρε­τι­κά ονό­μα­τα. Εκτός από τα Κου­τέ­ντιος, Σαπρο­φυ­τί­δης, Δια­τής, Στε­νο­με­τώ­πιος, Παρα­κλά­διος κλπ. – εφευ­ρέ­σεις της δικής του σάτι­ρας – τα ονό­μα­τα του κόσμου του είναι όλα παρό­μοια, μονό­το­να κι αυτά, μα μέσα στο σωρό απ’ τις Άννες, που συνέ­χεια ξανάρ­χου­νται μ’ όλα τα υπο­κο­ρι­στι­κά τους, κάθε φορά θα ξεχω­ρί­ζει παντο­τει­νά αλη­σμό­νη­τη, μονα­δι­κή, η «Ανιού­τα» του.

Μ’ αυτές τις ίδιες Μαρί­ες, τους Γιάν­νη­δες, ο Τσέ­χοφ έχει γρά­ψει ένα πολύ­το­μο μυθι­στό­ρη­μα. Σαν τέτοιο θα πρέ­πει να δια­βά­ζε­ται, στο σύνο­λο, το διή­γη­μά του. Που ξεπερ­νά τη μισή χιλιά­δα κομ­μά­τια, μαζί με τις μεγά­λες νου­βέ­λες, στην τόσο σύντο­μη του ζωή, μόλις 44 χρό­νια. Κι όταν ο κάθε λογο­τέ­χνης περιο­ρί­ζε­ται συνή­θως σ’ ένα ορι­σμέ­νο κόσμο γύρω του, εδώ έχεις μπρο­στά σου το λαό της Ρωσί­ας, δείγ­μα­τα απ’ όλον τον πλη­θυ­σμό της. Όχι μόνον τον άνθρω­πο, τα ζώα του επί­σης. Αρχαϊ­κές κοι­νό­τη­τες, μια κοι­νω­νία της χει­ρο­τε­χνί­ας και της αγρο­τιάς, πλη­θυ­σμοί τσα­κι­σμέ­νοι από της στέ­ρη­σης τη μονα­ξιά, γεν­νή­μα­τα της γης τους στις συγκε­κρι­μέ­νες του και­ρού κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές συν­θή­κες, κ’ ένας μεγά­λος άνθρω­πος – ποι­η­τής που μαζί τους έζη­σε και κατα­πιά­στη­κε να τα μαρ­τυ­ρή­σει. Μόνο που μένει ν’ ανα­ρω­τη­θείς αν είναι μόνο ο ρού­σι­κος κόσμος, αυτός που τόσο τον νιώ­θεις παρό­ντα, σ’ αυτό το τερά­στιο ιστο­ρι­κό πανόραμα.

***

Δυό βασι­κά συστή­μα­τα χρη­σι­μο­ποιεί ο λογο­τέ­χνης. Στο ένα, ετοι­μά­ζει το υλι­κό του, καθο­δη­γεί τους ήρω­ες, επεμ­βαί­νει στις κατα­στά­σεις τους. Ο Τσέ­χοφ έχει το άλλο: δεν τους καθο­δη­γεί, δεν μπαί­νει στη μέση παραμονεύει.

Είναι τού­το το μεγά­λο μάθη­μα του τεχνί­τη που μ’ επι­μέ­λεια φρό­ντι­σε ν’ απο­φύ­γει  τη διδα­σκα­λία, για να μας μεί­νει το δίδαγ­μα ακέ­ραιο: η διδα­χή που γίνε­ται με την ποί­η­σή του, με την τέχνη του.

Και το  πιο αθώο πλά­σμα στον κόσμο, το παι­δί, αν του πεις: στά­σου να σε φωτο­γρα­φή­σω, ξέρο­με πως θα πάρει πόζα κι όλα θα τα χαλά­σει. Γι’ αυτό ο Τσέ­χοφ δεν τους στα­μα­τά να τους περι­γρά­ψει τους ανθρώ­πους του, δεν τον έπαιρ­ναν είδη­ση πως είναι εκεί, αόρα­τη ήταν η παρου­σία του, αν και μαζί τους βρι­σκό­ταν  για να τους συνη­θί­σει, ένα να γίνει μ’ αυτούς.

Παρα­μο­νεύ­ει κρυ­φά λοι­πόν, παρα­μο­νεύ­ει το πλου­σιό­παι­δο την ώρα που ξυπνά, το δού­λο τον απε­λεύ­θε­ρο, την πόρ­νη παρα­μο­νεύ­ει την ώρα της εργα­σί­ας της, το δικα­στή που δικά­ζει, τον κατα­δι­κα­σμέ­νο που δεν εκα­τά­λα­βε ποια η αιτία της κατα­δί­κης κι ούτε έχει εμπι­στο­σύ­νη σ’ αυτή τη δικαιο­σύ­νη, τον πρω­τι­νό τσι­φλι­κά τώρα κατε­στραμ­μέ­νο, το ορφα­νό αλη­τά­κι στην εξά­σκη­ση σήμε­ρα κοι­νο­τι­κών καθη­κό­ντων του, το άλο­γοα παρα­μο­νεύ­ει και τη νοσταλ­γία του σαν το ξερί­ζω­σαν απ’ τα χωρά­φια του να το πάνε στην πόλη, οι ίδιες νοσταλ­γί­ες που μαρα­ζώ­νουν τον εξό­ρι­στο στα βάθη της Σιβηρίας.

Ο άνθρω­πος της πολι­τεί­ας δεν ξέρεις πόση κρυ­φή ζωή είναι στο δάσος ή στην έρη­μο, ο στε­ρια­νός άνθρω­πος δεν υπο­ψιά­ζε­ται τι κόσμος και ντου­νιάς ανα­σαί­νει στης θάλασ­σας τα μέρη, μέσα στις αμμου­διές του για­λού. Στην άμμο την πηχτή της ζωής, εκεί που δεν βλέ­πεις τίπο­τα, ο Τσέ­χοφ τ’ ανα­κά­λυ­ψε να σου τα δείξει.

Ένας τσά­ρος κυβερ­νά τον τόπο. Δεν σου τον ανα­φέ­ρουν, αλλά οι τσά­ροι είναι φανε­ροί απ’ τα γνω­στά συμπα­ρα­κεί­με­να της ανθρώ­πι­νης εξέ­λι­ξης. Ένας νόμος ψηφί­στη­κε, δεν είναι πολύς και­ρός, στα 1861, τον επό­με­νο χρό­νο απ’ τη γέν­νη­ση του Τσέ­χοφ, κ’ οι δού­λοι του μεσαί­ω­να τώρα είναι απε­λεύ­θε­ροι, τους συνα­ντάς, σκου­ντου­φλάς απά­νω τους, εσύ, ο τρα­νός της επο­χής των πυραύ­λων. Καλό είναι που σου μαθαί­νουν μ’ αυτόν τον τρό­πο την ιστο­ρία σου, κι από πού ξεκί­νη­σες, πριν λίγο.

Το χάος, οι προ­λή­ψεις, η αγραμ­μα­το­σύ­νη, η στέ­ρη­ση, το κρύο του χιο­νιά, της εγκα­τά­λει­ψης το πιο χει­ρό­τε­ρο κρύο, μαρ­τύ­ριο της καρ­τε­ρί­ας ή της υπο­τα­γής, πλη­γές εντε­λώς αγιά­τρευ­τες και κακο­για­τρε­μέ­νες, κι όμως. Παρά­θυ­ρα ανοί­γουν εδώ και μπαί­νει ένας αέρας. Η ανθρω­πιά του ανώ­νυ­μου, εκεί­νη η στορ­γή μες στο θολό της πλή­ξης, της κάθε όμοιας μέρας, ένα παι­δί παρου­σιά­ζε­ται κι απα­λαί­νει την ψυχή σου, ο αθώ­ος δια­κο­νιά­ρης, ο επι­στή­μων ο αλη­θι­νός που δε βοη­θά μόνο με τις γνώ­σεις του παρά με την καρ­διά, με το παντο­τει­νό όνει­ρό του για το καλύ­τε­ρο μέλ­λον, ο κόσμος με τη συναί­σθη­ση της αμορ­φω­σιάς του, ο κόσμος μιας δια­νό­η­σης που γυρεύ­ει την ανα­νέ­ω­ση και ψάχνει να βρει την πόρ­τα, οι αξέ­χα­στες γυναί­κες, οι κοπέ­λες ολο­κά­θα­ρες και στο χει­ρό­τε­ρο βούρ­κο, του έρω­τα τα πάθη που τρυ­πώ­νουν παντού, και στον κλέ­φτη, και πάνω απ’ όλα ένας για­τρός παρα­στέ­κει τον άρρω­στο, ξέρο­ντας πως μπο­ρεί να σωθεί, πως η επι­στή­μη προ­χω­ρεί και μαζί της η ανθρω­πό­τη­τα, ο ίδιος ο Τσέ­χοφ, άρρω­στος κι αυτός, ο φυμα­τι­κός, που ξεκι­νά για της Σαχα­λί­νης την κόλα­ση να πάει να βρει τους κατά­δι­κους, τρυ­πώ­νει στους χολε­ρια­σμέ­νους, μπαί­νει μες στους τρελ­λούς στην «Αίθου­σα 6» της νου­βέ­λας του, για να τον θάψουν ως τρελ­λό ( στο διή­γη­μα), φτά­νο­ντας στο πιο δρα­μα­τι­κό ύψος που μπο­ρεί  να πιά­σει ένας ρεα­λι­στής δημιουρ­γός – ο μη – επα­να­στά­της – με την ακέ­ραια του επα­να­στά­τη πίστη, τη σιγου­ριά για μια δια­φο­ρε­τι­κή ζωή, αυτός που συνέ­χεια γρά­φει  μονό­το­να στο θέα­τρό του:

«Το παρόν είναι σιχα­μέ­νο, μα όταν συλ­λο­γί­ζο­μαι το μέλ­λον όλα γίνο­νται έξο­χα! Νιώ­θεις ανά­λα­φρος, μια άπλα γύρω σου, κ’ ένα φως βλέ­πεις  μακριά να λάμπει…βλέπω την ελευ­θε­ρία, τα παι­διά μου βλέ­πω και τον εαυ­τό μου απαλ­λαγ­μέ­νους από την αργία, από τη λεμο­νά­δα, τη χήνα με τα λάχα­να, τον ύπνο ύστε­ρα απ’ το φαΐ, την ποτα­πή οκνη­ρία». ( Ο Αντρέ­ας , στις «Τρεις αδελφές»).

«Για όσους θα ζήσουν ύστε­ρα από μας, τα βάσα­νά μας θα μετα­πλα­στούν σε χαρά, η ευτυ­χία κ’ η ειρή­νη θα βασι­λέ­ψουν στον κόσμο, και για όσους ζουν σήμε­ρα, θα’ χουν να πουν έναν καλό λόγο και να τους ευλο­γούν» ( ΗΌλ­γα στο ίδιο).

«Σε δια­κό­σια, τρα­κό­σια χρό­νια,  η ζωή πάνω στη γη  θα είναι αφά­ντα­στα ωραία, κατα­πλη­κτι­κή. Χρειά­ζε­ται στον άνθρω­πο αυτή η ζωή, κι αν δεν την έχει ακό­μα, πρέ­πει να την προ­αι­σθά­νε­ται, να την περι­μέ­νει, να την ονει­ρεύ­ε­ται, να ετοι­μά­ζε­ται να τη δεχθεί, γι’ αυτό και πρέ­πει να βλέ­πει, να γνω­ρί­ζει περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα είδε και γνώ­ρι­ζε ο παπ­πούς κι ο πατέ­ρας του». (…) « Πώς να το πεις; Μου φαί­νε­ται πως όλα, λίγο – λίγο, πάνω στη γη θ’ αλλά­ξουν, αλλά­ζουν κιό­λας μπρος στα μάτια μας. Σε δια­κό­σα, τρα­κό­σα ή και χίλια χρό­νια – δεν πρό­κει­ται να καθο­ρί­σεις – θα υπάρ­χει μια νέα ευτυ­χι­σμέ­νη ζωή. Καθό­λου δε θα πάρο­με μέρος σ’ αυτήν, βέβαια, αλλά γι’ αυτήν σήμε­ρα ζού­με, δου­λεύ­ου­με, και μ’ όλο που υπο­φέ­ρο­με, τη δημιουρ­γού­με. Αυτός είναι ο μονα­δι­κός της ζωής μας σκο­πός κι ακό­μα και της ευτυ­χί­ας μας.»( Ο Βερ­σί­νιν, στο ίδιο)…

Αντόν Τσέ­χωφ, Η κυρία με το σκυ­λά­κι και άλλα διη­γή­μα­τα. Μετά­φρα­ση Μέλ­πως Αξιώ­τη, Κέδρος  Αθή­να 1963

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο