Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Heinrich Fraenkel, Η νεολαία του ναζισμού

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

fraenkel4Ο Heinrich Fraenkel (Χάιν­ριχ Φράν­κελ), δημο­σιο­γρά­φος, σκα­κι­στής και συγ­γρα­φέ­ας, γεν­νή­θη­κε από Γερ­μα­νούς γονείς στην Πολω­νία  στις 28 Σεπτέμ­βρη του  1897 και πέθα­νε στην Αγγλία την Πρω­το­μα­γιά του 1986. Στο ξέσπα­σμα του Α΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου βρέ­θη­κε στην Αγγλία. Με τη λήξη επι­στρέ­φει στη Γερ­μα­νία, σπου­δά­ζει και στη συνέ­χεια μετα­βαί­νει στις ΗΠΑ όπου συνερ­γά­ζε­ται επαγ­γελ­μα­τι­κά ως κει­με­νο­γρά­φος με τις μεγα­λύ­τε­ρες εται­ρεί­ες παρα­γω­γής του Χόλυ­γουντ. Στη συνέ­χεια επι­στρέ­φει στη Γερ­μα­νία απ’ όπου μετά τον εμπρη­σμό του Ράιχ­σταγκ ανα­γκά­ζε­ται να δια­φύ­γει στην Αγγλία, όταν δέχε­ται απει­λές για τη ζωή του. Στις αρχές του 1936 ζού­σε στο Λον­δί­νο απ’ όπου ανα­χώ­ρη­σε για την Ισπα­νία για να πολε­μή­σει στον εμφύ­λιο πόλε­μο στο πλευ­ρό των Δημοκρατικών.

Κατά τη διάρ­κεια του Β΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου μαζί με πολ­λούς Γερ­μα­νούς αντι­φα­σί­στες κλεί­στη­κε σε στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης. Παρα­κο­λού­θη­σε τις δίκες στη Νυρεμ­βέρ­γη και ασχο­λή­θη­κε με την έρευ­να για τα εγκλή­μα­τα των ναζί. Τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του τα έζη­σε στην Αγγλία όπου και πέθα­νε. Έγρα­ψε βιβλία για το σκά­κι, πολι­τι­κά δοκί­μια, κεί­με­να για τον κινη­μα­το­γρά­φο, ενώ έγι­νε γνω­στό­τε­ρος για τις βιο­γρα­φί­ες μερι­κών από τους μεγα­λύ­τε­ρους ναζί εγκλη­μα­τί­ες πολέμου.

Το κεί­με­νο που μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο αγγλι­κό περιο­δι­κό New Statesman and Nation και ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε μετα­φρα­σμέ­νο στα ελλη­νι­κά στο περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά στις 20 Μάη του 1945.

Απρίλης 1933. Κατασκήνωση της νεολαίας της «Μεγάλης Γερμανικής Ομοσπονδίας" στο Βερολίνο Grunewald. (Αρχεία του Γερμανικού Κινήματος Νεολαίας (Ludwigstein)

Απρί­λης 1933. Κατα­σκή­νω­ση της νεο­λαί­ας της «Μεγά­λης Γερ­μα­νι­κής Ομο­σπον­δί­ας” στο Βερο­λί­νο Grunewald. (Αρχεία του Γερ­μα­νι­κού Κινή­μα­τος Νεο­λαί­ας (Ludwigstein)

«Μια νεο­λαία δρα­στή­ρια, αυταρ­χι­κή, βίαιη, ατρό­μη­τη και σκλη­ρή, να τι γυρεύω… Θέλω να βλέ­πω στα μάτια της να λάμπει η αγέ­ρω­χη και άγρια φλό­γα του αρπα­κτι­κού ζώου. Μη μου μιλά­τε για πνευ­μα­τι­κή μόρ­φω­ση. Η γνώ­ση θα είναι ο χαμός των νέων μου».

Τέτοια ήταν τα λόγια του Χίτλερ, και ο υπουρ­γός της Παι­δεί­ας Bernard Rust συνό­ψι­σε την ίδια σκέ­ψη με μια αξιέ­παι­νη ακρί­βεια. «Μονα­δι­κό έργο της παι­δεί­ας είναι να κατα­σκευά­ζει ναζίδες».

Κι έτσι ακρι­βώς έκα­νε η κυβέρ­νη­ση. Ωστό­σο θα ήταν ανοη­σία αν υπο­θέ­τα­με πως μια έμφυ­τη ιδιό­τη­τα του χαρα­κτή­ρα ή της φυλής των Γερ­μα­νών στά­θη­κε αιτία για ένα τέτοιο απο­τέ­λε­σμα. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όλα τα ολο­κλη­ρω­τι­κά καθε­στώ­τα πέτυ­χαν την κατά­κτη­ση της νεολαίας.

Στη Γερ­μα­νία του 1932 η Χιτλε­ρι­κή Νεο­λαία είχε μόνο 50.000 μέλη σε ένα σύνο­λο πέντε εκα­τομ­μυ­ρί­ων νέων, που ήταν μοι­ρα­σμέ­νοι στα διά­φο­ρα τμή­μα­τα της Jugendbewegung. Όλα αυτά βέβαια, όταν πήραν οι ναζί την εξου­σία έγι­ναν gleichgeshalter (χιτλε­ρο­ποι­ή­θη­καν, να πού­με). Ωστό­σο οι Ναζί ανα­γκά­στη­καν να κάνουν υπο­χρε­ω­τι­κή την εγγρα­φή στη «Χιτλε­ρι­κή Νεο­λαία», αφού για τρεις μήνες δοκί­μα­σαν να την αφή­σουν εθε­λο­ντι­κή. Αυτό δεί­χνει, όπως και άλλα σημεία, ότι του­λά­χι­στον στην αρχή εκδη­λώ­θη­κε κάποια αντί­δρα­ση. Η αντί­δρα­ση τού­τη και σήμε­ρα υπάρ­χει και ολο­έ­να μεγα­λώ­νει. Δεν μπο­ρού­με όμως, χωρίς κίν­δυ­νο, να αγνο­ή­σου­με το γεγο­νός ότι η πλειο­ψη­φία της σημε­ρι­νής γερ­μα­νι­κής νεο­λαί­ας είναι χιτλερική.

fraenkelΕδώ και έντε­κα χρό­νια γίνο­νται αισθη­τά τα απο­τε­λέ­σμα­τα του εκνα­ζι­σμού. Πρώ­τα-πρώ­τα στα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα συγκε­ντρώ­σε­ως, όπου οι φύλα­κες είναι νέοι μεθο­δι­κά εξα­σκη­μέ­νοι στη βαναυ­σό­τη­τα, δια­λεγ­μέ­νοι ένας-ένας. Ύστε­ρα στο μέτω­πο και στις κατε­χό­με­νες χώρες είναι οι νέοι των S.S. που ξεσπού­σαν σ’ ένα υστε­ρι­κό γέλιο μπρο­στά στην εκτέ­λε­ση ομή­ρων, νέοι αξιω­μα­τι­κοί που δια­σκέ­δα­ζαν να κρε­μούν γατά­κια σε μικρο­σκο­πι­κά παλού­κια, όταν δεν είχαν πια Ρώσους στα χέρια τους. Η ίδια αγριό­τη­τα εκδη­λώ­θη­κε ελεύ­θε­ρα στη Γαλ­λία και την Ιτα­λία. Ένας Βρε­τα­νός στρα­τιώ­της που νόμι­ζε αδύ­να­τα τέτοια πρά­μα­τα έγρα­ψε στην οικο­γέ­νειά του:

«Αυτό δεν είναι οργα­νω­μέ­νη τρο­μο­κρα­τία αλλά σκλη­ρό­τη­τα και κτη­νω­δία παρά­λο­γη. Οι χει­ρό­τε­ροι εγκλη­μα­τί­ες· είναι παι­διά 16 και 18 χρόνων».

Κοντά σ’ αυτή τη φοβε­ρή ηθι­κή δια­φθο­ρά παρα­τη­ρού­με και μεγά­λη κατά­πτω­ση στο πνευ­μα­τι­κό επί­πε­δο. Αυτό φαί­νε­ται απί­στευ­το, για­τί μόλις ακό­μα πριν από δέκα χρό­νια οι Γερ­μα­νοί ήταν γνω­στοί για την αξιό­λο­γη μόρ­φω­σή τους. Στις 11 Φεβρουα­ρί­ου 1941 το Hamburger Tageblatt έγραφε:

«…Οι νεα­ροί μαθη­τευό­με­νοι όχι μόνο δεν ξέρουν ορθο­γρα­φία αλλά είναι και πολύ πιο αδύ­να­τοι από πρώ­τα στην αριθ­μη­τι­κή. Σ’ έναν τελευ­ταίο δια­γω­νι­σμό οι 94 από τους 167 έγρα­φαν τα ουσια­στι­κά χωρίς κεφα­λαίο αρχι­κό και οι 81 δεν ήξε­ραν να γρά­ψουν το όνο­μα του Γκαί­τε (σημειώ­σα­με 17 δια­φο­ρε­τι­κές ορθογραφίες)».

Ο Χίτλερ είχε κάπο­τε δηλώ­σει: «Δου­λεύω για να ελευ­θε­ρώ­σω τους ανθρώ­πους από αυτή την εξευ­τε­λι­στι­κή χίμαι­ρα που ονο­μά­ζου­νε «συνεί­δη­ση». Ο ίδιος συχνά μίλη­σε για τις εκπαι­δευ­τι­κές αρχές του. Πιο καθα­ρά όμως αυτές φάνη­καν στο λόγο της 1ης Μαΐ­ου 1937:

«Υπάρ­χουν ακό­μα ανά­με­σά μας άνθρω­ποι της παλιάς σχο­λής, που δεν αξί­ζουν για τίπο­τα. Μπερ­δεύ­ο­νται στα πόδια μας όπως τα σκυ­λιά και οι γάτες. Αδια­φο­ρού­με όμως γι’ αυτό, για­τί θα πάρου­με τα παι­διά τους. Δε θα αφή­σου­με τη σκέ­ψη των παι­διών να ριζώ­σει στα παλιά. Θα τα πάρου­με μόλις γίνουν 10 χρό­νων και θα τα ανα­θρέ­ψου­με ως τα 18 τους χρό­νια με το εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κό σύστη­μα. Δε θα μας ξεφύ­γουν. Θα χρη­σι­μέ­ψουν για να μεγα­λώ­σει το Κόμ­μα, τα S.A., τα S.S. Αργό­τε­ρα θα κάνουν δυο χρό­νια στρα­τιω­τι­κή θητεία. Ποιος θα τολ­μή­σει να σκε­φτεί πως μια τέτοια ανα­τρο­φή δε θα δημιουρ­γή­σει ένα έθνος;».

Ο πίνα­κας αυτός παρου­σιά­ζει τις απα­ντή­σεις δέκα Γερ­μα­νών αιχ­μα­λώ­των στο Ρωσι­κό μέτω­πο. Αξιο­ση­μεί­ω­το είναι πως ο μόνος που απά­ντη­σε κάπως ικα­νο­ποι­η­τι­κό­τε­ρα ήταν ένας περι­βο­λά­ρης τρια­ντα­ε­φτά χρο­νών. Ο μόνος δηλα­δή που είχε βγά­λει το σχο­λείο σε επο­χή προ-εθνικοσοσιαλιστική…

fraenkel2

Αλη­θι­νά, αυτή η εκπαί­δευ­ση έδω­σε μια γενιά από αυτό­μα­τα, αλή­τες και γκά­γκ­στερ, από ανθρώ­πους με ηθι­κή και πνευ­μα­τι­κή ανε­πάρ­κεια. Έδω­σε νεα­ρούς ναζί­δες  τόσο βου­τηγ­μέ­νους στη φυλε­τι­κή μεγα­λο­μα­νία, που στην αιχ­μα­λω­σία τους προ­τι­μού­σαν να πεθά­νουν παρά να δεχτούν μετάγ­γι­ση αίμα­τος, αν δεν ήταν βέβαιοι για την καθα­ρά «τευ­το­νι­κή» κατα­γω­γή του αιμο­δό­τη. Έδω­σε ακό­μα εκεί­νους τους νέους που ομο­λο­γούν χωρίς δυσκο­λία: «Είδα να σκο­τώ­νουν μπρο­στά μου γυναί­κες και παι­διά μα δεν έδω­σα σημα­σία. Δεν έχω γνώ­μη δική μου, μόνο υπα­κούω». Η ναζι­στι­κή παι­δεία δημιούρ­γη­σε και πριν από τον πόλε­μο μια τρο­με­ρή ηθι­κή εξα­θλί­ω­ση στα αγό­ρια και στα κορί­τσια της Χιτλε­ρι­κής Νεο­λαί­ας. Παρου­σιά­στη­καν αμέ­τρη­τες περι­πτώ­σεις μητρό­τη­τας και εκτρώ­σε­ων σε κορί­τσια 14–15 χρο­νών. Και τα αγό­ρια έδει­χναν  μια τέλεια ακο­λα­σία και κάθε είδους σεξουα­λι­κή δια­στρο­φή. Τα τέλεια διε­φθαρ­μέ­να παι­διά δε λεί­πουν ποτέ. Αν όμως θέλου­με να έχου­με μια ιδέα για την κατά­στα­ση της Γερ­μα­νι­κής νεο­λαί­ας, ας δού­με τι λέει ένας Ελβε­τός παρα­τη­ρη­τής πολύ καλά πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος, που έμει­νε όλο σχε­δόν το 1943 στη Γερμανία:

«Εκεί­νο που κάνει εντύ­πω­ση στην εμφά­νι­ση των παι­διών 10–18 χρο­νών είναι μια επί­κτη­τη στρα­τιω­τι­κή ακαμ­ψία που τη συνο­δεύ­ει ένα νευ­ρι­κό τρε­μού­λια­σμα. Βλέ­που­με το ίδιο παι­δί να ξεσπά σε δυνα­τά γέλια, ενώ κρα­τά μια απελ­πι­σμέ­νη σοβα­ρό­τη­τα. Το βλέ­που­με να έχει αυτο­πε­ποί­θη­ση και τρό­πους μεγά­λου ανθρώ­που και ξαφ­νι­κά να πέφτει σε αντι­δρά­σεις παι­διά­στι­κες και ακα­τα­νό­η­τες. Δεν τους λεί­πει ο ηρω­ι­σμός, έχουν όμως μια ανυ­πό­φο­ρη μεγα­λο­μα­νία. Εκτε­λούν πιστά το καθή­κον τους, μα η δια­γω­γή τους μοιά­ζει σαν των παι­διών εκεί­νων που τα εγκα­τέ­λει­ψαν μόνα τους, χωρίς φροντίδα».

Ο ίδιος παρα­τη­ρη­τής ανα­φέ­ρει και το ακό­λου­θο χαρακτηριστικό:

«Ένας Γερ­μα­νός καθη­γη­τής με ρώτη­σε μια μέρα: «Για ποιο λόγο να κατα­πια­στού­με να κατα­κτή­σου­με τόσες μακρι­νές χώρες, αν πρέ­πει γι’ αυτό ν’ αφή­σου­με ακαλ­λιέρ­γη­τες τις ψυχές των παι­διών μας; Για ποιο λόγο να έχου­με την αξί­ω­ση να εκπαι­δεύ­σου­με άλλους λαούς και άλλες φυλές, ενώ αφή­νου­με τα παι­διά, που βγή­καν από τη σάρ­κα και το αίμα μας, να ξανα­γυ­ρί­ζουν στην άγρια κατά­στα­ση, μη δίνο­ντάς τους την ανα­τρο­φή που πρέπει;».

Αλη­θι­νά, για ποιο λόγο; Φαί­νε­ται, πως αυτός ο καθη­γη­τής ξέρει πολύ καλά την απά­ντη­ση. Καμιά αλη­θι­νή παι­δεία για τη Γερ­μα­νι­κή νεο­λαία δεν μπο­ρεί να αρχί­σει πριν από την τέλεια συντρι­βή και την ολο­κλη­ρω­τι­κή εξό­ντω­ση του ναζι­σμού, μαζί με όλα όσα αντι­προ­σω­πεύ­ει και με όλα όσα τον δημιούρ­γη­σαν. Μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με ότι αυτός ο καθη­γη­τής –αν δεν έχει ως τότε δολο­φο­νη­θεί από την Γκε­στά­πο- θα είναι ένας από τους σπά­νιους εκεί­νους ανθρώ­πους, που θα ζητη­θεί δίχως άλλο η συνερ­γα­σία τους για το βαρύ και επι­τα­κτι­κό έργο που θα αντι­με­τω­πί­σει η μετα­πο­λε­μι­κή Γερ­μα­νία: την ανα­δη­μιουρ­γία της νεολαίας.

Πολ­λοί νομί­ζουν πως πρέ­πει να παραι­τη­θού­με από κάθε προ­σπά­θεια για να εξαν­θρω­πί­σου­με αυτή τη διε­φθαρ­μέ­νη ως τα κόκα­λα γενιά των νεα­ρών Γερ­μα­νών. Το έργο δεν θα είναι αδύ­να­το μα πολύ δύσκο­λο. Η εκπλή­ρω­σή του θα απαι­τή­σει πολ­λά χρό­νια, πολ­λούς κόπους, υπο­μο­νή και προ­σο­χή. Ένα τέτοιο έργο πρέ­πει οι ίδιοι οι Γερ­μα­νοί να το ανα­λά­βουν. Η Γερ­μα­νία όμως για τέσ­σε­ρα-πέντε χρό­νια θα είναι  φοβε­ρά φτω­χή σε δασκά­λους και καθη­γη­τές άξιους εμπι­στο­σύ­νης. Κι αυτό θα στα­θεί μια από τις πολ­λές δυσκολίες.

fraenkel9

Η σημε­ρι­νή νεο­λαία θα παρου­σιά­σει περι­πτώ­σεις αθε­ρά­πευ­τες. Όσοι γλι­τώ­σουν από την εκα­τόμ­βη του πολέ­μου κι από τις εσω­τε­ρι­κές ταρα­χές που θα εκδη­λω­θούν στη Γερ­μα­νία, θα πρέ­πει να εξα­φα­νι­στούν με τη βία. Το αγό­ρι εκεί­νο που χτύ­πη­σε πάνω σ’ έναν τοί­χο ένα μωρό για­τί έκλαι­γε, κι ενο­χλού­σε τον ύπνο του, δεν έχει δικαί­ω­μα να ζήσει. Η θέση του δεν είναι στο φρε­νο­κο­μείο μα στο νεκρο­τα­φείο. Οι ένο­χοι για τέτοια εγκλή­μα­τα είναι ανα­ρίθ­μη­τοι. Παρ’ όλα αυτά οι πωρω­μέ­νοι εγκλη­μα­τί­ες δεν είναι παρά μειοψηφία.

Στην άλλη άκρη έχου­με αγό­ρια και κορί­τσια σαν τον Χανς και τη Σοφία Σκο­ολ κι άλλους φοι­τη­τές που αντί­κρι­σαν τα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα της Γκε­στά­πο με το ίδιο θάρ­ρος που έδει­ξαν και σ’ όλη τη σύντο­μη ζωή τους. Πολ­λοί ακό­μα σπου­δα­στές και εργά­τες κρά­τη­σαν ακέ­ραιο το χαρα­κτή­ρα τους και σώα τη σκέ­ψη τους, παρ’ όλη την αδιά­κο­πη πίε­ση της ναζι­στι­κής προ­πα­γάν­δας. Απ’ αυτούς θα βγουν οι μελ­λο­ντι­κοί αρχη­γοί της Γερ­μα­νί­ας. Ό,τι έκα­ναν και εξα­κο­λου­θούν να κάνουν είναι ένα από τα πολύ σπά­νια πράγ­μα­τα που έχει ο σημε­ρι­νός Γερ­μα­νός για να περη­φα­νευ­τεί. Και όμως αυτά τα άτο­μα δεν είναι παρά μια μικρή μειονότητα.

Ωστό­σο ανά­με­σα σ’ αυτά τα δύο απλώ­νε­ται η μεγά­λη πλειο­ψη­φία που μπο­ρεί και πρέ­πει να γλι­τώ­σει από το δηλη­τή­ριο. Αυτό δε θα γίνει χωρίς σκλη­ρές δοκι­μα­σί­ες και πικρές απο­γοη­τεύ­σεις. Από τον και­ρό του Στά­λιν­γκραντ, αυτοί οι άνθρω­ποι άρχι­σαν να συνη­θί­ζουν στις δοκι­μα­σί­ες που ολο­έ­να πλη­θαί­νουν και που ακό­μα δεν τελεί­ω­σαν. Για μερι­κούς από αυτούς θα χρεια­στεί και μετά την συντρι­βή τους, να δουν το ξεφού­σκω­μα και το ξόρ­κι­σμα των ειδώ­λων τους.

Πολύ δύσκο­λο να δού­με και να κατα­λά­βου­με πώς και με τι θα γεμί­σει το κενό. Το κύριο σημείο αυτού του ζητή­μα­τος το συνό­ψι­σε με ακρί­βεια ένας νέος Γερ­μα­νός δάσκα­λος που βρί­σκε­ται τώρα στην Αγγλία.  Όταν γινό­ταν μια συζή­τη­ση για τα τεχνι­κά προ­βλή­μα­τα σχε­τι­κά με την ανα­καί­νι­ση των σχο­λι­κών βιβλί­ων είπε: «Τι σημα­σία έχουν τα σχο­λι­κά βιβλία; Το πρώ­το πράγ­μα που θα έχου­με να κάνου­με είναι να διδά­ξου­με στα παι­διά την αγάπη».

Και αλη­θι­νά αυτό πρέ­πει να γίνει. Θα πρέ­πει να καλ­λιερ­γή­σουν ή καλύ­τε­ρα να ξυπνή­σουν στις νεα­νι­κές ψυχές την αγά­πη της οικο­γέ­νειας και των φίλων, την αγά­πη για τα ωραία βιβλία και το σεβα­σμό για τη στοι­χειώ­δη ευπρέ­πεια της καθη­με­ρι­νής ζωής. Αυτά όλα είναι η μια από τις δυο δυνά­μεις που κατά­στρε­ψε ο Χίτλερ. Η δεύ­τε­ρη είναι η επι­θυ­μία και η ικα­νό­τη­τα να σκέ­φτο­νται μόνοι τους, να συλ­λο­γί­ζο­νται και να συζη­τούν πιο πολύ παρά να τα δέχο­νται όλα από έξω και να υπα­κού­νε. Είναι απα­ραί­τη­το, πως και αυτή η ιδιό­τη­τα πρέ­πει να ξυπνήσει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο