Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χίλια σκοτωμένα κορίτσια

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Παγκό­σμια Μέρα της Μάνας σήμε­ρα. Μια τέτοια μέρα η μνή­μη μας δεν μπο­ρεί παρά να γεί­ρει ευλα­βι­κά προς τις γυναί­κες εκεί­νες που έδω­σαν τη ζωή τους για να βρει η γυναί­κα τη θέση της στην κοι­νω­νία, για να κατα­κτή­σει ο άνθρω­πος τη θέση που δικαιού­ται στη ζωή· ας μην πρό­λα­βαν ‑πολ­λές- να γίνουν μάνες…

Το 1964 τυπώ­νε­ται και κυκλο­φο­ρεί από τις Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις η συλ­λο­γή ποι­η­μά­των της Ρίτας Μπού­μη – Παπά Χίλια σκο­τω­μέ­να κορί­τσια. «Οι πιο τρα­γι­κές σελί­δες, όχι μόνο της ελλη­νι­κής αλλά κάθε εθνι­κής ιστο­ρί­ας, είναι, δίχως αμφι­βο­λία, εκεί­νες που μού­σκε­ψε το εμφύ­λιο αίμα σε αδελ­φο­κτό­νες συγκρού­σεις. Όμως καμιά δεν μπο­ρεί να πλη­σιά­σει στο ύψος της τρα­γι­κό­τη­τας μιας νωπής ελλη­νι­κής ιστο­ρι­κής σελί­δας μέσα στην οποία είναι στοι­βαγ­μέ­να εκα­το­ντά­δες ονο­μα­τε­πώ­νυ­μα νεα­ρών γυναι­κών, που κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το κατά τη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου πολέ­μου (1947–1949) και εξε­τε­λέ­σθη­καν, οι περισ­σό­τε­ρες στην πιο τρυ­φε­ρή ηλι­κία και προ­τού ακό­μα γνω­ρί­ζουν και αυτό τον έρω­τα», θα γρά­ψει (Περιο­δι­κό ΠΥΡΣΟΣ, 4/1965) η Ρίτα Μπού­μη – Παπά για τους λόγους που την έσπρω­ξαν στη συγ­γρα­φή των ποιημάτων.

ΑΝ ΒΓΩ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΜΕ ΤΙΣ ΝΕΚΡΕΣ ΜΟΥ ΦΙΛΕΣ

Αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες,
θα πλημ­μυ­ρί­σει η πόλη με βου­βά κορίτσια
ο αέρας με στι­φή ευω­διά θανάτου
τα φρού­ρια θα σηκώ­σουν άσπρες σημαίες
τα οχή­μα­τα θα σταματήσουν ―
αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες,
θα δεί­τε χίλια κορί­τσια με τρυ­πη­μέ­να στήθη
ακά­λυ­πτα, να σας φωνάζουν
«για­τί μας στεί­λα­τε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιό­νι, αχτέ­νι­στες, κλαμένες;» ―
αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατά­πλη­κτα τα πλήθη
πως φάλαγ­γα πιο ανά­λα­φρη δεν πάτη­σε στη γη
πως λιτα­νεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανά­στα­ση πιο ένδο­ξη και ματωμένη ―
αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες
γαμή­λιο άνθος η παν­σέ­λη­νος θα υψω­θεί να τις στολίσει
μέσα στα κού­φια μάτια τους θα κλαί­νε ορχήστρες
οι μπού­κλες τους, οι επί­δε­σμοι, θα κυματίζουν·
ω τότε, πολ­λοί από τύψεις θα πεθάνουν ―
αν βγω περί­πα­το με τις νεκρές μου φίλες.

Η εικο­σά­χρο­νη Ερα­σμία, εργά­τρια από τον Πει­ραιά, η εικο­σι­τριά­χρο­νη μακε­δό­νισ­σα νηπια­γω­γός Ειρή­νη Γκί­νη (Μίρ­κα Γκί­νο­βα) από την Έδεσ­σα (η πρώ­τη γυναί­κα που εκτε­λέ­στη­κε με από­φα­ση Έκτα­κτου Στρα­το­δι­κεί­ου), η Ισμή­νη, η Μαρία που ξενό­πλε­νε στην Αθή­να, η Ροδού­λα, η Καί­τη, η δεκα­ε­ξά­χρο­νη Δια­μα­ντού­λα, η τσο­πα­νο­πού­λα Φιλί­τσα, η δεκα­εν­νιά­χρο­νη Άρτε­μις που συμπο­νά τους αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νους νυσταγ­μέ­νους φαντά­ρους του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος και τόσες ακό­μα αδι­κο­σκο­τω­μέ­νες γυναί­κες  που ονει­ρεύ­τη­καν μια ζωή γεμά­τη αγά­πη και ανθρω­πιά, απλά κορί­τσια του λαού που κοντα­ρο­χτυ­πή­θη­καν παλι­κα­ρί­σια με το φασι­σμό και θυσί­α­σαν τα ολάν­θι­στα ανυ­πό­τα­χτα νιά­τα τους στο βωμό της λευ­τε­ριάς και της κοι­νω­νι­κής προ­κο­πής, περ­νά­νε σε μια ατέ­λειω­τη βου­βή πομπή από τις σελί­δες του βιβλίου.

Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα) από την Έδεσσα. Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε με απόφαση Έκτακτου Στρατοδικείου

Ειρή­νη Γκί­νη (Μίρ­κα Γκί­νο­βα) από την Έδεσ­σα. Η πρώ­τη γυναί­κα που εκτε­λέ­στη­κε με από­φα­ση Έκτα­κτου Στρατοδικείου

ΕΙΡΗΝΗ

Κλείσ’ το βιβλίο.
Την αυγή σφά­ξαν μια κόρη
αιμα­το­πό­τες άνθρω­ποι. Κι όλη τη μέρα
κλαί­γαν τα δέντρα που είδα­νε το φόνο
τέσ­σε­ρα χιλιό­με­τρα έξω απ’ τα Γρεβενά.

Μπρο­στά στην πύλη της αυγής
ρόδι­νη απ’ την ανταύ­γεια προχωρούσε
με μαλ­λιά ξέπλε­κα η Ρηνούλα
με το λευ­κό της φόρε­μα της Κυριακής
με μόνο κόσμη­μα τα σμα­ρα­γδιά της μάτια.

Ανυ­πο­ψί­α­στη, άπρα­γη, μικρή
τρι­γυ­ρι­σμέ­νη από του­φέ­κια γυμνασμένα
γαλή­νια εβά­δι­ζε κοι­τώ­ντας τα πλατάνια
απο­χαι­ρέ­ταε τα που­λιά δίχως παράπονο
τους λόφους πέρα και το δάσος.

Δεν ήταν μια πρι­γκί­πισ­σα από τα παραμύθια
που βγή­κε αυγή με τις θερα­παι­νί­δες της
για να συνά­ξει ρόδα υγρά
σ’ ένα πανέ­ρι από ακτίνες.
Μια δασκα­λί­τσα ήτα­νε αγρο­τι­κού σχολειού.

(Καλη­μέ­ρα κίτρι­νο θερι­σμέ­νο χόρτο
δεν ήρθα για περί­πα­το στις αση­μέ­νιες όχθες
ήρθα για να με σφάξουνε.
Όταν ο ήλιος υψω­θεί σε λίγο
κι όπως κάθε πρωί μ’ αναζητήσει,
εσύ που γνώ­ρι­σες του δρε­πα­νιού την κόψη
και είσαι ο μόνος μάρ­τυ­ρας εδώ
πες του πως με θερί­σα­νε και μένα
ανή­με­ρα Αγιάς Μαρίνας
πως άφη­σα έρη­μο το σπί­τι μας
αρά­χνες να το κατοικήσουν.
Μόνο στα μαθη­τού­δια μου μην κάνεις λόγο
αν έρθουν ως εδώ και ψάχνουν,
μην πεις πως βρί­σκο­μαι κάτω απ’ τις πέτρες.
Κι αν δουν το αίμα μου και σε ρωτήσουν
πες τους αρνί πως σφά­ξαν οι βοσκοί).

Ο ποτα­μός πήρε το βόγ­γο της και τόνε τρέχει
στα δυο στη­θά­κια της σημά­δε­ψαν οι στρατιώτες
με τα μεγά­λα μάτια της πρώ­τη τους πυροβόλησε!
Σαν ν’ απα­ντού­σε σ’ ένα προσκλητήριο
φώνα­ζε τ’ όνο­μά της δυνατά
από τη λήθη να το σώσει.

Άνε­με, ξύπνα! Ούρ­λια­ξε! μέσα απ’ τα φύλλα,
πλα­δα­ρά πρό­σω­πα στα που­που­λέ­νια μαξιλάρια
σηκω­θεί­τε να δεί­τε το σφαγ­μέ­νο κορίτσι
την άσπι­λη καρ­διά του να κρα­τά ψηλά
σαν αρτο­φό­ρι για τους πεινασμένους
και να φωνά­ζει αυτό που μόλις ψιθυρίζουμε
φτα­σμέ­νη όρθια στον ανοιγ­μέ­νο τάφο
και μες στις αλυ­σί­δες της
μια κορ­δε­λί­τσα κόκ­κι­νη να λάμπει.

«Τοπο­θέ­τη­σα με στορ­γή τις σκο­τω­μέ­νες «κόρες» μου, σε τρυ­φε­ρά, νοσταλ­γι­κά και μελαγ­χο­λι­κά πλαί­σια και οδή­γη­σα τις περισ­σό­τε­ρες να μιλή­σουν ήρε­μα, χαμη­λό­φω­να και με συνε­σταλ­μέ­νο παρά­πο­νο, φρο­ντί­ζο­ντας να μην ανα­φέ­ρω επώ­νυ­μα, αλλά μονά­χα ονό­μα­τα, και να τις βιο­γρα­φή­σω σύμ­φω­να με τα πραγ­μα­τι­κά τους στοι­χεία. Νομί­ζω πως δεν είχα δικαί­ω­μα να απο­σιω­πή­σω το ανθρώ­πι­νο παρά­πο­νο τόσων θυμά­των, και για­τί πιστεύω πως στη μονο­μα­χία ανά­με­σα σε απάν­θρω­πο νόμο και μάρ­τυ­ρα, σε καμιά περί­πτω­ση ο πρώ­τος δεν είναι ο νικη­τής, αλλά ακό­μα και για­τί η συνεί­δη­σή μου δεν έπα­ψε ούτε στιγ­μή, δεκα­πέ­ντε χρό­νια τώρα που τα ποι­ή­μα­τα ήταν κλει­σμέ­να στο συρ­τά­ρι μου, να μου υπο­δει­κνύ­ει το ιερό αυτό χρέ­ος», μας εξο­μο­λο­γεί­ται η ποιήτρια.

ΑΡΤΕΜΙΣ

Μακρύς πολύ ο δρό­μος που θα πάρω
και τόσο κρυερός
να τον πατάς ξυπό­λυ­τος αυγή…

Για το ταξί­δι αυτό τοι­μά­στη­κα στη φυλακή
άλλα­ξα καθα­ρά εσώρουχα
τη νύχτα που μου στά­θη­κε σα φιλενάδα·
κορί­τσια μελ­λο­θά­να­τα που με φωνά­ζαν να τα περιμένω
που με βεβαί­ω­ναν πως δε θ’ αργήσουν
μου δώσαν να πλυ­θώ με αρω­μα­τι­κό σαπούνι
στά­ξαν κολώ­νια στα μαλ­λιά μου.

Τώρα δω που με φέρα­τε τον τόπο δε γνωρίζω,
κι όμως εδώ σε λίγο θα χυθεί το αίμα μου
καθώς μπου­κά­λι με κρα­σί σε γάμο.

Τοι­μά­ζε­τε τα όπλα σας και χασμου­ριέ­στε, στρατιώτες,
(ω, να με συχω­ρέ­σε­τε που έτσι πρωί σας ξύπνησα)
όταν εγώ στερ­νή φορά χτε­νί­ζω τα μαλ­λιά μου
σεις την καρ­διά μου που σαν καμπά­να ουρλιάζει
δεν την ακούτε.

Ένα σκυ­λί γαυ­γί­ζει πέρα.
Ω μη γαυ­γί­ζεις, να χαρείς, σκυ­λί της ερημιάς
φοβάμαι ―
Σπά­ζει η τσα­τσά­ρα μου στα δάχτυ­λά μου.

Εμπρός! Τι περι­μέ­νε­τε; Βιαστείτε!
Ν’ ακού­σε­τε ζητά­τε την τελευ­ταία μου θέληση;
Είμαι δεκα­εν­νιά χρο­νών. Δε θέλω να πεθάνω.

Τα 62 ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής της Ρίτας Μπού­μη – Παπά Χίλια σκο­τω­μέ­να κορί­τσια λει­τουρ­γούν μέχρι τις μέρες μας σαν ένα ταπει­νό μνη­μό­συ­νο, για τις γυναί­κες ηρω­ί­δες που μνη­μο­νεύ­ο­νται στους στί­χους τους αλλά και για όλες εκεί­νες που θυσιά­στη­καν στον αγώ­να για λευ­τε­ριά και για ένα καλύ­τε­ρο αύριο. Χτυ­πούν σαν καμπά­να στις συνει­δή­σεις των σημε­ρι­νών ανθρώ­πων σημαί­νο­ντας τον κίν­δυ­νο απ’ το ξανα­ζω­ντά­νε­μα του φασι­σμού μέσα στη σαπί­λα ενός κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος που αργο­πε­θαί­νει. Του κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος που πριν από εβδο­μή­ντα σχε­δόν χρό­νια δολο­φό­νη­σε στα κάτερ­γα και στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα χιλιά­δες αγω­νί­στριες και αγω­νι­στές που  το αμφι­σβή­τη­σαν και το πολέ­μη­σαν και που θα συνε­χί­ζει να συν­θλί­βει και να σκο­τώ­νει ανθρώ­πι­νες ζωές μέχρι να ανα­τρα­πεί και να θαφτεί, μια για πάντα, από τους αγω­νι­στές και τις αγω­νί­στριες που βαδί­ζουν στα χνά­ρια που άφη­σαν τα ματω­μέ­να βήμα­τα των χίλιων σκο­τω­μέ­νων κοριτσιών.

ΡΟΔΟΥΛΑ

Εσείς που μ’ είδα­τε να πέφτω από τις σφαί­ρες σας
στα μάτια σας θα κατοι­κώ από δω και πέρα.
Εσείς που με τυλί­ξα­τε στο ματω­μέ­νο μου το σάβανο
πια δεν μπο­ρεί­τε νάχε­τε άλλη σημαία.
Εσείς που ακού­σα­τε την τελευ­ταία κραυ­γή μου
θα ζεί­τε με τον ήχο της το φοβε­ρό στ’ αυτιά σας.
Εσείς που δε μου δώσα­τε λίγο νερό που ζήτησα
κάθε φορά που πίνε­τε μες στο ποτή­ρι σας θα μπαίνω.

Κι ήμουν, και δεν το ξέρα­τε, η τρυ­φε­ρή σας αδελφούλα
(τώρα κρυώ­νω κάτω από τα χιό­νια του χειμώνα).
Κι ήμουν και δεν το βλέ­πα­τε, μια φρά­ου­λα του δάσους
(πατώ­ντας με με λιώ­σα­τε πριν με γευ­τεί κανένας).
Κι ήμουν, και δεν μ’ ακού­γα­τε, ασί­γα­στο τραγούδι
(τώρα βόσκουν στο στό­μα μου αμέ­τρη­τα σκουλήκια).
Ω, σαν με παρα­δώ­σα­τε στο από­σπα­σμα σκληροί,
να ξέρα­τε πώς δίψα­γα, πώς βρό­ντα­γε η καρ­διά μου…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο