Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστόδουλος Καλλίνος: «Ρέκβιεμ στη νεότητα»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Το “Ρέκ­βιεμ στη νεό­τη­τα” είναι το πρώ­το ποι­η­τι­κό βιβλίο του Χρι­στό­δου­λου Καλ­λί­νου, το οποίο κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Ακτίς τον Ιανουά­ριο του 2015. Η φιλο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια είναι των ποι­η­τών Λεω­νί­δα Γαλά­ζη και Ανδρέα Γεωρ­γαλ­λί­δη ενώ το σχέ­διο-κόσμη­μα του εξω­φύλ­λου φιλο­τέ­χνη­σε ο συγ­γρα­φέ­ας. Την έκδο­ση σχε­δί­α­σε, σελι­δο­ποί­η­σε και επι­με­λή­θη­κε η Αγγε­λι­κή Ριαλά.

Ο Χρι­στό­δου­λος Καλ­λί­νος γεν­νή­θη­κε στη Λευ­κω­σία το 1974 και σπού­δα­σε Φιλο­λο­γία και Φιλο­σο­φία στο Πανε­πι­στή­μιο του Birmingham. Ποι­ή­μα­τα, μελέ­τες και κρι­τι­κά του κεί­με­να δημο­σιεύ­τη­καν σε περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες στην Κύπρο και στο εξω­τε­ρι­κό. Τακτι­κός συνερ­γά­της της εφη­με­ρί­δας “Φιλε­λεύ­θε­ρος” και του λογο­τε­χνι­κού περιο­δι­κού “Άνευ”. Ζει και εργά­ζε­ται στη Λευ­κω­σία. Εκτός από το Ρέκ­βιεμ στη νεό­τη­τα, στο συρ­τά­ρι του υπάρ­χουν και τα ανέκ­δο­τα, “Πρω­τό­λεια και Παρα­λει­πό­με­να” και οι “Περι­πέ­τειες της νύχτας” ενώ συμ­με­τέ­χει στο συλ­λο­γι­κό έργο “Ανθο­λο­γία σύγ­χρο­νης κυπρια­κής ποί­η­σης”, Μαν­δρα­γό­ρας (2011).

Λυρι­κός ποι­η­τής ο Χρι­στό­δου­λος Καλ­λί­νος, μα και ξεκά­θα­ρα υπαρ­ξια­κός, απο­κα­λύ­πτει στον ανα­γνώ­στη την ευαι­σθη­σία του ως δημιουρ­γού και κυρί­ως επα­να­φέ­ρο­ντας στο προ­σκή­νιο την χαμέ­νη ανθρώ­πι­νη ευαι­σθη­σία, παλεύ­ο­ντας ενά­ντια στην (πολυ­πρό­σω­πη, πολ­λές φορές) κακία και στην ασχή­μια. Ο ποι­η­τής, άνθρω­πος λαϊ­κής κατα­γω­γής και εκ πεποι­θή­σε­ως αρι­στε­ρό­χειρ, όπως δηλώ­νει κι ο ίδιος, νέος στις ιδέ­ες κι άνθρω­πος που δεν αφιε­ρώ­νει ποι­ή­μα­τα σε ακα­δη­μαϊ­κούς, κρι­τι­κούς, εκδό­τες ή άλλες δια­ση­μό­τη­τες — αλλά αφιε­ρώ­νει στους φίλους του, είναι παράλ­λη­λα κι ένας σοφός άνθρω­πος. Η καθη­με­ρι­νό­τη­τα, οι ποι­η­τές που πεθαί­νουν «εν σιω­πή», οι κυρί­ες μιας κάποιας ηλι­κί­ας, δεν έχουν μυστι­κά από αυτόν. Είναι ένας ανα­τό­μος της ανθρώ­πι­νης κατά­στα­σης, ρομα­ντι­κός, συναι­σθη­μα­τι­κά διαυ­γής, που αν και σπά­νια γρά­φει για τα πολι­τι­κά, κατα­φέρ­νει πάντα να εκφρά­ζει πολι­τι­κό, δηλα­δή κοι­νω­νι­κό λόγο, αιχ­μη­ρό, παλεύ­ο­ντας ενά­ντια στα αφε­λή συναι­σθή­μα­τα, ενά­ντια στην τυρ­ρα­νία των ονείρων.

Το “Ρέκ­βιεμ στη νεό­τη­τα” αξί­ζει να δια­βα­στεί απ’ όλες και όλους, ειδι­κά απ’ όσους έχουν το νου τους πάντα στο ταξί­δι, όπως κι ο ποι­η­τής. Τα ποι­ή­μα­τα του, αυτές οι αγνές, εξο­μο­λο­γή­σεις, αυτά τα γράμ­μα­τα σε νέους ποι­η­τές κι ανα­γνώ­στες, μπο­ρούν να στα­θούν καλός σύντρο­φος στις δικές μας ανα­ζη­τή­σεις. Ο τίτλος της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής το αποδεικνύει.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΟΛΟ ΓΙΑ ΝΙΚΕΣ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ…

Όλο για νίκες μου μιλάς και για αγώνες
εμέ­να που έχω νικη­θεί σε όλους τους αγώνες
εμέ­ναν που οι πλη­γές μου μαρτυράν
το μέγε­θος της πανω­λε­θρί­ας μου
εμέ­ναν που μόνο ήττες γνώρισα
και μόνον αυτές έμα­θα να κερδίζω.
Εμέ­ναν που ήμουν πάντα με τους νικημένους
αυτούς που πορεύ­ο­νται προς τους αγώνες
του μέλ­λο­ντος, βέβαιοι για την άδο­ξη έκβα­ση τους.
Κι αν τύχει και κερ­δί­σω καμιά φορά
έτσι, από λάθος, θα τρέ­ξω προς τους νικημένους,
αυτούς που κατά λάθος νίκησα
να σκύ­ψω να τους φιλή­σω τις πληγές

~

ΠΕΡΙ ΚΗΠΟΥΡΙΚΗΣ

Δεν θα μιλή­σω για το ύφος των δέντρων
για­τί δεν ξέρω από κηπουρική.
Τα λόγια πια σαν την βροχή
και σαν τον άνεμο.
Δεν είναι βάλ­σα­μο ο λόγος
ούτε του φίλου.
Υπάρ­χουν τόσα που δεν ξέρω να σου ειπώ
δεν ξέρω αν πρέ­πει ή αν είν’ η σκέ­ψη ικανή.
Και πάλι αφή­νω τα λιγο­στά πράγματα
π΄ αγάπησα.
Είναι τα πράγ­μα­τα μπελάς
μες της καρ­διάς τα βάθη.

~

ΑΝΕΥ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Αγό­ρα­σα ειση­τή­ριον άνευ επιστροφής
ακύ­ρω­σα τις συνα­ντή­σεις με φίλους
Μακριά, όσον πιο μακριά
από επι­διώ­ξεις, από τις σχε­τι­κές κακίες.
Μακριά, από τιμές από επικηδείους
όσον πιο μακριά.

~

FRAGMENTUM VII

Κάθι­δροι θέλω να ‘ναι οι στί­χοι μου, σαν τους
ερα­στές στην ακμή του ερω­τά τους.

~

ΑΤΙΤΛΟ X

Μια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή των εκα­τόν σελί­δων είναι μεγάλη,
πώς άφη­σα και πλή­θυ­ναν έτσι τα ναυά­γιά μου…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο