Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η καντίνα του σταθμού

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Αν φτά­νεις στο σταθ­μό Λαρί­σης με την αμα­ξο­στοι­χία από Θεσ­σα­λο­νί­κη και την εθι­μι­κή μισά­ω­ρη ‑στην καλύ­τε­ρη- καθυ­στέ­ρη­ση, έχεις την ευκαι­ρία να κάνεις τις κατα­θλι­πτι­κές συγκρί­σεις με το σταθ­μό που άφη­σες πίσω σου στο Βαρ­δά­ρη. Και δεν εννοώ τόσο τις περιο­χές, που είναι αμφό­τε­ρες υπο­βαθ­μι­σμέ­νες, σχε­δόν βάση σχε­δί­ου (πχ στην Αθή­να με την αντί­θε­ση μετα­ξύ της μεσο­α­στι­κής Αχαρ­νών και της προ­λε­τα­ρια­κής Λιο­σί­ων με τα συνερ­γεία, που πάει κατά μήκος της σιδη­ρο­δρο­μι­κής γραμ­μής, άσχε­τα αν τελι­κά η ζωή τα έφε­ρε αλλιώς και τα ισο­πέ­δω­σε όλα). Αλλά από γαστρι­μαρ­γι­κής άπο­ψης, που ‘ναι κι αυτή που μας ενδια­φέ­ρει εξάλ­λου. Κατε­βαί­νο­ντας στο σταθ­μό του Βαρ­δά­ρη, σε περι­τυ­λί­γουν μυρω­διές και σε τρα­βά­νε από το ρου­θού­νι σαν φαγώ­σι­μες Σει­ρή­νες: το τσου­ρέ­κι του Τερ­κεν­λή, γύρος που στά­ζει αγνό λάδι, μέχρι και τα πλα­στι­κά προ­ϊ­ό­ντα τύπου Goodys για αυτούς που δεν είναι (ακό­μα) μερα­κλή­δες. Ενώ στο σταθ­μό Λαρί­σης, κατε­βαί­νο­ντας, συνα­ντάς μόνο ένα Everest ή τη μυρω­διά της αμμω­νί­ας στις σκο­τει­νές γωνί­ες και απέ­να­ντί σου, τα γρα­φεία των φασι­στών, που σου κόβουν μια και καλή την όρε­ξη. Εκτός κι αν…

Εκτός κι αν φτά­σεις αργά το βρά­δυ και κόψεις δεξιά κατε­βαί­νο­ντας, για να βρεις την καντί­να του σταθ­μού και τον κυρ-Χρή­στο. Δεν ξέρω αν είναι η καλύ­τε­ρη καντί­να στο κλει­νόν άστυ ‑αυτά είναι λίγο υπο­κει­με­νι­κά εξάλ­λου- είναι όμως η καλύ­τε­ρη πρό­τα­ση στην περιο­χή, σε μια αρκε­τά μεγά­λη ακτί­να, κι έχει συγκε­κρι­μέ­να πλε­ο­νε­κτή­μα­τα, που το πιστοποιούν.

-καυ­τε­ρό τσί­λι που ανα­πλη­ρώ­νει επά­ξια το μπού­κο­βο, που το ξέρουν σχε­δόν όλοι στο βορ­ρά, αλλά αν το ζητή­σεις στην Αθή­να, μπο­ρεί να σε κοι­τά­ξουν απο­ρη­μέ­νοι, λες και είσαι Βούλ­γα­ρος. Όχι από οπα­δι­κό τοπι­κι­σμό, αλλά για­τί είναι όντως σλά­βι­κη γεύ­ση το μπούκοβο.
‑ενι­σχυ­μέ­να υλι­κά στο σάντουιτς, με το κλα­σι­κό απ’ όλα να περι­λαμ­βά­νει κοντά στα άλλα: κέτσαπ, μου­στάρ­δα κι ένα αλλα­ντι­κό, πέρα από το κρέ­ας που θα επι­λέ­ξεις για τη “γέμι­ση”. Που μοιά­ζει βαριά κι ασή­κω­τη με όλα αυτά αλλά δεν είναι.
‑μέλι δικής της παρα­γω­γής, αφού ο καντι­νιέ­ρης είναι ερα­σι­τέ­χνης μελισσοκόμος.

Στην ίδια κατη­γο­ρία υπάρ­χουν οι φημι­σμέ­νες καντί­νες στη Μιχα­λα­κο­πού­λου και την ευρύ­τε­ρη περιο­χή, η καντί­να στην Πει­ραιώς, στο ύψος του Ταύ­ρου, η Ρωσί­δα στο Χαϊ­δά­ρι, λίγο μετά το δημαρ­χείο, και ο Πλα­στή­ρας, στο λιμά­νι του Πει­ραιά, προς τη μεριά της Δρα­πε­τσώ­νας, που αξί­ζει να τις δοκιμάσετε.

Μπο­ρεί­τε επί­σης να θυμη­θεί­τε μια δια­φο­ρε­τι­κή καντί­να στα Σπά­τα, που είχα­με παρου­σιά­σει εδώ στο πρό­σφα­το παρελ­θόν, στο κυνή­γι της προ­βα­τί­νας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο