Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ILYA EHRENBURG, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟΣ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟ (ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Σύντο­μο βιογραφικό

Ο σοβιε­τι­κός δημο­σιο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής Ιλιά  Έρεν­μπουργκ γεν­νή­θη­κε στο Κίε­βο το 1891 και πέθα­νε στη Μόσχα το 1967. Στα 1906–1908 διώ­χθη­κε ως μπολ­σε­βί­κος, ανα­γκά­στη­κε να φύγει από τη Ρωσία και εγκα­τα­στά­θη­κε στη Γαλ­λία. Πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στα γράμ­μα­τα το 1916 με τη συλ­λο­γή Ποι­ή­μα­τα για τις παρα­μο­νές, έργο που διέ­πε­ται έντο­να από τη δυσα­να­σχέ­τη­σή του με την κατα­στρο­φή της Ευρώ­πης από τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο. Το 1917 γυρί­ζει στη Ρωσία. Στην αρχή δεν κατα­νο­εί τί σήμαι­νε Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, αλλά γρή­γο­ρα οι δισταγ­μοί του ξεπερ­νιώ­νται. Το 1921–1924 ζει στο Βερο­λί­νο. Συνερ­γά­ζε­ται με το σοβιε­τι­κό Τύπο και εξε­λίσ­σε­ται σε παγκό­σμιας εμβέ­λειας δημο­σιο­γρά­φο. Το 1922 δημο­σιεύ­ε­ται το πρώ­το του μυθι­στό­ρη­μα Οι ασυ­νή­θι­στες περι­πέ­τειες του Χού­λιο Χου­ρε­νί­το και των μαθη­τών του, στο οποίο εμφα­νί­ζε­ται ο Α’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος με όλες τις αντι­φά­σεις και τις φρι­κα­λε­ό­τη­τές του. Το ίδιο κλί­μα απο­πνέ­ουν και τα άλλα έργα της δεκα­ε­τί­ας του 1920, όπως Η ζωή και ο θάνα­τος του Νικο­λάι Κουρ­μπόφ (1923), Η αγά­πη της Ζάνας Νέι (1924) με τη σύγκρου­ση χρέ­ους-συναι­σθή­μα­τος, την αντι­πα­ρά­θε­ση του ανθρώ­που προς την κοι­νω­νία, την κρι­τι­κή της αστι­κής ηθι­κής και άλλα ως βασι­κό μοτί­βο, ιδιαί­τε­ρα οξυ­μέ­νο στο Μεσοπόλεμο.

Στις αρχές του 1930 ο  Έρεν­μπουργκ επι­στρέ­φει στη Μόσχα. Η άνο­δος του φασι­σμού στην Ευρώ­πη δίνει μια νέα διά­στα­ση και νέα ορμή στα έργα του σ’ ό, τι αφο­ρά τη συνει­δη­το­ποί­η­ση  των κατα­στά­σε­ων. Το 1941 δημο­σιεύ­ε­ται το μυθι­στό­ρη­μά του Η πτώ­ση του Παρι­σιού (πήρε το Κρα­τι­κό Βρα­βείο της ΕΣΣΔ) στο οποίο ανα­λύ­ο­νται τα πολι­τι­κά, ηθι­κά και ιστο­ρι­κά αίτια της συντρι­βής της Γαλ­λί­ας στο Β’΄Παγκόσμιο Πόλε­μο. Ακο­λου­θεί η Θύελ­λα (1946, Κρα­τι­κό Βρα­βείο ΕΣΣΔ), στο οποίο μέσα από τον αντι­φα­σι­στι­κό αγώ­να τονί­ζε­ται η ηθι­κή ανά­τα­ση και ο απο­φα­σι­στι­κός ρόλος των απλών ανθρώ­πων στις μεγά­λες καμπές της ιστορίας.

Στα μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια ο  Έρεν­μπουργκ δημο­σιεύ­ει Το ένα­το κύμα (1952, εκδό­σεις ‘Καστα­νιώ­της’, μετά­φρα­ση: Περι­κλής Ροδά­κης) που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στα χρό­νια της έξαρ­σης του Ψυχρού Πολέ­μου και δεί­χνει με ποιό τρό­πο «στή­νε­ται» ο αντικομμουνισμός/αντισοβιετισμός για να ανα­κο­πεί η πορεία των λαών της Ευρώ­πης- και όχι μόνο — προς τη ριζι­κή κοι­νω­νι­κή αλλα­γή. Μέσα από τις σελί­δες αυτού του ιστο­ρι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος η Εθνι­κή Αντί­στα­ση που εμφα­νί­ζε­ται στο Θύελ­λα πια­σμέ­νη στη μέγ­γε­νη της αμε­ρι­κα­νι­κής στρα­τιω­τι­κής παντο­δυ­να­μί­ας, αγω­νί­ζε­ται για να εμπο­δί­σει ένα νέο αιμα­το­κύ­λι­σμα. Επί­σης κυκλο­φο­ρεί το Τα χιό­νια λειώ­νουν (1956) που ανα­φέ­ρε­ται στην ίδια επο­χή. Πρό­κει­ται για ιστο­ρι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα στα οποία μια φοβε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που σφρά­γι­σε το παγκό­σμιο γίγνε­σθαι του δεύ­τε­ρου μισού του 20ου αιώ­να, μετου­σιώ­νε­ται σε τέχνη. Το 1960 κυκλο­φο­ρεί το Ξανα­δια­βά­ζο­ντας τον Τσέ­χοφ και το 1965 τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του ‘Ερεν­μπουργκ ‘Ανθρω­ποι Χρό­νια Ζωή (εκδ. ‘Νεφέ­λη’, μετά­φρα­ση:  Άρης Αλεξάνδρου).

Το 2002 δημο­σιεύ­ε­ται στα ελλη­νι­κά Το χρο­νι­κό της αντρειο­σύ­νης (εκδό­σεις ‘Σύγ­χρο­νη Επο­χή’, μετά­φρα­ση: Γιάν­νης Στυ­λιά­της) με δημο­σιο­γρα­φι­κά άρθρα του Έρεν­μπουργκ στον ξένο Τύπο και στα πρα­κτο­ρεία ειδή­σε­ων για την επο­ποι­ία του σοβιε­τι­κού λαού και του Κόκ­κι­νου Στρα­τού στον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο. Στα έργα του πολύ σημα­ντι­κή θέση κατα­λαμ­βά­νουν οι σκέ­ψεις του για τη λογο­τε­χνία, την τέχνη γενι­κό­τε­ρα, για πολ­λούς καλ­λι­τέ­χνες και συγ­γρα­φείς, τα έργα τους και τη ζωή τους. Στην έκδο­ση  ‘Ερεν­μπουργκ Ισα­κόφ­σκι Χικ­μέτ, η λογο­τε­χνία και η αισθη­τι­κή της (1985, εκδ. ‘Σύγ­χρο­νη Επο­χή’, μετά­φρα­ση: Γιάν­νης Χαρα­τσί­δης) περι­λαμ­βά­νε­ται το δοκί­μιο του ‘Ερεν­μπουργκ Η δου­λειά του συγ­γρα­φέα με ενδια­φέ­ρου­σες και καμιά φορά και πρω­τό­γνω­ρες από­ψεις για τη λογο­τε­χνία στα πρώ­τα χρό­νια της σοβιε­τι­κής εξουσίας.

Το μυθι­στό­ρη­μα Γράκ­χος Μπα­μπέφ, ο υπε­ρα­σπι­στής του λαού (εκδό­σεις ‘Ηρι­δα­νός’, μετά­φρα­ση: Αντώ­νης Μοσχο­βά­κης) ανα­δει­κνύ­ει το χαρα­κτή­ρα και τη δρά­ση αυτού του Γάλ­λου επα­να­στά­τη του τέλους του 18ου αιώ­να. Στην έκδο­ση αυτή περι­λαμ­βά­νε­ται και ένα άρθρο του Ζαν Κατα­λά με τίτλο Η σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία και η κρι­τι­κή που πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης και στον τόμο 1961.

Ο Ιλιά ‘Ερεν­μπουργκ δια­τέ­λε­σε βου­λευ­τής στο Ανώ­τα­το Σοβιέτ και αντι­πρό­ε­δρος στο Παγκό­σμιο Συμ­βού­λιο Ειρή­νης από το 1950. Τιμή­θη­κε με το Διε­θνές Βρα­βείο Λένιν «για την εδραί­ω­ση της ειρή­νης μετα­ξύ των λαών» και παρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε με δύο παρά­ση­μα Λένιν, καθώς και με άλλα παρά­ση­μα και μετάλλια.

Άνθρω­ποι Χρό­νια Ζωή

Έτσι ο Ερεν­μπουργκ τιτλο­φό­ρη­σε τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του που απο­τε­λού­νται από έξι τόμους/μέρη. Είχε σκο­πό να γρά­ψει και έβδο­μο τόμο, αλλά τελι­κά δεν το έκα­νε. Ο ίδιος μας εξηγεί:

«Ωστό­σο, προ­σθέ­το­ντας το 1965 μερι­κές λεπτο­μέ­ρειες στο έκτο μέρος, τόβλε­πα κιό­λας πως τα χρό­νια που είχα ζήσει μετά το 1953, μου δίνα­νε τη δυνα­τό­τη­τα να γρά­ψω έναν ακό­μα τόμο – τον έβδο­μο – των απο­μνη­μο­νευ­μά­των μου…Γιατί διέ­κο­ψα τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά μου; Μου χρεια­ζό­ταν η προ­ο­πτι­κή του χρό­νου για να δω καλύ­τε­ρα, να κατα­λά­βω ορι­σμέ­να πράγ­μα­τα. Τώρα, ξέρω πως στη διάρ­κεια της τελευ­ταί­ας δεκα­ε­τί­ας γίνα­νε πολ­λές αλλα­γές, τόσο σ’ ολό­κλη­ρο τον κόσμο όσο και μέσα μου. Έχω πολ­λά να πω και η σιω­πή μου θα μπο­ρού­σε δικαιο­λο­γη­μέ­να να ερμη­νευ­τεί σαν μια πνευ­μα­τι­κή φυγομαχία»…

«Στον τόμο αυτό θα μιλή­σω για γεγο­νό­τα, για ανθρώ­πους και για τον εαυ­τό μου. Φτά­νο­ντας στο βρά­δυ της ζωής μου πέρα­σα δύσκο­λες και ανή­συ­χες μέρες, παρα­τη­ρού­σα όμως επί­μο­να τους νέους: είναι ίδιον του ανθρώ­που να σκέ­φτε­ται το μέλ­λον, ακό­μα κι όταν ξέρει πως όταν έρθει αυτό το μέλ­λον, η δική του θέση θα έχει μεί­νει άδεια».

Ο έβδο­μος τόμος έμει­νε ημι­τε­λής, για­τί ο Έρεν­μπουργκ πέθα­νε στη Μόσχα το φθι­νό­πω­ρο του 1967. Τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα ξεκι­νούν από τα παι­δι­κά χρό­νια του στην τσα­ρι­κή Ρωσία. Ο συγ­γρα­φέ­ας αφή­νει τη σκέ­ψη του να ανα­πο­λεί ελεύ­θε­ρα, ο λόγος του κυλά­ει δίνο­ντας εικό­νες των γεγο­νό­των. Πράγ­μα­τι δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει πιο κατάλ­λη­λος τίτλος, διό­τι μπρο­στά στα μάτια μας περ­νούν άνθρω­ποι, χρό­νια και μια ζωή στον πολυ­τά­ρα­χο 20ο αιώ­να. Ο Έρεν­μπουργκ έζη­σε από κοντά δύο παγκό­σμιους πολέ­μους και την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Γνώ­ρι­σε απί­στευ­τα πολ­λούς ανθρώ­πους και «νόον έγνω», ταξί­δε­ψε σε πολ­λές χώρες, ευαί­σθη­τος απο­δέ­κτης των μηνυ­μά­των της επο­χής του χωρίς να εξω­ραϊ­ζει, ούτε να απα­ξιώ­νει χωρίς λόγο.

Ένας «ανό­η­τος» νέος συνα­ντά­ει τον Λένιν

Χωρίς αμφι­βο­λία το χωρίο στο οποίο ο Έρεν­μπουργκ περι­γρά­φει την πρώ­τη του συνά­ντη­ση με τον εξό­ρι­στο στο Παρί­σι Λένιν το 1909 στον πρώ­το τόμο του Άνθρω­ποι Χρό­νια Ζωή δεν στε­ρεί­ται χιού­μορ και αυτο­γνω­σί­ας: «Η μπολ­σε­βί­κι­κη ομά­δα μαζευό­ταν σ’ ένα καφε­νείο της Αβε­νύ ντ’ Ορλε­άν, λίγο παρα­κά­τω από τον λέο­ντα του Μπελ­φόρ. Στο δεύ­τε­ρο πάτω­μα υπήρ­χε μια μικρή αίθου­σα. Στη συγκέ­ντρω­ση είχαν έρθει καμιά τρια­ντα­ριά άνθρω­ποι. Εγώ είχα καρ­φώ­σει το βλέμ­μα μου στο Λένιν. Φόρα­γε σκού­ρο κοστού­μι και όρθιο σκλη­ρό κολά­ρο, φαι­νό­ταν άψο­γος. Δεν θυμά­μαι τι είπε όταν μίλη­σε, εγώ όμως, όντας παι­δί ακό­μα και αρκε­τά θρα­σύς, ζήτη­σα το λόγο και έφε­ρα κάποια αντίρ­ρη­ση. Μου απά­ντη­σε σε ήπιο τόνο, δεν με έβρι­σε, μου εξή­γη­σε μονά­χα πως δεν είχα κατα­λά­βει το τάδε πράγμα…Όταν η συνε­δρί­α­ση τελεί­ω­σε, ο Βλα­ντί­μιρ Ίλιτς με πλη­σί­α­σε: «Είστε απ’ τη Μόσχα;…» του εξή­γη­σα πως είχα δου­λέ­ψει στη μοσχο­βί­τι­κη οργά­νω­ση ως τον Ιανουά­ριο, ύστε­ρα με συλ­λά­βα­νε, προ­σπά­θη­σα να βολευ­τώ στην Πολ­τά­βα, βρή­κα εκεί μερι­κούς συντρό­φους. Ο Λένιν είπε να περά­σω απ’ το σπί­τι του».

«Μου έκα­νε κατά­πλη­ξη το κεφά­λι του. Το θυμή­θη­κα δεκα­πέ­ντε χρό­νια αργό­τε­ρα , όταν είδα το Λένιν στο φέρε­τρο. Πολ­λή ώρα κοί­τα­ζα το κατα­πλη­κτι­κό του κρα­νίο: σ’ ανά­γκα­ζε να σκε­φτείς όχι την ανα­το­μία, μα την αρχιτεκτονική»…Όταν πήγα στο σπί­τι του Βλα­ντί­μιρ Ίλιτς, η θυρω­ρός μου είπε αυστη­ρά: «Σκου­πί­στε τα πόδια σας» να φαντα­ζό­ταν τάχα ποιος ήταν ο νοι­κά­ρης της; Να φαντα­ζό­ταν τάχα ο σερ­βι­τό­ρος του καφε­νεί­ου της Αβε­νύ ντ’ Ορλε­άν πως σε οχτώ χρό­νια όλος ο κόσμος θα μίλα­γε για τον κύριο που του παρήγ­γελ­νε ένα ποτή­ρι μπί­ρας; Να φαντα­ζό­ντου­σαν τάχα οι ανα­γνώ­στες της βιβλιο­θή­κης, πως ο άνθρω­πος που αντι­γρά­φει προ­σε­χτι­κά απ’ το βιβλίο του νού­με­ρα και ονό­μα­τα, θ’ αλλά­ξει το ρου της ιστο­ρί­ας, πως θα γρά­ψουν γι αυτόν δεκά­δες χιλιά­δες συγ­γρα­φείς σ’ όλες τις γλώσ­σες του κόσμου; Μα μήπως κι εγώ που κοί­τα­ζα τότε το Βλα­ντί­μιρ Ίλιτς με ευλά­βεια, μπο­ρού­σα τάχα να φαντα­στώ πώς είχα τότε μπρο­στά μου έναν ανθρω­πο που η ζωή του θα συνυ­φαι­νό­ταν με τη γέν­νη­ση μιας νέας επο­χής της ανθρω­πό­τη­τας;» (Άνθρω­ποι Χρό­νια Ζωή, Εκδ. Νεφέ­λη, τόμος Α’, σελ. 75,76, 77, 78).

Κάνο­ντας ένα άλμα στο χρό­νο πάμε για λίγο στη δεκα­ε­τία του 1930. Ο Ίλια Έρεν­μπουργκ μας δίνει πολύ πει­στι­κές εικό­νες και προ­πα­ντώς είναι ειλι­κρι­νής. Δεν προ­σπα­θεί να κολα­κέ­ψει κανέ­ναν, περι­γρά­φει την ίδια την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δια­πι­στώ­νο­ντας όσο αντι­κει­με­νι­κά μπο­ρεί: «Το καλο­καί­ρι και το φθι­νό­πω­ρο του 1932 ταξί­δε­ψα πολύ στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. …Οι και­ροί δεν ήταν απ’ τους συνη­θι­σμέ­νους. Για δεύ­τε­ρη φορά η χώρα μας σαρώ­θη­κε από λαί­λα­πα. Μα ενώ η πρώ­τη – στα χρό­νια του εμφυ­λί­ου πολέ­μου – φαι­νό­ταν να είναι ένα αυθόρ­μη­το ξέσπα­σμα  και είχε άμε­ση σχέ­ση με την πάλη των τάξε­ων, με την οργή, με το μίσος και τη νοσταλ­γία, η κολ­λε­κτι­βο­ποί­η­ση και τα πρώ­τα βήμα­τα της βαρειάς βιο­μη­χα­νί­ας που ανα­μό­χλευ­σαν τη ζωή δεκά­δων εκα­τομ­μυ­ρί­ων, βασί­ζο­νταν σ΄ ένα μελε­τη­μέ­νο σχέ­διο, εξαρ­τιό­ντου­σαν απ’ τη στα­τι­στι­κή και υπο­τάσ­σο­νταν όχι πια στις εκρή­ξεις των λαϊ­κών παθών, μα στους άτεγ­κτους νόμους της ανά­γκης. Είδα και πάλι σιδη­ρο­δρο­μι­κούς κόμ­βους γεμά­τους ανθρώ­πους με τα μπο­γα­λά­κια τους. Συντε­λεί­το μια μεγά­λη μετα­κί­νη­ση πλη­θυ­σμών. Οι αγρό­τες απ’ την περιο­χή του Ορέλ ή του Πεν­ζέν παρα­τά­γα­νε τα χωριά τους και ταξι­δεύ­α­νε μ’ όλα τα δια­θέ­σι­μα μέσα προς Ανα­το­λάς: τους λέγα­νε πως εκεί μοι­ρά­ζουν ψωμί, παστό ψάρι, ακό­μα και ζάχα­ρη. Τα μέλη της κομ­μου­νι­στι­κής νεο­λαί­ας, φλε­γό­με­να από ενθου­σια­σμό, ξεκι­νά­γα­νε για το Μαγκνι­το­γκόρσκ ή το Κουζ­νέ­τσκ. Πιστεύ­α­νε πως αρκεί να χτί­σουν εργο­στά­σια – γίγα­ντες και η γη θα μετα­βλη­θεί σε παρά­δει­σο. Με τις παγω­νιές του Γενά­ρη, το σίδε­ρο σού­και­γε τα χέρια. Είχες την εντύ­πω­ση πως οι άνθρω­ποι είχαν παγώ­σει ως το μεδού­λι. Δεν υπήρ­χαν ούτε τρα­γού­δια, ούτε σημαί­ες, ούτε ρητο­ρεί­ες. Η λέξη «ενθου­σια­σμός», όπως και πολ­λές άλλες, έχα­σε την αξία της απ’ την πολ­λή χρή­ση. Μα για τα χρό­νια του πρώ­του πεντά­χρο­νου είναι αδύ­να­το να βρεις πιο κατάλ­λη­λη λέξη. Τότε, ο ενθου­σια­σμός ήταν που ενέ­πνεε τη νεο­λαία και την έσπρω­χνε σε καθη­με­ρι­νές και σχε­δόν απα­ρα­τή­ρη­τες ηρω­ι­κές πρά­ξεις. Πολ­λοί εργά­τες φερ­νό­ντου­σαν στα εργο­στά­σια σαν να τάχα­νε ερω­τευ­τεί. Ονο­μά­ζα­νε την υψι­κά­μι­νο Καμί­να Ιβά­νοβ­να και το σύστη­μα Μαρ­τέν «μπάρ­μπα Μαρ­τί­νο» (Άνθρω­ποι Χρό­νια Ζωή, τ. Γ’, σελ. 257/258).

Συνε­χί­ζε­ται.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο