Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΙΩΣΗΦ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ, ο αγνοημένος αγωνιστής — ποιητής

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο ποι­η­τής Ιωσήφ Ραφτό­που­λος γεν­νή­θη­κε το 1890 και πέθα­νε το 1923 στα 33 του χρό­νια από φυμα­τί­ω­ση. Το 2012 κυκλο­φό­ρη­σε το βιβλίο  Ραφτό­που­λος: Ποι­ή­μα­τα – ‘Απα­ντα τα ευρε­θέ­ντα σε επι­μέ­λεια Μιχα­ήλ Γ. Μπακογιάννη.

Ο μελε­τη­τής και κρι­τι­κός της λογο­τε­χνί­ας Μ. Μ. Παπαϊ­ω­άν­νου, πολ­λά χρό­νια πριν, την άνοι­ξη του 1975 είχε δημο­σιεύ­σει στο Ριζο­σπά­στη ένα άρθρο σε δύο συνέ­χειες, στο οποίο επι­χει­ρού­σε όχι απλά τη γνω­ρι­μία με τον Ιωσήφ Ραφτό­που­λο, αλλά κυρί­ως την ανά­δει­ξη της ιδε­ο­λο­γι­κής του ταυ­τό­τη­τας και της αγω­νι­στι­κής του δρά­σης καθώς και  τις συν­θή­κες, ιστο­ρι­κές – κοι­νω­νι­κές, μέσα στις οποί­ες διαμορφώθηκε.

***

raftopoulos2

Το εξώ­φυλ­λο της έκδο­σης του 2012

Περισ­σό­τε­ρο από πενή­ντα χρό­νια πέρα­σαν από τότε που πέθα­νε σε κάποια κλι­νι­κή της Αθή­νας ο Ιωάν­νης Ραφτό­που­λος, ένας ποι­η­τής πολύ γνω­στός τότε και πολύ εκτι­μώ­με­νος από παλιούς και νέους καθιε­ρω­μέ­νους ανθρώ­πους των γραμ­μά­των. Από τότε κανείς δεν ακού­ει, δε δια­βά­ζει γι’ αυτόν. Από τους ιστο­ρι­κούς της λογο­τε­χνί­ας μας, δηλα­δή από αυτούς που γρά­ψαν την ιστο­ρία της , μόνο δυό τον ανα­φέ­ρουν, ο Βαλέ­τας στην

«Επι­το­μή» του σημειώ­νει «ο πρό­ω­ρα χαμέ­νος βαθυ­στό­χα­στος λυρι­κός και αντι­πο­λε­μι­κός ποι­η­τής Ιωσήφ Ραφτό­που­λος»‘ ο Κορ­δά­τος του δίνει ξεχω­ρι­στή θέση αφιε­ρώ­νο­ντάς του μια σελί­δα και μισή από την ιστο­ρία του. Συχνά μιλού­σε για το Ραφτό­που­λο ο συμπα­τριώ­της του Πέτρος Τρια­ντά­φυ­λος, ποι­η­τής και μετα­φρα­στής από τα βουλ­γά­ρι­κα, συγ­γρα­φέ­ας μιας σύντο­μης «Ιστο­ρί­ας της βουλ­γα­ρι­κής λογο­τε­χνί­ας», γνω­στός παλιό­τε­ρα με το ψευ­δώ­νυ­μο Πετρί και ο οποί­ος τύπω­σε μια συλ­λο­γή από ποι­ή­μα­τα του Ραφτό­που­λου σκορ­πι­σμέ­να σε περιο­δι­κά κι εφημερίδες.

Για­τί παρα­σιω­πή­θη­κε ένας τόσο γνω­στός ποι­η­τής στον και­ρό του, στε­νό­τα­τος φίλος του Καρυω­τά­κη – του έχει αφιε­ρω­μέ­νο και το ποί­η­μά του «Πολύ­μνια» — συνερ­γά­της και συμπο­λε­μι­στής του «Νου­μά» στην μετά την Οχτω­βρια­νή επα­νά­στα­ση στη Ρωσία και το τέλος του Πρώ­του Παγκό­σμιου πολέ­μου επο­χή του, φίλος και συνα­γω­νι­στής του ποι­η­τή Πάνου Ταγκό­που­λου στο σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα και πολ­λών άλλων. Μήπως ο χρό­νος κρι­τής ψυχρός αλλά δίκαιος του παρα­χώ­ρη­σε τη θέση που πραγ­μα­τι­κά του άξι­ζε, τον κατα­δί­κα­σε στη λησμο­νιά;  Ένα τέτιο επι­χεί­ρη­μα δεν στέ­κει, για­τί ο χρό­νος σβή­νει ονό­μα­τα, μα ποτέ δεν δια­γρά­φει ολό­κλη­ρες επο­χές τόσο σημα­ντι­κές, άλλω­στε, για την ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας, σαν κι αυτή της πρώ­της δεκα­ε­τί­ας ύστε­ρα από την ίδρυ­ση του πρώ­του σοσια­λι­στι­κού κρά­τους στον κόσμο. Οι ιστο­ρι­κοί της λογο­τε­χνί­ας μας παρα­σιω­πούν το όνο­μα του Ραφτό­που­λου, κατά τον ίδιο τρό­πο συμπε­ρι­φέ­ρο­νται και προς αυτή τη μεγά­λη επο­χή του. Συνε­πώς το όνο­μα του ποι­η­τή Ραφτό­που­λου γίνε­ται σημείο ιδε­ο­λο­γι­κού δια­χω­ρι­σμού, δια­φο­ρε­τι­κής ιδε­ο­λο­γι­κής τοπο­θέ­τη­σης των ιστο­ρι­κών μας.  Όταν ο ιστο­ριο­γρά­φος μιλά θερ­μά για τον ποι­η­τή Εμπει­ρί­κο και λησμο­νεί το Ραφτό­που­λο ή από το Γιω­σέφ Ελι­γιά λησμο­νεί μόνο την αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κή και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή του ποί­η­ση αυτό φανε­ρώ­νει πως το λογο­τέ­χνη τον κρί­νει από την ιδε­ο­λο­γία του, πως ο σκο­πός του είναι να δια­στρέ­ψει την ιστο­ρία της λογο­τε­χνί­ας. Είναι γεγο­νός, πως πολ­λοί αξιό­λο­γοι λογο­τέ­χνες μας έχουν εξα­φα­νι­στεί από τις σελί­δες της ιστο­ρί­ας, όπως επί­σης πολ­λά ρεύ­μα­τα και τάσεις της λογο­τε­χνί­ας έχουν γίνει αντι­κεί­με­νο κακο­με­τα­χεί­ρι­σης από κάποιους ιστο­ρι­κούς, αν και αυτά ήταν γεν­νη­μέ­να και ήταν σύμ­φω­να με την ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Υπάρ­χει, έτσι, πρό­βλη­μα απο­κα­τά­στα­σης και αυτό δεν πρέ­πει να ξεφεύ­γει από κανέ­ναν που έχει συναί­σθη­ση ευθύνης.

Όπως το είπα­με κιό­λας, ο ποι­η­τής Ραφτό­που­λος λογα­ριά­ζο­νταν από τους συγ­χρό­νους του. Ο Παλα­μάς στο γράμ­μα του, που έστει­λε στο νεό­τε­ρο συνά­δελ­φό του παίρ­νο­ντας τη «Ζωή κι αγά­πη», δεν κρύ­βει την εχτί­μη­σή του για τα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής. Του λέει « Με το τελευ­ταίο σας βιβλίο ανε­βαί­νε­τε. Η καλο­σύ­νη σκε­πή σας. Γαλή­νια κοι­τά­ζε­τε, κι αν ίσως και δακρύ­ζουν κάπο­τε τα μάτια σας, δεν είναι τίπο­τα‘ το χαμό­γε­λό σας παι­δι­κό­τα­το».  Ο Ραφτό­που­λος στην αρχή ακο­λου­θού­σε την παρά­δο­ση του δημο­τι­κού τρα­γου­διού‘ δεν ήταν ο μόνος‘ κι ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης, κι ο Ρήγας Γκόλ­φης και άλλοι στην ίδια τάση πει­θαρ­χούν στο ξεκί­νη­μά τους. Ο Ραφτό­που­λος στα 1918, είναι και η χρο­νιά του γράμ­μα­τος του Παλα­μά, έγι­νε ποι­η­τής θρη­σκευ­τι­κός, όπως ο Σικε­λια­νός, ο Παπα­τσώ­νης, κι αυτός ο Αυγέ­ρης από επί­δρα­ση γαλ­λι­κή, του Κλω­ντέλ, του Πεγκύ και πλή­θος άλλων που στις παρα­μο­νές του Πρώ­του Παγκό­σμιου πολέ­μου τα έχουν χαμέ­να και δέχο­νται το δόγ­μα του καθο­λι­κι­σμού. Γι’ αυτό ο Παλα­μάς του γράφει

«δεί­χνε­στε μυστι­κό­πα­θος, λατρεύ­ε­τε το Κύριο μα τίπο­τα επί­ση­μα λει­τουρ­γι­κό ή ορθό­δο­ξο ή οπωσ­δή­πο­τε σπου­δα­σμέ­νο θεο­λο­γι­κό…». Και παρα­κά­τω «Μα θα ήθε­λα το στί­χο σας περισ­σό­τε­ρο λαγα­ρι­σμέ­νο, σημα­δε­μέ­νο αρμο­νι­κό­τε­ρα από το απα­λό γέλα­σμα του κόσμου, στο «Ξύπνη­μα του Κυρίου».

raftopoulos3

Το άρθρο στο Ριζοσπάστη

Ως το τέλος του πρώ­του παγκό­σμιου πολέ­μου ο ποι­η­τής Ραφτό­που­λος μένει στον ιδε­α­λι­σμό. Μαζί με τα δημο­τι­κι­στι­κά, τα θρη­σκευ­τι­κά και τα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τά του αυτής της επο­χής, έχει γρά­ψει και ποι­ή­μα­τα προ­σω­πο­λα­τρι­κά στον Τρι­κού­πη, στο Βενι­ζέ­λο, ίσως και σε άλλους. Σ’ένα από τα σονέ­τα με τα οποία ύμνη­σε το Βενι­ζέ­λο δεί­χνε­ται η ιδε­ο­λο­γι­κή του καθυστέρηση.

.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…

Στην Πόλη είπες‘ μα μπρος σου είδες βαλμένα
εμπό­δια που ποτέ σου δε θαρρούσες.
Μα ο Ελλη­νι­κός λαός πάντα μεγάλος
έδει­ξε που για κεί­νον στην καρ­διά του
εξόν από σένα δεν είν’ άλλος.
Που είν’ έτοι­μος για τα χρυ­σά όνει­ρά του
να πολε­μά­ει χωρίς να σταματήσει
όπο­τε ο δυνα­τός σου νους ορίσει.

Όπως μας πλη­ρο­φο­ρούν οι βιο­γρά­φοι του, ο ποι­η­τής Ιωσήφ Ραφτό­που­λος γεν­νή­θη­κε μάλ­λον στα 1890 στο χωριό Σκε­πα­στό της επαρ­χί­ας Βύζας της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης. Η οικο­γέ­νειά του πολύ φτω­χή‘ έβγα­λε της Μεγά­λη Σχο­λή του Γένους στην Πόλη με στε­ρή­σεις πολ­λές. Στα 1914 ήρθε στην Αθή­να με τους διωγ­μούς τους σκλη­ρούς ενα­ντί­ον των Ελλή­νων σ’ αυτή την περιο­χή. Γρά­φτη­κε στη φιλο­σο­φι­κή σχο­λή του αθη­ναϊ­κού πανε­πι­στη­μί­ου και πήρε πτυ­χίο φιλο­λό­γου. Για να ζήσει πέρα­σε από πολ­λά επαγ­γέλ­μα­τα: επί της ύλης στην εφη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις», δάσκα­λος σ’ ένα από τα χωριά της Αττι­κής, υπάλ­λη­λος στο υπουρ­γείο Γεωρ­γί­ας, έφο­ρος αρχαιο­τή­των στους Δελ­φούς. Αλλά ας αφή­σου­με στο φίλο του, σύντρο­φο του και βιο­γρά­φο του Πάνο Ταγκό­που­λο να μας ιστο­ρή­σει την πιο βασα­νι­στι­κή περί­ο­δο της ζωής του ποι­η­τή που τιμούμε:

«Η σκλη­ρή μοί­ρα που παρα­μό­νευε την ύπαρ­ξη του νέου μας ποι­η­τή, η μοί­ρα του αρχαί­ου τρα­γι­κού που «ανα­ση­κώ­νει μαύ­ρον άμμο απ’ το σκο­τει­νό της θάλασ­σας βυθό και ξεσπά­ζει μ’ αντί­χτυ­πο στο ακρο­γιά­λι» δεν τον αφή­νει ν’ απο­σώ­σει το ανέ­φε­λο τρυ­φε­ρό τρα­γου­δά­κι, τα πρώ­τα κελαϊ­δί­σμα­τα της ερω­τιά­ρι­κης ζωής. Τόνε ρίχνει κατά­δι­κο επι­ζω­ΐ­τη στο υγρό κελ­λί μιας ανή­λια­γης φυλα­κής. Στο νεκρό­σπι­το μέσα, που φέρ­νει – τι ειρω­νεία! – τ’ όνο­μα «Φθι­σια­τρείο η Σωτη­ρία», η ψυχή του αγγί­ζει άλλους ουρα­νούς, ζοφερούς…»

Στην πρώ­τη αυτή μελέ­τη που αφιέ­ρω­σε ο Ταγκό­που­λος στο Ραφτό­που­λο και δημο­σί­ευ­σε στο « Νου­μά» το Δεκέμ­βρη του 1923 αμέ­σως ύστε­ρα από το θάνα­το του φίλου του, δεν μιλά­ει ανοι­χτά για την πολι­τι­κή δρά­ση και τους διωγ­μούς που είχε υπο­στεί ο ποι­η­τής εξ αιτί­ας της συμ­με­το­χής του στους αγώ­νες των εργα­ζο­μέ­νων. Επί­σης σ’ αυτή τη μελέ­τη του ο Ταγκό­που­λος δεν κάνει καθό­λου λόγο για τα επα­να­στα­τι­κά ποι­ή­μα­τα του αδι­κο­χα­μέ­νου ποι­η­τή. Απο­δί­δει τους διωγ­μούς μάλ­λον σε λόγους αντι­ζη­λί­ας των άλλων φυμα­τι­κών της «Σωτη­ρί­ας» για τον έρω­τά του σε μια κοπέλ­λα που νοση­λευό­ταν στο ίδιο θερα­πευ­τή­ριο. Στη δεύ­τε­ρη όμως επί­σης εκτε­νή μελέ­τη που δημο­σί­ευ­σε στο βδο­μα­διά­τι­κο λογο­τε­χνι­κό περιο­δι­κό της Μεγά­λης Ελλ­λη­νι­κής Εγκυ­κλο­παί­δειας Δραν­δά­κη  — Πυρ­σού, εκεί λέει τα πράγ­μα­τα όπως συνέ­βη­καν. Ο Ραφτό­που­λος έχει υπο­στεί σκλη­ρούς διωγ­μούς για τις ιδέ­ες του, κυρί­ως με το γυρι­σμό του βασι­λιά Κων­στα­ντί­νου στα 1920. Ο Ταγκό­που­λος τα  είχε μάθει αυτά μετά τη δική του απο­φυ­λά­κι­ση‘ τα κυνη­γή­μα­τά του έξω στα χωρά­φια, το ξυλο­κό­πη­μα, τη φυλά­κι­σή του. Όντας στη «Σωτη­ρία» οργά­νω­σε « την ιστο­ρι­κή και δρα­μα­τι­κή εκεί­νη κάθο­δο στην Αθή­να, με τις μαύ­ρες σημαί­ες και τα λάβα­ρα, όπου ζητού­σαν βελ­τί­ω­ση συσσιτίου».

Και μόνο από αυτά τα ψιχία των στοι­χεί­ων για τη ζωή, τις ιδέ­ες και τη δρά­ση του, αν τα συν­δυά­σου­με με τη γενι­κό­τε­ρη κατά­στα­ση των πνευ­μά­των στην Ελλά­δα και σε όλο τον κόσμο, φτά­νου­με να συμπε­ρά­νου­με την ταχύ­τα­τη ιδε­ο­λο­γι­κή αλλα­γή του Ραφτό­που­λου, από το 1918. Ο φίλος του Ταγκό­που­λος γρά­φει για « κάποιες ανη­συ­χί­ες του αργό­τε­ρα που τον εφέ­ρα­νε κάπως κοντή­τε­ρα στα σύγ­χρο­να κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, που συγκι­νού­νε σήμε­ρα την ξυπνη­μέ­νη ανθρω­πό­τη­τα…». Τέτια στοι­χεία δεν μας είναι απα­ραί­τη­τα μόνο για τη μελέ­τη του ποι­η­τι­κού έργου του Ραφτό­που­λου μα και για την εκτί­μη­ση όλης της πνευ­μα­τι­κής ζωής αυτής της επο­χής. Δυστυ­χώς ο διωγ­μός του εργα­τι­κού κινή­μα­τος μάς έχει στε­ρή­σει πολ­λά πράγ­μα­τα. Ευτυ­χώς ο διωγ­μός δεν μπό­ρε­σε να εξα­φα­νί­σει το «Νου­μά», όπως έκα­νε με άλλα προ­ο­δευ­τι­κά περιο­δι­κά και γινό­μα­στε ευτυ­χείς όταν στις σελί­δες του βρί­σκου­με τα ψιχία των στοι­χεί­ων που ανα­φέ­ρα­με παρα­πά­νω. Στον τόμο του 1919 π.χ του Νου­μά, δημο­σιεύ­ε­ται ένα γράμ­μα του Ραφτό­που­λου‘ υπο­γρά­φε­ται «δια­νο­ού­με­νος σοσια­λι­στής» και κατα­κρί­νει τον παλιό σοσια­λι­στή Ν.Γιαννιό για τη στά­ση του μετά την ίδρυ­ση του Σοσια­λι­στι­κού κόμ­μα­τος Ελλ­λά­δας: « Τι κρί­μα αλή­θεια να μη φανεί ύστε­ρα από τον Σκλη­ρό ένας άξιος σοσια­λι­στής, ένα σύμ­βο­λο – όπως ο Ψυχά­ρης, εννο­εί, για το δημο­τι­κι­σμό – με νου και με φώτι­ση, που χρειά­ζο­νται για την περί­στα­ση. Ο κ. Γιαν­νιός, απο­τυ­χών ποι­η­τής, ανί­κα­νος να ανυ­ψω­θεί πάνου από τον δημο­σιο­γρά­φο εαυ­τό του, με τη δρά­ση του έκα­νε εχθρούς του όλους τους φωτι­σμέ­νους δημο­τι­κι­στές. « Δια­νοη­τι­κές ανι­κα­νό­τη­τες» ονο­μά­ζει κάποιος φιλό­σο­φος τους τέτιους χαρα­κτή­ρες. Ύστε­ρα από την απο­τυ­χία του στο «Ριζο­σπά­στη», που τον κρά­τη­σε στην αφά­νεια εννιά μήνες ο αθε­ό­φο­βος αγω­νί­ζε­ται να μας παρου­σιά­σει μιαν εφη­με­ρί­δα σαν την 

«Διά­πλα­ση των παί­δων» γιο­μά­τη με χαρι­τω­μέ­νο παι­δι­κό πνεύμα».

Και ένα άλλο γράμ­μα του σοσια­λι­στή δια­νο­ού­με­νου σχο­λιά­ζει πικρά το Γιαν­νιό, ο οποί­ος εκδί­δει την περιο­δι­κή εφη­με­ρί­δα « Κοι­νω­νία» και επι­τί­θε­ται κατά των σοσια­λι­στών, του «Νου­μά», κατη­γο­ρεί π.χ. το θεα­τρι­κό έργο του Ταγκό­που­λου πατρός «Στην οξώ­πορ­τα», το μυθι­στό­ρη­μα του Παρο­ρί­τη « Το μεγά­λο παι­δί», του Γκόλ­φη τα σοσια­λι­στι­κά τραγούδια.

Από την ίδρυ­ση του Σοσια­λερ­γα­τι­κού κόμ­μα­τος, και μετά που ονο­μά­στη­κε Κομ­μου­νι­στι­κό, ο « Νου­μάς», χωρίς να είναι επί­ση­μο όργα­νο κομ­μα­τι­κό, ακο­λου­θεί από κοντά τη γραμ­μή. Αυτό το οφεί­λει στον υιό Ταγκό­που­λο  και στους άλλους νέους λογο­τέ­χνες συνερ­γά­τες του περιο­δι­κού, που ανή­κουν στις νεο­λαι­ΐ­στι­κες σοσια­λι­στι­κές οργα­νώ­σεις των εργα­τών, των φοι­τη­τών και των γυναι­κών. Ο Πάνος Ταγκό­που­λος και ο Ιωσήφ Ραφτό­που­λος, όπως το απο­κα­λύ­πτει η έρευ­να, συμ­με­τέ­χουν στη δρά­ση με διά­φο­ρους τρό­πους, αλλά προ­σα­να­το­λί­ζουν την ποί­η­σή τους προς τους σκο­πούς των σοσια­λι­στι­κών οργα­νώ­σε­ων. Όταν ο Ταγκό­που­λος έχει επι­στρα­τευ­θεί και στέλ­νε­ται στο μέτω­πο του Στρυ­μό­να, ο Ραφτό­που­λος του γρά­φει δυό τετράστιχα:

«Ταγκό­που­λε ξεκί­νη­σες και πηγαί­νεις. Πού πηγαίνεις;..Τα φονι­κά στους ώμους σου όπλα πώς τα υπο­μέ­νεις;» Και συμπληρώνει:

Ξέρεις αιτία των πολέ­μων κι’ εχθρός οι δουλευτάδες
Δεν είναι π’ όμοια αφί­νου­νε τα σπί­τια τους πονώντας.
Γλε­ντο­κο­πού­νε των λαών στις πόλεις οι φονιάδες!
Το χρέ­ος σου…κι’ ας σκο­τω­θείς στα πλή­θη έτσι μιλώντας.

Πρέ­πει το τρα­γού­δι αυτό να είναι γραμ­μέ­νο το 1918, για­τί τότε ο Ταγκό­που­λος φεύ­γει για το μέτω­πο. Στο άλλο του τρα­γού­δι του 1915, το αφιε­ρω­μέ­νο στο Βενι­ζέ­λο, βεβαί­ω­νε πως ο λαός ήταν δια­τε­θει­μέ­νος να πολε­μά­ει όσο και­ρό το ήθε­λε ο κυβερ­νή­της του…Τώρα το χρέ­ος είναι δια­φο­ρε­τι­κό: Κατά του πολέ­μου. Από δω και πέρα η ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή του Ραφτό­που­λου είναι σχε­δόν επα­να­στα­τι­κή. Ένα τρα­γού­δι του με δυό τετρά­στι­χα « Στον Λίμπνεχτ», γραμ­μέ­νο όταν στα 1919 δολο­φό­νη­σαν τον Γερ­μα­νό κομ­μου­νι­στή ηγέτη:

Σύντρο­φε Λίμπνεχτ, μάρ­τυ­ρα, Ιδέα
Θεόν, η καρ­διά μου πώς να σ’ ονομάσει;
Θνη­τός δεν είσαι, ζεις, στην κάθε ωραία,
Όπου αγω­νί­ζε­ται ψυχή να σπάσει,
Του κτή­νους τα δεσμά και να χαρίσει.
Σ’ όλους τους σκλά­βους την ευδαιμονία.
Χαρού­με­νος ο κόσμος πια να ζήσει
Στον έρω­τα, στη λεύ­τε­ρη εργασία.

Είναι αυτά τα χρό­νια που ο Ραφτό­που­λος ζητά­ει την ανα­νέ­ω­ση της ελλη­νι­κής ποί­η­σης, ξεκι­νώ­ντας από την ανα­νέ­ω­ση του περιε­χο­μέ­νου της. Πάνω σ’ αυτό, ο Κορ­δά­τος στην ιστο­ρία του της λογο­τε­χνί­ας μας γρά­φει τα ακόλουθα:

«Ο Ραφτό­που­λος ήταν και κρι­τι­κός και μάλι­στα βαθυ­στό­χα­στος κρι­τι­κός. Βλέ­πο­ντας τα παρα­στρα­τή­μα­τα των νέων και παλαιών ποι­η­τών, ύψω­σε τη φωνή του ζητώ­ντας αλλα­γή. Λίγο πριν κλεί­σει τα μάτια του, έγρα­ψε ένα αρθρά­κι στο περιο­δι­κό « Νέοι Βωμοί», όπου τόνι­ζε πως η σύγ­χρο­νη ελλη­νι­κή ποί­η­ση δεν είναι παρά ένα έμβρυο, όχι όμως ζωη­ρό, ρωμα­λέο κι ελπι­δο­φό­ρο, μα κλα­ψιά­ρι­κο, καχε­κτι­κό, αρρωστιάρικο…Η ελλη­νι­κή ποί­η­ση πρέ­πει ν’ ανα­γεν­νη­θεί, όχι όμως με το γύρι­σμα στο Σολω­μό‘ η επι­στρο­φή στο Σολω­μό είναι μια άβα­θη και επι­πό­λαιη παρό­τρυν­ση. Το αίσχος του πολέ­μου έχει δια­πλά­σει μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ολό­τε­λα αντί­θε­τη από την προ­πο­λε­μι­κή‘ άλλοι είναι οι παλ­μοί της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας αυτής, άλλες οι ιδέ­ες της, οι σκέ­ψεις της, οι ελπί­δες της.»

raftopoulos4

Το άρθρο στο Ριζοσπάστη

Αυτά πίστευε για την ποί­η­ση των νέων και­ρών και ο Ραφτό­που­λος τα εφάρ­μο­ζε στην ποί­η­σή του. Άλλα­ξε ο ίδιος ψυχο­λο­γία, άλλα­ξε κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση και ιδε­ο­λο­γία, από­χτη­σε συνεί­δη­ση και ιδε­ο­λο­γία επα­να­στα­τι­κή. Με τον τρό­πο αυτό περ­νά­ει στην πρω­το­πο­ρία πριν και από το Βάρ­να­λη. Πέθα­νε νωρίς, δεν ξέρου­με τι θα έδι­νε ακό­μα αν ζού­σε, ποια θα ήταν η εξέ­λι­ξή του. Όμως και με ό,τι έδω­σε, επι­τρέ­πει πρώ­τα πρώ­τα να τον ανα­γνω­ρί­σου­με για ποι­η­τή‘ και ύστε­ρα, πέρα από την προ­σφο­ρά του στον ιδε­ο­λο­γι­κό τομέα, μας υπο­χρε­ώ­νει να δού­με τι έδω­σε και στην τεχνι­κή του στί­χου, για­τί και ο Παλα­μάς και ο Πάνος Ταγκό­που­λος επα­να­λαμ­βά­νει τις παρα­τη­ρή­σεις για την τρα­χύ­τη­τα του στί­χου του, όμως και οι από­ψεις για την τεχνι­κή, αλλά­ζουν και δια­φέ­ρουν από επο­χή σ’ επο­χή. Η παρα­δο­σια­κή ποί­η­ση τού­τη την επο­χή εγκα­τα­λεί­πε­ται στη Δυτι­κή Ευρώ­πη. Η αφρο­ντι­σιά για το ρυθ­μό του στί­χου, που παρα­τη­ρού­με λίγο αργό­τε­ρα στον Καρυω­τά­κη, κυρί­ως στα «Ελε­γεία και σάτυ­ρες» μήπως προ­έρ­χε­ται από επί­δρα­ση του Ραφτό­που­λου ή είναι απο­τέ­λε­σμα κοι­νών δια­θέ­σε­ων, κοι­νών δια­βα­σμά­των; Ας δού­με το « Ιερου­σα­λήμ, Ιερουσαλήμ»:

Αθή­να – ω της ζωής το μέλι και γάλα!
Κόλα­ση μαύ­ρη, θάνα­τος ο εαυ­τός σου.
Αδιά­φο­ρος προς τα έργα τα μεγάλα
Της ύλης δού­λος, ταπει­νός ο λαός σου.
Όχε­ντρα δολε­ρή, καρ­τέ­ρι στήνεις,
Όπου τη λάμ­ψη του καλού υποθέσεις.
Να με πνί­ξεις, φαρ­μά­κι όσο κι αν χύνεις.
Μάθε Ιερου­σα­λήμ, δε θα μπορέσεις.

Τού­το το ποί­η­μα έχει γρα­φεί το Μάιο του 1919. Ο Καρυω­τά­κης θ’ αργή­σει κάπως ν’ ακο­λου­θή­σει στην εγκα­τά­λει­ψη, να δώσει στο στί­χο του τη διά­θε­ση της αηδί­ας που νιώ­θει για τη ζωή. Δεν είναι καθό­λου απί­θα­νο να έχει επη­ρε­α­στεί από τον Ραφτό­που­λο. Ξέρου­με άλλω­στε – το είπα­με και στην αρχή – πως οι δυό τους δένο­νταν με στε­νή φιλία. Μα και αν η φιλία τους μας ήταν άγνω­στη, μας το μαρ­τυ­ρά η πολύ­τι­μη , πολύ­τι­μη για­τί τόσο ωραία μπο­ρεί να στη­ρί­ξει τη γνώ­μη μας, τώρα που πάμε να τον νεκρα­να­στή­σου­με – η νεκρο­λο­γία που έγρα­ψε ο Καρυω­τά­κης για τον Ραφτόπουλο:

«Μπο­ρώ όμως να βεβαιώ­σω ότι στα περισ­σό­τε­ρα πνέ­ει το ειλι­κρι­νές, πηγαίο αίσθη­μα που χαρί­ζει στα έργα της τέχνης την ελπί­δα της αιωνιότητας».

Μεσο­λα­βεί το ποί­η­μα « Ίτσα» και συνεχίζει:

«Αυτή είναι η ποί­η­σις του Ραφτό­που­λου. Κοι­νοί τόποι, θα έλε­γε κανείς, αν δεν υπήρ­χε κάτι που στέ­κει πάνω από κάθε νοο­τρο­πία. Η πραγ­μα­τι­κή συγκί­νη­ση δια­φυ­λαγ­μέ­νη. Μια κραυ­γή αυθόρ­μη­τη πόνου ή απελ­πι­σμέ­νης χαράς. Αυτού­σιο το αίμα του πνευ­μα­τι­κού ανθρώ­που. Τι τα θέλε­τε πολύ ακρι­βά πλη­ρώ­νε­ται η πάντα χλω­ρή δάφ­νη. Δε δίνε­ται παρά σε όσους ανα­λί­σκο­νται . Η μελέ­τη και οι σχο­λές είναι ίσως μάταια επι­χρί­σμα­τα. Δεν προ­σθέ­τω τίπο­τε. Ο χρό­νος θα κρί­νει τον ποι­η­τή Ιωσήφ Ραφτό­που­λο ανά­λο­γα προς την αξία του. Με τις γραμ­μές αυτές ηθέ­λη­σα μόνο να δια­σπά­σω τη σιω­πή που τον εσκέ­πα­σε τώρα βαρύ­τε­ρη από το χώμα».

Ο λόγος του Καρυω­τά­κη είναι πλή­ρης. Ό,τι κι αν προ­σθέ­σου­με θα είναι πλεονασμός.
Μ. Μ. Παπαϊ­ω­άν­νου (Ριζο­σπά­στης 30 Μάρ­τη — 1 Απρί­λη 1975)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο