Επιμέλεια: ofisofi //
Ο ποιητής Ιωσήφ Ραφτόπουλος γεννήθηκε το 1890 και πέθανε το 1923 στα 33 του χρόνια από φυματίωση. Το 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ραφτόπουλος: Ποιήματα – ‘Απαντα τα ευρεθέντα σε επιμέλεια Μιχαήλ Γ. Μπακογιάννη.
Ο μελετητής και κριτικός της λογοτεχνίας Μ. Μ. Παπαϊωάννου, πολλά χρόνια πριν, την άνοιξη του 1975 είχε δημοσιεύσει στο Ριζοσπάστη ένα άρθρο σε δύο συνέχειες, στο οποίο επιχειρούσε όχι απλά τη γνωριμία με τον Ιωσήφ Ραφτόπουλο, αλλά κυρίως την ανάδειξη της ιδεολογικής του ταυτότητας και της αγωνιστικής του δράσης καθώς και τις συνθήκες, ιστορικές – κοινωνικές, μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε.
***
Περισσότερο από πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που πέθανε σε κάποια κλινική της Αθήνας ο Ιωάννης Ραφτόπουλος, ένας ποιητής πολύ γνωστός τότε και πολύ εκτιμώμενος από παλιούς και νέους καθιερωμένους ανθρώπους των γραμμάτων. Από τότε κανείς δεν ακούει, δε διαβάζει γι’ αυτόν. Από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας μας, δηλαδή από αυτούς που γράψαν την ιστορία της , μόνο δυό τον αναφέρουν, ο Βαλέτας στην
«Επιτομή» του σημειώνει «ο πρόωρα χαμένος βαθυστόχαστος λυρικός και αντιπολεμικός ποιητής Ιωσήφ Ραφτόπουλος»‘ ο Κορδάτος του δίνει ξεχωριστή θέση αφιερώνοντάς του μια σελίδα και μισή από την ιστορία του. Συχνά μιλούσε για το Ραφτόπουλο ο συμπατριώτης του Πέτρος Τριαντάφυλος, ποιητής και μεταφραστής από τα βουλγάρικα, συγγραφέας μιας σύντομης «Ιστορίας της βουλγαρικής λογοτεχνίας», γνωστός παλιότερα με το ψευδώνυμο Πετρί και ο οποίος τύπωσε μια συλλογή από ποιήματα του Ραφτόπουλου σκορπισμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες.
Γιατί παρασιωπήθηκε ένας τόσο γνωστός ποιητής στον καιρό του, στενότατος φίλος του Καρυωτάκη – του έχει αφιερωμένο και το ποίημά του «Πολύμνια» — συνεργάτης και συμπολεμιστής του «Νουμά» στην μετά την Οχτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία και το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου εποχή του, φίλος και συναγωνιστής του ποιητή Πάνου Ταγκόπουλου στο σοσιαλιστικό κίνημα και πολλών άλλων. Μήπως ο χρόνος κριτής ψυχρός αλλά δίκαιος του παραχώρησε τη θέση που πραγματικά του άξιζε, τον καταδίκασε στη λησμονιά; Ένα τέτιο επιχείρημα δεν στέκει, γιατί ο χρόνος σβήνει ονόματα, μα ποτέ δεν διαγράφει ολόκληρες εποχές τόσο σημαντικές, άλλωστε, για την ιστορία της ανθρωπότητας, σαν κι αυτή της πρώτης δεκαετίας ύστερα από την ίδρυση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας μας παρασιωπούν το όνομα του Ραφτόπουλου, κατά τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται και προς αυτή τη μεγάλη εποχή του. Συνεπώς το όνομα του ποιητή Ραφτόπουλου γίνεται σημείο ιδεολογικού διαχωρισμού, διαφορετικής ιδεολογικής τοποθέτησης των ιστορικών μας. Όταν ο ιστοριογράφος μιλά θερμά για τον ποιητή Εμπειρίκο και λησμονεί το Ραφτόπουλο ή από το Γιωσέφ Ελιγιά λησμονεί μόνο την αντιμιλιταριστική και αντικαπιταλιστική του ποίηση αυτό φανερώνει πως το λογοτέχνη τον κρίνει από την ιδεολογία του, πως ο σκοπός του είναι να διαστρέψει την ιστορία της λογοτεχνίας. Είναι γεγονός, πως πολλοί αξιόλογοι λογοτέχνες μας έχουν εξαφανιστεί από τις σελίδες της ιστορίας, όπως επίσης πολλά ρεύματα και τάσεις της λογοτεχνίας έχουν γίνει αντικείμενο κακομεταχείρισης από κάποιους ιστορικούς, αν και αυτά ήταν γεννημένα και ήταν σύμφωνα με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχει, έτσι, πρόβλημα αποκατάστασης και αυτό δεν πρέπει να ξεφεύγει από κανέναν που έχει συναίσθηση ευθύνης.
Όπως το είπαμε κιόλας, ο ποιητής Ραφτόπουλος λογαριάζονταν από τους συγχρόνους του. Ο Παλαμάς στο γράμμα του, που έστειλε στο νεότερο συνάδελφό του παίρνοντας τη «Ζωή κι αγάπη», δεν κρύβει την εχτίμησή του για τα ποιήματα της συλλογής. Του λέει « Με το τελευταίο σας βιβλίο ανεβαίνετε. Η καλοσύνη σκεπή σας. Γαλήνια κοιτάζετε, κι αν ίσως και δακρύζουν κάποτε τα μάτια σας, δεν είναι τίποτα‘ το χαμόγελό σας παιδικότατο». Ο Ραφτόπουλος στην αρχή ακολουθούσε την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού‘ δεν ήταν ο μόνος‘ κι ο Μάρκος Αυγέρης, κι ο Ρήγας Γκόλφης και άλλοι στην ίδια τάση πειθαρχούν στο ξεκίνημά τους. Ο Ραφτόπουλος στα 1918, είναι και η χρονιά του γράμματος του Παλαμά, έγινε ποιητής θρησκευτικός, όπως ο Σικελιανός, ο Παπατσώνης, κι αυτός ο Αυγέρης από επίδραση γαλλική, του Κλωντέλ, του Πεγκύ και πλήθος άλλων που στις παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου τα έχουν χαμένα και δέχονται το δόγμα του καθολικισμού. Γι’ αυτό ο Παλαμάς του γράφει
«δείχνεστε μυστικόπαθος, λατρεύετε το Κύριο μα τίποτα επίσημα λειτουργικό ή ορθόδοξο ή οπωσδήποτε σπουδασμένο θεολογικό…». Και παρακάτω «Μα θα ήθελα το στίχο σας περισσότερο λαγαρισμένο, σημαδεμένο αρμονικότερα από το απαλό γέλασμα του κόσμου, στο «Ξύπνημα του Κυρίου».
Ως το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου ο ποιητής Ραφτόπουλος μένει στον ιδεαλισμό. Μαζί με τα δημοτικιστικά, τα θρησκευτικά και τα ερωτικά ποιήματά του αυτής της εποχής, έχει γράψει και ποιήματα προσωπολατρικά στον Τρικούπη, στο Βενιζέλο, ίσως και σε άλλους. Σ’ένα από τα σονέτα με τα οποία ύμνησε το Βενιζέλο δείχνεται η ιδεολογική του καθυστέρηση.
.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…
Στην Πόλη είπες‘ μα μπρος σου είδες βαλμένα
εμπόδια που ποτέ σου δε θαρρούσες.
Μα ο Ελληνικός λαός πάντα μεγάλος
έδειξε που για κείνον στην καρδιά του
εξόν από σένα δεν είν’ άλλος.
Που είν’ έτοιμος για τα χρυσά όνειρά του
να πολεμάει χωρίς να σταματήσει
όποτε ο δυνατός σου νους ορίσει.
Όπως μας πληροφορούν οι βιογράφοι του, ο ποιητής Ιωσήφ Ραφτόπουλος γεννήθηκε μάλλον στα 1890 στο χωριό Σκεπαστό της επαρχίας Βύζας της Ανατολικής Θράκης. Η οικογένειά του πολύ φτωχή‘ έβγαλε της Μεγάλη Σχολή του Γένους στην Πόλη με στερήσεις πολλές. Στα 1914 ήρθε στην Αθήνα με τους διωγμούς τους σκληρούς εναντίον των Ελλήνων σ’ αυτή την περιοχή. Γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του αθηναϊκού πανεπιστημίου και πήρε πτυχίο φιλολόγου. Για να ζήσει πέρασε από πολλά επαγγέλματα: επί της ύλης στην εφημερίδα «Ακρόπολις», δάσκαλος σ’ ένα από τα χωριά της Αττικής, υπάλληλος στο υπουργείο Γεωργίας, έφορος αρχαιοτήτων στους Δελφούς. Αλλά ας αφήσουμε στο φίλο του, σύντροφο του και βιογράφο του Πάνο Ταγκόπουλο να μας ιστορήσει την πιο βασανιστική περίοδο της ζωής του ποιητή που τιμούμε:
«Η σκληρή μοίρα που παραμόνευε την ύπαρξη του νέου μας ποιητή, η μοίρα του αρχαίου τραγικού που «ανασηκώνει μαύρον άμμο απ’ το σκοτεινό της θάλασσας βυθό και ξεσπάζει μ’ αντίχτυπο στο ακρογιάλι» δεν τον αφήνει ν’ αποσώσει το ανέφελο τρυφερό τραγουδάκι, τα πρώτα κελαϊδίσματα της ερωτιάρικης ζωής. Τόνε ρίχνει κατάδικο επιζωΐτη στο υγρό κελλί μιας ανήλιαγης φυλακής. Στο νεκρόσπιτο μέσα, που φέρνει – τι ειρωνεία! – τ’ όνομα «Φθισιατρείο η Σωτηρία», η ψυχή του αγγίζει άλλους ουρανούς, ζοφερούς…»
Στην πρώτη αυτή μελέτη που αφιέρωσε ο Ταγκόπουλος στο Ραφτόπουλο και δημοσίευσε στο « Νουμά» το Δεκέμβρη του 1923 αμέσως ύστερα από το θάνατο του φίλου του, δεν μιλάει ανοιχτά για την πολιτική δράση και τους διωγμούς που είχε υποστεί ο ποιητής εξ αιτίας της συμμετοχής του στους αγώνες των εργαζομένων. Επίσης σ’ αυτή τη μελέτη του ο Ταγκόπουλος δεν κάνει καθόλου λόγο για τα επαναστατικά ποιήματα του αδικοχαμένου ποιητή. Αποδίδει τους διωγμούς μάλλον σε λόγους αντιζηλίας των άλλων φυματικών της «Σωτηρίας» για τον έρωτά του σε μια κοπέλλα που νοσηλευόταν στο ίδιο θεραπευτήριο. Στη δεύτερη όμως επίσης εκτενή μελέτη που δημοσίευσε στο βδομαδιάτικο λογοτεχνικό περιοδικό της Μεγάλης Ελλληνικής Εγκυκλοπαίδειας Δρανδάκη — Πυρσού, εκεί λέει τα πράγματα όπως συνέβηκαν. Ο Ραφτόπουλος έχει υποστεί σκληρούς διωγμούς για τις ιδέες του, κυρίως με το γυρισμό του βασιλιά Κωνσταντίνου στα 1920. Ο Ταγκόπουλος τα είχε μάθει αυτά μετά τη δική του αποφυλάκιση‘ τα κυνηγήματά του έξω στα χωράφια, το ξυλοκόπημα, τη φυλάκισή του. Όντας στη «Σωτηρία» οργάνωσε « την ιστορική και δραματική εκείνη κάθοδο στην Αθήνα, με τις μαύρες σημαίες και τα λάβαρα, όπου ζητούσαν βελτίωση συσσιτίου».
Και μόνο από αυτά τα ψιχία των στοιχείων για τη ζωή, τις ιδέες και τη δράση του, αν τα συνδυάσουμε με τη γενικότερη κατάσταση των πνευμάτων στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, φτάνουμε να συμπεράνουμε την ταχύτατη ιδεολογική αλλαγή του Ραφτόπουλου, από το 1918. Ο φίλος του Ταγκόπουλος γράφει για « κάποιες ανησυχίες του αργότερα που τον εφέρανε κάπως κοντήτερα στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, που συγκινούνε σήμερα την ξυπνημένη ανθρωπότητα…». Τέτια στοιχεία δεν μας είναι απαραίτητα μόνο για τη μελέτη του ποιητικού έργου του Ραφτόπουλου μα και για την εκτίμηση όλης της πνευματικής ζωής αυτής της εποχής. Δυστυχώς ο διωγμός του εργατικού κινήματος μάς έχει στερήσει πολλά πράγματα. Ευτυχώς ο διωγμός δεν μπόρεσε να εξαφανίσει το «Νουμά», όπως έκανε με άλλα προοδευτικά περιοδικά και γινόμαστε ευτυχείς όταν στις σελίδες του βρίσκουμε τα ψιχία των στοιχείων που αναφέραμε παραπάνω. Στον τόμο του 1919 π.χ του Νουμά, δημοσιεύεται ένα γράμμα του Ραφτόπουλου‘ υπογράφεται «διανοούμενος σοσιαλιστής» και κατακρίνει τον παλιό σοσιαλιστή Ν.Γιαννιό για τη στάση του μετά την ίδρυση του Σοσιαλιστικού κόμματος Ελλλάδας: « Τι κρίμα αλήθεια να μη φανεί ύστερα από τον Σκληρό ένας άξιος σοσιαλιστής, ένα σύμβολο – όπως ο Ψυχάρης, εννοεί, για το δημοτικισμό – με νου και με φώτιση, που χρειάζονται για την περίσταση. Ο κ. Γιαννιός, αποτυχών ποιητής, ανίκανος να ανυψωθεί πάνου από τον δημοσιογράφο εαυτό του, με τη δράση του έκανε εχθρούς του όλους τους φωτισμένους δημοτικιστές. « Διανοητικές ανικανότητες» ονομάζει κάποιος φιλόσοφος τους τέτιους χαρακτήρες. Ύστερα από την αποτυχία του στο «Ριζοσπάστη», που τον κράτησε στην αφάνεια εννιά μήνες ο αθεόφοβος αγωνίζεται να μας παρουσιάσει μιαν εφημερίδα σαν την
«Διάπλαση των παίδων» γιομάτη με χαριτωμένο παιδικό πνεύμα».
Και ένα άλλο γράμμα του σοσιαλιστή διανοούμενου σχολιάζει πικρά το Γιαννιό, ο οποίος εκδίδει την περιοδική εφημερίδα « Κοινωνία» και επιτίθεται κατά των σοσιαλιστών, του «Νουμά», κατηγορεί π.χ. το θεατρικό έργο του Ταγκόπουλου πατρός «Στην οξώπορτα», το μυθιστόρημα του Παρορίτη « Το μεγάλο παιδί», του Γκόλφη τα σοσιαλιστικά τραγούδια.
Από την ίδρυση του Σοσιαλεργατικού κόμματος, και μετά που ονομάστηκε Κομμουνιστικό, ο « Νουμάς», χωρίς να είναι επίσημο όργανο κομματικό, ακολουθεί από κοντά τη γραμμή. Αυτό το οφείλει στον υιό Ταγκόπουλο και στους άλλους νέους λογοτέχνες συνεργάτες του περιοδικού, που ανήκουν στις νεολαιΐστικες σοσιαλιστικές οργανώσεις των εργατών, των φοιτητών και των γυναικών. Ο Πάνος Ταγκόπουλος και ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, όπως το αποκαλύπτει η έρευνα, συμμετέχουν στη δράση με διάφορους τρόπους, αλλά προσανατολίζουν την ποίησή τους προς τους σκοπούς των σοσιαλιστικών οργανώσεων. Όταν ο Ταγκόπουλος έχει επιστρατευθεί και στέλνεται στο μέτωπο του Στρυμόνα, ο Ραφτόπουλος του γράφει δυό τετράστιχα:
«Ταγκόπουλε ξεκίνησες και πηγαίνεις. Πού πηγαίνεις;..Τα φονικά στους ώμους σου όπλα πώς τα υπομένεις;» Και συμπληρώνει:
Ξέρεις αιτία των πολέμων κι’ εχθρός οι δουλευτάδες
Δεν είναι π’ όμοια αφίνουνε τα σπίτια τους πονώντας.
Γλεντοκοπούνε των λαών στις πόλεις οι φονιάδες!
Το χρέος σου…κι’ ας σκοτωθείς στα πλήθη έτσι μιλώντας.
Πρέπει το τραγούδι αυτό να είναι γραμμένο το 1918, γιατί τότε ο Ταγκόπουλος φεύγει για το μέτωπο. Στο άλλο του τραγούδι του 1915, το αφιερωμένο στο Βενιζέλο, βεβαίωνε πως ο λαός ήταν διατεθειμένος να πολεμάει όσο καιρό το ήθελε ο κυβερνήτης του…Τώρα το χρέος είναι διαφορετικό: Κατά του πολέμου. Από δω και πέρα η ποιητική παραγωγή του Ραφτόπουλου είναι σχεδόν επαναστατική. Ένα τραγούδι του με δυό τετράστιχα « Στον Λίμπνεχτ», γραμμένο όταν στα 1919 δολοφόνησαν τον Γερμανό κομμουνιστή ηγέτη:
Σύντροφε Λίμπνεχτ, μάρτυρα, Ιδέα
Θεόν, η καρδιά μου πώς να σ’ ονομάσει;
Θνητός δεν είσαι, ζεις, στην κάθε ωραία,
Όπου αγωνίζεται ψυχή να σπάσει,
Του κτήνους τα δεσμά και να χαρίσει.
Σ’ όλους τους σκλάβους την ευδαιμονία.
Χαρούμενος ο κόσμος πια να ζήσει
Στον έρωτα, στη λεύτερη εργασία.
Είναι αυτά τα χρόνια που ο Ραφτόπουλος ζητάει την ανανέωση της ελληνικής ποίησης, ξεκινώντας από την ανανέωση του περιεχομένου της. Πάνω σ’ αυτό, ο Κορδάτος στην ιστορία του της λογοτεχνίας μας γράφει τα ακόλουθα:
«Ο Ραφτόπουλος ήταν και κριτικός και μάλιστα βαθυστόχαστος κριτικός. Βλέποντας τα παραστρατήματα των νέων και παλαιών ποιητών, ύψωσε τη φωνή του ζητώντας αλλαγή. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, έγραψε ένα αρθράκι στο περιοδικό « Νέοι Βωμοί», όπου τόνιζε πως η σύγχρονη ελληνική ποίηση δεν είναι παρά ένα έμβρυο, όχι όμως ζωηρό, ρωμαλέο κι ελπιδοφόρο, μα κλαψιάρικο, καχεκτικό, αρρωστιάρικο…Η ελληνική ποίηση πρέπει ν’ αναγεννηθεί, όχι όμως με το γύρισμα στο Σολωμό‘ η επιστροφή στο Σολωμό είναι μια άβαθη και επιπόλαιη παρότρυνση. Το αίσχος του πολέμου έχει διαπλάσει μια πραγματικότητα ολότελα αντίθετη από την προπολεμική‘ άλλοι είναι οι παλμοί της πραγματικότητας αυτής, άλλες οι ιδέες της, οι σκέψεις της, οι ελπίδες της.»
Αυτά πίστευε για την ποίηση των νέων καιρών και ο Ραφτόπουλος τα εφάρμοζε στην ποίησή του. Άλλαξε ο ίδιος ψυχολογία, άλλαξε κοινωνική συνείδηση και ιδεολογία, απόχτησε συνείδηση και ιδεολογία επαναστατική. Με τον τρόπο αυτό περνάει στην πρωτοπορία πριν και από το Βάρναλη. Πέθανε νωρίς, δεν ξέρουμε τι θα έδινε ακόμα αν ζούσε, ποια θα ήταν η εξέλιξή του. Όμως και με ό,τι έδωσε, επιτρέπει πρώτα πρώτα να τον αναγνωρίσουμε για ποιητή‘ και ύστερα, πέρα από την προσφορά του στον ιδεολογικό τομέα, μας υποχρεώνει να δούμε τι έδωσε και στην τεχνική του στίχου, γιατί και ο Παλαμάς και ο Πάνος Ταγκόπουλος επαναλαμβάνει τις παρατηρήσεις για την τραχύτητα του στίχου του, όμως και οι απόψεις για την τεχνική, αλλάζουν και διαφέρουν από εποχή σ’ εποχή. Η παραδοσιακή ποίηση τούτη την εποχή εγκαταλείπεται στη Δυτική Ευρώπη. Η αφροντισιά για το ρυθμό του στίχου, που παρατηρούμε λίγο αργότερα στον Καρυωτάκη, κυρίως στα «Ελεγεία και σάτυρες» μήπως προέρχεται από επίδραση του Ραφτόπουλου ή είναι αποτέλεσμα κοινών διαθέσεων, κοινών διαβασμάτων; Ας δούμε το « Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ»:
Αθήνα – ω της ζωής το μέλι και γάλα!
Κόλαση μαύρη, θάνατος ο εαυτός σου.
Αδιάφορος προς τα έργα τα μεγάλα
Της ύλης δούλος, ταπεινός ο λαός σου.
Όχεντρα δολερή, καρτέρι στήνεις,
Όπου τη λάμψη του καλού υποθέσεις.
Να με πνίξεις, φαρμάκι όσο κι αν χύνεις.
Μάθε Ιερουσαλήμ, δε θα μπορέσεις.
Τούτο το ποίημα έχει γραφεί το Μάιο του 1919. Ο Καρυωτάκης θ’ αργήσει κάπως ν’ ακολουθήσει στην εγκατάλειψη, να δώσει στο στίχο του τη διάθεση της αηδίας που νιώθει για τη ζωή. Δεν είναι καθόλου απίθανο να έχει επηρεαστεί από τον Ραφτόπουλο. Ξέρουμε άλλωστε – το είπαμε και στην αρχή – πως οι δυό τους δένονταν με στενή φιλία. Μα και αν η φιλία τους μας ήταν άγνωστη, μας το μαρτυρά η πολύτιμη , πολύτιμη γιατί τόσο ωραία μπορεί να στηρίξει τη γνώμη μας, τώρα που πάμε να τον νεκραναστήσουμε – η νεκρολογία που έγραψε ο Καρυωτάκης για τον Ραφτόπουλο:
«Μπορώ όμως να βεβαιώσω ότι στα περισσότερα πνέει το ειλικρινές, πηγαίο αίσθημα που χαρίζει στα έργα της τέχνης την ελπίδα της αιωνιότητας».
Μεσολαβεί το ποίημα « Ίτσα» και συνεχίζει:
«Αυτή είναι η ποίησις του Ραφτόπουλου. Κοινοί τόποι, θα έλεγε κανείς, αν δεν υπήρχε κάτι που στέκει πάνω από κάθε νοοτροπία. Η πραγματική συγκίνηση διαφυλαγμένη. Μια κραυγή αυθόρμητη πόνου ή απελπισμένης χαράς. Αυτούσιο το αίμα του πνευματικού ανθρώπου. Τι τα θέλετε πολύ ακριβά πληρώνεται η πάντα χλωρή δάφνη. Δε δίνεται παρά σε όσους αναλίσκονται . Η μελέτη και οι σχολές είναι ίσως μάταια επιχρίσματα. Δεν προσθέτω τίποτε. Ο χρόνος θα κρίνει τον ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο ανάλογα προς την αξία του. Με τις γραμμές αυτές ηθέλησα μόνο να διασπάσω τη σιωπή που τον εσκέπασε τώρα βαρύτερη από το χώμα».
Ο λόγος του Καρυωτάκη είναι πλήρης. Ό,τι κι αν προσθέσουμε θα είναι πλεονασμός.
Μ. Μ. Παπαϊωάννου (Ριζοσπάστης 30 Μάρτη — 1 Απρίλη 1975)